Για τις μορφές οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος

Για τις μορφές οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος

Η οργανωτική διάρθρωση των συνδικάτων

Την τελευταία περίοδο μπαίνει από τη ζωή όλο και πιο έντονα το ζήτημα της οργανωτικής διάρθρωσης των συνδικάτων στην χωρά μας. Τη συζήτηση προκαλεί καταρχάς ο προδοτικός ρόλος της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, που καταντά εξόφθαλμος στην εποχή του μνημονίου. Είναι χαρακτηριστικό, ότι ο Παναγόπουλος έχει ίσως το μικρότερο κύρος, που είχε ποτέ πρόεδρος της κορυφαίας τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης τής χωράς μας. Στην συζήτηση αυτή συμβάλλει επίσης η στάση του ΠΑΜΕ, που απορρίπτοντας τον εργοδοτικό συνδικαλισμό της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, ακολουθεί μια απόλυτα διασπαστική και αναποτελεσματική τακτική. Μια τακτική που, εκτός των άλλων, εντείνει την κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος. Τέλος, στη συζήτηση αυτή συμβάλλει η Τρόικα και η κυβέρνηση με την απόφαση της, που έγινε πρόσφατα νομός του κράτους, να υπερισχύουν οι επιχειρησιακές συμβάσεις σε βάρος των κλαδικών.

Σχετικά με την στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ και του ΠΑΜΕ, καθώς και με τις απόψεις ότι τα τριτοβάθμια όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος θα είναι αντικειμενικά γραφειοκρατικά έχουμε ασχοληθεί πολλές φορές μέσα από τις στήλες της Εργατικής Πολιτικής.

Η καινούργια εξέλιξη είναι, ότι η Τρόικα και η κυβέρνηση - μέσα από την ρύθμιση για τις συμβάσεις - παρεμβαίνουν ακόμα μια φορά στα οργανωτικά ζητήματα του συνδικαλιστικού κινήματος. Μετατρέπουν τις ομοσπονδίες σε οργανώσεις χωρίς ουσιαστικό λόγο ύπαρξης και δείχνουν σαν μορφή οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος τα επιχειρησιακά σωματεία, χωρίς καμία ενιαία έκφραση έστω και με τον ελληνικό αποκεντρωμένο τοπικό ή ομοσπονδιακό τρόπο. Κρίνουν, ότι αυτά θα είναι εύκολα θύματα απέναντι στην ενιαία επίθεση, που διεξάγουν οι καπιταλιστές και το κράτος τους και δεν θα μπορούν παρά να υπογράψουν μειώσεις μισθών για να σωθεί η επιχείρηση.

Σήμερα, λόγω του προδοτικού ρόλου της ηγεσίας της ΓΣΕΕ, η άποψη της αποκεντρωμένης πρωτοβάθμιας οργάνωσης ανά χώρο δουλειάς, έχει αποκτήσει πολλούς οπαδούς. Έχει ενδιαφέρον ότι τελικά στην πράξη, οι οπαδοί αυτής της άποψης φαίνεται να συμφωνούν με την Τρόικα.

Το ζήτημα της οργανωτικής διάρθρωσης των συνδικάτων είχε συζητηθεί πολλές φορές από το κομμουνιστικό κίνημα.

Στο 10 Συνέδριο του ΚΚΕ το 1978, ο σ. Κώστας Μπατίκας είχε εκφράσει την μαρξιστική άποψη σχετικά με το θέμα. Στην περίοδο εκείνη, το επίδικο ήταν η άποψη του κόμματος σχετικά με τα εργοστασιακά σωματεία, (που σήμερα η τρόικα ονομάζει επιχειρησιακά), που κατά τον σ. Μπατίκα ήταν νεφελώδης. Η τοποθέτηση του συντρόφου είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρη από ποτέ.

Για τις μορφές οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος

Το πρόβλημα των μορφών οργάνωσης, της οργανωτικής δομής των συνδικάτων δεν είναι ένα ζήτημα απλής οργανωτικής σημασίας, είναι ένα πρόβλημα πολιτικοϊδεολογικό πάνω στο οποίο συγκροτούνται 100 χρόνια τώρα και πάνω οι διάφορες ιδεολογικοπολιτικές τάσεις στο χώρο των συνδικάτων.

Στη χώρα μας μέχρι σήμερα και σ' όλη την ιστορία του συνδικαλιστικού μας κινήματος οι μορφές οργανώσεις του δεν αναπτύχθηκαν, έμειναν στάσιμες. Και σήμερα, όπως και πριν 80-90 χρόνια κυριαρχεί, χωρίς να απειλείται μέχρις στιγμής από καμία άλλη, η σωματειακή ή ομοσπονδιακή μορφή οργάνωσης. Χαρακτηριστικό γνώρισμα αυτής της μορφής είναι ότι οι ενώσεις -τα σωματεία- που ενώνουν τοπικά τους εργάτες ενός επαγγέλματος (ειδικότητες) ή ενός κλάδου ή ενός ξεχωριστού εργοστασίου, διαθέτουν τη δική τους οργανωτική αυτοτέλεια και ανεξαρτησία, έχουν το δικό τους καταστατικό και τη δική τους οργανωτική ζωή και μπορούν αν το θέλουν και όταν το θέλουν, να προσχωρήσουν στην Ομοσπονδία που ενώνει σε εθνική κλίμακα ομοιοεπαγγελματικά σωματεία ή σωματεία του ίδιου κλάδου, και να αποχωρήσουν απ' αυτήν. Η Ομοσπονδία δεν έχει συγκεντρωτική δύναμη και μπορεί κάθε στιγμή να αποδυναμωθεί μια και είναι στη θέληση κάθε σωματείου να αποχωρήσει, όταν θεωρήσει πως δεν εκφράζεται απ' την Ομοσπονδία. Το ίδιο και η Ομοσπονδία μπορεί εύκολα να διαγράψει κάθε σωματείο - μέλος της σε περίπτωση που η πρακτική του δεν βρίσκεται μέσα στα πλαίσια των κατευθύνσεών της. Η πείρα του κινήματος μας δίνει άπειρα τέτοια παραδείγματα διαγραφών και με παράλληλη έξαρση της βιομηχανίας δημιουργίας σωματείων - σφραγίδων. Έτσι οι Ομοσπονδίες δεν μπορούν να παίξουν το ρόλο τους σαν γερές οργανώσεις της εργατικής τάξης. Αυτή η μορφή οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος κρατάει τους εργάτες διαιρεμένους και δίνει τη δυνατότητα στην αστική τάξη να επιβάλλει τις θελήσεις της, να τους διασπάει και να προωθεί στο συνδικαλιστικό κίνημα τους δικούς της ανθρώπους. Γι' αυτό δεν είναι ανεξήγητη η επιμονή της να τη διατηρήσει.

Οργανωμένοι οι εργάτες τοπικά σε αυτόνομες οργανώσεις (σωματεία) κατά επάγγελμα (ειδικότητα), βλέπουν μόνο τα δικά τους στενά επαγγελματικά συμφέροντα και αυτό τους εμποδίζει να αναπτύξουν την ταξική τους αλληλεγγύη, προωθεί την εργατική αριστοκρατία και το χωρισμό στην οργάνωση των εργατών σε ειδικευμένους και ανειδίκευτους, σε μόνιμους και συμβασιούχους, σε 8ωρους και 4ωρους, σε μισθωτούς και σε εργάτες με μπλοκάκι κτλ. Οργανωμένοι κατά ξεχωριστό εργοστάσιο ή επιχείρηση βλέπουν μόνο το δικό τους καπιταλιστή, απομονώνονται από τους συναδέλφους τους των άλλων εργοστασίων του ίδιου κλάδου.

Παλεύοντας οι εργαζόμενοι για τα στενά τους επαγγελματικά συμφέροντα ή ενάντια στο δικό τους καπιταλιστή, μπορούν εύκολα να ξεχάσουν την πάλη για τα γενικότερα αιτήματα της εργατικής τάξης σαν σύνολο, εμποδίζονται να κατανοήσουν ότι πρέπει να αγωνίζονται ενάντια σ' όλους τους επιχειρηματίες σαν τάξη και να συνδυάζουν αυτή την πάλη κατά της τάξης των καπιταλιστών με την πάλη ενάντια στην πολιτική τους εκπροσώπηση και την κρατική τους εξουσία. Εμποδίζονται δηλαδή στο να αναπτύξουν ταξική πάλη. Και ταξική πάλη «δεν είναι όταν οι εργάτες ενός ορισμένου εργοστασίου, ενός ορισμένου επαγγέλματος αρχίζουν να παλεύουν ενάντια στ' αφεντικά τους ή ενάντια στ' αφεντικά... Αυτά δεν είναι παρά τα αδύνατα σπέρματα της.... Μόνο όταν ο κάθε εργάτης νοιώθει τον εαυτό του μέλος όλης της εργατικής τάξης, όταν στους καθημερινούς μικροαγώνες του ενάντια στα χωριστά αφεντικά και στους χωριστούς κρατικούς λειτουργούς βλέπει την πάλη ενάντια σ' όλη την αστική τάξη και ενάντια σ' όλη την κυβέρνηση, μόνο τότε η πάλη του γίνεται πάλη ταξική». (Λένιν Άπαντα, τ4, Σελ 203-204, 4η έκδοση, Εκδοτικό της ΚΕ του ΚΚΕ).

Αυτή λοιπόν η μορφή οργάνωσης, η σωματειακή (ομοσπονδιακή), που εμποδίζει τους εργάτες να αναπτύξουν ταξική πάλη, δίνει πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη ρεφορμιστικών αντιλήψεων που θέλουν τα συνδικάτα μόνο για την προώθηση ορισμένων οικονομικών αιτημάτων των εργατών, μακριά από κάθε πολιτική ανάμειξη-ουδέτερα. Έτσι πέρα απ' τους αστούς βολεύονται και οι κάθε λογής ρεφορμιστές, γιατί η σωματειακή (ομοσπονδιακή) μορφή οργάνωσης ανταποκρίνεται πλέρια στις αντιλήψεις τους για το ρόλο της εργατικής τάξης και των συνδικάτων της. "Η ιδέα της ομοσπονδιακής μορφής οργάνωσης" έχει κατά το Δημητρώφ "την ίδια αφετηρία με την ιδέα της ουδετερότητας των συνδικάτων".

Η σωματειακή μορφή υπήρξε παντού σ' όλες τις χώρες στις αρχές ανάπτυξης του συνδικαλιστικού κινήματος. Σχεδόν, παντού όμως παραχώρησε τη θέση της σε ανώτερες οργανωτικές μορφές.

Οι κεντρικές συνδικαλιστικές ενώσεις

Στις γειτονικές μας βαλκανικές χώρες αυτή η μορφή οργάνωσης ανήκει εδώ και 80 ολόκληρα χρόνια στην ιστορία. Στη Σερβία του 1900 τα συνδικάτα είχαν ξεπεράσει κιόλας την πρώτη τους οργανωτική μορφή και ήταν οργανωμένα σε κεντρικές συνδικαλιστικές ενώσεις (συνδικάτα) σε πανεθνική κλίμακα. Οι κεντρικές αυτές ενώσεις συμπεριλάβαιναν τους εργαζόμενους είτε ολόκληρων βιομηχανικών κλάδων, π.χ. τους εργάτες μετάλλου, είτε - και αυτό συνέβαινε πιο συχνά - τους εργάτες ενός επαγγέλματος σε πανεθνική κλίμακα.

Χαρακτηριστικό αυτών των ενώσεων ήταν ότι είχαν κεντρική καθοδήγηση, ενιαίο καταστατικό και οργανώσεις κατά περιοχές και πόλεις. Οι εργάτες δεν γίνονταν μέλη κάποιας τοπικής ένωσης αλλά μέλη της πανεθνικής ένωσης (του πανεθνικού συνδικάτου) του κλάδου τους ή του επαγγέλματός τους, που ήταν ένα και αδιαίρετο για όλη τη χώρα. Αυτή η μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης αναπτύχθηκε στις χώρες που τα συνδικάτα επηρεάζονταν απ' την επαναστατική τότε σοσιαλδημοκρατία, κύρια στη Γερμανία, Αυστροουγγαρία και τις άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Βέβαια, η ανάπτυξη του καπιταλισμού σ' αυτές τις χώρες έπαιξε θετικό ρόλο στην ανάπτυξη και της οργανωτικής δομής των συνδικάτων σ' αυτές, η επαναστατική όμως σοσιαλδημοκρατία κατόρθωσε να επιβάλει την ανώτερη αυτή οργανωτική μορφή και σε χώρες καθυστερημένες. Εκτός απ' τη Σερβία και στη Βουλγαρία, εγκαταλείφθηκε, στις αρχές ακόμα του αιώνα μας, η σωματειακή μορφή συνδικαλιστικής οργάνωσης. Στη Βουλγαρία, ο πρόεδρος του συνδικάτου των Τυπογράφων της Σόφιας, ο νεαρός τότε Γκ. Δημητρώφ, ο μετέπειτα ηγέτης της Κ.Δ., έδωσε με επιτυχία τη μάχη για τη συγκεντροποίηση των συνδικάτων της χώρας του. «Η ομοσπονδιακή μορφή οργάνωσης», έλεγε ο Δημητρώφ, «αρέσει ιδιαίτερα στην αστική τάξη, και αυτό έχει τις αιτίες του. Εξετάζοντας την ιστορία αυτής της μορφής οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι υπήρξε πάντοτε απ' τη μια μεριά αποτέλεσμα των προσπαθειών της αστικής τάξης να κρατήσει κάτω απ' την επιρροή της τις εργατικές οργανώσεις και, από την άλλη, συνέπεια της λειψής συνειδητότητας και του εγωισμού των εργατών, που δεν συνειδητοποίησαν τα ταξικά τους συμφέροντα και δεν θέλουν να υποτάξουν τα ατομικά και επαγγελματικά τους συμφέροντα στα γενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης.»

Τα βιομηχανικά συνδικάτα ή τα συνδικάτα με βάση την αρχή της παραγωγής

Με την παραπέρα ανάπτυξη της βιομηχανίας, όταν και αυτές οι κεντρικές ενώσεις (πανεθνικά συνδικάτα) δεν μπορούσαν πια να παίξουν το ρόλο τους, αφού ήταν κύρια συνδικάτα επαγγελμάτων τη στιγμή που στα βιομηχανικά μεγαθήρια, που είχαν δημιουργηθεί δούλευαν άνθρωποι, ο ένας πλάι στον άλλο, που ανήκαν σε δεκάδες διαφορετικά επαγγέλματα, χρειάστηκε να βελτιωθεί παραπέρα η οργανωτική δομή των συνδικάτων. Έκφραση αυτής της παραπέρα βελτίωσης είναι τα συνδικάτα χτισμένα με βάση την αρχή της παραγωγής (βιομηχανικά συνδικάτα).Τα χαρακτηριστικά του βιομηχανικού συνδικάτου ή του συνδικάτου με βάση την αρχή της παραγωγής είναι ότι συμπεριλαμβάνει όλους τους εργάτες και υπαλλήλους ενός βιομηχανικού κλάδου ή κλάδου της οικονομίας σε όλη τη χώρα σε μία και αδιαίρετη συνδικαλιστική οργάνωση, το πανεθνικό συνδικάτο του βιομηχανικού κλάδου ή του κλάδου οικονομίας. Στις σημερινές συνθήκες με την απασχόληση στον ίδιο χώρο εργατών με διαφορετική σχέση εργασίας, δηλαδή εργατών στην κυρίως επιχείρηση και εργατών σε εργολάβους και υπεργολάβους, μισθωτών, εργατών που εργάζονται υπό το καθεστώς της ημιαπασχόλησης, συμβασιούχων, εργατών που αμείβονται με μπλοκάκι κτλ η αναγκαιότητα ενός βιομηχανικού συνδικάτου ανά κλάδο παραγωγής, που θα ενοποιεί όλα αυτά το κομμάτια είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Το πανεθνικό αυτό συνδικάτο του βιομηχανικού κλάδου ή του κλάδου οικονομίας δεν αποτελείται από ομοσπονδιακά ενωμένα σωματεία αλλά όπως και η Κεντρική Ένωση έχει οργανώσεις κατά περιοχές, πόλεις και επιπλέον οργανώσεις βάσεις (συνδικαλιστικά τμήματα) στα εργοστάσια και στους τόπους δουλειάς. Έτσι π.χ. όλοι οι εργάτες και υπάλληλοι της μεταλλοβιομηχανίας ή της χημικής βιομηχανίας, άσχετα από ειδικότητα, ή τη σχέση εργασίας, όταν επιθυμούν να συνδικαλιστούν γίνονται μέλη του πανεθνικού συνδικάτου των εργαζομένων της μεταλλοβιομηχανίας ή της χημείας αντίστοιχα και εντάσσονται στη συνδικαλιστική οργάνωση βάσης (συνδικαλιστικό τμήμα) στο εργοστάσιο που δουλεύουν. Σε περίπτωση αλλαγής του εργοστασίου ή της πόλης δεν χάνουν την ιδιότητα του μέλους του συνδικάτου αλλά εντάσσονται στη συνδικαλιστική οργάνωση βάσης στο εργοστάσιο που δουλεύουν. Είναι φανερό ότι όλοι οι εργαζόμενοι ενός συγκεκριμένου εργοστασίου π.χ. της χημείας και οι μηχανουργοί του και οι ηλεκτροτεχνίτες του και οι λογιστές του μπορούν να γίνουν μέλη μόνο του πανεθνικού συνδικάτου της χημικής βιομηχανίας, το ίδιο ισχύει και για τους συμβασιούχους και τους 4ωρητες και για τους εργαζόμενους σε εργολάβους. Έτσι σ' ένα εργοστάσιο δρα μόνο μια συνδικαλιστική οργάνωση. Το βιομηχανικό συνδικάτο λοιπόν αποκλείει την ομόσπονδη μορφή, δρα στους τόπους δουλειάς, συνενώνει τους εργαζόμενους του βιομηχανικού κλάδου ή του κλάδου οικονομίας σε μια ενιαία κεντρικά οργανωμένη πανεθνική οργάνωση και όχι κάποιες τοπικές. Έτσι που η δύναμή τους δεν κατακερματίζεται, αλλά είναι τεράστια απέναντι στους εκμεταλλευτές. Τώρα το πώς και πόσο χρησιμοποιείται αυτή η τεράστια δύναμη αυτό είναι άλλο ζήτημα και εξαρτάται απ' το ποιές δυνάμεις την κρατούν στα χέρια τους. Βιομηχανικά συνδικάτα υπήρχαν ακόμα στις αρχές του αιώνα μας σ' ορισμένες χώρες, π.χ. στη Γερμανία. Ύστερα από σκληρή πάλη των κομμουνιστών και άλλων προοδευτικών δυνάμεων, πάλη που σε ορισμένες περιπτώσεις κράτησε δεκαετίες ολόκληρες, τα συνδικάτα με βάση την αρχή της παραγωγής, τα βιομηχανικά συνδικάτα κυριάρχησαν και είναι σήμερα πραγματικότητα στις περισσότερες καπιταλιστικές χώρες. Σε ορισμένες χώρες συνυπάρχουν με άλλες πιο καθυστερημένες μορφές οργάνωσης. Π.χ. στις Ε.Π.Α. εκτός απ' τα βιομηχανικά συνδικάτα υπάρχουν οι κεντρικές συνδικαλιστικές ενώσεις κατά επάγγελμα, η σωματειακή ή ομοσπονδιακή μορφή κατά επάγγελμα και η σωματειακή κατά εργοστάσιο (εργοστασιακό σωματείο).Τα βιομηχανικά συνδικάτα συνενώνονται στην ένωση συνδικάτων της χώρας. Σε άλλες χώρες διατηρούν μια μεγαλύτερη αυτονομία και σε άλλες η Ένωση των βιομηχανικών συνδικάτων έχει περισσότερες δικαιοδοσίες και τα βιομηχανικά συνδικάτα αποτελούν απλά τμήματά της. Η Ένωση συνδικάτων και στη μια και στην άλλη περίπτωση διαθέτει οριζόντιες οργανώσεις κατά περιοχή και κατά πόλη ή νομό για να συνενώσει και κατά περιοχή και πόλη ή νομό όλους τους εργαζομένους όλων των βιομηχανικών συνδικάτων.

Μορφή οργάνωσης στη χώρα μας

Στην Ελλάδα υπάρχουν σήμερα 3700 σωματεία (2.400 και 1.300 που υπάγονται στη ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ αντίστοιχα) που συγκεντρώνουν στις γραμμές τους περίπου το 29 % των εργαζομένων. Η ΓΣΕΕ έχει μέλη 83 εργατικά κέντρα και 74 Ομοσπονδίες

«Στον ιδιωτικό τομέα, το ποσοστό συνδικαλισμού δεν φαίνεται να υπερβαίνει το 15%, ενώ αντίθετα στον δημόσιο τομέα παρατηρείται σε ορισμένους χώρους και ποσοστό της τάξης του 90% (π.χ. δημόσιες  τράπεζες και επιχειρήσεις). Υπολογίζεται ότι ο δημόσιος τομέας καλύπτει το 55% του συνόλου των συνδικαλισμένων. Πιο συγκεκριμένα οι δημόσιοι υπάλληλοι παρουσιάζουν ποσοστό συνδικαλισμού της τάξης του 51% ενώ το συνολικό ποσοστό του δημόσιου (στενού και ευρύτερου) υπολογίζεται στο 60%.»(ΙΝΕ ΓΣΕΕ)

Τα σωματεία στη χωρά μας υπάρχουν στις εξής παραλλαγές:

1. Τα εργοστασιακά - επιχειρησιακά σωματεία, όπου τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων απασχολούνται σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση.

2. Τα κλαδικά σωματεία, όπου τα μέλη των συνδικαλιστικών οργανώσεων απασχολούνται σε πολλές ομοειδείς επιχειρήσεις του ίδιου κλάδου (π.χ. συνδικάτο μετάλλου Πειραιά).

3. Τα ομοιοεπαγγελματικά σωματεία, όπου τα μέλη τους έχουν σαν κοινό, χαρακτηριστικό γνώρισμα την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος (π.χ. σωματείο λογιστών Αθήνας).

4. Τα ομοιεπαγγελματικά σωματεία ανά επιχείρηση, όπου τα μέλη τους έχουν σαν κοινό, χαρακτηριστικό γνώρισμα την άσκηση ενός συγκεκριμένου επαγγέλματος σε μια συγκεκριμένη επιχείρηση, (π.χ. Σωματείο Ηλεκτροδηγών Αττικό Μετρό).

Το εργοστασιακό σωματείο

Το εργοστασιακό σωματείο (ξεχωριστή και αυτόνομη οργάνωση των εργατών κατά εργοστάσιο) δεν είναι βέβαια "νέο" φαινόμενο, όπως το χαρακτήρισαν πολλοί, ούτε αποτελεί ελληνική ιδιομορφία ή ελληνική εφεύρεση. Το εφεύραν και το χρησιμοποίησαν, κατά κόρον, μάλιστα, οι καπιταλιστές σε πολλές χώρες, δεκάδες χρόνια πριν εμφανιστεί στη χώρα μας. Στις πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας το εργοστασιακό σωματείο (εργοστασιακό συνδικάτο) ήταν πλατιά διαδεδομένο στη Γερμανία, όπου οι καπιταλιστές προσπαθούσαν να αντιδράσουν με όλα τα μέσα στην ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος. Έτσι ίδρυαν τα δικά τους συνδικάτα σε εργοστασιακό επίπεδο, τα γνωστά κίτρινα συνδικάτα, ελπίζοντας να προβάλλουν εμπόδια στα ταξικά συνδικάτα.

Εκτός από τους καπιταλιστές, υπάρχουν και άλλοι υποστηρικτές του εργοστασιακού σωματείου σε διεθνή κλίμακα. Έτσι π.χ. ο Ερνέστ Μαντέλ, - ηγετική μορφή της 4ης Διεθνούς – είχε προτείνει την αντικατάσταση των βιομηχανικών συνδικάτων στην Δυτική Γερμανία και αλλού με το λεγόμενο "εργοστασιακό συνδικαλιστικό κίνημα". Οι εργαζόμενοι κάθε εργοστασίου ελέγχουν έτσι, σύμφωνα με αυτή την θεωρία, το δικό τους συνδικάτο σε εργοστασιακό επίπεδο, χωρίς καμία κεντρική δέσμευση. Εκτός από ορισμένους τροτσκιστές, κάτι παρόμοιο ζητούσαν στη δυτική Ευρώπη και άλλες αριστερίστικες ομάδες, όπως οι διάφορες αποχρώσεις των μαοϊκών, με το αίτημά τους για "συνδικαλιστικές οργανώσεις στη βάση" και ενάντια σε κάθε "κεντρική γραφειοκρατία". Το ίδιο ζητούν και διάφορες ομάδες συνδικαλιστών και διανοούμενων δεξιάς, αναθεωρητικής, σοσιαλδημοκρατικής απόχρωσης.

Εκείνο πάντως που πρέπει να τονιστεί είναι ότι τέτοιες αντιλήψεις τροφοδοτούνται από την πρακτική της ηγεσίας των ρεφορμιστικών συνδικάτων, από τον γραφειοκρατικό συγκεντρωτισμό τους και την εγκατάλειψη της συνδικαλιστικής δράσης στη βάση, στα εργοστάσια και τους τόπους δουλειάς, πρακτική που έχει σχέση με τις αντεργατικές μεθοδεύσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, με τη συμμαχία της με την αστική τάξη σε βάρος των πραγματικών εργατικών συμφερόντων.

Το να βγάζει όμως κανείς το συμπέρασμα ότι τα εργοστασιακά συνδικάτα βάσης πρέπει να βρίσκονται μακριά από κάθε κεντρική δέσμευση, σημαίνει ότι ουσιαστικά γίνεται κήρυκας της υποταγής των εργατικών στα αστικά συμφέροντα από ένα άλλο δρόμο. Αν οι εργάτες ακολουθούσαν και τις εφάρμοζαν στην πράξη, δεν θα έκαναν τίποτα άλλο εκτός από το να παραδίδουν τα συνδικάτα τους στις αδηφάγες πολυεθνικές εταιρίες καθώς αυτά «χωρίς καμία κεντρική δέσμευση», θα ήταν απομονωμένα με κατακερματισμένη τη δύναμη τους, ανίσχυρα να αντιμετωπίσουν τη συγκεντρωμένη δύναμη του κεφαλαίου.

Η κεντρική συνένωση δεν οδηγεί κατ΄ ανάγκη στην γραφειοκρατικοποίηση, δεν είναι οπωσδήποτε γραφειοκρατική. Τέτοια γίνεται όταν καταστρατηγηθούν οι δημοκρατικές αρχές συνδικαλιστικής λειτουργίας, όταν παραμεριστεί η εσωσυνδικαλιστική δημοκρατία, όταν κυριαρχήσουν ρεφορμιστικές και άλλες αστικές αντιλήψεις στο συνδικαλιστικό κίνημα και τη δράση του. Από αυτήν την άποψη, τα συνδικάτα βάσης χωρίς καμία «κεντρική γραφειοκρατική δέσμευση» μπορεί να αποδειχθούν άκρως γραφειοκρατικά.

Η αντιπαράθεση βάσης –κορυφής στην γενική της αφηρημένη μορφή, χωρίς συγκεκριμένο περιεχόμενο, γίνεται μικροαστικός παραλογισμός. Απέναντι στη γραφειοκρατία, απέναντι στο γραφειοκρατικό παραλογισμό των συνδικαλιστικών ηγεσιών αστικής επιρροής, δεν μπορείς να αντιτάξεις τον μικροαστικό αποκεντρωτισμό «τη βάση χωρίς κεντρικές δεσμεύσεις» που είναι ευπρόσδεκτη από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και δεν απειλεί τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου. Μπορείς και πρέπει να αντιτάξεις την ανάπτυξη την πιο πλατιάς εσωσυνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και την κατάκτηση του ταξικού περιεχομένου στην δημοκρατικά συγκεντροποιημένη δράση του συνδικαλιστικού κινήματος. Οργανωτικά ανεξάρτητα εργοστασιακά συνδικάτα έστω και όταν αυτά συνδέονται μεταξύ τους ομοσπονδιακά, δεν μπορούν να αποτελέσουν φρούρια πάλης της εργατικής τάξης στην πορεία για την κοινωνική της απελευθέρωση. Και δεν μπορούν να ανταποκριθούν με επιτυχία ούτε στην αντιμετώπιση των ζητημάτων της καθημερινής πάλης. Αυτό αποδεικνύει όχι μόνο η πείρα της χώρας μας αλλά και όλων των χωρών που η συνδικαλιστική οργάνωση κατά εργοστάσιο κυριαρχεί ή είναι πλατιά διαδεδομένη.

Άσχετα εάν τα συνδικάτα αυτά είναι εργοδοτικά (και δεν είναι πάντα) πάντως πρέπει να αρέσουν ιδιαίτερα στην αστική τάξη.

Το παράδειγμα την Ιαπωνίας με το χαμηλό εργατικό κόστος είναι διδακτικό, 12 εκατομμύρια συνδικαλισμένων εργατών ανήκουν σε 65 χιλιάδες οργανώσεις από τις οποίες οι 9 στις 10 είναι του εργοστασιακού τύπου. Οι δευτεροβάθμιες οργανώσεις στη χωρά είναι κυρίως κλαδικές λειτουργούν όμως και μεγάλες ομοσπονδίες που περιλαμβάνουν ανεξάρτητες πρωτοβάθμιες οργανώσεις διαφορών κλάδων. Μονό οι πρωτοβάθμιες οργανώσεις μπορούν αυτοδίκαια να διεξάγουν διαπραγματεύσεις με τον εργοδότη και να υπογράφουν συμβάσεις με αποτέλεσμα να ισχύουν περίπου 44 χιλιάδες συλλογικές συμβάσεις Η δευτεροβάθμια οργάνωση μπορεί να εκπροσωπεί την πρωτοβάθμια στις διαπραγματεύσεις μονό μετά από ειδική ανάθεση.

Πράγματι αντιγραφειοκρατική οργάνωση της βάσης που κατά τα φαινόμενα είναι πολύ αποδοτική για τους Ιάπωνες καπιταλιστές

Στην Αμερική τα γνωστά "επιχειρησιακά" συνδικάτα ήταν και είναι μέχρι σήμερα εργοδοτικά. Το γιατί επιμένουν εκεί οι καπιταλιστές στην διατήρηση εργοστασιακών σωματείων, μας το δείχνει ανάμεσα στα άλλα και το παρακάτω παράδειγμα.

Στις ΕΠΑ υπάρχουν 134.500 ανθρακωρύχοι (στοιχεία 1969). Απ' αυτούς 34.500 δουλεύουν σε επιχειρήσεις που δεν υπάρχει συνδικάτο. Μεροκάματο 40-50 γαλλικά φράγκα. 20.000 δουλεύουν σε επιχειρήσεις με επιχειρησιακά συνδικάτα. Μεροκάματο 90-100 γαλλικά φράγκα και 80.000 δουλεύουν σε επιχειρήσεις που δρουν τα τμήματα του βιομηχανικού συνδικάτου των ανθρακωρύχων. Μεροκάματο 140-160 γαλλικά φράγκα.

Βέβαια δεν ισχυριζόμαστε ότι τα εργοστασιακά σωματεία, όπως εμφανίστηκαν και διαδόθηκαν στην χώρα μας, ήταν και είναι πάντα έργο των καπιταλιστών.

Πολλά ιδρύθηκαν με την πρωτοβουλία και των πιο προοδευτικών δυνάμεων. Έτσι είτε αλλιώς, το εργοστασιακό σωματείο είναι η έκφραση μιας ανάγκης, της ανάγκης να οργανωθεί το συνδικαλιστικό κίνημα στους τόπους δουλειάς και να μετατοπιστεί σε αυτούς η συνδικαλιστική δράση. Ωστόσο η ανάγκη αυτή μόνο επιφανειακά ικανοποιείται με το εργοστασιακό σωματείο. Είναι απλά μια ψευτοδιέξοδος και όχι μόνο λύση του προβλήματος δεν δίνει, αλλά και μπορεί να το μπερδέψει περισσότερο και να βάλει επιπρόσθετα εμπόδια στο να αντιμετωπιστεί και να λυθεί ριζικά, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να διαιωνιστεί ο κατακερματισμός του συνδικαλιστικού μας κινήματος.

Πρώτα-πρώτα πρέπει να πούμε ότι δεν είναι αληθινή η εντύπωση που καλλιεργείται, ότι δήθεν οι καπιταλιστές ενοχλούνται περισσότερο από το εργοστασιακό σωματείο απ' ό,τι από τις άλλες παραλλαγές της σωματειακής μορφής οργάνωσης- ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει. Αυτοί ενοχλούνται μόνο από τους ταξικούς συνδικαλιστές, όταν εκείνοι κατορθώνουν να ελέγχουν αυτά τα σωματεία. Ενάντια σ' αυτούς στρέφουν τα πυρά τους, κάνοντας ό,τι είναι δυνατό να απαλλαγούν από την παρουσία τους. Και έχουν αρκετές δυνατότητες να τους απολύουν, να βάζουν σε εφαρμογή τους μηχανισμούς πίεσης ενάντια στους εργαζόμενους και να προωθούν τους δικούς τους ανθρώπους στα διοικητικά όργανα του εργοστασιακού σωματείου μετατρέποντας το σε σωματείο κάτω από τον άμεσο έλεγχο και την επιρροή τους.

Όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να τα κάνουν οι καπιταλιστές τόσο εύκολα, αν είχαν απέναντι τους ένα πανίσχυρο συνδικάτο του κλάδου παραγωγής σε πανελλαδική κλίμακα. Θα το σκέφτονταν σίγουρα καλύτερα, πριν κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια απόλυσης των υπευθύνων των συνδικαλιστικών τμημάτων του συνδικάτου στο εργοστάσιο. Σήμερα το μπορούν και το κάνουν. Η καθημερινή πρακτική δείχνει ότι στις περιπτώσεις που δεν κατορθώνουν με τον έναν ή το άλλον τρόπο να βάλουν στα χέρια τους το εργοστασιακό σωματείο, οι βιομήχανοι χρησιμοποιούν και μια σειρά άλλες μεθόδους, για να διασπάσουν τους εργαζόμενους. Σ' αυτές τις περιπτώσεις ή ιδρύουν δικό τους εργοστασιακό σωματείο ή ιδρύουν σωματεία κατά ειδικότητες μέσα στο ίδιο εργοστάσιο, που δρα το εργοστασιακό σωματείο των εργαζομένων. Επίσης δίνουν κομμάτια της παραγωγής σε εργολάβους και εξασφαλίζουν ότι αυτοί οι εργάτες δεν θα είναι μέλη του εργοστασιακού Σωματείου.

Αλλά και αν δεχτούμε ότι όλα αυτά δεν θα συμβούν, τα εργοστασιακά σωματεία δεν είναι από την φύση τους σε θέση να συσπειρώσουν τους εργαζόμενους του ίδιου κλάδου. Και στην περίπτωση που θα συνδέονται σε πανελλαδική κλίμακα ομοσπονδιακά, δεν είναι σε θέση να συσπειρώσουν την εργατική τάξη της χώρας μας.

Ο αριθμός των επιχειρησιακών σωματείων στην Ελλάδα είναι πολύ μικρός, λόγω του ότι κυριαρχεί το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων (97% των επιχειρήσεων του ιδιωτικού τομέα δεν υπερβαίνουν σε αριθμό τους 20 απασχολούμενους ώστε να δημιουργηθεί σωματείο.) Αποτέλεσμα αυτής της ιδιαιτερότητας είναι η δημιουργία των επιχειρησιακών συνδικάτων να περιορίζεται σε μεγάλες επιχειρήσεις (συνήθως σ’ εκείνες που απασχολούν περισσότερα από 100 άτομα).(ΙΝΕ ΓΣΕΕ)

Ένα παράδειγμα οργάνωσης του συνδικαλιστικού κινήματος στη βάση του συνδικάτου ανά κλάδο παράγωγης και μετά την ενοποίηση της ΓΣΕΕ με την ΑΔΕΔΥ θα περιλάμβανε 22 βιομηχανικά συνδικάτα.

Στις Επίγειες Συγκοινωνίες και τις Μεταφορές

Στις Εναέριες Μεταφορές

Στις Θαλάσσιες Μεταφορές

Στα Ταχυδρομεία, τις Τηλεπικοινωνίες, το Ραδιόφωνο, την Τηλεόραση

Στα Πιστωτικά ιδρύματα και τις Ασφαλιστικές Εταιρίες

Στην Ηλεκτρική Ενέργεια, το Φυσικό Αέριο και τις άλλες πηγές ενέργειας

Στα Νοσηλευτικά Ιδρύματα δημόσια και ιδιωτικά, στους Οργανισμούς Κοινωνικής Μέριμνας, τα Ταμεία Κύριας και Επικουρικής Ασφάλισης

Στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τις Δημοτικές Επιχειρήσεις, την Ύδρευση και την Αποχέτευση

Στις Συνεταιριστικές Οργανώσεις, τις Επιχειρήσεις Μεταποίησης Αγροτικών Προϊόντων και την Καπνοβιομηχανία

Στο Θέατρο και τον Κινηματογράφο

Στα Εμπορικά Καταστήματα και τις Ιδιωτικές Επιχειρήσεις

Στον Επισιτισμό και τον Τουρισμό

Στις Οικοδομικές Επιχειρήσεις και τα Δομικά Υλικά

Στη Φορτοεκφόρτωση και τα Λιμάνια

Στα Τρόφιμα και τα Ποτά

Στο Μέταλλο

Στην Εξόρυξη και Μεταποίηση του Ορυκτού Πλούτου

Στις Βιομηχανίες Χαρτού, τον Τύπο και την Εκτύπωση

Στην Κλωστοϋφαντουργία, τον Ιματισμό και την Επεξεργασία δέρματος

Στη Χημική Βιομηχανία και τα Πετρελαιοειδή

Στην Εκπαίδευση όλων των Βαθμίδων, δημόσια και ιδιωτική

Στη Δημόσια Διοίκηση

Η τακτική των κομμουνιστών σήμερα δεν είναι φυσικά η αποχώρηση τους από τα συνδικάτα που συσπειρώνουν την εργατική τάξη και η δημιουργία νέων εν κενώ. Η οργανωτική αναδιάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος ή θα γίνει από τους ίδιους τους εργάτες ή δεν θα γίνει καθόλου. Οι κομμουνιστές όμως πρέπει να ζυμώνουν την λογική της οργανωτικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος, να προτείνουν στα Σωματεία που δρουν πρωτοβουλίες ενοποίησης με βάση την λογική του ενός Σωματείου ανά κλάδο παραγωγής.