Η εργατική τάξη και η σύγκρουση στο Σύνταγμα
Η εργατική τάξη και η σύγκρουση στο Σύνταγμα
Τα γεγονότα της απεργίας στις 19/20 Οκτώβρη ανέδειξαν με τον πιο χειροπιαστό τρόπο μια από τις βασικές αντιθέσεις της περιόδους και της ανόδου της αγωνιστικής διάθεσης των μαζών στην Ελλάδα της κρίσης.
Τα αστικά επιτελεία προσπάθησαν να παρουσιάσουν τη σύγκρουση απεργών – κουκουλοφόρων ως μια ενδοκινηματική διαμάχη και παράλληλα να βάλουν στο ΚΚΕ την ταμπέλα του φύλακα της αστικής νομιμότητας. Η αστική προπαγάνδα βρήκε πρόθυμους συνεργάτες σε διάφορες αναρχικές και αντιεξουσιαστικές ομάδες που αναπαρήγαγαν αμάσητη την προπαγανδα αυτή μαζί με τον Πρετεντέρη και τον φασίστα Γεωργιάδη. Αυτή η ταύτιση απόψεων δεν είναι σε καμιά περίπτωση τυχαία. Όχι με την έννοια της πρακτορολογίας, ότι οι μυστικές υπηρεσίες ή όποιος άλλος υπαγορεύουν αυτή την αντίληψη, αλλά με την έννοια της εξυπηρέτησης κοινών ταξικών συμφερόντων.
Η καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρρευσης, που στην Ελλάδα παίρνει και την ειδική μορφή της κρίσης κρατικού χρέους πλήττει εκτός από τους εργάτες και μια σειρά άλλα κοινωνικά στρώματα. Αυτοαπασχολούμενους, μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες, γιατρούς, δικηγόρους κ.α. Τα στρώματα αυτά, λόγω της ταξικής τους θέσης ανάμεσα στις δυο μεγάλες τάξεις του καπιταλισμού, την αστική και την εργατική, πότε πλησιάζουν τη μια και πότε την άλλη, πότε κάποια στενά συμφέροντα τους ταυτίζονται με τους αστούς και πότε με τους εργάτες. Σήμερα μεγάλες μάζες των στρωμάτων αυτών προλεταριοποιούνται, χάνουν τον ενδιάμεσο ρόλο που είχαν στον καταμερισμό της εργασίας. Τα μαγαζιά κλείνουν και τα πρώην μικροαφεντικά είναι αναγκασμένα να βρούν δουλειά σε ένα άλλο μικρό ή μεγάλο αφεντικό. Όποια περιουσία είχαν συγκεντρώσει εξανεμίζεται μαζί με τα όνειρα “να πιάσουν την καλή”, αφού βασικά χαρακτηριστικά της κρίσης είναι η καταστροφή παραγωγικων δυνάμεων και η απόσπαση κεφαλαίων από τα χέρια των μικροαστών υπέρ της μονοπωλιακής συγκέντρωσης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτόματα αλλάζει και η συνείδηση τους, ή όπως το λέει ο λαός “πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι”.
Τα στρώματα αυτά δεν μπορούν να κατανοήσουν τον αντικειμενικό-νομοτελειακό χαρακτήρα της καπιταλιστικής κρίσης αλλά πιστεύουν ότι με κάποιες αλλαγές μπορεί να ξαναβρεθούν σε έναν καλό για αυτούς καπιταλισμό, που θα τους δώσει το περιθώριο και την ευκαιρία να αντέξουν την κρίση και να συνεχίσουν να προσπαθούν για την προσωπική και επαγγελματική “επιτυχία”. Στα μάτια τους λοιπόν, η επίθεση του κεφαλαίου στις εργατικές και λαϊκές ανάγκες μοιάζει με μια άδικη κίνηση, για την οποία υπεύθυνοι είναι οι κακοί κυβερνήτες και όχι ο ίδιος ο καπιταλισμός και οι νομοτέλειες ανάπτυξης και παρακμής του. Στρέφονται ενάντια στην κυβέρνηση που δεν τους προστατεύει από τις “αγορές”, από την επίθεση των ευρωπαίων, από την επέλαση των μονοπωλίων και ενάντια στο κράτος που με τους φόρους του στραγγαλίζει τις επιχειρήσεις τους και εξατμίζει τις μικροπεριουσίες τους. Στις περιόδους που η καπιταλιστική αγορά δεν πάει καλά και τα αστικά κόμματα δεν μπορούν να ικανοποιήσουν τα στενά συντεχνιακά τους συμφέροντα, στρέφονται σε ουτοπικές πολιτικές προτάσεις “φυγής προς τα μπρος” (αναρχία) ή επιστροφής στο παρελθόν (φασισμός) ή σε ρεφορμιστικά κόμματα που θέλουν να ωραιοποιήσουν τον καπιταλισμό. Τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία των στρωμάτων αυτών καταλαβαίνουν ότι τα συμφέροντα τους ταυτίζονται με τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και κινούνται προς την επανάσταση και τον κομμουνισμό.
Οι εργάτες από την άλλη, στην εποχή της καπιταλιστικής κρίσης έχουν εντελώς διαφορετικά προβλήματα. Η ανεργία, η συνεχής χειροτέρευση των όρων αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης και ,ειδικά στην ελληνική περίπτωση, η προσπάθεια της αστικής τάξης να τους αποσπάσει όποια μικροϊδιοκτησία απέκτησαν σε προηγούμενες στιγμές της ταξικής πάλης που ο συσχετισμός ήταν ευνοϊκός για την εργατική τάξη.
Το προηγούμενο διάστημα, όσο τα αντακλαστικά απέναντι στην καπιταλιστική επίθεση δεν έπαιρναν σαφή πολιτικά χαρακτηριστικά, δεν μορφοποιούνταν σε ένα κίνημα με συγκεκριμένα αιτήματα και πολιτικούς στόχους αυτές οι δυο τάσεις συνυπήρχαν (όχι χωρίς προβλήματα) στην άνοδο του κινήματος που είδαμε στην Ελλάδα τα τελευταία δυο χρόνια.
Όσο όμως οι αντιθέσεις του καπιταλισμού στην Ελλάδα και τον κόσμο οξύνονται λόγω της κρίσης του, όσο το κίνημα πολιτικοποιείται και αρχίζει να θέτει συγκεκριμένα αιτήματα τόσο περισσότερο έρχεται στο προσκήνιο η διαφορά στην αντίληψη (άρα και στην πράξη) των δυο αυτών ομάδων. Ενώ τα μικροαστικά στρώματα πιέζουν όλο και περισσότερο για μια αλλαγή στην πολιτική εκπροσώπηση μέσα στον καπιταλισμό, η οποία μάλιστα πρέπει να γίνει γρήγορα “γιατί δεν αντέχουμε άλλο”, για μια πολιτική ηγεσία που θα “σηκώσει το ανάστημα της”, οι εργάτες ξέρουν ότι καμιά κυβέρνηση μέσα στον καπιταλισμό δεν πρόκειται να μειώσει την ανεργία, να δώσει αυξήσεις στις συνθήκες της κρίσης. Ενώ οι μικροαστοί είναι έτοιμοι να πέσουν στην αγκαλιά οποιουδήποτε “αντιμνημονιακού” Σαμαρά, Κουβέλη ή Αντρέα Παπανδρέου, οι εργάτες ξέρουν ότι μόνο μια σοβαρή αριστερή-επαναστατική πολιτική πρόταση μπορεί να βελτιώσει τους όρους αναπαραγωγής της εργατικής τους δύναμης.
Οι πρώτοι λοιπόν φαντασιώνται εδώ και αρκετό καιρό το περίφημο “ντου” στη βουλή και το ελικόπτερο που θα πάρει τον Παπανδρέου, χωρίς να ενδιαφέρονται και πολύ για το ποιός θα αντικαταστήσει τον Παπανδρέου και κυρίως ποιο προγράμμα θα εφαρμόσει, ποιά μέτρα θα είναι τα πρώτα που θα πάρει η καινούρια βουλή. Το πιο σημαντικό όμως, δεν μπαίνουν στη διαδικασία να απαντήσουν με ποιο τρόπο θα οργανωθεί η κοινωνία και η παραγωγή της την επόμενη μέρα. Η κατάληψη της βουλής γίνεται αυταξία, γίνεται η μαγική λύση που θα λύσει όλα τα προβλήματα.
Οι δεύτεροι περιμένουν να συγκροτηθεί μια συνολική πολιτική πρόταση, ένα πολιτικό πρόγραμμα που θα θέτει τις ανάγκες τους σαν σημαία και την εξουσία της εργατικής τάξης ως πολιτικό στόχο. Για να το πούμε χοντροκομμένα, οι εργατικές μάζες περιμένουν να πέσει στο τραπέζι μια πρόταση αρκετά σοβαρή για να παλευτεί και αρκετά συγκροτημένη για να έχει πιθανότητες επιτυχίας πριν αποφασίσουν να ανταλλάξουν την καθημερινή τους μιζέρια με το μεγάλο στοίχημα της επανάστασης.
Το ΚΚΕ φαίνεται να το κατάλαβε αυτό. Η επίδειξη δύναμης στο Σύνταγμα τις μέρες τις απεργίας είχε διπλό αποδέκτη. Από τη μια την εργατική τάξη, στην οποία έλεγε ότι το ΚΚΕ, που είναι προφανώς το μεγαλύτερο και καλύτερα οργανωμένο εργατικό κόμμα στην Ελλάδα, έχει διάθεση να παρέμβει στα πράγματα. Από την άλλη την αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, στην οποία έλεγε ότι είναι η μοναδική πολιτική δύναμη στην Ελλάδα αυτή τη στιγμή που μπορεί να επέμβει και να αξιοποιήσει ενδεχόμενο κενό εξουσίας. Αυτό το κατάλαβαν καλά οι αστοί, πράγμα που φάνηκε από κάποιες αρχικές δηλώσεις στελεχών όπως ο Πάγκαλος που κατηγορούσαν το ΚΚΕ περισσότερο ή λιγότερο για πραξικόπημα μέχρι να πάρουν τη γραμμή περί “ΚΚΕ-φύλακα του συστήματος” από το συγκρότημα Λαμπράκη. Πρακτικά, η παρέμβαση του είχε σκοπό να μην αφήσει να συντριβεί μια πολύ σημαντική πολιτικά και μαζικότατη διαδήλωση όπως οι άλλες που είδαμε το τελευταίο διάστημα ανάμεσα στις μολότωφ και τα δακρυγόνα.
Οι αναρχικοί από την άλλη, που συνειδητά ή ασυνείδητα αποτελούν τη δύναμη κρούσης των μικροαστικών μαζών που βιάζονται, είδαν στο ΚΚΕ το εμπόδιο στο περίφημο σχέδιο κατάληψης της βουλής. Στηριζόμενοι στον χαρακτηριστικά μικροαστικό αντικομμουνισμό και ατομισμό τους, ο οποίος φουσκώσε σημαντικά και από τη δράση των άψογα καταρτισμένων πρακτόρων της αστυνομίας στις γραμμές τους, επιτέθηκαν στους απεργούς του ΠΑΜΕ (και όχι μόνο) με μολότωφ, πέτρες και λοστούς. Απέδειξαν έτσι, ότι η περίφημη αλληλεγγύη τους δεν είναι η αλληλεγγύη των κάτω, που τους ενώνουν τα κοινά τους προβλήματα και οι πιο πρωτοπόροι από αυτούς κατανοούν ότι η πολιτική διαίρεση της εργατικής τάξης λειτουργεί ενάντια στα συμφέροντα της, αλλά η αλληλεγγύη των λίγων και εκλεκτών, που έχουν “καταλάβει” αυτά που δεν καταλαβαίνει η “πλέμπα”, στην οποία πρέπει να επιβάλλουν βολονταριστικά την πρωτοβουλία τους. Ακρίβως το ίδιο που συμβαίνει σε κάθε μικρή και μεγάλη επιχείρηση, που οι εργαζόμενοι είναι “πίσω”, δεν “καταλαβαίνουν”, δεν “βοηθούν” τις πρωτοβουλίες των προχωρημένων και δραστήριων αφεντικών.
Οι εξελίξεις αυτές αντανακλούν τις αντιφάσεις της εποχής της καπιταλιστικής κρίσης. Το κίνημα στην Ελλάδα έχει φτάσει σε ένα σημαντικό επίπεδο ανάπτυξης και οι διαθέσεις των μαζών ωριμάζουν μέρα με τη μέρα, πραγματοποιούν ποιοτικά και ποσοτικά άλματα, όπως έδειξαν και οι διαδηλώσεις της 28 Οκτώβρη. Το κίνημα σήμερα, τόσο τα κομμάτια του που εκφράζουν μικροαστικά όσο και τα κομμάτια που εκφράζουν εργατικά συμφέροντα, φαίνεται να έχει κατακτήσει μια κάποια συμφωνία σε μια σειρά βασικά αιτήματα, την έξοδο από την ΕΕ, το ΔΝΤ και το ΝΑΤΟ, τη διαγραφή του χρέους, την κατάργηση του μνημονίου και των αντεργατικων και αντιλαϊκών μέτρων. Αυτά τα αιτήματα βέβαια δεν επαρκούν από μόνα τους για να λύσουν ούτε καν τα άμεσα προβλήματα της εργατικής τάξης, και οι κομμουνιστές δεν πρέπει να το ξεχνάνε αυτό.
Προκειμένου να δει η εργατική τάξη κάποια ουσιαστική υλική νίκη θα πρέπει να ηγεμονεύσουν στο κίνημα τα εργατικά συμφέροντα. Τα βασικά αυτά αιτήματα θα πρέπει να μετατραπούν από αιτήματα σε πολιτικούς στόχους, δηλαδή να γίνουν μέρος ενός πολιτικού προγράμματος και της πρότασης εξουσίας του. Θα πρέπει δηλαδή να γίνουν το μίνιμουμ της συμφωνίας ενός πολιτικού μετώπου που θα ενώσει την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στη βάση των προβλημάτων τους ενάντια στην αστική τάξη και την εξουσία της. Πέρα όμως από αυτό, οι κομμουνιστές θα πρέπει να ακολουθήσουν το ποιοτικό άλμα των αγωνιστικών διαθέσεων των μαζών και να αρχίσουν σήμερα να μπολιάζουν το κίνημα με μια σειρά άμεσα και μεταβατικά αιτήματα που θα διασφαλίζουν τον εργατικό χαρακτήρα του πολιτικού προγράμματος και της πρότασης εξουσίας και θα δείχνουν στους εργάτες από που ξεκινάει και που καταλήγει ο δρόμος για την έξοδο από την καπιταλιστική κρίση και το κοινωνικό σύστημα που τη γεννά.
Σε τέτοιες ιστορικές στιγμές, αυτό που για χρόνια ήταν γραφική και περιθωριακή θέση, αυτό που ήταν ακραίο και μαξιμαλιστικό πριν έξι μήνες, σήμερα γίνεται ρεφορμιστικό, μικροαστικό και καθυστερημένο τη στιγμή που η αστική επίθεση προχωρά ραγδαία, βδομάδα με τη βδομάδα. Την αναδιάρθρωση του χρέους που πάλευαν κομμάτια της αριστεράς πριν από έξι μήνες, την πραγματοποίησαν οι καπιταλιστές πριν από ένα. Το να φύγει η κυβέρνηση, το πέτυχαν οι ευρωπαίοι καπιταλιστές μέσα σε μια βδομάδα. Αλλά και από την άλλη, ο λαϊκός ξεσηκωμός της 28 Οκτώβρη φαινόταν αδιανόητος το Σεπτέμβρη, που οι αγανακτισμένοι δεν γύρισαν από τα μπάνια. Ο αρχιφασίστας Καρατζαφέρης προειδοποιούσε την αστική τάξη στις 3 Νοέμβρη ότι “οι καιροί ου μενετοί”, η εποχή δεν περιμένει. Οι εργάτες το ξέρουν καλά και αυτοί, το νοιώθουν μέρα με τη μέρα στο πετσί τους. Δε θα πρέπει να το ξεχνάνε και οι κομμουνιστές.
Σπύρος Μπόικος