Πολιτική προοπτική και αυτοοργάνωση - φρένο στην αποδιάρθρωση των εργατικών οργανώσεων
Πολιτική προοπτική και αυτοοργάνωση - φρένο στην αποδιάρθρωση των εργατικών οργανώσεων
Οι τελευταίες απεργιακές κινητοποιήσεις στις 18 Οκτώβρη και στις 6 και 7 Νοέμβρη έδειξαν ότι το εργατικό κίνημα εμφανίζει σημάδια κόπωσης, καθώς χαρακτηρίστηκαν από χαμηλή συμμετοχή, ενώ η μοναδική απεργιακή συγκέντρωση που είχε μαζικότητα αντίστοιχη με την επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι, ήταν η απογευματινή συγκέντρωση της 7ης Νοέμβρη.
Ο αγώνας ενάντια στην κατάσταση που διαμορφώθηκε με το μνημόνιο είναι σίγουρα μακροχρόνιος, όπως πολύ συχνά επαναλαμβάνεται από συνδικαλιστές και δυνάμεις της Αριστεράς. Σε μια μακροχρόνια σύγκρουση όμως, ο συσχετισμός τροποποιείται και αυτό που βλέπουμε σήμερα μετά από μια σχετικά μακρά περίοδο μνημονιακής πολιτικής, είναι σοβαρές αλλαγές στη δυνατότητα της εργατικής τάξης να οργανώνεται και να κινητοποιείται.
Μετά από δυόμιση χρόνια μνημονίου έχουμε λιγότερους και πιο κακοπληρωμένους εργαζόμενους στην παραγωγή, νέο νομικό πλαίσιο για τις συλλογικές συμβάσεις, περισσότερες ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις. Αυτές οι αλλαγές δυσκολεύουν τη συμμετοχή των εργαζόμενων στους αγώνες. Πλέον, ο κάθε εργαζόμενος υπολογίζει πολύ περισσότερο το χαμένο μεροκάματο της απεργίας, ο φόβος της απόλυσης και της ανεργίας είναι πολύ μεγαλύτερος, η εργοδοτική τρομοκρατία απροκάλυπτη.
Τα σωματεία αντιμετωπίζουν μια εντελώς νέα κατάσταση. Η περίοδος που ακόμα και ένα μικρό σωματείο μπορούσε να πετυχαίνει κατακτήσεις πατώντας στο -καταργημένο πια- νομικό πλαίσιο έχει περάσει. Πλέον, η μεγάλη πλειοψηφία των σωματείων δεν μπορεί να υπερασπιστεί ούτε τα στοιχειώδη, με λογικό αποτέλεσμα να οδηγούνται προς διάλυση ή να μετατρέπονται σε σφραγίδες. Το ίδιο ισχύει και για τα δευτεροβάθμια όργανα. Ακόμα και άλλοτε ισχυρές ομοσπονδίες με αγωνιστικές περγαμηνές, έχουν μετατραπεί σε σφραγίδες και αδυνατούν να δικαιολογήσουν την ύπαρξή τους.
Στη νέα κατάσταση, φαίνονται τα όρια του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και τα εγγενή προβλήματα στον τρόπο που οικοδομήθηκε. Τώρα που η εργατική τάξη πρέπει να πετύχει τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση ακόμα και για να υπερασπιστεί τα στοιχειώδη δικαιώματά της, φαίνεται πόσο φρενάρουν την οργάνωση της πάλης της η ομοσπονδιακή δομή, η πολυδιάσπαση, η επίδραση της μακροχρόνιας κρατικής παρέμβασης και η αστική επιρροή.
Η κατάσταση του συνδικαλιστικού κινήματος και οι αλλεπάλληλες ήττες που κατέγραψε τα δυόμιση χρόνια του μνημονίου, σε συνδυασμό με τη δραματική χειροτέρευση της κατάστασης της εργατικής τάξης, οδηγούν στην απομάκρυνση από την οργανωμένη πάλη όλο και περισσότερους εργαζόμενους. Ένα διαρκώς αυξανόμενο τμήμα της εργατικής τάξης αντιμετωπίζει πλέον πρόβλημα επιβίωσης. Σε αυτό το πρόβλημα δεν μπόρεσε να δώσει απάντηση καμία συλλογικότητα και καμία οργάνωση της εργατικής τάξης. Συνέπεια αυτής της κατάστασης είναι η στροφή σε ατομικές λύσεις και η παραίτηση από κάθε συλλογική δραστηριότητα.
Η εμπειρία των απεργιακών κινητοποιήσεων από το 2010 μέχρι σήμερα, οδήγησε την πλατιά μάζα της εργατικής τάξης στην κατανόηση ότι βρισκόμαστε σε μια νέα κατάσταση. Ότι δεν αρκεί απλά μια μαζική κινητοποίηση για να υποχωρήσει η κυβερνητική πλευρά. Η κατανόηση αυτής της πραγματικότητας, αυξάνει και τις απαιτήσεις από μεριάς των εργαζομένων. Είναι φανερό πια στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ότι απεργίες σαν τις τελευταίες, δεν έχουν σοβαρές πιθανότητες επιτυχίας γιατί δεν έχουν σαφή στόχο και δεν υπηρετούν κάποιο σχέδιο. Είναι επίσης κατανοητό ότι το πακέτο μέτρων που επιδιώκει να περάσει κάθε μνημονιακή κυβέρνηση, συνδέεται άρρηκτα με την επιβίωσή της. Απόκρουση των μέτρων ισούται με πτώση της κυβέρνησης. Ένας τέτοιος στόχος, όπως η πτώση της κυβέρνησης, που πλέον κατανοείται από πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης σαν αναγκαίος, απαιτεί και ανάλογο σχέδιο. Οι ασυντόνιστες και ανοργάνωτες 24ωρες απεργίες δεν πείθουν ούτε τον πιο αφελή ότι υπηρετούν κάποιο σχέδιο.
Με όλα τα παραπάνω, φαίνεται ότι αυτό που λείπει είναι η προοπτική, ακόμα και η άμεση. Δηλαδή, η διατύπωση ενός σχεδίου κινητοποιήσεων με διάρκεια, οργάνωση, συντονισμό και με συγκεκριμένο στόχο που στην παρούσα φάση δεν μπορεί να είναι άλλος από την ανατροπή της κυβέρνησης. Ωστόσο, ακόμα και αυτός ο στόχος δεν μπορεί να σταθεί χωρίς απάντηση στο ερώτημα για το ποια θα είναι η διάδοχη κατάσταση, δηλαδή ποια κυβέρνηση θέλουμε. Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης απαντάει ακριβώς στο ζήτημα της πολιτικής προοπτικής. Απαντάει όμως όχι για να περηφανεύονται αυτάρεσκα οι φορείς του, αλλά για να βοηθήσει την εργατική τάξη να συνέλθει από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα, να τη βοηθήσει να σταθεί στα πόδια της και να οργανώσει τις δυνάμεις της. Άλλωστε, η γραμμή που συμπυκνώνεται στο σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης δεν βασίζεται μόνο στην κοινοβουλευτική τακτική, αλλά κυρίως βασίζεται στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης στους χώρους παραγωγής, χωρίς την οποία καμία εργατική κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί.
Όταν ξεκίνησε η -συνεχιζόμενη μέχρι σήμερα- επίθεση των κεφαλαιοκρατών στα εργατικά δικαιώματα πριν από δυόμιση χρόνια, τονίζαμε σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ότι η εργατική τάξη καλείται να αντιμετωπίσει την επίθεση αυτή χωρίς να διαθέτει επαρκή όπλα. Χωρίς ισχυρά συνδικάτα και χωρίς επαναστατικό κόμμα. Σήμερα, τα πράγματα δεν είναι καλύτερα. Η πείρα που συσσώρευσε η εργατική τάξη αυτήν την περίοδο και το όποιο προχώρημα της εργατικής συνείδησης, δεν αποκρυσταλλώθηκαν σε ορατά αποτελέσματα στις εργατικές οργανώσεις και γι’ αυτό είναι επισφαλή. Τα όποια μικρά θετικά βήματα έχουν γίνει δεν αρκούν να αντισταθμίσουν τις αντίστροφες τάσεις αποδιάρθρωσης των συνδικαλιστικών και πολιτικών εργατικών οργανώσεων. Το αποτέλεσμα είναι, να εμφανίζεται σαν μοναδική ορατή προοπτική στην οποία μπορεί να ακουμπήσει η εργατική τάξη, η αριστερή κυβέρνηση που προτείνεται από το ΣΥΡΙΖΑ, πρόταση που δεν υπηρετείται με συνέπεια ούτε από τον ίδιο το φορέα της, ο οποίος ταλαντεύεται μπλεγμένος στις εσωτερικές του αντιφάσεις.
Στη σημερινή κατάσταση δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις. Η υπομονετική δουλειά στα σωματεία και τις εργατικές οργανώσεις για τη μαζικοποίηση και τον ενιαιομετωπικό προσανατολισμό τους, η συστηματική ζύμωση μέσα στους εργαζόμενους για την απόσπασή τους από την αστική επιρροή και την ενίσχυση της επαναστατική πάλης είναι σήμερα αναγκαία, όσο ποτέ. Ταυτόχρονα όμως, πρέπει να διαπιστώσουμε ότι αναδεικνύεται σε σημαντική πλευρά της εργατικής καθημερινότητας ο αγώνας για την επιβίωση. Και όσο, όλο και περισσότεροι εργαζόμενοι θα απορροφούνται στο μοναχικό «αγώνα για την ατομική ύπαρξη», τόσο θα αποτραβιούνται από τη συλλογική πάλη και τόσο θα απομαζικοποιούνται οι εργατικές οργανώσεις. Αποκτάει επομένως ιδιαίτερη σημασία σήμερα, το να μην αφεθεί κανείς εργαζόμενος να αντιμετωπίζει μόνος του την ανέχεια, τα χαράτσια, τις διακοπές ρεύματος, την υπερφορολόγηση, τις κατασχέσεις και τους πραιτωριανούς του κράτους: κατασταλτικούς μηχανισμούς και φασιστικές συμμορίες. Οι κομμουνιστές πρέπει να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη και να πρωτοστατήσουν με τόλμη και αποφασιστικότητα στην -αναγκαία σήμερα- εργατική άμυνα, ακόμα και πέρα από τα πλαίσια της αστικής νομιμότητας, βγάζοντας τους εργαζόμενους από το καβούκι των μοναχικών διαδρομών και στοχεύοντας στην αυτοοργάνωση της εργατικής τάξης, στην ενίσχυση και μαζικοποίηση των εργατικών οργανώσεων.
Βασίλης Θεοφανόπουλος