Το κίνημα της νεολαίας μπροστά στην κρίση (μέρος 'α)
Το κίνημα της νεολαίας μπροστά στην κρίση (μέρος 'α)
Το φοιτητικό κίνημα
Αναμφίβολα το κύριο θύμα της καπιταλιστικής κρίσης από σκοπιά γενεαλογική είναι η νέα γενιά. Αυτή βίωσε πρώτα από όλους την υποαπασχόληση, τη μαύρη εργασία και σε αυτήν το θεριό της ανεργίας παρουσιάζεται πιο απειλητικό και εκβιαστικό. Συν τοις άλλοις αυτή θα είναι και η πρώτη που οι καταστροφικές-αναπτυξιακές ανάγκες του καπιταλισμού θα στείλουν για τροφή στα κανόνια ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η σημερινή νεολαία, που γεννήθηκε όταν οι σειρήνες της αστικής ιδεολογίας και οι κάθε λογής τσαρλατάνοι κήρυτταν την παντοδυναμία του καπιταλισμού και τη δυνατότητά του να εξασφαλίσει μία κοινωνία ίσων ευκαιριών, σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, η οποία εισβάλλει βίαια σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας της.
Από την άλλη δε μπορεί να νοηθεί καμία θεμελιώδης κοινωνική αλλαγή δίχως την εισβολή του μεγάλου κομματιού της νεολαίας στο ιστορικό προσκήνιο. Ο Οχτώβρης του ‘17 στηρίχτηκε στο προλεταριάτο των πόλεων το οποίο αποτελούνταν κυρίως από νεολαίους εργάτες. Έτσι και σε κάθε άλλη μεγάλη ταξική αναμέτρηση. Και για να μην πάμε μακριά ας φανταστούμε το ΕΑΜικό κίνημα χωρίς την ΕΠΟΝ, το κίνημα ειρήνης και του 114 δίχως τους Λαμπράκηδες και τον Πέτρουλα, το Πολυτεχνείο δίχως τη νεολαία, το απεργιακό κίνημα της μεταπολίτευσης που μπροστάρηδες είχε εικοσάχρονα αγόρια και κορίτσια. Ας θυμηθούμε ότι ο μέσος όρος ηλικίας των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού ήταν 20 με 21 χρόνια.
Τι γίνεται λοιπόν με τη σημερινή σπουδάζουσα νεολαία; Γιατί αυτή δεν έχει καταφέρει να ταρακουνήσει το αστικό πολιτικό σκηνικό και εν μέσω της κρίσης δεν καταφέρνει να σηκώσει αγωνιστικές κινητοποιήσεις όπως το αμέσως προηγούμενο διάστημα;
Είναι χαρακτηριστικό, ότι τα 2 με 3 τελευταία χρόνια καμία φοιτητική διαδήλωση δεν κατάφερε να κλέψει τη δημοσιότητα και να εισπράξει τη λάσπη των αστών πολιτικών, το μένος των κρατικών μηχανισμών και τις αγύρτικες φιλοφρονήσεις των ρεφορμιστών. Τουλάχιστον, όχι στο βαθμό που αυτό γινόταν στα ταραγμένα φοιτητικά χρόνια 2006-07, παρά το ότι η αστική πολιτική απέναντι στο φοιτητικό σώμα, στο φοιτητή ως πολίτη και στο φοιτητή ως αυριανό εργαζόμενο είναι πρόσφορη ταραχών. «Τι να συνέβη άραγε και πια δεν κατεβαίνουν στους δρόμους;» θα δήλωνε σαρκαστικά ο Ντε Γκωλ.
Το τι συνέβη εδράζεται πρώτα και κύρια στο σεισμογενές έδαφος της οικονομίας και στον τρόπο που αυτή επιδρά στις κοινωνικές τάξεις και τα πολιτικά τους όργανα.
Η περίοδος της μεταπολίτευσης, όταν η ανώτατη εκπαίδευση άνοιξε τις πόρτες σε ένα σημαντικό κομμάτι της νεολαίας που ανήκε στην εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, έχει πλέον περάσει. Οι απόφοιτοι των ΑΕΙ και των ΤΕΙ σήμερα, δεν τυγχάνουν της στοιχειώδους σιγουριάς που είχαν παλιότερα, έστω κι αν αυτή σήμαινε μια θέση εργασίας και έναν ανεκτό μισθό. Η ανεργία και η υποαπασχόληση δίνουν και παίρνουν. Συγχρόνως, πτυχία που παραδοσιακά αποτελούσαν εισιτήριο για τον κόσμο των μικροαστών και μεσοαστών, πλέον σε μεγάλο κομμάτι των κατόχων τους δεν προσφέρουν παρά τη δυνατότητα να συνάψουν αβέβαιες και ασυνήθιστες για την «ακαδημαϊκή οικογένεια» μισθωτικές σχέσεις. (Οι Μαρξ και Ένγκελς είχαν δίκιο λοιπόν, όταν μιλούσαν για προλεταριοποίηση των μικροαστών κι ας μην είχε εμφανιστεί στα χρόνια τους η μαζική παρουσία γιατρών, μηχανικών και δικηγόρων. Ενώ οι σύγχρονοι «μαρξιστές» τύπου Πουλαντζά που βλέποντας τη μαζική εκπαίδευση εξέλαβαν το κράτος ως κάτι ουδέτερο και καλούσαν τους κομμουνιστές να αλώσουν τους κρατικούς μηχανισμούς, επιμένουν μέσω των πολιτικών επιγόνων τους να διεκδικούν να τους αναγνωρίσουμε σαν πρωτοπόρους και δημιουργικούς αναλυτές του έργου των κλασσικών.)
Αυτή η νέα κατάσταση επηρεάζει βαθύτατα το φοιτητικό σώμα. Η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα κυριαρχούν στα πάλαι ποτέ αισιόδοξα πανεπιστημιακά ιδρύματα και τους διαδρόμους τους. «Άντε να πάρω το ρημάδι το πτυχίο και να βγω στην επιβίωση». Φλερτάρουμε με την κινδυνολογία θα πουν ορισμένοι, μα εμείς επιμένουμε πως το φοιτητικό σώμα βρίσκεται σε κατάσταση πανικού.
Δυστυχώς, η φοιτητική Αριστερά, παρά το ότι το πανεπιστήμιο και η ιδιότυπη νομιμότητα που αυτό προσφέρει στην Αριστερά έδιναν και δίνουν περιθώριο για μετατροπή του πανικού σε αγωνιστική κραυγή, δεν καταφέρνει να πραγματώσει τις εξαγγελίες της, δηλαδή να οργανώσει αγώνες για την προάσπιση και τη διεύρυνση των δικαιωμάτων. Αντίθετα, παρουσιάζεται και αυτή εξόχως πανικοβλημένη. Δίχως καθαρά λόγια είτε με τη στείρα επίκληση «κίνημα, κίνημα, κίνημα» είτε με το γηπεδικό (ή πλήρως κοινοβουλευτικό, το ίδιο κάνει) «εμείς, εμείς οι μόνοι συνεπείς» δεν επιτυγχάνει να συσπειρώσει στις γενικές συνελεύσεις ούτε το εκλογικό της μπλοκ στις περισσότερες των περιπτώσεων.
Θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς «μα η αριστερά του 2011 είναι τόσο διαφορετική από αυτήν που ηγήθηκε του φοιτητικού κινήματος το 06-07, η ίδια δεν παραμένει;». Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα. Η αριστερά παραμένει ίδια σαν τυπικός γραφειοκράτης αρνούμενη να διδαχτεί από τα λάθη της και αρνούμενη να αντικρίσει την πραγματικότητα που έχει αλλάξει.
Παλιότερα τα πράγματα για την ανάπτυξη κινήματος ήταν σχετικά εύκολα. Το υπουργείο επιτίθετο στις κατακτήσεις του φοιτητικού σώματος και το φοιτητικό σώμα ξεσηκωνόταν. Κατόπιν η Αριστερά ερχόταν και οργάνωνε το αυθόρμητο των μαζών. Διεξήγαγε τις γενικές συνελεύσεις και στεκόταν πρωτοπόρα στη διαδήλωση, στην αντιπαράθεση με τις δυνάμεις καταστολής και στην κατάληψη. Το φοιτητικό κίνημα κατάφερνε να εκβιάσει την κυβέρνηση και αυτή αναγκαζόταν συχνά σε τακτικές υποχωρήσεις. Συμπυκνωμένα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η Αριστερά εξέφραζε τον αγωνιστικό αυθορμητισμό των μαζών. Οι νίκες αυτές του φοιτητικού κινήματος δεν πρέπει να υποτιμώνται, υπήρξαν σημαντικές και αναμφίβολα αποτέλεσαν οάσεις σε μια αγωνιστική έρημο. Όμως, όπως πικρά αποδεικνύεται οι απαιτήσεις των καιρών δεν εξαντλούνται σε αυτό. «Το θέμα είναι τώρα τι λες-καλά τα καταφέραμε ως εδώ μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας – το θέμα είναι τώρα τι λες;» ο σύντροφος της ΕΠΟΝ Μανώλης Αναγνωστάκης μοιάζει να μας ρωτά και να μας διδάσκει.
Σύσσωμη η φοιτητική Αριστερά, κάθε κομμάτι της από τη δική του σκοπιά, απαντά «τα ίδια λέω και μάλιστα σε πιο ακραίο βαθμό γιατί έχω επιβεβαιωθεί». Η ΑΡΕΝ οργανώνει καμπάνιες για το σεξισμό και επιμένει πως το πρόβλημα της κρίσης θα λυθεί χωρίς οξυμμένες ταξικές συγκρούσεις. Η ΕΑΑΚ καλεί τους φοιτητές να μπλοκάρουν την αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση με αγώνα διαρκείας, μα παρά τις καλές προθέσεις και τη συνεχή επίκληση του κινήματος αρνείται να εξετάσει γιατί οι εκκλήσεις της δεν πραγματώνονται και αποφεύγει μια στοιχειώδη αυτοκριτική στην πρωτοπόρα μεν με αδυναμίες δε στάση της στους παλιότερους αγώνες και κάνει εσωστρεφή αντιπαράθεση όχι με την ουσία των διαφορετικών γραμμών που ενυπάρχουν στο εσωτερικό της αλλά με τις απολήξεις τους. Η δε ΚΝΕ περιχαρακώνεται σαν ρωμαϊκή λεγεώνα και καταγγέλλει. Τους πάντες ακόμη και τους εργαζόμενους και τους φοιτητές που αντιστέκονται στα ΜΑΤ και στέκουν στο χώρο του Συντάγματος, ακόμη και τις γενικές συνελεύσεις ως όργανα του κινήματος ακόμη και (αυτό βέβαια ψιθυριστά) το καταστατικό της και την προηγούμενη δράση της.
Σε κάθε περίπτωση, το ενιαίο μέτωπο αποφεύγεται (χωρίς να ισομερίζουμε ευθύνες)και όλες οι δυνάμεις υπεκφεύγουν από αυτήν την αναγκαιότητα. Η φοιτητική αριστερά οφείλει να αλλάξει ρότα. Για να αναδείξει πως υπάρχει έξοδος από το αβέβαιο παρόν και το νοσηρό μέλλον, πρέπει να καλέσει τους φοιτητές να πάψουν να υπερασπίζονται το παρόν τους και να αγωνιστούν για το μέλλον τους. Έτσι ώστε και οι κατακτήσεις του παρόντος να διαφυλαχθούν.
Με σθεναρό και πολιτικά εμπεριστατωμένο τρόπο να δείξει πως υπάρχει διέξοδος στον αγώνα, με την εργατική τάξη κάτω από στόχους πάλης έξω από την αστική νομιμότητα και το συντεχνιασμό. Ένα τέτοιο πνεύμα στην παρέμβαση της αριστεράς θα πυκνώσει τις γενικές συνελεύσεις, θα δυναμώσει τους καθημερινούς αγώνες , θα απαντήσει στο «δε μπορούμε να κάνουμε τίποτα», θα ανοίξει δρόμους. Ειδάλλως , αν επιμείνουμε στα ίδια οι καιροί είναι τέτοιοι που η μοίρα μας θα ναι χειρότερη και από αυτή του Σίσυφου. Θα τρέχουμε πανικοβλημένοι να μην μας λιώσει η μυλόπετρα της καπιταλιστικής κρίσης…