Ανταπόκριση από τη σύσκεψη των οργανώσεων 10-07-2011
Την Κυριακή 10/7/2011 πραγματοποιήθηκε σύσκεψη στα γραφεία της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ σχετικά με την πρόταση της για τη συγκρότηση πολιτικού μετώπου “που θα θέσει τα ζητήματα της επανάστασης πλατιά στις μάζες που κινητοποιούνται και θα διεκδικήσει την υλοποίηση ενός προγράμματος που απαντάει στο σημερινό αδιέξοδο από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων”. Στη σύσκεψη συμμετείχαν οι εξής 10 οργανώσεις : ΑΡΑΝ, ΕΑΜ, ΕΕΚ, ΕΚΚΕ, ΚΑΝ, ΚOΚΚΙΝΟ, ΝΑΡ, ΟΚΔΕ, ΟΚΔΕ Σπάρτακος, ομάδα κομμουνιστών ΑΝΤΑΙΟΣ καθώς και ανένταχτοι κομμουνιστές.
Στη σχετική ανακοίνωση του γραφείου της ΠΕ της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ αναφέρεται: “Στη σύσκεψη ειδοποιήθηκαν και δεν ήρθαν: το ΜΛ ΚΚΕ, το Ξεκίνημα, το ΣΕΚ και η Εργατική Δημοκρατία η οποία μας έστειλε σημείωμα. Με δική μας ευθύνη δεν επιβεβαιώθηκε η ειδοποίηση με e-mail, της ΑΡΑΣ, του ΚΚΕ μ-λ και της ΚΕΑ.
Από τη συζήτηση διαφάνηκε η σύγκλιση απόψεων ορισμένων οργανώσεων και ανένταχτων κομμουνιστών, οι οποίοι εκδήλωσαν τη βούλησή τους για την ανάληψη περαιτέρω πρωτοβουλιών.
Η κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ δήλωσε απ' την πλευρά της ότι έστω και μία οργάνωση και ένας ανένταχτος κομμουνιστής να συμφωνήσει, θα προχωρήσουμε άμεσα από κοινού σε εκδηλώσεις και άλλες δραστηριότητες (αφίσα, κοινή ανακοίνωση, δουλειά στο μαζικό κίνημα, εξορμήσεις στους χώρους δουλειάς, ανάληψη πρωτοβουλιών και απεύθυνση σε άλλες οργανώσεις και κόμματα κλπ). Η κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ δεν έθεσε και δεν θέτει κανένα όρο σχετικά με την προέλευση των οργανώσεων καθώς και τη συμμετοχή τους ή μη, σε άλλα μετωπικά σχήματα. Οι οργανώσεις και οι ανένταχτοι κομμουνιστές και άλλοι, που θα αποφασίσουν να κινηθούμε από κοινού στην κατεύθυνση για πολιτικό μέτωπο-πρόταση εξουσίας, φυσικά δεν αποτελούν μέτωπο, ούτε πολύ περισσότερο το πολιτικό μέτωπο για το οποίο μιλάμε. Αποτελούν ακριβώς αυτό που είναι: οργανώσεις και ανένταχτοι που από κοινού και αυτοτελώς αναδεικνύουν και παλεύουν το ζήτημα της οικοδόμησης πολιτικού μετώπου και κατάθεσης πρότασης εξουσίας για έξοδο απ την παρούσα κρίση. Εξυπακούεται ότι η προσπάθεια αυτή είναι ανοιχτή και επιζητεί τη συμμετοχή και άλλων οργανώσεων και ανένταχτων αγωνιστών.
Άμεσο αποτέλεσμα της σύσκεψης αποτελεί η νέα σύσκεψη που θα γίνει τις επόμενες μέρες, μετά από συνεννόηση με τις οργανώσεις και τους ανένταχτους που έχουν συμφωνήσει ήδη -σε πρώτη φάση- να προχωρήσουμε μαζί πάνω στο δίπτυχο, πολιτικό μέτωπο-πρόταση εξουσίας.”
Ο Δημήτρης Κάβουρας εκ μέρους της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ ανέφερε εισηγητικά τις βασικές εκτιμήσεις για την κρίση και την τρέχουσα συγκυρία και στη συνέχεια ανέπτυξε την πρόταση της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ για τη συγκρότηση πολιτικού μετώπου και το στόχο της εργατικής κυβέρνησης. Παραθέτουμε τα βασικά σημεία της εισήγησης και στη συνέχεια τα βασικά σημεία των τοποθετήσεων που ακολούθησαν.
“Τα γεγονότα των τελευταίων ημερών άλλα και συνολικά της περιόδου που διανύουμε η ένταση των αγώνων, η συμμετοχή και η διάρκεια άλλα και η επιμονή τους καταδεικνύουν όξυνση της ταξικής πάλης η οποία διεξάγεται με διάφορες μορφές στις απεργίες, στις συγκεντρώσεις, στις πλατείες κ.λπ. Η κρίση αναπόφευκτο προϊόν του καπιταλισμού φέρνει στο προσκήνιο την επανάσταση, καθιστά την επανάσταση άμεσο καθήκον. Από όλες τις εξελίξεις της περιόδου που διανύουμε είναι φανερό ότι ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας είναι η Ελλάδα και αυτό οφείλεται στη διεθνή καπιταλιστική κρίση και στο πως εκδηλώνεται στην Ελλάδα με τη βαθιά ύφεση, τη γιγάντωση του δημοσίου χρέους και την αδυναμία εξυπηρέτησης του αλλά και την εισβολή στο κοινωνικό προσκήνιο του εργατικού και λαϊκού κινήματος της εργατικής τάξης και των υπό συμπίεση και καταστροφή μεσαίων στρωμάτων που βλέπουν τη θέση τους να κλονίζεται.
Το κίνημα των πλατειών μέσα από τη συγχώνευση του με το συνδικαλιστικό κίνημα με αντιφατικό τρόπο, με αλληλοϋποστήριξη στη συνέχεια και ιδιαίτερα στην απεργία της 15 Ιούνη άλλα και στη 48ώρη 28-29 Ιούνη κατάφερε να δημιουργήσει σοβαρά γεγονότα να κλονίσει την αστική τάξη και τη κυβέρνηση. Η αδυναμία του συστήματος να προσφέρει εναλλακτική λύση σε συνδυασμό με τη παρέμβαση της Αριστεράς οδηγεί το κοινωνικό αυτό μέτωπο στο να συζητάει και κάποιες φορές να συγκλίνει σε στόχους όπως η διαγραφή του χρέους, εθνικοποίηση των τραπεζών κ.λπ. Διαμορφώνεται ευνοϊκό έδαφος ώστε να υιοθετούνται από πλατιά στρώματα της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων λύσεις έξω από το πλαίσιο της αστικής πολιτικής.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται δείχνει ότι έχει έρθει η ώρα να κινηθούμε στη κατεύθυνση της συγκρότησής του ενιαίου πολιτικού μετώπου της εργατικής τάξης που θα θέσει το ζήτημα της εργατικής κυβέρνησης και θα ωθήσει το κίνημα της εργατικής τάξης και συνολικά το λαϊκό κίνημα στην επανάσταση. Σήμερα περισσότερο από ποτέ υπάρχει εύφορο έδαφος να δημιουργηθεί ένα ενιαίο πολιτικό μέτωπό που θα θέσει τα ζητήματα της επανάστασης πλατιά στις μάζες που κινητοποιούνται και θα διεκδικήσει την υλοποίηση ενός προγράμματος που απαντάει στο σημερινό αδιέξοδο από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων όχι σε κάποιο αόριστο μέλλον άλλα σήμερα.
Η τάξη των κεφαλαιοκρατών έχει δώσει απάντηση στη κρίση και κάνει αυτό που είναι σύμφωνο με τα συμφέροντά της, φορτώνει τα βάρη της κρίσης στην εργατική τάξη και τα μεσαία στρώματα για να διατηρήσει τα προνόμια της. Βαφτίζει το ταξικό της συμφέρον εθνικό συμφέρον και βάζει τα κόμματα της και την κυβέρνησή της να εφαρμόσουν την πιο επιθετική αντεργατική πολιτική. Αξιοποιεί τους πράκτορες της στο εργατικό και συνδικαλιστικό κίνημα για να καθηλώσει στην αδράνεια του εργαζόμενους και να εξασφαλίσει κοινωνική ειρήνη. Εντείνει την καταστολή απέναντι στο εργατικό κίνημα αξιοποιώντας κρυφούς και φανερούς μηχανισμούς.
Η ιστορικότητα της εποχής που διανύουμε έγκειται στο ότι ο καπιταλισμός κλονίζεται και τα ιδιαίτερα καθήκοντά των κομμουνιστών προκύπτουν από την ιστορικότητα της στιγμής. Έχουν το καθήκον να επισπεύσουν τις διαδικασίες για μια νέα ένωση των κομμουνιστών για την οικοδόμηση επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος νέου τύπου που θα καταστήσει νικηφόρα την επανάσταση. Όλοι οι κομμουνιστές όπου και αν βρίσκονται σε διάσταση με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό πρέπει να κινηθούν αποφασιστικά στη παραπάνω κατεύθυνση.
Επιπλέον τα καθήκοντά μας προκύπτουν από το πώς διαμορφώνεται η κατάσταση. Τα καθήκοντά μας είναι το πολιτικό μέτωπο και η εργατική κυβέρνηση.
Το πολιτικό μέτωπο για το οποίο μιλάμε δεν περιορίζεται στα όρια ήδη διαμορφωμένων μετωπικών σχημάτων ή υπό διαμόρφωσή σχημάτων. Δεν περιορίζεται στα όρια της εξωκοινοβουλευτικής ή της κοινοβουλευτικής αριστεράς. Μιλάμε για ένα πολιτικό μέτωπο όλων των δυνάμεων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και στους συμμάχους της και το οποίο πρέπει να απαντήσει στην καπιταλιστική κρίση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης, από τη σκοπιά των συμφερόντων του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου λαού. Στο μέτωπο αυτό μπορούν να συμμετέχουν σοσιαλδημοκράτες, αριστεροί, αντικαπιταλιστές, κομουνιστές, ανένταχτοι αγωνιστές στη βάση ενός μεταβατικού προγράμματος:
Ανατροπή του αντεργατικού προγράμματος σταθερότητας και του μνημονίου, του συμφώνου για το ευρώ και του μεσοπρόθεσμου σφαγείου. Μονομερής διαγραφή του χρέους έκτος αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Να χάσουν τα κεφάλαια τους οι εγχώριοι και διεθνείς τοκογλύφοι αντί να ληστευθεί η εργατική τάξη και τα εργαζόμενα στρώματα για να πληρωθούν οι απαιτήσεις των καπιταλιστών - παράσιτων. Διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών και των φτωχών αγροτών. Ρύθμιση των χρεών των εργαζόμενων επαγγελματιών. Έξοδος από την ΟΝΕ, την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Κρατικοποίηση των τραπεζών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των οργανισμών κοινής ωφέλειας χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο. Χωρισμός κράτους-εκκλησίας. Δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Απαγόρευση των απολύσεων, αυξήσεις στους μισθούς, μείωση του χρόνου εργασίας, δουλειά για όλους. Ικανοποίηση των αιτημάτων του εργατικού - συνδικαλιστικού κινήματος και του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος. Τιμωρία όλων όσων εμπλέκονται σε πράξεις βίας ενάντια στο κίνημα.
Στη βάση του παραπάνω προγράμματος καλούμε σε ενότητά όλους όσους παλεύουν για τα συμφέροντά της εργατικής τάξης ανεξάρτητα από την αφετηρία από την οποία ξεκινάνε και ανεξάρτητα από το δρόμο που επιλέγουν για την εκπλήρωση των σκοπών τους ανεξάρτητα αν βλέπουν δηλαδή τη πραγμάτωση αυτών των στόχων με κοινοβουλευτικό τρόπο ή με επανάσταση.
Σαν κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ απευθυνόμαστε σε όλες τις δυνάμεις και τους αγωνιστές του εργατικού κινήματος για να συμφωνήσουμε στη κοινή πάλη για τους παραπάνω στόχους διατυπώνοντας μια άμεση λύση υπέρ των συμφερόντων της εργατικής τάξης και δίνοντάς προοπτική στους αγώνες. Το πρόγραμμα αυτό κατά τη γνώμη μας είναι επαρκές για τη συγκρότηση πολιτικού μετώπου που θα είναι παρόν σε όλες τις μάχες στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα, στο κίνημα της νεολαίας, στις πλατείες, στις πολιτικές μάχες και τις ενδεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις.
Θεωρούμε ότι οι εξελίξεις την επόμενή περίοδο θα είναι τόσο ραγδαίες που καθιστούν το ζήτημά του πολιτικού μετώπου άμεση αναγκαιότητα και για το λόγο αυτό πήραμε αυτή τη πρωτοβουλία και σας καλέσαμε να συζητήσουμε και αν είναι δυνατόν να συμφωνήσουμε και να προβούμε σε άμεσες παραπέρα ενέργειές στη κατεύθυνση που προαναφέραμε.”
Ο Αλέκος Βερναρδάκης, από την Κομμουνιστική Ανανέωση δήλωσε τη συμφωνία της Κ.ΑΝ. με την εισήγηση με την επισήμανση της ανάγκης σύνδεσης των άμεσων αιτημάτων με την προοπτική του σοσιαλισμού. Αναφέροντας ότι κάλλιστα η Κ.ΑΝ. θα μπορούσε να είναι συνεισηγητής της εισήγησης, χαρακτήρισε σοβαρές και προσγειωμένες τις επισημάνσεις και τις αιτιάσεις της, λέγοντας ότι σε κάποια ζητήματα η πραγματικότητα ξεπερνά και τις περιγραφές της εισήγησης.
Σημείωσε ότι οι απόψεις και η πρόταση της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ σε μια προηγούμενο περίοδο μπορεί να φάνταζαν υπερβολικές, ωστόσο αφορούν όχι μόνο τον τελικό στόχο αλλά και το ενδιάμεσο πεδίο, το οποίο διάφορες πολιτικές δυνάμεις άφηναν και αφήνουν αναπάντητο και κατέληξε λέγοντας ότι είναι επιτακτική ανάγκη να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις μας αν δεν θέλουμε να μας ξεπεράσει η περίοδος και ο κόσμος.
Ο Χρήστος Φουσέκης, ανέφερε ότι στα πλαίσια ενός πολιτικού μετώπου θα πρέπει να τονίζεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνουν πράξη τα αιτήματα που προβάλλονται είναι η πολιτειακή αναδιάρθρωση της χώρας πάνω στις αρχές της προλεταριακής δημοκρατίας και επιχειρηματολόγησε σχετικά με το ότι οι κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις δίνουν και την αφορμή κάθε φορά να προπαγανδίζουμε αυτές τις απόψεις.
Υποστήριξε πως εάν συμφωνούμε ότι η χώρα βρίσκεται στα πρόθυρα μιας επαναστατικής κατάστασης, που οδηγεί σε προλεταριακή, σοσιαλιστική επανάσταση, δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικό μέτωπο με το σύνολο των μικρομεσαίων στρωμάτων παρά μόνο με τα φτωχά τμήματα των μικρομεσαίων στρωμάτων, λέγοντας πως τα μικρομεσαία στρώματα στην Ελλάδα έχουν ιδιομορφίες και έναν πλατύ και ημιπαρασιτικό χαρακτήρα και το μόνο που μπορεί να επιτευχθεί είναι η ουδετεροποίηση τους.
Τόνισε την ανάγκη να ενεργοποιηθούν οι πρωτοβάθμιες συνελεύσεις των συνδικάτων, να σταματήσει η διαχείριση των προβλημάτων από την ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και τα συνδικάτα να συνδυάσουν τα οικονομικά και με πολιτικά αιτήματα.
Τέλος εκτίμησε ότι κίνημα των πλατειών έχει βαθύτατη ροπή προς την αναρχία και υποστήριξε ότι δεν πρέπει να έχουμε την αυταπάτη ότι μέσα από αυτές τις συνελεύσεις μπορεί να έρθει η αλλαγή, λέγοντας ότι μια εργατική κυβέρνηση, ένα εργατικό κράτος μπορεί να στηριχθεί στις συνελεύσεις των ίδιων των μισθωτών στους χώρους εργασίας.
Ο Δήμος Σκαλτσάς, επισήμανε την ραγδαία μεταβολή των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων επισημαίνοντας πως μόλις έναν χρόνο πριν αν έλεγε κάποιος στην Αριστερά ότι πρέπει να προβάλουμε το ζήτημα της συντακτικής συνέλευσης σοβιετικού τύπου ή τύπου παρισινής κομμούνας, θα τον χαρακτήριζαν γραφικό.
Ανέφερε ακόμα ότι ο στόχος σε σχέση με τη λαϊκή συνέλευση του Συντάγματος θα πρέπει να είναι να αποκτήσει περισσότερο πολιτικά χαρακτηριστικά, να γίνει συνέλευση αντιπροσώπων και συνελεύσεων γειτονιάς, συνδικάτων και πολιτικών κινήσεων.
Ο Αλέκος Αναγνωστάκης, από το ΝΑΡ εκτίμησε πως η καπιταλιστική κρίση οδηγεί στο περιθώριο μεγάλα κομμάτια της κοινωνίας και ανέφερε ότι απ' αυτή την εκτίμηση πηγάζει η ανάγκη για αναχαίτιση και ανατροπή της αστικής πολιτικής. Τόνισε ότι πρέπει να αναδειχτεί η σχέση της κρίσης χρέους στην Ελλάδα με το βάθος, την έκταση και τη διάρκεια αυτής της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης.
Εκτίμησε ότι το “κίνημα των πλατειών, των διαδηλώσεων και απεργιών” νομιμοποίησε το γενικό πολιτικό αγώνα, νομιμοποίησε τη διεκδίκηση μέτρων πανεθνικού χαρακτήρα, πράγμα εξαιρετικά δύσκολο την προηγούμενη περίοδο. Επαναφέρει την αξία του συλλογικού αγώνα, επανέφερε στη σημερινή δράση όλο το ιστορικό φορτίο της Αριστεράς και του κινήματος και το επανεξετάζει, επαναφέρει και νομιμοποιεί τη σχέση εθνικού-διεθνικού με απείρως καλύτερους όρους από ότι πριν. Εκτίμησε επίσης ότι πρόκειται για ένα κίνημα ανεπαρκές σε σχέση όχι μόνο με τους μακροπρόθεσμους αλλά και με τους άμεσους στόχους του, γεγονός που συσχέτισε άμεσα με την ανεπάρκεια της Αριστεράς η οποία εκδηλώθηκε τόσο με την αμηχανία της απέναντι στο “κίνημα των Αγανακτισμένων” όσο και με την προβαλλόμενη από την κοινοβουλευτική Αριστερά “διέξοδο”των εκλογών, λέγοντας πως “αν αυτό το συνειδητοποιήσουμε και δούμε τι μας κάνει ανεπαρκείς, μπορεί να δημιουργηθούν οι όροι και οι προϋποθέσεις και για τη δημιουργία ενός πολιτικού μετώπου”.
Χαρακτήρισε θετική την πρωτοβουλία της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ λέγοντας ωστόσο ότι δεν μπορεί να φτάσει μέχρι τη συγκρότηση πολιτικού μετώπου ακριβώς λόγω της ανεπάρκειας της Αριστεράς.
Πρότεινε να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις ώστε να υπάρξει μια ενότητα στη δράση όλων των δυνάμεων της Αριστεράς και ανέφερε ότι απαιτείται προσπάθεια εντός αυτής της πάλης, να δημιουργηθούν όργανα άσκησης της εργατικής πολιτικής και της επανάστασης, τα οποία και θα θέσουν το ζήτημα της εξουσίας. .
Κλείνοντας τόνισε ότι πρέπει να εξαντλήσουμε τα περιθώρια πάνω σ’ αυτή την προσπάθεια και μέσα στην ταξική πάλη να δούμε και το ζήτημα της εξέλιξης ενός ευρύτερου πολιτικού μετώπου, το οποίο θα συμβάλει στην επανάσταση, έχοντας σαν δεδομένο ότι το ΝΑΡ θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό το ζήτημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, για την οποία ανέφερε ότι είναι μια προσπάθεια, η οποία έγινε ύστερα από βασανιστική πορεία, διεξοδικές κουβέντες, λάθη, αδυναμίες αλλά είναι ένα σχήμα υπαρκτό, δεδομένο, ανοιχτό, το οποίο κρίνεται.
Ο Σταύρος Σκεύος εκ μέρους της ΟΚΔΕ, συμφωνώντας με τη διαπίστωση της εισήγησης για την όξυνση της ταξικής πάλης ανέφερε ότι πρέπει να είμαστε συγκρατημένοι απέναντι στην διαπίστωση ότι η επανάσταση είναι αυτή τη στιγμή το άμεσο καθήκον, όχι με την έννοια ότι δεν είναι τέτοια η αντικειμενική κατάσταση της περιόδου αλλά εξαιτίας της απουσίας των προϋποθέσεων που αφορούν τη συσσώρευση κάποιων εμπειριών οργανωτικών, πολιτικών και ιδεολογικών στο εσωτερικό του υποκειμένου, στην εργατική τάξη και με αυτήν την έννοια είπε ότι απαιτείται ανασύνθεση και ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος.
Σε σχέση με το κίνημα των πλατειών ανέφερε ότι θα πρέπει να αντιμετωπίζεται θετικά και με ενθουσιασμό, όχι επειδή δεν έχει προβλήματα και αδυναμίες, αλλά επειδή έκανε βήματα στην οργάνωση του και παρήγαγε πολιτικά αποτελέσματα. Επισήμανε τον κίνδυνο το κενό των κοινωνικών αγώνων σε πολιτικό επίπεδο να καλυφθεί με νεορεφορμιστικούς σχηματισμούς.
Κατέληξε, σε σχέση με την πρόταση της εισήγησης για πολιτικό μέτωπο, ότι η ΟΚΔΕ δεν βλέπει αυτή τη στιγμή τη δυνατότητα ή τις μορφές που θα μπορούσε να πάρει ένα σταθερό πολιτικό μέτωπο και αντέτεινε την κοινή δράση, την επεξεργασία μια κοινής τακτικής, στα διάφορα μέτωπα της περιόδου και στο κίνημα των πλατειών.
Ο Γρηγόρης Δαφνής από το ΕΕΚ, εκτίμησε ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας κρίσης που συμπυκνώνει όλη την περίοδο του καπιταλισμού, κρίση της παρακμής του καπιταλισμού. Σ' αυτά τα πλαίσια η Ελλάδα είναι ο αδύναμος κρίκος και η χρεωκοπία της επηρεάζει και πυροδοτεί τις εξελίξεις τόσο στην Ισπανία και την Πορτογαλία όσο και στο σκληρό πυρήνα της ΕΕ και συνολικά στο ιμπεριαλιστικό σύστημα λόγω της διασύνδεσης της παγκόσμιας οικονομίας.
Υποστήριξε ότι εκείνο που πρέπει να δούμε σ’ αυτή την περίοδο μαζικής εξαθλίωσης είναι ότι οι παλιές μέθοδοι αντιμετώπισης της κατάστασης είναι αναποτελεσματικές αν όχι αντιδραστικές, ότι και τα ίδια τα σωματεία δεν είναι ικανά να αντιμετωπίσουν τη κατάσταση λέγοντας παράλληλα πως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να παλέψουμε μέσα στα σωματεία, ρίχνοντας ωστόσο κυρίως το βάρος σε πλατιές μορφές συσπείρωσης και μορφές κινητοποιήσεων, επιτροπών, συνελεύσεων στους χώρους δουλείας, σε γειτονιές, που να αγκαλιάζουν όλο ένα και μεγαλύτερα στρώματα όχι μόνο των εργαζομένων αλλά κυρίως ανέργων και ελαστικά εργαζόμενων ή και συμβασιούχων η των μικροαστών που καταστρέφονται.
Τόνισε ότι το το ζήτημα της διαγραφής του χρέους είναι το υπ αριθμόν ένα ζήτημα και το λογικό επακόλουθο του είναι το ποιος θα την εφαρμόσει κάτι που ανοίγει το ζήτημα της κρατικοποίησης των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και αυτό δε μπορεί να το κάνει κανένας άλλος πάρα μόνο μια εργατική εξουσία. Ανέφερε ότι όσοι νομίζουν ότι αυτό το διάστημα θα έχουμε επιμέρους νίκες που θα αδυνατίσουν το πολιτικό σύστημα είναι γελασμένοι και πως αυτή τη στιγμή όποια νίκη και αν έχει η εργατική τάξη θα είναι σαν παραπροϊόν της κεντρικής πολιτικής πάλης.
Τοποθετήθηκε υπέρ της ενότητας στους αγώνες και τα κινήματα, λέγοντας ότι είναι αναγκαίο να προχωράμε όλοι μαζί και να χτυπάμε ο καθένας με τα δικά του όπλα τον κοινό εχθρό και έτσι να δυναμώνουμε και την ενότητα της δράσης. Ωστόσο κατέληξε ότι από τη άλλη πλευρά η προσπάθεια δημιουργίας ενός πολιτικού μετώπου σ’ αυτές τις συνθήκες δεν είναι η αναγκαία προϋπόθεση. Μπορεί να δημιουργηθεί ένα πολιτικό μέτωπο άλλα πάνω σε μια πολύ καθαρή προγραμματική βάση, αλλιώς και ανεξάρτητα από προθέσεις, υπάρχει ο κίνδυνος να είναι άλλη μια μορφή ανάσχεσης, άλλο ένα ανάχωμα στην κίνηση των μαζών.
Ο Πάνος Κοσμάς από το Κόκκινο ξεκίνησε λέγοντας ότι έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δομική κρίση που στην Ελλάδα συνδυάζεται με την ειδική συνθήκη της δημοσιονομικής χρεωκοπίας που κάνει την κρίση βαθύτερη και ορίζει και τους ρυθμούς και τις διαδικασίες αντιμετώπισης της και εκτίμησε ότι από το μνημόνιο και μετά μπαίνουμε σε μια διαδικασία ταξικού ξεκαθαρίσματος λογαριασμών που θα λυθεί “με τη φωτιά και με το σίδερο”, με επανάσταση ή αντεπανάσταση.
Υποστήριξε ότι η ως τώρα γραμμή σχεδόν όλης της Αριστεράς για απόκρουση των μέτρων πλέον είναι εκτός συγκυρίας. Η πολιτική αστάθεια της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ που έκανε το στόχο της πτώσης της κυβέρνηση συγκεκριμένο και διεκδικήσιμο ανοίγει το ζήτημα της επόμενης μέρας, δηλαδή το ζήτημα της εξουσίας το οποίο τίθεται αντικειμενικά, άμεσα και με διάφορους τρόπους όταν π.χ. μπαίνουν στόχοι απαλλοτρίωσης των τραπεζών ή “πραγματικής δημοκρατίας” καθώς αυτά δεν μπορούν να πραγματωθούν όταν οι καπιταλιστές έχουν στα χέρια τους τα μέσα παραγωγής.
Τόνισε ότι το θέμα είναι αν η Αριστερά μπορεί να είναι φορέας σχεδίου και απάντησης για τη επόμενη μέρα πάνω στο ζήτημα της εξουσίας και συνέχισε πως “επειδή απαντάμε θετικά πάνω σ΄ αυτό το ερώτημα πιστεύουμε ότι χρειάζονται και μορφές πολιτικής συμμαχίας πάνω σε μια τέτοιου τύπου απάντηση γιατί υπάρχουν πάρα πολλές εκδοχές λαϊκού μετώπου σαν πολιτικές προτάσεις της Αριστεράς είτε πιο δεξιές είτε πιο αριστερές, ενδιάμεσες εκδοχές που είναι σύγχρονες εκδοχές της θεωρίας των σταδίων, ενώ χρειάζεται μια εκδοχή ενιαίου μετώπου με καθαρά σοσιαλιστική στοχοθεσία”.
Ανέφερε ότι “δεν μπορούμε να εκτιμήσουμε αν θα υπάρξει μια διαδικασία ταχείας ανατροπής των κοινοβουλευτικών συσχετισμών και τεθεί θέμα μιας κυβέρνησης της Αριστεράς ή αν θα υπάρξει μια πανελλαδική δικτύωση εμβρυακών μορφών αντεξουσίας του κινήματος ή αν θα συμβεί κάτι άλλο αλλά το ζήτημα είναι να δεχτούμε τη πρόκληση της μάχης για την εξουσία και το σοσιαλισμό”. Απ' αυτή τη σκοπιά δήλωσε τη συμφωνία του “Κόκκινου” με τη φιλοσοφία της πρότασης της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ.
Κατέληξε ότι το προχώρημα μιας τέτοιας διαδικασίας δεν θα πρέπει να μπερδεύεται με το αν κάποια οργάνωση συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή το ΣΥΡΙΖΑ λέγοντας πως η συμμετοχή του “Κόκκινου” στο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια τακτική επιλογή σκοπιμότητας που δεν περιγράφει τη στρατηγική του και η συμμετοχή σε κάποιο απ' τα υπάρχοντα μορφώματα δεν θα πρέπει να ιδωθεί ως ανταγωνιστική στην αναγκαιότητα ενός επαναστατικού μετώπου.
Ο Νίκος Π., χαιρέτισε την πρωτοβουλία της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ λέγοντας ότι είναι θετικό πως προσφέρεται η δυνατότητα συνάντησης επαναστατών και πρότεινε τη συνέχιση της συζήτησης σε σύντομο χρονικό διάστημα με μια οργανωμένη αποφασιστική προσπάθεια.
Υποστήριξε ότι η συγκρότηση πολιτικού μετώπου με τη συμμετοχή ρεφορμιστών και σοσιαλδημοκρατών είναι ένα μεταγενέστερο βήμα καθώς προέχει ο συντονισμός των επαναστατών.
Ανέφερε ότι αντιμετώπισε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ από τη πρώτη στιγμή που δημιουργήθηκε ως ανοιχτό μόρφωμα λέγοντας πως είναι είναι κάτι που δε μπορούμε να απορρίψουμε, προσθέτοντας ωστόσο ότι με τη συγκεκριμένη μορφή που έχει σήμερα “δεν φτάνει”.
Κατέληξε επαναδιατυπώνοντας την ανάγκη για ένα μόνιμο συντονισμό των επαναστατών ο οποίος θα επιδιώξει την πολιτική συμμαχιών με τους ρεφορμιστές και τους διαφοροποιούμενους σοσιαλδημοκράτες.
Ο Παναγιώτης Σηφογιωργάκης εκ μέρους της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος ανέφερε εξαρχής ότι βλέπει θετικά την πρωτοβουλία της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ. Σημείωσε ότι παρ' ότι ακούγονται σοβαρά πράγματα για το κίνημα απ' όλες τις τάσεις, η συζήτηση κινδυνεύει να μετατοπιστεί από το ζήτημα της επαναστατικής – εργατικής κυβέρνησης στο ζήτημα της κοινής δράσης και αυτό είναι ένα δείγμα των καθηκόντων που έχουμε και της τρομακτικής αντίφασης ανάμεσα στις πραγματικές ανάγκες της περιόδου και “τα χάλια μας” -όπως ανέφερε χαρακτηριστικά.
Εκτίμησε ότι “το Σύνταγμα” είναι μια εξέλιξη στη διαδικασία κοινωνικής αφύπνισης, πολιτικής ανυπακοής, αυτοοργάνωσης και ανακάλυψης της κουλτούρας του δρόμου, ωστόσο παρότι βρίσκεται μεν πιο αριστερά σήμερα από όταν ξεκίνησε -λόγω της εμπειρίας κυρίως που απέκτησε ο κόσμος- βρίσκεται ωστόσο και σε φοβερή αναντιστοιχία με τις πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούν να εκφράσουν αυτά τα καταπιεζόμενα στρώματα, με τα κόμματα της Αριστεράς, συμπεριλαμβανομένων και των δυνάμεων που αποκαλούνται επαναστατικές.
“Το ζητούμενο τώρα είναι να βρεθούν δυνάμεις που έχουν κοινή αντίληψη και μεθοδολογία και παρ' ότι η ΟΚΔΕ – Σπάρτακος συμμετέχει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ σ' ένα μεθοδολογικό επίπεδο συμφωνεί περισσότερο με την κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ χωρίς ωστόσο αυτό να είναι αρκετό” ανέφερε. Κι αυτό γιατί “χρειάζεται μια πολιτική δύναμη που να μπορεί να προωθήσει ένα πολιτικό πρόγραμμα και στη βάση αυτή να διεκδικήσει μια πλειοψηφία μέσα στη μάζα και το ζητούμενο λοιπόν είναι αν μπορούμε να συγκροτήσουμε μια τέτοια πολιτική δύναμη, ποιο είναι το πλαίσιο που μπορούμε να το κάνουμε κι αν έχουν διαμορφωθεί κάποιοι όροι”. Σ' αυτό το σημείο εντόπισε τη σημασία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ υποστηρίζοντας ότι έχει φτάσει σ΄ ένα καλό σημείο σε προγραμματικό επίπεδο σε σχέση με το τι υπάρχει στην Αριστερά σήμερα και έχει καταφέρει να έχει ένα μεταβατικό άλλα ανολοκλήρωτο πρόγραμμα, έχει κάποια πανεθνική εμβέλεια, και έχει καταφέρει να αναγνωρίζεται σαν πολιτική δύναμη μετά την καταγραφή στις περιφερειακές εκλογές λέγοντας για διαγραφή του χρέους για εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και χωρίς αποζημίωση. Τόνισε ότι ο στόχος της επαναστατικής-εργατικής κυβέρνησης είναι η κορωνίδα ενός μεταβατικού προγράμματος τον οποίο και δεν έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ χωρίς ωστόσο να είναι εχθρική απέναντι του.
Κατέληξε πως πρέπει όλοι να ξεπεράσουμε τους σεχταρισμούς και να μπούμε σε μια διαδικασία οικοδόμησης επαναστατικού φορέα καθώς μόνο έτσι αποκτά νόημα ο στόχος της εργατικής κυβέρνησης.
Ο Χρήστος Μπίστης εκ μέρους του ΕΚΚΕ ξεκίνησε λέγοντας πως η συζήτηση είναι χρήσιμη και απηχεί ανάγκες, προβληματισμούς και αναζητήσεις μέσα στην Αριστερά. Εκτίμησε ότι η περίοδος έχει προεπαναστατικά χαρακτηριστικά χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε για επαναστατική κατάσταση καθώς εκλείπει η ύπαρξη του υποκειμενικού φορέα, συμφωνώντας με την εισήγηση για την αναγκαιότητα συγκρότησης ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος.
Εκτίμησε πως έχουν γίνει βήματα στην αναζήτηση μια μετωπικής έκφρασης με βάση τα επίμαχα ζητήματα και τα αιτήματα που δημιουργούσε κάθε φορά η πολιτική συγκυρία και οι κοινωνικές ανάγκες του εργατικού, λαϊκού, νεολαιίστικου κινήματος, εκτιμώντας την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως το πιο επιτυχημένο και θετικό αποτέλεσμα σε αυτή τη κατεύθυνση.
Σχετικά με το λεγόμενο κίνημα των πλατειών ανέφερε πως έχει χαρακτηριστικά μιας ευρύτερης, γενικότερης κοινωνικής έκρηξης, έχει ενωθεί με το κίνημα των εργαζόμενων και -αν και ανολοκλήρωτο- εκφράζει μια διάθεση για ρήξη με το πολιτικό σύστημα με αριστερά, ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά.
Δήλωσε πως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιδιώκει την κοινή δράση στη βάση κοινών πολιτικών στόχων και πρόκρινε ως ανάγκη για να αλλάξουν οι συσχετισμοί, το δυνάμωμα ενός μετώπου της επαναστατικής Αριστεράς που θα αρχίσει να διαμορφώνει προϋποθέσεις και για την ανάδειξη ενός επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης. Ανέφερε ακόμα ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θεωρεί τη διεύρυνση της αναγκαία και επιτακτική και κάλεσε σε συντονισμό δράσης για το μπλοκάρισμα της εφαρμογής του μεσοπρόθεσμου με στόχο τη δημιουργία μιας καινούριας συνολικότερης κοινωνικής και πολιτικής σύγκρουσής και την ανάδειξη μιας Αριστεράς που θα αρχίσει να βάζει και το θέμα της εξουσίας καθώς εκτίμησε ότι υπάρχουν κοινές προϋποθέσεις στα αιτήματα για το χρέος, για τις τράπεζες, για την έξοδο από την Ε.Ε, για ανακατανομές εισοδημάτων που πρέπει ωστόσο να συμπληρωθούν περαιτέρω.
Κλείνοντας είπε πως όλα τα ζητήματα μπορούν να συζητηθούν και η σύσκεψη αυτή μπορεί να αποτελέσει μια θετική αφετηρία σε μια τέτοια προοπτική.
Ο Σπύρος Δρίτσας από την ΑΡΑΝ εκτίμησε ότι η καπιταλιστική κρίση έχει δομικά χαρακτηριστικά ότι πρόκειται για μια κρίση υπερσυσσώρευσης και όχι αποκλειστικά μια κρίσης χρέους και πως βρισκόμαστε σε μια συγκυρία η οποία θα είναι μακρόχρονη, επίπονη, δύσκολη και μια σειρά από πολιτικές επιλογές έχουν το χρόνο να δοκιμαστούν.
Συνέχισε λέγοντας ότι για την ΑΡΑΝ καθοριστικό ζήτημα σε αυτή τη υπόθεση είναι το ζήτημα της ταξικής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Χωρίς μια ανασυγκρότηση του ταξικού εργατικού κινήματος με νέα σωματεία, νέα συνδικάτα και ριζική αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μέσα στα συνδικάτα είναι αδύνατον να υπάρξει μια οποιασδήποτε μορφής εργατική -επαναστατική κυβέρνηση.
Επιπλέον για να μπορέσει να υπάρξει αποτελεσματικό, νικηφόρο λαϊκή κίνημα σε οποιαδήποτε εκδοχή του, πρέπει να υπάρχει Αριστερά, χρειάζεται πολιτικό υποκείμενο το οποίο να υπερασπιστεί τα ζητήματα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων της. “Αν έχει μια φορά προβλήματα το κοινωνικό υποκείμενο στη συγκρότηση του η Αριστερά έχει εκατό χιλιάδες προβλήματα και η ανεπάρκεια μας ειδικά της δικής μας Αριστεράς είναι προφανής”. Και υποστήριξε ότι η υπόθεση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι καθοριστικής σημασίας και ενδεχομένως να παίξει και ιστορικό ρόλο, να καταφέρει να μετασχηματίσει, να ενοποιήσει δυνάμεις σε βαθύτερη προγραμματικό, οργανωτικό και πολιτικό επίπεδο.
Κλείνοντας ανέφερε ότι “πρέπει σήμερα να υπάρξει ανοιχτή πρόταση από τη μεριά της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη συγκρότηση ενός αριστερού μετώπου σε αντικαπιταλιστική ανατρεπτική κατεύθυνση -που θα διαχωρίζεται από την αντινεοφιλελεύθερη φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού και από τον αριστερό κυβερνητισμό- για την επαναστατική διέξοδο από τη κρίση, με βασικό πρόγραμμα τη διαγραφή του χρέους, την έξοδό από την Ε.Ε. τη κρατικοποίηση των τραπεζών και των μεγάλων φορέων, τη ριζική αναδιανομών του πλούτου και τη σοσιαλιστική συγκρότηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Κατέληξε λέγοντας: “θεωρούμε θετική τη πρόταση και θα συμμετέχουμε και σε οποιαδήποτε άλλη τέτοια συνάντησή αλλά θα απευθύνουμε και από τη μεριά μας πρόταση για την ανασυγκρότησή του υποκειμένου της επαναστατικής αριστεράς”.
Ο Στάθης Μπακούρος εκ μέρους του ΕΑΜ ξεκίνησε λέγοντας ότι το χαρακτηριστικό της περιόδου είναι ότι έχει ανοίξει το ζήτημα της εξουσίας και αυτό είναι που μας βάζει συγκεκριμένα καθήκοντα στις οργανώσεις μαρξιστικής, κομουνιστικής και επαναστατικής κατεύθυνσης. Το ζήτημα της εξουσίας έχει ανοίξει από την αστική τάξη και τα μέτρα που παίρνει, και βρίσκει εντελώς ανοχύρωτο το εργατικό κίνημα καθώς είναι σήμερα τελείως αποδιαρθρωμένο, τα μεγάλα κομμάτια της επισφαλούς εργασίας και των ανέργων δε καλύπτονται από κανένα σωματείο. Το τελευταίο χρόνο μετά τη υπογραφή του μνημονίου το κίνημα έχει δεχθεί απανωτές ήττες που είναι συγκρίσιμες μόνο με την ήττα του εμφυλίου.
Πρότεινε τη συγκρότηση ενός μετώπου το οποίο θα μπορέσει να παλέψει για δημοκρατικές διεκδικήσεις και προσδιόρισε το μέτωπο αυτό ως μέτωπο αντινεοφιλελεύθερων-δημοκρατικών-αριστερών δυνάμεων στο οποίο θα μπορέσουν να συμμετάσχουν και δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας ακόμα και να συναντηθούν σ' αυτό και εθνικοανεξαρτησιακές δυνάμεις.
Κατέληξε λέγοντας ότι οι ευθύνες είναι τεράστιες και αποτιμώντας ως πολύ θετική τη σύσκεψη καθώς οι οργανώσεις πρέπει να ανοίξουν το διάλογο.
Ο Δημήτρης Καζάκης από την ομάδα κομμουνιστών Ανταίος υποστήριξε καταρχάς ότι δεν βλέπει στη σύσκεψη δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν μάζες και δε βλέπει με ποιο τρόπο με αυτή τη συγκεκριμένη πρόταση ή με κάποια διαφορετική εκδοχή, μπορεί πραγματικά να αντιπροσωπεύσουν μάζες.
Εκτίμησε ότι στις πλατείες υπάρχει ένα λαϊκό κοινωνικό ρεύμα το οποίο έθετε σε ημερήσια διάταξη το κεντρικό πολιτικό ζητούμενο και συνδέθηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό με πολύ ριζοσπαστικά αιτήματα και σε επίπεδο δημοκρατίας και σε επίπεδο χρέους και σε επίπεδο Ε.Ε, τα οποία κατέκτησαν μεγάλες μάζες οι οποίες βρίσκονται σε μια διαδικασία απεγκλωβισμού από το δικομματισμό ενώ παράλληλα αυξάνει η καχυποψία και η απόστασή που έχουν απέναντί στο σύνολο της Αριστεράς.
Τόνισε ότι το ερώτημα είναι πως πλησιάζεις και κερδίζεις αυτόν τον κόσμο γιατί: “για μένα κομμουνιστής δεν είναι αυτός που έχει το σωστό πολιτικό πρόγραμμα ή τη σωστή ιδεολογία ή τα σωστά συνθήματα την κατάλληλη στιγμή. Είναι αυτός που κερδίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου και που σ' αυτόν ο κόσμος μπορεί να δει την ηγεσία του ανεξαρτήτως αν συμμερίζεται την ιδεολογία του, τη φυσική του ηγεσία, με την έννοιά της φυσικής πρωτοπορίας” και συνέχισε λέγοντας ότι τον κόσμο τον κερδίζεις “προσπαθώντας να τον βοηθήσεις με τη γλώσσα των προβλημάτων του και τον τρόπο που καταλαβαίνει, άρα με το ζήτημα της άμεσης λύσης του, χωρίς να απαιτήσεις να αλλάξει πρώτα μυαλά δηλαδή να γίνει πρώτα αριστερός η να γίνει κομουνιστής για να δώσει τη τελική μάχη. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα και γι ΄ αυτό με συγχωρείται σύντροφοί δεν άκουσα τίποτα σήμερα για τα συγκεκριμένα ζητήματα”.
Στη συνέχεια έκανε την πρόβλεψη ότι οι εξελίξεις θα είναι δραματικότατες και εξαιρετικά ταχείες, θα βιώσουμε ελεγχόμενα πιστωτικά επεισόδια στο επόμενο δίμηνο – τρίμηνο, θα έχουμε τέτοιο γεγονότα που θα προκαλέσουν τεράστιες αντιδράσεις και έχει μεγάλη σημασία από τώρα να οργανώνουμε τη γειτονιά, το χώρο δουλειάς, να βρούμε ένα τρόπο δουλειάς που να έχει την εμπιστοσύνη του κόσμου .
Κατέληξε λέγοντας ότι “λογικές που λένε ότι εμείς έχουμε έτοιμη τη λύση χωρίς καμία αντανάκλαση σε πραγματικές μάζες, σε πραγματικές κοινωνικές δυνάμεις, μας κατατάσσουν στο επίπεδο που ιστορικά είναι οι σέχτες ανεξαρτήτως αν έχουμε τελείως διαφορετική άποψη για τον εαυτό μας”.
Ο Γιάννης Ρουμελιώτης εκτίμησε ότι “βρισκόμαστε μπροστά σε μιας πρωτόγνωρης έκτασής κατάρρευση μιας χώρας η οποία προκύπτει από έναν ταξικό πόλεμο. Ο αδύναμος και ιδιόμορφος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας που λέγεται Ελλάδα καταρρέει με πάταγο και αυτό που καταρρέει πρώτα και κύρια είναι το βασικό της χαρακτηριστικό, αυτό που τη διαχώριζε σ ένα μεγάλο βαθμό από άλλες χώρες που είναι η πολυάριθμη και ιδιόμορφη μικροαστική της τάξη καθώς οι πάμπολλες κλωστές που τη δένουν με το σύστημα, οι χίλιες δύο δυνατότητες που της έδινε το σύστημα να επιβιώνει και να λειτουργεί σαν τέτοια, καταρρέουν”.
Συνέχισε λέγοντας ότι “βρισκόμαστε σε μια κατάσταση πρωτόγνωρη και είναι ζητούμενο αν αυτό το χουν αντιληφθεί οι περισσότεροι κι αν οι σχεδιασμοί των οργανώσεων συνάδουν μ' αυτό που γίνεται γενικότερα και μ' αυτή την έννοια πραγματικά χαιρετίζω τη πρωτοβουλία της κ.ο. ΑΝΑΣYΝΤΑΞΗ. Από τη μια πλευρά είναι πολύ θετικό που πάρθηκε αυτή η πρωτοβουλία από την άλλη είναι λυπηρό ότι δεν πάρθηκε πρωτοβουλία από κανέναν άλλο και ειδικά από οργανώσεις οι οποίες έχουν μια μεγαλύτερη σύνδεση με τον κόσμο”.
Εκτίμησε ότι η ιδιομορφία στην Ελλάδα στις τελευταίες εξεγέρσεις των πλατειών ήταν ότι σε ελάχιστο χρονικό διάστημα αυτή η διαδικασία έφερε κοντά και πρακτικά, το εργατικό κίνημα που απεργούσε με τον κόσμο το μικροαστικό που ξεκίνησε λέγοντας “όχι στα κόμματα κλπ” και μπήκαν ζητήματα τα οποία αντικειμενικά οδηγούν σε ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος καθώς το ζήτημά της διαγραφής του χρέους συνδυάζεται σε κάθε περίπτωσή με έξοδο από την Ε.Ε. και την ευρωζώνη, με εθνικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο, με έλεγχο όλου του οικονομικού συστήματος και σαφώς και με δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας.
Κατέληξε επισημαίνοντας την ανάγκη οι οργανώσεις να εκτιμήσουν τη σημασία των εξελίξεων και να προσαρμόσουν τη στρατηγική και τη τακτική τους.