Η ανάγκη αγωνιστικής απάντησης της εργατικής τάξης στην επιθετικότητα κεφαλαίου-κυβέρνησης
Πολλά και συσσωρευμένα είναι τα προβλήματα της εργατικής τάξης, πιο πολλά απ’ αυτά που φαίνονται με μια πρώτη ματιά, με πιο επίκαιρα και άμεσα τα προβλήματα της ακρίβειας, της ανεργίας, του ωραρίου στα καταστήματα, των απολύσεων. Όπως ξέρουμε ήδη, μια οφθαλμοφανής αύξηση στις τιμές όλων των προϊόντων πλατιάς και μη κατανάλωσης, έγινε με την επιβολή του ΕΥΡΩ ως ενιαίο νόμισμα στις χώρες της Ευρωζώνης. Την περίοδο εκείνη είχαμε τεράστιες αυξήσεις από 50% έως και 500%. Από τότε πέρασε μία περίοδος όπου οι τιμές σε κάποια προϊόντα παρέμειναν σχετικά σταθερές, αλλά ήδη αυξημένες, μέσα από «συμφωνίες κυρίων» και τώρα, εδώ και 6 περίπου μήνες, όλα τα εμπορεύματα πλατιάς κατανάλωσης, κινούνται προς τα πάνω. Το μόνο εμπόρευμα του οποίου η τιμή παραμένει σταθερά μειωμένη είναι το εμπόρευμα που λέγεται εργατική δύναμη. Τώρα ως δικαιολογία για τις αυξήσεις στις τιμές των προϊόντων παρουσιάζεται το πετρέλαιο, όπως πριν η προσαρμογή στο ΕΥΡΩ. Όμως και τότε αλλά και τώρα ο πραγματικός λόγος είναι η σταθερή προσπάθεια των καπιταλιστών, μεγάλων και μικρών, να αυξήσουν τα κέρδη τους και το ποσοστό κέρδους τους. Πρόκειται δηλαδή για μια γενικευμένη επίθεση και όχι για κάποιους ελάχιστους κερδοσκόπους.
Παράλληλα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. επεξεργάζεται τρόπους για να φτηνύνει περισσότερο η εργατική δύναμη, να συμπιεστεί ακόμα περισσότερο η αξία της, να περιοριστούν ακόμα περισσότερο οι διάφορες κοινωνικές παροχές, να φορτωθεί η εργατική τάξη και ο κάθε εργαζόμενος ξεχωριστά τα βάρη για Υγεία, Παιδεία κλπ. Εκεί αποσκοπούν οι νομοθετικές αλλαγές που θέλουν να κάνουν στις εργασιακές σχέσεις, η απελευθέρωση και το φτήνεμα των υπερωριών, οι αλλαγές στο ασφαλιστικό και σε μια σειρά άλλους τομείς, το κοσκίνισμα των βαρέων και ανθυγιεινών με στόχο τη ένταξή τους στα μικτά και ελαφρά. Η κατάσταση αυτή συνδυασμένη με την αύξηση της ανεργίας αμέσως μετά την Ολυμπιάδα του κεφαλαίου, φέρνει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης στα όρια της φτώχιας και της εξαθλίωσης. Ήδη μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, πάνω από 25%, ζουν κάτω από το επίσημο όριο φτώχιας, ζουν χρεωμένα στις τράπεζες, με δανεικά τα οποία δυσκολεύονται να επιστρέψουν.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση υπάρχει η αναγκαιότητα οργανωμένης αντίστασης και αντεπίθεσης της εργατικής τάξης για να μην χειροτερέψει κι άλλο η θέση της. Οι ηγεσίες του οργανωμένου συνδικαλιστικού κινήματος απαντούν σ’ αυτή την αναγκαιότητα με σπασμωδικές, άνευρες και πλήρως ανεπαρκείς κινήσεις.
Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ υποταγμένη στις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου απαντά με 4ωρη στάση εργασίας στις 17 Μάρτη και συγκέντρωση στις 1 το μεσημέρι στο Πεδίο του Αρεως. Φυσικά οι κινήσεις της πλειοψηφίας της διοίκησης της ΓΣΕΕ, γίνονται σύμφωνα και με το πώς πάνε τα πράγματα στο ΠΑΣΟΚ, και μια υποτιθέμενη κλιμάκωση έχει σχέση και με αυτές τις εξελίξεις, έχοντας όμως ως βάση τα πραγματικά προβλήματα και την πίεση που αυτά ασκούν, γι’ αυτό άλλωστε άφησε στην ευχέρεια των περιφερειακών Εργατικών Κέντρων την κήρυξη απεργίας για τις 17 Μάρτη.
Η ηγεσία του ΠΑΜΕ αντιδρά καλώντας τα σωματεία, τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες σε απεργία για τις 17 Μάρτη και συγκέντρωση στις 12 το πρωί στην πλατεία Κάνιγγος. Σε κάλεσμα για απεργιακή κινητοποίηση για τις 17 Μάρτη, πέραν των δυνάμεων του ΠΑΜΕ, προχώρησαν επίσης αρκετά Εργατικά Κέντρα και Ομοσπονδίες, ο συντονισμός συσπειρώσεων κινήσεων και εργατικών σχημάτων, διάφορα σωματεία, όπως ο σύλλογος εργαζομένων στα φροντιστήρια, το σωματείο μισθωτών τεχνικών και άλλα.
Τα ζητήματα αιχμής για τις 17 Μάρτη είναι, για την ηγεσία της ΓΣΕΕ, η ακρίβεια, η ανεργία, το ωράριο κλπ. Για το ΠΑΜΕ επίσης τα ίδια με πιο αγωνιστική φρασεολογία. Στο κάλεσμά του μιλάει για τις απολύσεις – την ανεργία – την ακρίβεια – το ωράριο – την λιτότητα. Το περιεχόμενο που δίνει βεβαίως ο καθένας διαφέρει αλλά υπάρχει, ως κοινός παρανομαστής η παντελής έλλειψη οργάνωσης πραγματικής διεκδίκησης με αξιώσεις, έστω κι αυτών των αιτημάτων που οι συγκεκριμένες δυνάμεις θέτουν ως αιτήματα αιχμής.
Πιο συγκεκριμένα: η πλειοψηφία της Διοίκησης της ΓΣΕΕ ούτε καν μιλάει για επαναδιαπραγμάτευση, πόσο μάλλον για καταγγελία της εθνικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, μιας και τα ψίχουλα που δόθηκαν ως αύξηση το 2004-2005 τα έχει πάρει ήδη το κύμα της ακρίβειας. Η μόνη άλλωστε απάντηση της εργατικής τάξης σήμερα στην ακρίβεια μπορεί να είναι η πάλη για αυξήσεις στους μισθούς και στα μεροκάματα. Εφόσον η πλειοψηφία της διοίκησης της ΓΣΕΕ ούτε καν διανοείται να κινηθεί στην επαναδιαπραγμάτευση έστω, της εθνικής σύμβασης με αγωνιστικούς όρους, όλα τα υπόλοιπα είναι λόγια χωρίς αντίκρισμα και μικροπολιτικά παιχνίδια. Δυστυχώς όμως ούτε οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ κινούνται σε μια κατεύθυνση οργάνωσης πανεργατικού αγώνα με καταγγελίες των κλαδικών συμβάσεων από τις ομοσπονδίες που επηρεάζονται από το ΠΑΜΕ, εν’ όψει μάλιστα της απεργίας της 17ης Μάρτη 2005.
Κατ’ αυτό τον τρόπο θα μπορούσαν να συσπειρωθούν ευρύτερες εργατικές δυνάμεις στους κλάδους, να πραγματοποιηθούν γενικές συνελεύσεις στους χώρους εργασίας, στα παραρτήματα, στα σωματεία και ο κάθε χώρος προβάλλοντας τα ιδιαίτερα αιτήματά του, να ενώνεται με όλους τους άλλους εργαζόμενου με κοινούς στόχους ένας από τους οποίους πρέπει οπωσδήποτε να είναι οι αυξήσεις στους μισθούς και στα μεροκάματα. Μ’ αυτές τις προϋποθέσεις θα μπορούσε η απεργία της 17 Μάρτη να πάρει μαζικά χαρακτηριστικά πανελλαδικού- πανεργατικού κινήματος αντίστασης και διεκδίκησης! Αντί αυτού οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ περιορίζουν τις δυνατότητες συμμετοχής εφόσον θέτουν ως προϋπόθεση την υιοθέτηση των αιτημάτων του ΠΑΜΕ και αντί να προτάξουν τον γνήσιο συντονισμό Σωματείων – Εργατικών Κέντρων – Ομοσπονδιών ως εργαλείο συσπείρωσης ευρύτερων δυνάμεων, περιχαρακώνονται στο στενό-παραταξιακό πλαίσιο του ΠΑΜΕ. Μήπως όμως το πλαίσιο του ΠΑΜΕ είναι το άπαν; Μήπως πραγματικά το πλαίσιο διεκδίκησης και η γενικότερη κατεύθυνση του ΠΑΜΕ καλύπτει τις πραγματικές εργατικές ανάγκες – διεκδικήσεις – κατευθύνσεις; Μήπως οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ δουλεύουν στη βάση του κινήματος και συσπειρώνουν δυνάμεις έστω στους κλάδους που επηρεάζουν;
Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Το πλαίσιο του ΠΑΜΕ είναι ήδη κουτσουρεμένο, λείπουν παντελώς τα αιτήματα των μεταναστών, για άδειες παραμονής και εργασίας χωρίς χαράτσια, για διακρατικές συμφωνίες και αναγνώριση του ασφαλιστικού και εργάσιμου βίου τους, για πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα και πολλά άλλα. Στις δε γενικότερες κατευθύνσεις του κουτσούρεψε και το αίτημα για έξοδο από την Ε.Ε., μετατρέποντάς το σε πάλη ενάντια στο Ευρωσύνταγμα, ενάντια στο Μάαστριχτ και σε άλλες επιμέρους πλευρές της Ε.Ε.
Ούτε όμως στην εργατική βάση παρεμβαίνει ουσιαστικά με σκοπό την οικοδόμηση γνήσιου μαζικού κινήματος διότι αντί να προχωρήσει παντού σε έκτακτες γενικές συνελεύσεις στα σωματεία και στα παραρτήματα, περί άλλων τυρβάζει προτρέποντας για παράδειγμα τα παραρτήματα του μεγαλύτερου συνδικάτου στη χώρα, του συνδικάτου οικοδόμων Αθήνας, να πραγματοποιήσουν συσκέψεις στις γειτονιές με εξωραϊστικούς συλλόγους, με γυναικείους συλλόγους, με διάφορες επιτροπές και ότι άλλο υπάρχει, στο όνομα του ότι τα αιτήματα των οικοδόμων αφορούν ευρύτερα στρώματα τα οποία θα συγκινηθούν και θα αναπτύξουν το κίνημα!!!
Οι ταξικές δυνάμεις στο κίνημα πρέπει να προτάξουν όλες τις σύγχρονες ανάγκες της τάξης, να πείθουν τους εργαζόμενους για την αναγκαιότητα οργάνωσης της δράσης με γνώμονα αυτές τις ανάγκες, να πείθουν με επιχειρήματα για την αναγκαιότητα συνολικής πάλης ενάντια στη σημερινή τάξη πραγμάτων, για την αναγκαιότητα να πάρει η εργατική τάξη τα πράγματα- δηλαδή την ίδια την εξουσία στα χέρια της. Σήμερα για να έχει το κίνημα κατακτήσεις πρέπει να αμφισβητήσει τον ίδιο τον καπιταλισμό, την ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το σύνολο της σημερινής τάξης πραγμάτων. Τότε και μόνο τότε μπορεί το κίνημα να έχει και κατακτήσεις.
Την ίδια στιγμή που οι ταξικές δυνάμεις θα κινούνται στην παραπάνω κατεύθυνση πρέπει να βρουν τρόπους να οργανωθεί και να συντονισθεί το σημερινό, αδύναμο, κατακερματισμένο, εξαρτημένο από το κράτος και την εργοδοσία, γραφειοκρατικοποιημένο συνδικαλιστικό κίνημα. Με βάση τα άμεσα και οξυμένα προβλήματα της εργατικής τάξης με αιτήματα αιχμής τις αυξήσεις στους μισθούς, στα μεροκάματα στις συντάξεις, διεκδικώντας δουλειά για όλους μαζί με τα ιδιαίτερα προβλήματα των μεταναστών οι οποίοι αποτελούν το 25% της εργατικής τάξης, οι ταξικές δυνάμεις οφείλουν μπροστά στις δύσκολες συνθήκες που περνάει το κίνημα να δώσουν άμεσες απαντήσεις. Απαντήσεις για τα αιτήματα πάλης, τους τρόπους λήψης των αποφάσεων, τον συντονισμό του κινήματος, μιας και συνολικά οι δυνάμεις που βρίσκονται στην διοίκηση της ΓΣΕΕ, ούτε θέλουν – ούτε μπορούν να οργανώσουν την αντίσταση και αντεπίθεση της εργατικής τάξης.