Η έννοια της εργατικής δύναμης
Η έννοια της εργατικής δύναμης
Ορισμένες σκέψεις με αφορμή το «κίνημα της πατάτας»
Πριν μερικούς μήνες, οι προβολείς της δημοσιότητας στράφηκαν στο λεγόμενο «κίνημα της πατάτας», δηλαδή σε μια διαδικασία απευθείας επαφής παραγωγών αγροτικών προϊόντων και καταναλωτών και πώλησης τους από τους μεν στους δε χωρίς να μεσολαβούν μεσάζοντες. Το «κίνημα» αυτό εξαφανίστηκε το ίδιο απότομα με την εμφάνισή του. Ρόλο στην απόσυρσή του από το προσκήνιο, ίσως έπαιξε το ότι σε αυτήν τη διαδικασία πολλοί αγρότες είδαν μια καλή ευκαιρία να ξεφορτωθούν σκάρτο εμπόρευμα που μάλλον θα κατέληγε σε κάποια χωματερή, κάνοντας καχύποπτους τους υποψήφιους αγοραστές. Μάλλον όμως, μεγαλύτερο ρόλο στο σταμάτημα αυτής της δραστηριότητας έχει το ότι η συγκεντροποίηση που έχει συντελεστεί στην αγροτική οικονομία έχει αναδείξει μεγάλους παραγωγούς που κυριαρχούν στην παραγωγή και παίζουν οι ίδιοι το ρόλο του μεσάζοντα απέναντι στους μικρότερους παραγωγούς. Ταυτόχρονα, οι μικρότεροι παραγωγοί μπορεί να γκρινιάζουν για τους μεσάζοντες και να διεκδικούν μεγαλύτερο κομμάτι της τελικής τιμής που πληρώνει ο αγοραστής, βολεύονται όμως από τις υψηλές τιμές στην αγορά, αφού κατά κανόνα σε αυτές πουλάνε ακόμα και στις απευθείας συναλλαγές τους με καταναλωτές, όταν δηλαδή δε μεσολαβούν μεταπράτες.
Απέναντι σε αυτήν τη δραστηριότητα, κάποια τμήματα της Αριστεράς στάθηκαν εκστασιασμένα και την αποθέωσαν, βλέποντας σε αυτήν μια μορφή κοινωνικής αυτοοργάνωσης και αντισυστημικής δράσης. Στο «κίνημα της πατάτας» αναφέρθηκε με διθυραμβικά σχόλια και ο πολύς Τζον Χόλογουέη σε άρθρο του με τίτλο: «Ναι, έχετε δίκιο, είμαστε τεμπέληδες και θα παλέψουμε για το δικαίωμά μας στην τεμπελιά». Άλλες δυνάμεις της Αριστεράς στάθηκαν καχύποπτα απέναντί της: «Με πρωταγωνιστές τα ΜΜΕ των μεγαλοεπιχειρηματιών και την ενθάρρυνση της συγκυβέρνησης εξελίσσεται μία νέα ανήθικη εκστρατεία προπαγάνδας […]με τον κωδικό ‘’κίνημα της πατάτας’’.» (ανακοίνωση του ΚΚΕ στις 2/3/2012).
Η διαδικασία αυτή, φυσικά και δεν μπορεί να διεκδικήσει δάφνες επαναστατικότητας και «αντισυστημικότητας». Και ταυτόχρονα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι οι «μεγαλοεπιχειρηματίες» οι οποίοι μέσω των ΜΜΕ που κατέχουν υποστήριξαν αυτήν τη δραστηριότητα, δεν έχουν κανένα λόγο να σταθούν απέναντί της. Το αντίθετο μάλιστα. Η πτώση των τιμών στα είδη πρώτης ανάγκης ρίχνει την αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης και αποκλιμακώνει την πίεση για αυξήσεις στους μισθούς.
Η έννοια της εργατικής δύναμης
Η συσχέτιση της αξίας των εμπορευμάτων με την ποσότητα της εργασίας που περιέχουν, δεν αποτέλεσε ανακάλυψη του Μαρξ, αλλά των κλασσικών οικονομολόγων (Σμιθ, Ρικάρντο) που στην αναζήτηση ενός μέτρου της αξίας των εμπορευμάτων, κατέληξαν ότι αυτό δεν μπορεί να είναι άλλο από την εργασία που απαιτείται για την παραγωγή τους. Το ερώτημα που δεν μπόρεσαν να απαντήσουν ωστόσο, αφορούσε την αξία της ίδιας της εργασίας, την οποία θεωρούσαν εμπόρευμα. Έτσι, ήταν αδύνατο να απαντήσουν στο ερώτημα «Πόση εργασία περιέχεται στο εμπόρευμα εργασία;». Αδύνατο ήταν επίσης, να λύσουν το πρόβλημα αξιοποιώντας τη βιομηχανική πείρα, καθώς ο μισθός που πλήρωνε ο βιομήχανος στους εργάτες του, δηλαδή η τιμή αγοράς του «εμπορεύματος εργασία», ήταν πάντα διαφορετική από το κέρδος που η εργασία αυτή απέδιδε, διέφερε δηλαδή από την αξία του «εμπορεύματος εργασία» όταν αυτή υπολογιζόταν με βάση το κέρδος που απέδιδε στον κεφαλαιοκράτη.
Η συνεισφορά του Μαρξ, βρίσκεται στην εισαγωγή της έννοιας της εργατικής δύναμης. Το εμπόρευμα «εργατική δύναμη», είναι το μοναδικό εμπόρευμα που μπορεί να προσφέρει εργασία. Με την εισαγωγή αυτής της έννοιας το πρόβλημα λύνεται. Η εργασία είναι μέτρο της αξίας των εμπορευμάτων και ως τέτοιο αποτελεί μέτρο και του εμπορεύματος «εργατική δύναμη». Η ερώτηση «Πόση εργασία απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης;» έχει απάντηση. Η εργατική δύναμη για να αναπαραχθεί χρειάζεται τροφή, στέγη, ένδυση, ιατρική περίθαλψη, εκπαίδευση κλπ., χρειάζεται δηλαδή εμπορεύματα των οποίων η αξία μπορεί να υπολογιστεί με βάση την εργασία που περιέχουν κι επομένως μπορεί να υπολογιστεί και η εργασία που απαιτείται για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Η αξία της εργατικής δύναμης επομένως καθορίζεται από την αξία των προϊόντων που απαιτούνται για την αναπαραγωγή της, εμπεριέχει ωστόσο κι ένα ιστορικό στοιχείο κι ένα ηθικό στοιχείο που δεν είναι του παρόντος.
Ο μισθός, δηλαδή η τιμή, η χρηματική έκφραση της αξίας του εμπορεύματος εργατική δύναμη, καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την αξία των εμπορευμάτων που είναι αναγκαία για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά επηρεάζεται και από τους αγώνες της εργατικής τάξης, καθώς ο μισθός αποτελεί το βασικό επίδικο της ταξικής πάλης.
Η πτώση της αξίας της εργατικής δύναμης
Μόνιμη επιδίωξη των κεφαλαιοκρατών είναι η διεύρυνση του ποσοστού κέρδους τους. Αυτό επιτυγχάνεται – μεταξύ άλλων – και με την πτώση των μισθών. Η μείωση των μισθών είναι ωστόσο πεπερασμένη, έχει ένα όριο, που είναι το σημείο πέρα από το οποίο δεν μπορεί να αναπαραχθεί η εργατική δύναμη, δηλαδή δεν μπορεί να επιβιώσει ο εργαζόμενος.
Αυτό το κάτω όριο επίσης μπορεί να συμπιεστεί με το φτήναιμα των στοιχείων που είναι απαραίτητα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Ένα παράδειγμα γι’ αυτό μπορούμε να βρούμε στην εκμηχάνιση της παραγωγής και την ενσωμάτωση δεξιοτήτων στις μηχανές. Με αυτόν τον τρόπο, η εκπαίδευση που είναι αναγκαία για έναν εργαζόμενο γίνεται πολύ φθηνότερη. Τα υπολογιστικά προγράμματα για μηχανικούς είναι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα για αυτό. Οι περίπλοκοι υπολογισμοί που παλιότερα έπρεπε να τους εκτελέσει ένας μηχανικός, μπορούν σήμερα να εκτελούνται από υπολογιστές με προγράμματα που μπορεί να χειριστεί ένας εργαζόμενος με χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, ο οποίος έχει απλά εκπαιδευτεί στο χειρισμό του συγκεκριμένου προγράμματος. Η αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ενός εργαζόμενου που απλά χειρίζεται ένα πρόγραμμα είναι φυσικά πολύ χαμηλότερη από την αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης ενός εργαζόμενου που έχει τις γνώσεις ενός μηχανικού.
Στον καθορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης συμβάλει μια ευρεία γκάμα προϊόντων. Σε σχέση με τα αγροτικά προϊόντα που αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης για το σύνολο της εργατικής τάξης, είναι εύκολα αντιληπτό ότι η πτώση της τιμής τους, ρίχνει την αξία αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης.
Οι κεφαλαιοκράτες αγωνίζονται και μεμονωμένα, αλλά και συνολικά ως τάξη ενάντια στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα, ανταγωνίζονται μεταξύ τους για την απόσπαση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου μεριδίου από την αντλούμενη υπεραξία. Αγωνίζονται ως τάξη να συμπιέσουν την τιμή πώλησης της εργατικής δύναμης και ταυτόχρονα, ο μεμονωμένος κεφαλαιοκράτης επιδιώκει να διευρύνει το μερίδιο της υπεραξίας που νέμεται αποσπώντας μερίδια από τους ανταγωνιστές του. Η πτώση της τιμής σε μια κατηγορία προϊόντων είναι ευπρόσδεκτη από όλους τους κεφαλαιοκράτες που δραστηριοποιούνται σε άλλους κλάδους. Είναι επομένως απόλυτα εξηγήσιμη η στάση της αστικής τάξης απέναντι στο «κίνημα της πατάτας» και σε όποια ανάλογη προσπάθεια προκύψει στο μέλλον.