Αξιολόγηση εργαζομένων στο δημόσιο τομέα
Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό το ειδικό βάρος του δημόσιου τομέα, σε επίπεδο συμμετοχής του στην παραγωγή ΑΕΠ και στην απασχόληση του εργατικού δυναμικού, τον καθιστούν πεδίο ιδιαίτερης σημασίας όπου εκδηλώνεται με ένταση η επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας στη σημερινή συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης.
Στο πλαίσιο αυτό, εφαρμόζονται πολιτικές στην κατεύθυνση της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων δηλαδή της κατάργησης των εργασιακών και κοινωνικών δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Στο στόχαστρο βρίσκεται το δικαίωμα σε μόνιμη και σταθερή εργασία. Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων είναι το πιο πρόσφατο όπλο που χρησιμοποιεί η κυβέρνηση εναντίον των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα.
Ο προσχηματικός χαρακτήρας της διαδικασίας και ο στόχος της ενεργοποίησης του κοινωνικού αυτοματισμού είναι στον πυρήνα της επιχειρούμενης αξιολόγησης και επομένως, το καθήκον του συνδικαλιστικού κινήματος είναι να αναδείξει την ουσία της διαδικασίας, πείθοντας τους εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, αλλά και τους ανέργους ότι δεν πρόκειται για τεχνοκρατικού, ουδέτερου χαρακτήρα ορθολογική διαδικασία.
Η πειστική απάντηση στην καθημερινή εμπειρία των πολιτών, που συχνά σε απλές συναλλαγές τους σε δημόσιες υπηρεσίες βιώνουν μεγάλη ταλαιπωρία μπορεί και πρέπει να γίνει με εξειδικευμένο, συγκεκριμένο τρόπο από τα πρωτοβάθμια σωματεία ώστε να αναδειχθεί, τόσο ο εγγενής ταξικός χαρακτήρας των κρατικών πολιτικών που υλοποιούν οι υπάλληλοι, όσο και η επιδείνωση της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών λόγω περικοπών στο βωμό της κρίσης.
Είναι σημαντικό η ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που επικρατεί σε κάθε χώρο δουλειάς στο δημόσιο να μην πέφτει στην παγίδα μιας αμυντικού τύπου απάντησης είτε με ενοχοποίηση σε ατομικό επίπεδο των «επίορκων» και κορώνες για παραδειγματική τιμωρία είτε σε μια -κόντρα στην κοινή λογική- υπεράσπιση του «τέλειου» δημόσιου τομέα που προ κρίσης εξυπηρετούσε τις κοινωνικές ανάγκες και το δημόσιο συμφέρον.
Τα επιχειρήματα θα πρέπει να εξειδικεύονται και να συνδέονται με το στόχο της προτεινόμενης αξιολόγησης ως μόνιμου μηχανισμού απολύσεων, αποφεύγοντας τη φιλοσοφικού, αλλά στην πραγματικότητα βαθιά αντιεπιστημονικού τύπου προσέγγιση, περί «φυσικής» αναγκαιότητας της αξιολόγησης που εισάγει, με ανεπαίσθητο τρόπο, τη φιλελεύθερη λογική της απόλυτης αξίας του ανταγωνισμού ως στοιχείου προόδου στην κοινωνία, η οποία στην πραγματικότητα αντιμετωπίζεται ως φυσική και όχι ως ιστορική πραγματικότητα.
Ένα στοιχείο, που χρειάζεται να αναλυθεί με ιδιαίτερη προσοχή, είναι η σχέση των ειδικότερων προβληματικών χαρακτηριστικών της ελληνικής δημόσιας διοίκησης με το πολιτικό πελατειακό σύστημα. Το συχνό μεθοδολογικό λάθος του υπερτονισμού της σημασίας του πελατειακού χαρακτήρα αποφεύγεται όταν, τον πελατειακό αυτό χαρακτήρα δεν τον αποδίδουμε σε μια μεταφυσικού τύπου «ελληνική ιδιαιτερότητα» αλλά στην ταξική διαστρωμάτωση της ελληνικής κοινωνίας. Επιχείρημα ιδιαίτερης βαρύτητας είναι ότι η εφαρμογή της αξιολόγησης θα ενδυναμώσει όλα αυτά τα χαρακτηριστικά αφού σε συνθήκες πλήρους κατάργησης των όποιων δικλείδων ασφαλείας (τεκμήριο αθωότητας), η προστασία που παρέχει το σύστημα πατρωνίας θα είναι το καταφύγιο των επισφαλώς εργαζομένων και η αποφυγή της απόλυσης μέσω της αξιολόγησης θα επιδιώκεται με την ένταξη σε ρουσφετολογικούς μηχανισμούς.
Ένα σύνολο φοβισμένων εργαζομένων που κάθε χρόνο θα πασχίζει να αποφύγει να οριστεί από τους προϊσταμένους στο 15% του προσωπικού το οποίο υποχρεωτικά θα κρίνεται ως ανεπαρκές και θα ανοίγει ο δρόμος για την απόλυση του δεν μπορεί να κινητοποιήσει τις ικανότητες, τις γνώσεις των εργαζομένων και να αναβαθμίσει το έργο που παρέχεται στους πολίτες. Αντίθετα οι εργαζόμενοι στο δημόσιο θα δεχθούν τεράστια πίεση, ειδικά σε συνθήκες γενικευμένης ανεργίας, ώστε να επιδοθούν σε έναν αδυσώπητο αγώνα επιβίωσης με ατομικές στρατηγικές που όλο και συχνότερα θα περιλαμβάνουν χρήση αθέμιτων όπλων και θα γενικεύουν την ανθρωποφαγία.
Πέρα από την ιδεολογική αποδόμηση της αξιολόγησης το συνδικαλιστικό κίνημα στο δημόσιο τομέα τόσο το στενό όσο και το ευρύτερο (δημόσιες ή πρώην δημόσιες επιχειρήσεις όπως ΔΕΗ) βρίσκεται μπροστά σε μια υπαρξιακού τύπου πρόκληση.
Έχει την ευκαιρία να πετύχει μια σημαντική νίκη ακυρώνοντας στην πράξη την αξιολόγηση και αποδεικνύοντας ότι έχει ρόλο στα ουσιαστικά θέματα που απασχολούν τους εργαζόμενους.
Η συλλογική δράση έχει την ευκαιρία να αναδειχθεί ως ο τρόπος αποτελεσματικής αντιμετώπισης της επίθεσης, αν ακολουθηθεί με συνέπεια η διαφαινόμενη αλλαγή στάσης της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ και κυρίως αν κινητοποιηθούν και πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους οι εργαζόμενοι υλοποιώντας τις αποφάσεις πολλών ΓΣ και ΔΣ σε διάφορους χώρους δουλειάς (περιφέρειες, νοσοκομεία, υπουργεία) και παραδίδοντας τις εκθέσεις αυτοαξιολόγησης ασυμπλήρωτες στα πρωτοβάθμια σωματεία.
Η αντικατάσταση των τελετουργικού τύπου 24 ή 48 ωρών απεργιών από την απεργία- αποχή από τις διαδικασίες αξιολόγησης και φυσικά ο εμπλουτισμός της με μορφές πάλης που εξειδικεύονται σε κάθε χώρο (διάλυση σεμιναρίων στους εκπαιδευτικούς), μπορεί να αυξήσει την πίστη των εργαζομένων στα συνδικάτα και να οδηγήσει σε ποσοτική και ποιοτική αναβάθμισή τους, ώστε να παίξουν το ρόλο τους στη συγκρότηση ενιαίου μετώπου εργαζομένων.
Το μέτωπο αυτό θα ανοίξει το δρόμο και στην πολιτική λύση - απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, ώστε να γίνουν πραγματικότητα βαθιές αλλαγές και ανατροπές που είναι αναγκαίες για τους εργαζόμενους δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.