[2019-12-01] ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΒΡΟΥΤΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Άρθρο στην εφημερίδα ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ (φύλλο 70, Νοέμβρης 2019)
ΠΟΛΥΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΒΡΟΥΤΣΗ ΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Προσφυώς έχει λεχθεί ότι το Εργατικό Δίκαιο αποτελεί «ευαίσθητο σεισμογράφο των κοινωνικών μεταβολών» και «εξαρτημένη μεταβλητή του εκάστοτε οικονομικοκοινωνικού συστήματος» (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, Το Εργατικό Δίκαιο σε κρίσιμη καμπή, σ. 16). Ο κατηγορικός – προστατευτικός χαρακτήρας του Εργατικού Δικαίου εγγεγραμμένος στον γενετικό του κώδικα χάριν των μακροχρόνιων και αιματηρών δημοκρατικών, κοινωνικών και ταξικών αγώνων της εργατικής τάξης συνέβαλε αποφασιστικά στη συγκρότηση του μεταπολεμικού καπιταλισμού με τη μορφή της «κοινωνικά δεσμευμένης οικονομίας της αγοράς» εκφράζοντας έναν ιδιότυπο κοινωνικό συμβιβασμό στην κύρια αντίθεση κεφαλαίου και εργασίας. Το «συμβόλαιο» αυτό, βέβαια, τελεί υπό τη διαρκή αίρεση της επαναμφισβήτησης του συσχετισμού δύναμης, όπως αυτός διαπερνά και συνέχει το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα ενόψει πάντα και του εγγενούς κρισιογόνου χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος ιδίως υπό το φως της συγκαιρινής μετανεωτερικής – μετανεοφιλελεύθερης εκδοχής του. Τούτο σημαίνει ότι το «κοινωνικό συμβόλαιο» μεταξύ των αντιμαχόμενων τάξεων ανατρέπεται ιδίως σε περιόδους οικονομικής κρίσης και υποχώρησης του εργατικού κινήματος.
Η σχετική αυτοτέλεια του νομικοπολιτικού εποικοδομήματος έναντι της οικονομικής βάσης και η δια αυτής ιδιότητα του να απορροφά τους κοινωνικούς κραδασμούς ενσωματώνοντας διεκδικήσεις των εκμεταλλευόμενων – τελούσα ούτως ή άλλως υπό την σε τελευταία ανάλυση βασική επικυριαρχία της οικονομικής βάσης – είναι καταδικασμένη να υποχωρεί σε περιόδους οικονομικής και πολιτικής κρίσης, όπου η κυρίαρχη αστική τάξη επιχειρεί να «απαλλαχθεί από μια δημοκρατική – κοινωνική νομιμότητα που η ίδια δημιούργησε και πλέον τείνει να της γίνει ανυπόφορη» (βλ. Β. Λένιν, Δύο Κόσμοι, σ. 81, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Οι κοσμογονικές αλλαγές που επακολούθησαν της κατάρρευσης του υπαρκτού σοσιαλισμού, η θριαμβολογούσα ιστορική διακήρυξη περί του τέλους της ιστορίας, η καταθλιπτική ιδεολογική και πολιτική ηγεμονία του νεοφιλελευθερισμού στις δυτικές δημοκρατίες, η προϊούσα τάση διεθνοποίησης του κεφαλαίου μέσω μιας ψευδεπίγραφης – παραπειστικής «παγκοσμιοποίησης» που περισσότερο συγκαλύπτει τις ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις παρά τη συναδέλφωση των λαών εκφράζει, και η σταδιακή απώλεια της εθνικής – κρατικής κυριαρχίας προς όφελος πάντα των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων στο όνομα ενός «αγοραίου φονταμενταλισμού των αγορών», προλείαναν το έδαφος της μετάβασης του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού σε μια νέα φάση πρωταρχικής συσσώρευσης, όπου τα δημοκρατικά – εργασιακά κεκτημένα αναστέλλονται υπό το πρόσχημα μιας «κατάστασης ανάγκης και εξαίρεσης» που σηματοδοτεί την ίδια την αναστολή της έννομης τάξης καθιστώντας την ένα απέραντο δικαιοστάσιο. Η μνημονιακή μετατροπή της ελληνικής οικονομίας σε ένα απέραντο χρεοστάσιο εκφράστηκε στο επίπεδο του νομικοπολιτικού εποικοδομήματος με την κατάληψη της συνταγματικής κανονικότητας από το «δικαιοστάσιο της κατάστασης εξαίρεσης» και της ιδεολογικής κυριαρχίας του «δίκαιου της ανάγκης».
Η συλλογική αυτονομία ως κορωνίδα του αστικοδημοκρατικού νομικού πολιτισμού και θεσμική έκφραση ομογενοποίησης της εργατικής τάξης σε ένα μέσο επίπεδο κοινωνικής αναπαραγωγής, δέχθηκε στην Ελλάδα βάσει του ιστορικού της ρόλου ως «αδύναμου κρίκου της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» και «πειραματόζωου της ευρωζώνης», υπό την επίφαση πάντα της δημοσιονομικής κρίσης και της έξωθεν επιβαλλόμενης πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης καίρια χειρουργικής φύσεως χτυπήματα – πάντα υπό την επίφαση της πλαστογραφημένης αόριστης νομικής έννοιας του δημόσιου συμφέροντος – με προφανή σκοπό την μετατόπιση του κέντρου βάρους από τη συλλογική μέσω των συνδικάτων διαπραγμάτευση στην ατομική διαπραγμάτευση και την μείωση του μισθολογικού κόστους κατά τρόπο που να κλονίζεται όχι μόνο το φυσικό δικαίωμα της αξιοπρεπούς διαβίωσης αλλά και η ίδια η δυνατότητα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης των εργαζομένων.
Στο πλαίσιο αυτό, το έδαφος για την ολική κυριαρχία του δικαίου της «ανάγκης» και της «εξαίρεσης» στο πεδίο της συλλογικής αυτονομίας είχε ήδη προλειανθεί μετά και την αποτυχία της επαναφοράς του Νόμου 1876/1990 για τη συλλογική διαπραγμάτευση, η οποία συνέπεσε με την ιστορική – δίκην νομοτέλειας – αποτυχία της ελληνικής διαπραγμάτευσης με τους δανειστές κατά τον Ιούλιο 2015. Η μάλλον κολοβή επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών ΣΣΕ και της αρχής της εύνοιας κατά τον Αύγουστο 2018 λόγω της λήξης του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής ναρκοθετείται οριστικά με τις ρυθμίσεις του πολυνομοσχεδίου του Υπουργείου Ανάπτυξης στο οποίο εντάχθηκε – όχι τυχαία – σειρά ρυθμίσεων για τις εργασιακές σχέσεις σε συλλογικό αλλά και σε ατομικό επίπεδο, οι οποίες θεσμοθετήθηκαν με την ψήφιση τους από το Ελληνικό Κοινοβούλιο (Νόμος 4635/2019, άρθρα 53 – 57).
Κατ’ αρχήν, η φαινομενικά ουδέτερη ρύθμιση για την υποχρέωση εγγραφής των συνδικαλιστικών οργανώσεων εργαζομένων και εργοδοτών στο ηλεκτρονικό Μητρώο ΕΡΓΑΝΗ, ανεξάρτητα από τις δικαιολογημένες περί ηλεκτρονικού φακελώματος αιτιάσεις, φαίνεται να συνδέεται ακατάλυτα στην πράξη με την επέκταση της κλαδικής ΣΣΕ, αφού αυτή προϋποθέτει ότι η συλλογική ρύθμιση δεσμεύει ήδη εργοδότες που απασχολούν ποσοστό μεγαλύτερο του 50 % των εργαζομένων του κλάδου ή του επαγγέλματος. Ως εκ τούτου, η ρύθμιση αυτή παρουσιάζεται ως πρώτης τάξεως «εργαλείο» στα χέρια των εργοδοτών για την περαιτέρω υπονόμευση του θεσμού της επεκτασιμότητας. Τούτο δε στην περίπτωση που η συνδικαλιστική οργάνωση των εργοδοτών, αρνούμενη, λόγω δήθεν ασαφειών στην ηλεκτρονική καταγραφή των μελών του, να καταθέσει στο Τμήμα Ειδικών Επιθεωρητών του ΣΕΠΕ το μητρώο των μελών του, καθιστά αδύνατη τη διακρίβωση της κάλυψης του 51% των επιχειρήσεων του κλάδου, απαραίτητου όρου για την ενεργοποίηση του θεσμού. (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, Δρόμος της Αριστεράς, 19.10.2019, σ. 15 – 19).
Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις για το ηλεκτρονικό μητρώο και το δικαίωμα ηλεκτρονικής ψηφοφορίας δημιουργούν άμεσο κίνδυνο εργοδοτικών επεμβάσεων στην εσωτερική αυτονομία και τη δημοκρατική λειτουργία των συνδικάτων.
Σημειωτέον ότι και με το προϊσχύσαν νομοθετικό πλαίσιο, όπως αυτό θεσμοθετήθηκε από την επιχαίρουσα για το δήθεν τέλος των Μνημονίων κυβέρνηση της «δεύτερης φοράς Αριστερά», και όπως αυτό διαμορφώθηκε με σχετική εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας κατά την επαναφορά των κλαδικών ΣΣΕ και του δικαιώματος κηρύξεώς τους ως γενικά υποχρεωτικών με υπουργική απόφαση, αναγνωριζόταν οιονεί δικαίωμα veto στην εργοδοτική πλευρά μέσω της άρνησης χορήγησης του μητρώου μελών της εργοδοτικής οργάνωσης, προκειμένου να διακριβωθεί η προϋπόθεση του 51 %.
Περαιτέρω, το πλέον καίριο χτύπημα στο θεσμό των συλλογικών συμβάσεων εργασίας συνδέεται με τις περίφημες ρήτρες εξαίρεσης (ή διαφορετικά ρήτρες διαφυγής – ανοιχτότητας) για τις επιχειρήσεις εκείνες που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα ή βρίσκονται σε καθεστώς προπτωχευτικής ή πτωχευτικής διαδικασίας ή οικονομικής εξυγίανσης και την περαιτέρω γραφειοκρατικοποίηση της διαδικασίας επέκτασης της κλαδικής ΣΣΕ από τον Υπουργό Εργασίας (άρθρο 53 Ν. 4635/2019). Πρόκειται, μάλλον, για έναν ιδιότυπο μηχανισμό «συμφωνημένης απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων», πολύ περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς το γεγονός ότι οι επιχειρησιακές ΣΣΕ στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν προϊόν ρύθμισης μεταξύ εργοδοτών και ενώσεων προσώπων, δηλαδή ψευδοσυνδικάτων. Περαιτέρω, δε, η ίδια η δομή της ελληνικής οικονομίας με μικρομεσαίες επιχειρήσεις που πράγματι τελούν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας φαίνεται να υποθάλπτει τον κίνδυνο μετατροπής του κανόνα της καθολικής εφαρμογής των κλαδικών ΣΣΕ σε εξαίρεση. Όπως ορθά επισημαίνεται (βλ. Δ. Τραυλού – Τζανετάτου, Δρόμος της Αριστεράς, 19.10.2019, σ. 15 – 19), η δυνατότητα ή ακριβέστερα η επιβολή εξαίρεσης από το πεδίο εφαρμογής της κλαδικής ΣΣΕ απροσδιόριστου αριθμού επιχειρήσεων που επικαλούνται οικονομικά προβλήματα φαίνεται να παραπέμπει στη δημιουργία ειδικών οικονομικών ζωνών και οποιοσδήποτε συνειρμός με τα αλήστου μνήμης τοπικά σύμφωνα απασχόλησης μόνο αδικαιολόγητος δεν θα πρέπει να θεωρείται. Οι επιχειρήσεις που επικαλούνται οικονομικά προβλήματα «δύνανται» να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής της κλαδικής ΣΣΕ κατόπιν αιτιολογημένης πρότασης του Ανώτατου Συμβουλίου Εργασίας. Πολύ περισσότερο, η ίδια ρύθμιση προβλέπει κυριαρχικό δικαίωμα του Υπουργού Εργασίας να «εξειδικεύει» τις «περιπτώσεις» των επιχειρήσεων που εξαιρούνται από την κλαδική ΣΣΕ. Καθίσταται σαφές ότι η γενικόλογη διατύπωση της διάταξης αναφορικά με τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν οικονομικά προβλήματα και κυρίως το κυριαρχικό δικαίωμα καθορισμού της περιπτωσιολογίας των επιχειρήσεων αυτών από τον εκάστοτε Υπουργό Εργασίας, αφήνουν ανοιχτή την «κερκόπορτα» μετατροπής της εξαίρεσης σε «κανόνα» με ορατό τον κίνδυνο της παράλυσης του θεσμού της επεκτασιμότητας με ό, τι αυτό συνεπάγεται για τον «κλαδικό μισθό».
Στο πλαίσιο αυτό, το σύστημα Μεσολάβησης – Διαιτησίας του ΟΜΕΔ ως επικουρικός μηχανισμός συμπλήρωσης της συλλογικής αυτονομίας και διασφάλισης της ύπαρξης συλλογικών ρυθμίσεων δεν θα μπορούσε παρά να βρεθεί επίσης στο στόχαστρο του πολυνομοσχεδίου. Άλλωστε, το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία δεν πέρασε αλώβητο από την προηγούμενη κυβέρνηση στο πλαίσιο των προαπαιτουμένων από την τρόικα, όταν και προβλέφθηκε ως προϋπόθεση η προηγούμενη αποδοχή της μεσολαβητικής πρότασης από το μέρος εκείνο που προσφεύγει στη Διαιτησία. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το εργατικό συνδικάτο ακόμα και στην περίπτωση μιας όλως δυσμενούς για αυτό μεσολαβητικής πρότασης θα είναι υποχρεωμένο να την αποδεχτεί καθ’ ολοκληρίαν και ανεπιφύλακτα προκειμένου να προσφύγει στη Διαιτησία. Εν προκειμένω, η ρύθμιση του πολυνομοσχεδίου μετατρέπει το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία από κανόνα σε περίπτωση αποτυχίας των συλλογικών διαπραγματεύσεων σε εξαίρεση, αφού το δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί μόνο εάν η συλλογική διαφορά αφορά επιχειρήσεις δημόσιου χαρακτήρα ή κοινής ωφελείας και μόνο όταν η επίλυση της συλλογικής διαφοράς εξαρτάται από υπαρκτό λόγο γενικότερου συμφέροντος. Δικαιολογημένα, λοιπόν, ασκείται κριτική στη συγκεκριμένη ρύθμιση και αναφορικά με την παραβίαση της υποχρέωσης συμμόρφωσης στην υπ’ αριθμ. 2307/2014 απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ, η οποία έκρινε ότι το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία εν όψει της ανάγκης διασφάλισης της κοινωνικής ειρήνης, απορρέει από το Σύνταγμα.
Η παράλυση του μηχανισμού του ΟΜΕΔ σε συνδυασμό με την περαιτέρω υπονόμευση του θεσμού των κλαδικών ΣΣΕ έρχεται στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες να βρεί απροσδόκητο φυσικό σύμμαχο στην ανυπαρξία των συλλογικών δομών και οργάνων της εργατικής τάξης και στη δραματική υποχώρηση του συνδικαλιστικού κινήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι τα νομικά και πολιτικά επιτελεία της άρχουσας τάξης επικαλέστηκαν ως πρόσχημα για τη διάλυση των παραπάνω θεσμών κρατικής ετερονομίας στις εργασιακές σχέσεις το δικαίωμα της απεργίας προσβλέποντας προφανώς στην ανυπαρξία πραγματικού απεργιακού κινήματος και στο καθεστώς παρασιτισμού - εκφυλισμού που έχει εγκαθιδρυθεί σε όλα τα επίπεδα των συνδικαλιστικών οργανώσεων με πρόσφατο το παράδειγμα του δικαστικού διορισμού Προσωρινής Διοίκησης στη ΓΣΕΕ. Στις συνθήκες αυτές, μόνο αυτοκριτικός θα πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να προσεγγιστεί αφενός μεν η εμπέδωση μιας ιδιότυπης κουλτούρας εργολαβίας - ανάθεσης για την διασφάλιση των εργασιακών συμφερόντων είτε αυτή εκφραζόταν μέσω υπουργικών αποφάσεων που κήρυσσαν γενικά υποχρεωτικές κλαδικές ΣΣΕ είτε μέσω των διαιτητικών αποφάσεων του ΟΜΕΔ, πάντως όχι μέσα από την ανάπτυξη αγώνων του εργατικού κινήματος. Άλλωστε, οι παθογένειες του εργατικού κινήματος ένεκα των κρατικών – διοικητικών παρεμβάσεων σ’ αυτό είναι μια διαδικασία με κάποιο παρελθόν (βλ. για όλα αυτά Κ. Μπατίκα, Συνδικάτα και Πολιτική). Δοθέντος, λοιπόν, ότι το Δίκαιο αποτελεί προϊόν του εκάστοτε συσχετισμού κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και για το λόγο αυτό σήμερα συμπορεύεται τόσο αγαστά με το αόρατο χέρι της Αγοράς, μόνος δρόμος για την επανάκτηση των εργασιακών κεκτημένων δεν μπορεί παρά να είναι η επανοικειοποίηση των συνδικάτων από την εργατική τάξη και η ανάπτυξη των ταξικών της αγώνων.
Αθήνα, 10 Νοεμβρίου 2019
Νίκος Ρουκλιώτης