Η ιμπεριαλιστική εκστρατεία ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία (μέρος β'). Η ελληνική συμμετοχή

Η ελληνική συμμετοχή

 

Η πολιτική κατάσταση της Ελλάδας τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, χαρακτηρίστηκε από την διαμάχη των μεγάλων δυνάμεων για την επικράτηση τους στο νεαρό σχετικά βασίλειο. Η διαμάχη αυτή εκφράστηκε σε τρία επίπεδα. Στο πολιτικό, με την διαμάχη βασιλιά ( Κωνσταντίνου) και Βενιζέλου. Στο διεθνές, με την ευθυγράμμιση της εξωτερικής πολιτικής της κάθε πλευράς με την ανάλογη ευρωπαϊκή δύναμη (Γερμανία ο βασιλιάς, Αγγλία - Γαλλία ο Βενιζέλος). Τέλος, στο επίπεδο της παραγωγής, με την διαμάχη εμπορομεσιτικής και βιομηχανικής πλοιοκτητικής αστικής τάξης.


Με την παραίτηση του βασιλιά, η Ελλάδα προσδέθηκε στο αγγλογαλλικό άρμα οριστικά, ενώ παράλληλα ακολουθούσε μια πορεία καπιταλιστικής ανάπτυξης κατά το πρότυπο των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών. Η αναπτυσσόμενη βιομηχανική αστική τάξη απαιτούσε επέκταση της μικρής ελληνικής επικράτειας, η οποία έπνιγε την δραστηριότητα της. Αυτή η ανάγκη γέννησε την μεγάλη ιδέα. Παράλληλα, ο Βενιζέλος για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα της αστικής τάξης, έπρεπε να συμπορευτεί με τις μεγάλες δυνάμεις που τον στήριξαν. Η είσοδος της Ελλάδας στον Ά’ Π.Π. το 1917 στο πλευρό της Αντάντ (στη διάρκεια της βασιλείας του Κωνσταντίνου, η Ελλάδα κρατούσε ουδέτερη στάση στον πόλεμο), ήταν το πρώτη συνέπεια της αλλαγής συμμαχιών. Παράλληλα οι αγγλογάλλοι στραγγάλιζαν οικονομικά την Ελλάδα, παρέχοντας της υπέρογκα δάνεια για στρατιωτικούς εξοπλισμούς( φυσικά οι ίδιοι ήταν οι πολεμικοί προμηθευτές της Ελλάδας). Η δεύτερη υποχρέωση του Βενιζέλου ήταν η Ελλάδα να πάρει μέρος στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Ο Βενιζέλος με αυτή τη συμμετοχή έλπιζε ότι οι σύμμαχοι του θα του επέτρεπαν να πραγματοποιήσει τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της αστικής τάξης, όσο αυτές δεν έθιγαν τα συμφέροντα των συμμάχων του. Έτσι, διατύπωσε την πολιτική του αλυτρωτισμού φροντίζοντας να συμπεριλάβει σε αυτή, μόνο τις περιοχές

που η κατάληψη τους έθιγε τα γερμανικά και όχι τα αγγλικά συμφέροντα (Θράκη, Μικρά Ασία και όχι την Κύπρο). Επίσης, φρόντισε να εμφανίσει την εκστρατεία στην ΣΕ σαν αναγκαίο βήμα για την εκστρατεία στην Μικρά Ασία και την Θράκη. Η δήλωση του Παπάγου: «ο δρόμος για την Μικρά Ασία περνάει από την Ρωσία», είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατούσε. Μετά την ήττα της Γερμανίας, σύμμαχου της Τουρκίας, στον Ά Π.Π., ο Βενιζέλος πιθανόν να φοβόταν και μια συμμαχία την Τουρκίας με τη Σ.Ε., η οποία θα έθετε σε κίνδυνο την μεγάλη ιδέα του.


Η εκστρατεία ανατέθηκε στο Ά’ σώμα στρατού αφού προηγήθηκε μια προσεκτική επάνδρωση του με στρατιώτες και αξιωματικούς, καθώς εκείνη την εποχή ήταν συχνό φαινόμενο οι στάσεις και οι εξεγέρσεις στον ελληνικό στρατό. Η προετοιμασία της επιχείρησης περιλάμβανε εντατική προπαγάνδα, για τους σκοπούς της οποίας, μοιράστηκαν στους φαντάρους έντυπα και ανέβηκαν θεατρικές παραστάσεις, που παρουσίαζαν τους μπολσεβίκους σαν αιμοδιψείς εγκληματίες και τύραννους του ρωσικού λαού. Η ελληνική στρατιωτική δύναμη κατέπλευσε στην Ουκρανία από τα λιμάνια της Μακεδονίας και αριθμούσε περίπου 23.000 άντρες. Ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που έστειλε ποτέ το ελληνικό κράτος σε ιμπεριαλιστική επέμβαση. Η συμμετοχή της Ελλάδας ήταν η μεγαλύτερη από όλες τις χώρες που συμμετείχαν στην εκστρατεία, σε σχέση με το μέγεθος του στρατού της.


Βασικά δραστηριοποιήθηκε στην περιοχή της Οδησσού όπου είχε και την έδρα της, αλλά το ελληνικό ναυτικό συμμετείχε όπου του υπέδειξαν οι ευρωπαίοι σύμμαχοι της Ελλάδας. Η αρχική αισιοδοξία των επιτελών σύντομα μειώθηκε, καθώς η κατάσταση στα μέτωπα επεφύλασσε αρκετές δυσκολίες. Οι γάλλοι στρατιωτικοί διοικητές υποτιμούσαν συνεχώς τους έλληνες συναδέλφους τους και, από τη στιγμή που οι γάλλοι έλεγχαν την περιοχή της Ουκρανίας, οι έλληνες ήταν υφιστάμενοι τους. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το ελληνικό τμήμα να διεξάγει δυσκολότερες επιχειρήσεις από τα γαλλικά στρατεύματα και να μεγαλώνει η δυσαρέσκεια στις ελληνικές γραμμές. Επιπλέον, η στάση των σοβιετικών πολιτών και του Κόκκινου Στρατού απέναντι στους έλληνες στρατιώτες, η οποία ήταν καθαρά αμυντική, και τα επιτεύγματα του εργατικού κράτους σε διάφορους κοινωνικούς τομείς, οδήγησαν γρήγορα τους έλληνες στρατιώτες να αμφισβητήσουν την κυβερνητική προπαγάνδα, το δίκαιο της εκστρατείας τους και φυσικά τους στρατιωτικούς διοικητές τους. Σύντομα, πλήθυναν τα κρούσματα ανυπακοής στο ελληνικό στρατόπεδο και σιγά σιγά εκδηλώθηκαν και οι πρώτες αυτομολήσεις, οι οποίες με τον καιρό πολλαπλασιάστηκαν.


Η ελληνική δύναμη αποχώρησε αρκετά σύντομα από την Σοβιετική Ένωση, σε αντίθεση με δυνάμεις άλλων χώρών που αποχώρησαν οριστικά το 1922. Το Ά’ Σ.Σ. μεταφέρθηκε διαδοχικά από την Ουκρανία στην Ρουμανία και από εκεί, στον τυχοδιωκτισμό της μικρασιατικής εκστρατείας τον Ιούνη του 1919. Οι απώλειες του ανήλθαν σε 1300 άτομα(ανάμεσα τους και 250 αγνοούμενοι, που είναι ο αριθμός αυτών που αυτομόλησαν στις γραμμές του κόκκινου στρατού).


Ο Βενιζέλος όμως, συνέχισε να επεμβαίνει στην ΣΕ με αποστολές διπλωματών, δήθεν προς υπεράσπιση των ελλήνων της Ρωσίας, μέχρι πολύ αργότερα. Το 1920 έστειλέ μια αντιπροσωπία με επικεφαλής τον Ν. Καζαντζάκη σαν γραμματέα του υπουργείου περίθαλψης, με σκοπό να βοηθήσει στον επαναπατρισμό των ελλήνων της Ρωσίας. Όμως, μόνο σε ένα μικρό αριθμό των ομογενών επετράπη να γυρίσουν στην Ελλάδα, καθώς ο Βενιζέλος θεωρούσε ότι ήταν μολυσμένοι με το μπολσεβίκικο μικρόβιο. Επιχειρήθηκε επίσης, να μοιραστούν κεφάλαια σε διάφορες αντιμπολσεβίκικες ομάδες που δρούσαν στην Ρωσία. Μόνο το 1924 η Ελλάδα αποκατέστησε διπλωματικές σχέσεις με την Σ.Ε. Η Ελλάδα μετά τις τυχοδιωκτικές επιχειρήσεις του Βενιζέλου, βρέθηκε καταχρεωμένη και με ένα μεγάλο κομμάτι του εργατικού της δυναμικού αχρηστεμένο από τον πόλεμο, σε μια εποχή που οι συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού των πόλεων ήταν άθλιες. Στην επιστροφή του ελληνικού στρατού από την Ουκρανία ο Βενιζέλος έστειλε τηλεγράφημα με το εξής περιεχόμενο: «Αι θυσίαι και οι κόποι του ελληνικού εν Ρωσία στρατού υπήρξαν ωφέλιμοι προς την Ελλάδα». Πάντως για τον ίδιο, κάθε άλλο παρά ωφέλιμοι ήταν, αφού η πολιτική του σταδιοδρομία δέχτηκε μεγάλο πλήγμα την 1η Νοέμβρη του 1920, στις εκλογές της οποίας δεν εκλέχτηκε ούτε βουλευτής, και κατέφυγε στο Παρίσι.


Η εκστρατεία στην Σοβιετική Ένωση, πέρα από τα δεινά που προκάλεσε στην εργατική τάξη και τον λαό της Ελλάδας είχε και ωφέλιμα αποτελέσματα για το ελληνικό εργατικό κίνημα. Αρκετοί εργάτες, αγρότες και αξιωματικοί ήρθαν σε επαφή με τις σοσιαλιστικές ιδέες μέσα από αυτή και αργότερα συμμετείχαν στο αντιπολεμικό κίνημα ενάντια στην ιμπεριαλιστική μικρασιατική εκστρατεία και στους επόμενους αγώνες το ελληνικού εργατικού κινήματος. Εφτά από τους ανώτερους αξιωματικούς της εκστρατείας στην Ρωσία συμμετείχαν αργότερα στην εθνική αντίσταση από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον, τότε ταγματάρχη πεζικού, Στέφανο Σαράφη.

 

Η ελληνική στρατιωτική δύναμη αριθμούσε περίπου 23.000 άντρες. Ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη που έστειλε ποτέ το ελληνικό κράτος σε ιμπεριαλιστική επέμβαση.