ΚΝΕ: ξέκομμα από την πολιτική του ενιαίου μετώπου - απομάκρυνση από τους αγώνες

Η στάση της ΚΝΕ στο φοιτητικό κίνημα ή πως το ξέκομμα από την πολιτική του ενιαίου μετώπου οδηγεί σε συνολική απομάκρυνση από τους αγώνες

Σε παλιότερο φύλλο της Ε.Π. είχαμε αναφερθεί στις δυσμενείς συνέπειες που θα έφερνε η δημιουργία του ΜΑΣ στο φοιτητικό κίνημα, εντείνοντας την παραταξιοποίηση και την κοινοβουλευτικοποίηση του φοιτητικού κινήματος, με λογικό επακόλουθο την αδυναμία του να αναπτύξει αγώνες και να συμπορευτεί με το εργατικό κίνημα.

Η δημιουργία του ΜΑΣ στηρίχτηκε διακηρυκτικά στην ανάγκη πολιτικοποίησης του φοιτητικού κινήματος. Δεν άργησε πάντως, να αποδειχθεί η αποτυχία των διακηρυγμένων στόχων. Εκτός εάν, πολιτικοποίηση του κινήματος δε συνιστά η ανάπτυξη των εσωτερικών του διεργασιών (γενικές συνελεύσεις κλπ), η διεξαγωγή αγωνιστικών κινητοποιήσεων και η κατάκτηση πολιτικών στόχων, αλλά η στείρα κοινοβουλευτική αντιπαράθεση.

Θα πρέπει να γίνει καθαρό, ότι η δράση του ΜΑΣ δεν αποτελεί απλά και μόνο μια αντιγραφή του ΠΑΜΕ στο φοιτητικό χώρο. Από την αρχή της χρονιάς, το ΜΑΣ αρνείται να συμμετάσχει στην πλειοψηφία των γενικών συνελεύσεων των συλλόγων με βασικό επιχείρημα ότι «στις συνελεύσεις δε βγαίνουν συμπεράσματα και αθωώνεται η πολιτική του κεφαλαίου». Κάτι το οποίο δε είναι σύμφωνο ούτε με τη στάση του ΠΑΜΕ, που παρά τη διασπαστική και αναποτελεσματική για την ανάπτυξη αγώνων στάση του, δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο να απορρίπτει τα συλλογικά όργανα πάλης και τις διαδικασίες τους.

Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι η στάση της ΚΝΕ στο φοιτητικό κίνημα και η επιλογή της να πάψει να συμμετέχει ουσιαστικά στους φοιτητικούς συλλόγους - παρά μόνο μέσα από τα διοικητικά συμβούλια - δεν έχει αποφασισθεί από κάποιο συνέδριο ή σώμα της οργάνωσης. Πράγμα που θα ήταν και λογικό, εφ’ όσον η συμμετοχή στις γενικές συνελεύσεις και η πάλη για την ανάδειξη τους σε κυρίαρχο όργανο του φοιτητικού κινήματος συνόδευε την ΚΝΕ από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ή καλύτερα μέχρι χθες. Συγχρόνως, αυτή η στάση αντιφάσκει και με το ίδιο το καταστατικό της ΚΝΕ, όπου αναφέρεται πως μέλος της ΚΝΕ γίνεται όποιος συμμετέχει πρωτοπόρα στο μαζικό του φορέα (σωματείο, φοιτητικό σύλλογο κλπ).

Γιατί όμως αναφερόμαστε στις αντιφάσεις που παρουσιάζει η στάση της ΚΝΕ στο φοιτητικό κίνημα με τη γενικότερη τακτική του ΚΚΕ, τις αποφάσεις της ίδιας της ΚΝΕ και το καταστατικό της;

Ο λόγος είναι γιατί αυτό καταδεικνύει πως η απομάκρυνση και το πλήρες ξέκομμα από την πολιτική του ενιαίου μετώπου, οδηγούν συχνά στον αναχωρητισμό από την ταξική πάλη, ο οποίος στο διάβα του συμπαρασύρει κάθε αρχή και κάθε ζήτημα κεκτημένο όχι μονάχα για τους κομμουνιστές αλλά και για κάθε αγωνιζόμενο.

Όποιος είχε έστω και μία στοιχειώδη επαφή με το φοιτητικό κίνημα τα προηγούμενα χρόνια (με σημείο αναφοράς την έκρηξη του 06-07), δε θα δυσκολευτεί να καταλάβει πως το μόνο όργανο που κατάφερε να κινητοποιήσει τις φοιτητικές μάζες σε αγωνιστική κατεύθυνση δεν ήταν άλλο από τις γενικές συνελεύσεις των συλλόγων. Γενικές συνελεύσεις που συχνά μετρούσαν ακόμη και χιλιάδες κόσμου ανά σχολή και αποτελούσαν τη σπονδυλική στήλη των κινητοποιήσεων, παραμερίζοντας τις καθεστωτικές πλειοψηφίες των διοικητικών συμβουλίων, ορίζοντας τα αιτήματα, τις μορφές και την τακτική του αγώνα. Γενικές συνελεύσεις που, παρά τις όποιες γραφειοκρατικές στρεβλώσεις κατάφερναν να συμπυκνώνουν την αγωνιστική διάθεση του κόσμου σε πλαίσια πάλης και να τον κατεβάζουν στο δρόμο.

Αυτή η δυνατότητα των γενικών συνελεύσεων δεν είναι τυχαία. Οφείλεται στην ιδιότητα τους ως οργάνων που δε συσπειρώνουν ομοϊδεάτες, αλλά ολόκληρο το φοιτητικό σώμα δίνοντας του τη δυνατότητα να καθορίζει το περιεχόμενο και τη μορφή του αγώνα του με τρόπο άμεσο και δημοκρατικό.

Τα παραπάνω, κάθε άλλο παρά άγνωστα είναι στη μεγάλη μερίδα των μελών της ΚΝΕ, καθώς είναι αποτυπωμένα σε πάμπολλα ντοκουμέντα της οργάνωσης, τουλάχιστον μέχρι το 10ο συνέδριο και ασφαλώς στο καταστατικό της. Επιπλέον, η ίδια η ΚΝΕ μέχρι το 2008 υλοποιούσε λόγω και έργω μια τέτοια κατεύθυνση.

Γιατί όμως, η ΚΝΕ επιλέγει μια πολιτική τακτική που έρχεται σε «σύγκρουση» με τις αρχές της και επιπλέον την απομονώνει από τις αγωνιζόμενες μάζες στοιχίζοντας της σε συνδικαλιστικό και οργανωτικό επίπεδο; Η επανάληψη των σωστών μεν αλλά ουσιαστικά επιφανειακών συμπερασμάτωνγια τη διασπαστική δράση του ΚΚΕ δε θεωρούμε πως μπορούν να απαντήσουν στο ερώτημα. Κατά τη γνώμη μας, η βαθιά αντιλενινιστική πρακτική του ΚΚΕ δε συνιστά τίποτε άλλο από μια ιδιόμορφη, αλλά εξίσου ρεφορμιστική, παραλλαγή του μπερνσταινικού «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα». Το ΚΚΕ αντικαθιστά τις παραπάνω κατηγορίες ως εξής: «ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα, το κίνημα δεν είναι τίποτα, το Κόμμα είναι το παν». Η ουσία των πραγμάτων όμως έτσι δεν αλλάζει ούτε στο ελάχιστο, καθώς και στις δύο περιπτώσεις το μέσο (κόμμα, κίνημα) βαφτίζεται σκοπός με συνέπεια ο πραγματικός σκοπός να πετιέται στα σκουπίδια.

Ο αναχωρητισμός που επιδεικνύει το ΚΚΕ από τους αγώνες που δεν υπακούουν ολοκληρωτικά στη γραμμή του και η συνεχόμενη καταγγελλιολογία για «δάκτυλους της σοσιαλδημοκρατίας» ή ακόμη και των ξένων υπηρεσιών δεν είναι παρά μια αφορμή, ώστε το κόμμα αυτό να αποφύγει να πραγματώσει στην πραγματική ταξική πάλη και την πραγματική ζωήτο ρόλο που αντιστοιχεί στο όνομα και τα σύμβολα του.

Θα ήταν αφέλεια να υποστηρίξει κανείς ότι η απουσία των μελών της ΚΝΕ από τις φοιτητικές συνελεύσεις είτε η απροθυμία του ΠΑΜΕ στις δύο μεγάλες γενικές απεργίες να σταθεί έξω από το κτίριο της βουλής οφείλεται σε εμμονές ιδεολογικής και πολιτικής καθαρότητας.

Η αιτία βρίσκεται στο ότι το ΚΚΕ είναι ένα ρεφορμιστικό κόμμα και για τούτο ανήμπορο να προωθήσει την ταξική πάλη, ιδιαίτερα όταν αυτή δεν διεξάγεται σε μια περίοδο «ειρηνικής» ανάπτυξης του καπιταλισμού, αλλά στον καιρό της κρίσης και μάλιστα σε μια χώρα που αποτελεί έναν από τους αδύναμους κρίκους της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

Στην κρίση ο συσχετισμός δύναμης είναι εξαιρετικά ρευστός και αλλάζει ταχύτατα. Συγχρόνως, η αδυναμία των αστών να προχωρήσουν σε καταπραϋντικές για τη μεγάλη πλειοψηφία πολιτικές, διαρρηγνύει τις κοινωνικές τους συμμαχίες και αναδεικνύει το πρόβλημα της εξουσίας. Τα πολιτικά κόμματα που αναφέρονται στην εργατική τάξη είναι υποχρεωμένα να καταθέσουν τα προγράμματα τους για μια άμεση, εργατική έξοδο από την κρίση.

Το ΚΚΕ αρνείται να καταθέσει ένα τέτοιο πρόγραμμα. Ορθά ορισμένες φορές μπορεί να κατακρίνει το γεγονός ότι ομάδες της αριστεράς πιστεύουν πως μια αστική κυβέρνηση υπό την πίεση του κινήματος θα υιοθετήσει αντικαπιταλιστικούς στόχους, όπως η διαγραφή του χρέους, παρόλα αυτά και το ίδιο προσκυνά την ήττα του εργατικού κινήματος, λέγοντας πως οι συσχετισμοί είναι ανώριμοι για να γίνει η δικτατορία του προλεταριάτου πρακτικά αιτήματα του κινήματος. Κατά συνέπεια, αρνείται να απαντήσει και στα ζητήματα που βάζει η πλειοψηφία της εργατικής τάξης και της νεολαίας όταν κινητοποιείται.

Για αυτό το λόγο επιλεγεί να αναχωρεί από τους αγώνες γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να τους δώσει την παραμικρή διέξοδο περιμένοντας την εκλογική περίοδο για να περάσει από το «πας μη ΠΑΜΕ, ΜΑΣ βάρβαρος» στο δίπλωμα του οποιουδήποτε προγραμματικού στόχου και το «ψηφίστε ακόμη και αν δε συμφωνείτε σε όλα μαζί μας».