Φοιτητικές εκλογές 2005: Παγιωμένοι συσχετισμοί, ανοιχτά ερωτήματα

Φοιτητικές Εκλογές 2005:
Παγιωμένοι συσχετισμοί, ανοιχτά ερωτήματα για τη ριζοσπαστική πτέρυγα του κινήματος


Οι φοιτητικές εκλογές στις 13 του Απρίλη ήταν το γεγονός που χαρακτήρισε την δράση των πολιτικών δυνάμεων στα πανεπιστήμια τον τελευταίο μήνα. Και όσο αλήθεια είναι ότι την επομένη των εκλογών η κάθε παράταξη δημοσιεύει τα δικά της αποτελέσματα, άλλο τόσο αλήθεια είναι η εμφάνιση αντικειμενικών τάσεων που κανένα «μαγείρεμα» δεν μπορεί να αμφισβητήσει. Πριν όμως αναφερθούμε στο αποτέλεσμα αυτό καθ’ αυτό ας δούμε σε ποια περίοδο διεξήχθησαν οι εκλογές, κάτι που επέδρασε στο τελικό αποτέλεσμα.


Έχουμε ήδη διανύσει έναν χρόνο από την εκλογή της Νέας Δημοκρατίας. Αν το πρώτο εξάμηνο χαρακτηρίστηκε ως περίοδος προσαρμογής και συναίνεσης, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για το δεύτερο εξάμηνο διακυβέρνησης στο οποίο άρχισε η κυβέρνηση να υλοποιεί το πρόγραμμα της. Παράλληλα, η κυβέρνηση ήρθε αντιμέτωπη με τις πρώτες κινητοποιήσεις των αγροτών ενώ σημειώθηκε και η μεγαλύτερη (σε συμμετοχή) εργατική απεργία (στις 17 Μάρτη), μετά την μεγάλη κινητοποίηση του 2001 ενάντια στο νόμο Γιαννίτση για το ασφαλιστικό. Από τα παραπάνω, μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως το τελευταίο χρονικό διάστημα έχουν αρχίσει να αναπτύσσονται οι όροι της αμφισβήτησης τόσο της κυβερνητικής πολιτικής όσο και της «συναινετικής» αντιπολίτευσης του ΠΑΣΟΚ που μάταια προσπαθεί να βρει τον εαυτό του. Το αν αυτή η τάση θα μπορέσει να κυριαρχήσει είναι άλλο ζήτημα που δεν μπορούμε να εξετάσουμε εδώ.


Σε σχέση με τις φοιτητικές εκλογές, αυτή η τάση αμφισβήτησης δεν καταγράφεται εμφανώς, καθώς η κυβερνητική ΔΑΠ παρουσιάζει μικρή πτώση στα ΑΕΙ, αλλά οριακή άνοδο στα ΤΕΙ και η «αντιπολιτευόμενη» ΠΑΣΠ παραμένει στάσιμη στα ΑΕΙ, με μικρή πτώση όμως στα ΤΕΙ , ενώ οι δυνάμεις της Αριστεράς βγαίνουν σχετικά ενισχυμένες.


Οι οριακές αυτές μεταβολές στην εκλογική επιρροή της ΔΑΠ, σίγουρα δεν θυμίζουν καθόλου παλιότερες εποχές διακυβέρνησης από τη ΝΔ, όταν η παράταξη σημείωνε πτώση της τάξης του 5%, όπως για παράδειγμα στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας. Από την άλλη η στασιμότητα του εκλογικού ποσοστού της ΠΑΣΠ δείχνει δυο πράγματα. Πρώτον, την κρίση ταυτότητας στην οποία βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ αδυνατώντας να συγκροτήσει διακριτό πολιτικό λόγο από την κυβέρνηση της Ν.Δ. και δεύτερον τα όρια της «συναινετικής» και «δημιουργικής» αντιπολίτευσης του Γιωργάκη. Ωστόσο, αυτό που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι αν και οι μεγάλες αστικές παρατάξεις διαφωνούν μεταξύ τους γιατί εκπροσωπούν διαφορετικές μερίδες του κεφαλαίου τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο πανεπιστημίου, στη δημόσια σκηνή, στις μεγάλες δημόσιες πράξεις τους διεκπεραιώνουν τις πραγματικές τους υποθέσεις κάτω από τον κοινωνικό και όχι κάτω από τον πολιτικό τους τίτλο, σαν εκπρόσωποι της αστικής τάξης. Είναι λοιπόν θετικό το γεγονός πως σήμερα, που η αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση είναι προ των πυλών, οι στυλοβάτες της αστικής πολιτικής, τουλάχιστον δεν βγαίνουν ενισχυμένοι από τις φοιτητικές εκλογές.


Οι παρατάξεις της Αριστεράς, παρουσιάζουν αξιοσημείωτα ποσοστά στα Πανεπιστήμια, καθώς το άθροισμα των ποσοστών τους υπερβαίνει το 25 %, δεν παρουσιάζουν όμως την ίδια εικόνα στα ΤΕΙ που η συνολική επιρροή τους είναι πολύ πιο κοντά με την κοινωνική εκλογική επιρροή της Αριστεράς.


Ειδικά σε σχέση με τις παρατάξεις της επίσημης Αριστεράς (ΠΚΣ, ΔΑΡΑΣ), σημειώνουμε τα εξής: Η Πανσπουδαστική καρπώθηκε σε κάποιο βαθμό τις φοιτητικές κινητοποιήσεις του προηγούμενου διαστήματος ενάντια στα μέτρα της κυβέρνησης. Το ερώτημα που μπαίνει ωστόσο, είναι το κατά πόσον θα συμβάλλει αυτή η ενίσχυση, στην πάλη για να ανατραπεί η κυβερνητική πολιτική με όρους κινήματος; Κατά την γνώμη μας, όχι ιδιαίτερα και αυτό για μια σειρά λόγους που αφορούν τόσο την πολιτική γραμμή που προβάλλει στο κίνημα, όσο και την «απροθυμία» να επιλέξει λογική και μορφές κλιμάκωσης των αγώνων. Ουσιαστικά, η προοπτική που δίνει στο κίνημα εξαντλείται στην εκλογική ενίσχυση της Πανσπουδαστικής.


Το αποτέλεσμα των ΔΑΡΑΣ, της παράταξης του ΣΥΝ (με τις ενισχύσεις δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ) στα πανεπιστήμια νιώθουμε την ανάγκη να το σχολιάσουμε όχι λόγω της επιρροής που έχουν στο φοιτητικό κίνημα μα επειδή εκπροσωπούν υπαρκτό πολιτικό ρεύμα στην ελληνική κοινωνία. Φαίνεται ότι η συγκεκριμένη συλλογικότητα δεν μπορεί να ξεπεράσει τις αντιφάσεις του πολιτικού της χώρου. Πώς, για παράδειγμα, μπορεί να αποκτήσει επιρροή στο φοιτητικό κίνημα μια δήθεν ριζοσπαστική πρόταση που κάνει λόγο για εμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης ενώ την ίδια ώρα συμμετέχει στον εθνικό διάλογο για την παιδεία, σκοπός του οποίου είναι να συνδεθεί το πανεπιστήμιο με την παραγωγή και να υπαχθεί περαιτέρω η γνώση στην υπηρεσία του κεφαλαίου;


Τέλος, πρέπει να σταθούμε και στην μικρή άνοδο που κατέγραψε η βασική δύναμη της ριζοσπαστικής αριστεράς στα ΑΕΙ, η ΕΑΑΚ. Η ψήφος ενίσχυσης της ΕΑΑΚ μοιάζει περισσότερο με ψήφο δυσαρέσκειας στην κυβερνητική πολιτική παρά με συνειδητή ψήφο ενίσχυσης της πάλης ενάντια στο σύστημα. Η ενίσχυση αυτή εκφράζει βέβαια, σ’ ένα βαθμό, την προσπάθεια που έγινε για ανάπτυξη κινήματος το προηγούμενο διάστημα. Ωστόσο, δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση αυτόματη ανάπτυξη του φοιτητικού κινήματος μιας και κάτι τέτοιο απαιτεί αναβαθμισμένη παρέμβαση και αυτό ίσως είναι το ζητούμενο για την ΕΑΑΚ την επόμενη περίοδο (η οποία μάλιστα έχει ασφυκτικούς χρονικούς περιορισμούς). Πώς δηλαδή μέσα από τις αντιφάσεις και τις αδυναμίες της (όπως π.χ. το εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό της στα ΤΕΙ), θα μπορέσει να συμβάλλει στην οικοδόμηση ενός φοιτητικού κινήματος με πολιτικά χαρακτηριστικά τέτοια, που να μπορέσει να σταθεί εμπόδιο στην αστική πολιτική και να βάλει φραγμό στην αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση.


Συνολικά, το αποτέλεσμα των φοιτητικών και σπουδαστικών εκλογών, δεν καταγράφει δραματικές ανακατατάξεις και διαφοροποιήσεις σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Η σύγκρουση ανάμεσα στις διαφορετικές αντιλήψεις φυσικά δεν τελειώνει με τις εκλογές. Στην εποχή που η αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση είναι στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο, κάθε αντίληψη που ισχυρίζεται πως εκπροσωπεί τα εργατικά συμφέροντα στο πανεπιστήμιο πρέπει να απαντήσει κρίσιμα ερωτήματα: Ποια πρέπει να είναι η στάση του φοιτητικού κινήματος στο σήμερα, την ώρα που η κυβέρνηση θέλει με την αναδιάρθρωση στην οικονομία να εντείνει την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και με την αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση να διαμορφώσει το κατάλληλο εργατικό δυναμικό; Ποια πρέπει να είναι η απάντηση στην κρίση του φοιτητικού συνδικαλισμού, απάντηση την οποία ορισμένοι ψάχνουν στην ανασύσταση της ΕΦΕΕ για να λυθούν ως δια μαγείας τα προβλήματα οργάνωσης του φοιτητικού κινήματος; Και τέλος, με ποιον τρόπο μπορεί να συνδεθεί κάθε αγώνας ενάντια σε έναν νόμο με την πάλη ενάντια στην κρατική εξουσία και ενάντια στο σύστημα, αλλάζοντας συνειδήσεις σε επαναστατική κατεύθυνση;

Αναζήτηση