Κεντρικό άρθρο (φ.3)

Η κυβερνητική πολιτική στη συνήθη ρότα της αστικής διαχείρισης

ΜΜΕ και ΠΑΣΟΚ χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τη λιτότητα.

Το κόστος των ολυμπιακών αγώνων πληρώνουν σήμερα οι εργαζόμενοι


Μετά από τον «μήνα του μέλιτος» που βάστηξε περίπου ένα χρόνο, η κυβέρνηση αρχίζει να κινείται, όπως προβλεπόταν, προωθώντας τις αναγκαίες για το κεφάλαιο προσαρμογές. Η δημοσιονομική πειθαρχία, η μείωση του κρατικού ελλείμματος είναι από τους κύριους άξονες της κυβερνητικής πολιτικής, όπως φάνηκε με τη νέα αφαίμαξη του εργατικού εισοδήματος, μέσω της αύξησης του ΦΠΑ. Παράλληλα, ανοίγει ο «κοινωνικός διάλογος» με στόχο τη διαμόρφωση νέας κατάστασης γύρω από τα ζητήματα της διαχείρισης της εργατικής δύναμης, σύμφωνα πάντα με τις απαιτήσεις της αστικής τάξης. Η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου στη διεθνή σκηνή, απαιτεί αλλαγές στο ασφαλιστικό σύστημα με μείωση των παροχών και αύξηση εργατικών εισφορών και ορίων ηλικίας, «άρση των δυσκαμψιών στην αγορά εργασίας», δηλαδή – μεταξύ άλλων – ελαστικοποίηση του χρόνου εργασίας, με βάση τις εργοδοτικές ανάγκες, τομές στην υγεία και το εκπαιδευτικό σύστημα. Η παρέμβαση Γκαργκάνα, γύρω από αυτά τα ζητήματα, προσέφερε σημαντική «χείρα βοηθείας» στην αστική τάξη και την κυβέρνησή της. Από τη μία προετοιμάζει την «κοινή γνώμη» και ιδιαίτερα την εργατική τάξη για το τι θα επακολουθήσει, ενώ ταυτόχρονα περιβάλλει με το κύρος μιας υποτίθεται «ουδέτερης», «τεχνοκρατικής» άποψης τις επιδιώξεις του κεφαλαίου.


Η κυβέρνηση, βέβαια, κινείται στην μοναδική δυνατή κατεύθυνση για την αστική διαχείριση. Κανένα άλλο αστικό κέντρο δεν προτείνει διαφορετική πολιτική ή έστω σημαντικές διαφοροποιήσεις στην κυβερνητική διαχείριση. Σαν αποτέλεσμα, η αντιπολιτευτική κριτική κινείται σε μια θεματολογία που συνήθως είναι ανούσια και κάποιες φορές καταντάει βλακώδης. Έτσι, ενώ η κοινωνική δυσαρέσκεια αρχίζει να εκδηλώνεται με την καταγραφή κάποιας – περιορισμένης έστω – φθοράς του κυβερνώντος κόμματος, το ΠΑΣΟΚ ενισχύεται ελάχιστα, ενώ δεν παρουσιάζει κάποια ιδιαίτερη δυναμική. Δείκτης γι’ αυτό είναι και τα υψηλά ποσοστά αναποφάσιστων στις δημοσκοπήσεις. Ωστόσο, παρά την σχετική ενίσχυση του ΚΚΕ, το παιχνίδι εξακολουθεί να παίζεται ανάμεσα στους δύο βασικούς εκφραστές της αστικής πολιτικής, κάτι που έχει άμεση σχέση με την απουσία από το πολιτικό προσκήνιο της επαναστατικής πρότασης.


Σε σχέση με τα ζητήματα που βρίσκονται στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, πρέπει να προσπεράσουμε τα διάφορα ρεπορτάζ, τις περισπούδαστες αναλύσεις και τις διαμάχες που εστιάζουν σε λανθασμένους κυβερνητικούς χειρισμούς, τριβές μεταξύ υπουργών ή επουσιώδη ζητήματα διαχείρισης για να αποδείξουν την ανικανότητα ή την ικανότητα της κυβέρνησης. Και αυτά έχουν βέβαια την αξία τους, καθώς αποδεικνύουν την κατάντια και την ένδεια του αστικού πολιτικού σκηνικού, όμως αν σε κάτι πρέπει να σταθούμε είναι η αγωνιώδης προσπάθεια των κονδυλοφόρων της αστικής τάξης να «παίξουν» με την εργατική δυσαρέσκεια, να πάρουν υποκριτικά θέση στο πλάι της κοινωνικής διαμαρτυρίας.


Τα αντιπολιτευόμενα ΜΜΕ ιδιοκτησίας Λαμπράκη, Μπόμπολα, Κόκαλη, μαζί με τη – γνωστή για το ρόλο της – «Ελευθεροτυπία», το στελεχικό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, μπορεί να κλαίνε και να οδύρονται για την κατάσταση των λαϊκών στρωμάτων, ωστόσο βασικός στόχος τους είναι ο αποπροσανατολισμός της εργατικής συνείδησης, το καναλιζάρισμα των όποιων αντιδράσεων, μακριά από την ουσία των ζητημάτων με τελική κατάληξη το εκλογικό σακούλι του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό παραμένουν σε μια άσφαιρη κριτική, χωρίς κανένα στόχο, κανένα αίτημα, καμία προοπτική. Στο ίδιο παιχνίδι προσπαθούν φυσικά, να παίξουν και ΜΜΕ που συνδέονται με ομίλους φιλικούς στην κυβέρνηση.


Κανένας από αυτούς δεν πρόκειται να πει την αλήθεια για κανένα ζήτημα, καθώς επιδίωξή τους είναι να μη θιγούν τα «ιερά» και τα «όσια» της αστικής διαχείρισης. Δηλαδή, η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας (βλέπε η εκτίναξη της εκμετάλλευσης), η αναπτυξιακή διαδικασία, η σύγκλιση με τις οικονομίες της Ευρώπης (βλέπε διαρκή λιτότητα), η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και άλλα τέτοια.


Αντίθετα με τις επιδιώξεις των αστικών κέντρων, αν κάποιο συμπέρασμα πρέπει να βγει από την πολύ πρόσφατη ιστορία της «απογραφής» και την εκτίναξη του ελλείμματος λόγω των ολυμπιακών δαπανών, είναι ότι το σύμφωνο σταθερότητας και οι δεσμεύσεις της χώρας απέναντι στην ΕΕ, αφορούν αποκλειστικά τις εργατικές διεκδικήσεις και όχι τις αναγκαίες δαπάνες της αστικής τάξης. Απέναντι στα εργατικά αιτήματα, οι κυβερνήσεις χρησιμοποιούν το φόβητρο της ΕΕ και του συμφώνου σταθερότητας, όμως όταν πρόκειται για τις ανάγκες του κεφαλαίου τα σύμφωνα χαλαρώνουν και πιο «ευέλικτα» προγράμματα προσαρμογής καταρτίζονται.


Πέρα όμως από αυτό, ίσως το πιο χειροπιαστό και συγκεκριμένο παράδειγμα αποπροσανατολισμού των εργαζόμενων από τα αστικά κέντρα, αφορά τους ολυμπιακούς αγώνες, το κόστος των οποίων ξεπερνάει κατά πολύ το έλλειμμα του φετινού προϋπολογισμού. Ποιος άραγε θα τολμήσει να αναδείξει αυτήν την πλευρά, συνδέοντας τη λιτότητα, την ακρίβεια και τη φτώχεια με τη σπατάλη πάνω από 9 δις. ευρώ που καλούνται σήμερα να τα πληρώσουν οι εργαζόμενοι; Σίγουρα όχι, αυτοί που έκαναν τις πλάτες στην αστική τάξη, στηρίζοντας τη «μεγάλη ιδέα» των ολυμπιακών αγώνων, αυτοί που συμμετείχαν ενεργά στην εξαπάτηση του ελληνικού λαού τηρώντας σιγή ιχθύος για τον εμφανώς πλαστό αρχικό προϋπολογισμό των αγώνων. Σίγουρα όχι οι «σφουγγοκολάριοι» και τα «γιουσουφάκια» της αστικής τάξης, οι καλοπληρωμένες πένες των ΜΜΕ και το ασπόνδυλο στελεχικό δυναμικό του ΠΑΣΟΚ.


Η εργατική τάξη πρέπει να τους αγνοήσει. Δεν έχει κανένα λόγο να ακρωτηριάσει τις διεκδικήσεις της στο όνομα κάποιων εθνικών στόχων, κανένα λόγο να «σεβαστεί» την ανταγωνιστικότητα του κεφαλαίου, τη σύγκλιση, τους στόχους του προϋπολογισμού. Άλλωστε, «εθνικό συμφέρον» βάφτιζαν πάντα οι αστοί το δικό τους ιδιαίτερο ταξικό συμφέρον.

Αναζήτηση