Στο δρόμο για την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία

Στο δρόμο για την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία

Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου

Οι πανηγυρισμοί για την «εθνοσωτήριο συμφωνία» της 21ης Ιουλίου (ποιος τη θυμάται ακόμα άραγε;) έληξαν οριστικά δύο εβδομάδες μετά, όταν στις 5 Αυγούστου τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια κατέγραφαν απώλειες πάνω από 3% και το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης έκλεινε με τη μεγαλύτερη ημερήσια απώλεια από το 2009 (4,3 %), υπό τον φόβο των αγορών για την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, με επίκεντρο την εξάπλωση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Χρειάστηκαν δύο μόλις εβδομάδες για να γίνει σαφές ότι η συμφωνία εκείνη δεν είναι βιώσιμη και τότε ήταν που άρχισαν να διακινούνται ευρέως τα σενάρια για κούρεμα του ελληνικού χρέους κατά 50%.

Τα σενάρια εκείνα χρειάστηκαν λιγότερο από τρεις μήνες για να αποτυπωθούν σε μια νέα συμφωνία, αυτή της 26ης Οκτωβρίου. Οι συντεταγμένοι πανηγυρισμοί για τη νέα «εθνοσωτήριο συμφωνία» πνίγηκαν σε λιγότερο από 24 ώρες από τις κραυγές του αγανακτισμένου πλήθους που ματαίωνε τις παρελάσεις και κυνηγούσε το πολιτικό προσωπικό. Λίγες μέρες μετά, η επαπειλούμενη χρεοκοπία της Ιταλίας, καθιστούσε αμφίβολη την εφαρμογή των συμφωνηθέντων.

Η συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου περιγράφει ένα βασικό πλαίσιο πάνω στο οποίο θα γίνει περαιτέρω διαπραγμάτευση. Τα κύρια σημεία αυτού του βασικού πλαισίου, όπως προκύπτει από τα δημοσιεύματα είναι:

  1. Το «κούρεμα» των ομολόγων των ιδιωτών κατά 50%, δηλαδή η εθελοντική ανταλλαγή των ομολόγων του ελληνικού δημοσίου με άλλα ομόλογα μειωμένης αξίας κατά 50%
  2. Η παροχή νέου δανείου ύψους 130 δις. μέχρι το 2014.
  3. Η ενίσχυση της εποπτείας της τρόικας επί της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η εφαρμογή των συμφωνηθέντων.

Αυτό που αποτυπώνεται στη συμφωνία είναι η εφαρμογή της ελεγχόμενης χρεοκοπίας. Η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε να κάνει αυτό που ένα χρόνο πριν ξόρκιζε σαν καταστροφικό, μήπως και αποφύγει μια ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.

Οι περαιτέρω διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση, την τρόικα και τους κατόχους ομολόγων – κυρίως τις τράπεζες - θα αφορά:

  1. Την επικαιροποίηση του μνημονίου και τη νέα δανειακή σύμβαση.
  2. Το πώς θα χρησιμοποιηθούν τα 30 από τα 130 δις του νέου δανείου, που αφορούν στη διευκόλυνση του προγράμματος συμμετοχής ιδιωτών στην ανταλλαγή ομολόγων (PSI).
  3. Το που ακριβώς θα κατευθυνθούν τα υπόλοιπα 100 δις ευρώ του νέου δανείου και πόσα θα χρησιμοποιηθούν για την επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών.
  4. Το αν θα υποστούν το «κούρεμα» και οι μικρο-ομολογιούχοι
  5. Την ακριβή διάρκεια των νέων δανείων, το επιτόκιο τους και την περίοδος χάριτος.
  6. Το αν η επανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών θα γίνει με αντάλλαγμα κοινές μετοχές (οπότε κρατικοποιούνται) ή προνομιούχες.
  7. Το αν θα ενισχυθεί ο έλεγχος και η παρουσία της τρόικας στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ). Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, οι επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία είναι εκτός διαπραγμάτευσης. Ποιος να διαπραγματευτεί άλλωστε για λογαριασμό τους;

Η μείωση του χρέους από το «κούρεμα», με την προϋπόθεση ότι συμμετέχουν στο «κούρεμα» όλοι οι ιδιώτες κάτοχοι ομολόγων, θα φτάσει τα 103 δις ευρώ. Η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών θα απαιτήσει γύρω στα 30 δις, ενώ ακόμα 30 δις θα αξιοποιηθούν για να δελεαστούν οι κάτοχοι ομολόγων να συμμετέχουν στο πρόγραμμα ανταλλαγής, οπότε στην «καλύτερη» περίπτωση, δηλαδή στην περίπτωση που το κράτος δεν δώσει ούτε ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία αφήνοντάς τα να χρεοκοπήσουν, η μείωση του χρέους θα φτάσει τα 40 δις ευρώ.


Η ύφεση καθιστά αδύνατους τους στόχους της συμφωνίας

Ωστόσο, και η νέα συμφωνία είναι αδύνατον να πετύχει τους στόχους τους οποίους διακηρύττουν κυβέρνηση και Ε.Ε. Οι όποιες εκτιμήσεις π.χ. για χρέος 120% του ΑΕΠ το 2020, είναι παντελώς αυθαίρετες και αβάσιμες. Αρκεί να θυμηθούμε ότι αυτοί που διατυπώνουν τέτοιες εκτιμήσεις έχουν πέσει έξω σε όλες ανεξαιρέτως τις προβλέψεις τους μέχρι σήμερα και συνεχίζουν να πέφτουν έξω για το έλλειμμα του ελληνικού Δημοσίου, αδυνατώντας να διατυπώσουν μια αξιόπιστη πρόβλεψη, ακόμα και για τα αποτελέσματα τριμήνου στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.

Ο βασικός λόγος γι’ αυτό, είναι η επιδείνωση της διεθνούς κατάστασης, δηλαδή το βάθεμα της κρίσης παγκοσμίως. Είναι ενδεικτικό για το πως εξελίσσονται τα πράγματα στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, το ότι κανείς πλέον από τους «γκουρού» των αγορών δεν διακινδυνεύει προβλέψεις ξεπεράσματος της κρίσης ή εξόδου από την ύφεση, περιορίζοντας έτσι μέχρι εξαλείψεως τα αισιόδοξα ρεπορτάζ που είχαμε συνηθίσει να διαβάζουμε στα αστικά έντυπα και να παρακολουθούμε στα ηλεκτρονικά ΜΜΕ.

Η παγίωση μιας τέτοιας κατάστασης στο διεθνές οικονομικό περιβάλλον, βαραίνει ακόμα περισσότερο την ελληνική καπιταλιστική οικονομία. Η ακολουθούμενη πολιτική θα βαθύνει ακόμα περισσότερο την ύφεση, αν συνεκτιμήσουμε και την επίδραση των νέων μέτρων (ενιαίο μισθολόγιο, απολύσεις στο Δημόσιο) που θα στεγνώσουν ακόμα περισσότερο την αγορά, οδηγώντας μοιραία σε αδυναμία εκτέλεσης του προϋπολογισμού, αναθεώρηση στόχων κλπ, όπως σταθερά συμβαίνει τον τελευταίο ενάμιση χρόνο. Είναι αδύνατο επομένως να πραγματοποιηθεί αυτό που τίθεται σαν προϋπόθεση για να «λειτουργήσει» το «κούρεμα», δηλαδή πρωτογενή πλεονάσματα από 3 ως 12 δις για τα επόμενα 3 χρόνια κι είναι φανερό ότι οδηγούμαστε πλέον σε ανεξέλεγκτη χρεοκοπία.

Η επιδείνωση της διεθνούς κατάστασης, η απειλή χρεοκοπίας της Ιταλίας, τα σενάρια για διάσπαση της ζώνης του ευρώ, δείχνουν ότι περνάμε σε μία φάση που η διαχείριση της κρίσης γίνεται πλέον όλο και περισσότερο «ανταγωνιστική», με τις ισχυρότερες χώρες να προσπαθούν να βγουν από την κρίση σε βάρος των υπολοίπων και με τα ισχυρότερα κεφάλαια να προκρίνουν μια πολιτική εκκαθάρισης των πιο αδύναμων. Αυτό θα δούμε να εξελίσσεται στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα. Οι ισχυρότερες χώρες της Ε.Ε. θα διαχειριστούν το ελληνικό πρόβλημα με πολύ πιο επιθετικό τρόπο, γνωρίζοντας ότι δεν υπάρχουν πολλά περιθώρια για συμβιβασμούς αν θέλουν να σώσουν το τομάρι τους.

Αντίστοιχα, στο εσωτερικό της χώρας, οι Έλληνες καπιταλιστές θα θελήσουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο το χρόνο που κερδίζουν με τη συμφωνία της 26ης Οκτωβρίου. Αυτό λοιπόν που θα πρέπει να αναμένουμε είναι μια ολομέτωπη επίθεση αξιοποίησης στο έπακρο των όποιων πλεονεκτημάτων διαθέτουν, δηλαδή μια επιθετική πολιτική μείωσης του εργατικού κόστους, αξιοποιώντας και το σχετικό νομικό οπλοστάσιο που τους παρείχε η κυβέρνηση.

Βασίλης Θεοφανόπουλος