Η κατάργηση των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων και οι εξελίξεις στη ΓΣΕΕ
Η κατάργηση των Κλαδικών Συλλογικών Συμβάσεων και οι εξελίξεις στη ΓΣΕΕ
Αφορμή για την αποχώρηση από το προεδρείο της ΓΣΕΕ, της ΔΑΚΕ και της Αυτόνομης Παρέμβασης, αποτέλεσε η συμμετοχή του Προέδρου της ΓΣΕΕ, Παναγόπουλου, στην τριμερή σύσκεψη ανάμεσα στην υπουργό Εργασίας, τον ΣΕΒ και τον ίδιο, με θέμα τις επιχειρησιακές συμβάσεις, όπου συμφωνήθηκε, πέραν των άλλων, η μείωση των μισθών μέσω των επιχειρησιακών συμβάσεων.
Η συμφωνία με την Τρόικα, ήταν τελικά χειρότερη απ’ την αναμενόμενη, διότι: προβλέπει την υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών για τις επιχειρήσεις που έχουν οικονομικά προβλήματα, χωρίς να χρειάζεται αυτό να αποδειχθεί! Άρα μπορούν κάλλιστα, όλες σχεδόν οι επιχειρήσεις να υπογράψουν επιχειρησιακές συμβάσεις και να μειώσουν τους μισθούς. Τους δίνεται επίσης η δυνατότητα να απολύουν παλιούς εργαζόμενους οι οποίοι πληρώνονται, με σχετικά, καλύτερους μισθούς και να προσλαμβάνουν νέους με το 80% της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης, ή το πολύ με τη Σύμβαση της ΓΣΕΕ.
Μειώνουν τις υπερωριακές αποδοχές και διευθετούν τον εργάσιμο χρόνο, έτσι που να αυξάνεται ο ημερήσιος χρόνος δουλειάς, σύμφωνα με τις ανάγκες των καπιταλιστών χωρίς πληρωμή υπερωριών.
Σε όλα αυτά πρέπει να συνυπολογίσουμε τις επιπτώσεις που θα υπάρξουν στα ασφαλιστικά ταμεία και στις συντάξεις, οι οποίες θα μειωθούν, μιας και η μείωση των μισθών θα επιφέρει και μείωση των εισφορών οι οποίες υπολογίζονται βάσει των μισθών.
Πρέπει επίσης να πάρουμε υπόψη την δυνατότητα προσφυγής στον ΟΜΕΔ και της εργοδοσίας, η οποία μπορεί πλέον να μπλοκάρει την υπογραφή της όποιας σύμβασης δεν την εξυπηρετεί.
Επίσης, η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει και έχει επεκτείνει τη δοκιμαστική περίοδο για τους νεοπροσλαμβανόμενους από τους 2 στους 12 μήνες, με το 80% της Εθνικής Σύμβασης, που σημαίνει αμφισβήτηση της ΕΓΣΣΕ, πτώση των μισθών και απολύσεις χωρίς αποζημίωση.
Αυτό τον εργασιακό μεσαίωνα νομοθετεί η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ!
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει, όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα γι’ αυτή, τις αντεργατικές ανατροπές και την υπερίσχυση των επιχειρησιακών Συμβάσεων έναντι των Κλαδικών αλλά και έναντι της Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης, όπως άλλωστε προβλέπει το Μνημόνιο. Αποτέλεσμα της υπερίσχυσης των επιχειρησιακών συμβάσεων θα είναι η πτώση των μισθών και του μεροκάματου πάνω από 30% στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα, αλλά και η πλήρης αποδυνάμωση των Ομοσπονδιών και της ίδιας της ΓΣΕΕ, μιας και ο ρόλος τους υπονομεύεται και υποβαθμίζεται. Αυτός άλλωστε είναι και ο διακαής πόθος των κεφαλαιοκρατών: η πλήρης και ολοκληρωτική διάλυση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Παράλληλα η κυβέρνηση στοχεύει στην παραπέρα μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών, δηλαδή στην παραπέρα μείωση των μισθών και του μεροκάματου μιας και οι ασφαλιστικές εισφορές αποτελούν μέρος του μισθού και του μεροκάματου που παρακρατείται από τους εργοδότες για να αποδοθεί στα ασφαλιστικά ταμεία.
Με τον τρόπο αυτό η αστική τάξη, το κεφάλαιο - ξένο και Ελλαδικό - απαντά στην κρίση του, απαντά δηλαδή στα υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια τα οποία δεν επενδύονται διότι δεν αποδίδουν το ανάλογο ποσοστό κέρδους. Μέσα από την πτώση των μισθών (απολαβές στο χέρι + ασφάλιση), τη μείωση της φορολόγησής των κερδών στο 20% απ’ το 25% (45% παλαιοτέρα), τις διάφορες φοροαπαλλαγές των κεφαλαιοκρατών, τους λεγόμενους αναπτυξιακούς νόμους κλπ., προσπαθούν να δημιουργήσουν συνθήκες επανεπένδυσης των συσσωρευμένων κεφαλαίων και επαναλειτουργίας της καπιταλιστικής μηχανής. Η κυβέρνηση έρχεται να ικανοποιήσει και να νομοθετήσει αυτή την απαίτηση των κεφαλαιοκρατών, κάτω απ’ τη πολιορκία των πιο πρωτοπόρων τμημάτων τους, των τραπεζών και του ΣΕΒ, δηλαδή του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Την ίδια στιγμή, μέρος των κεφαλαίων τους οι καπιταλιστές τα επενδύουν στο δανεισμό κρατών μιας και ελλείψει άλλων πιο προσοδοφόρων επενδύσεων, αποτελεί κερδοφόρα διέξοδο για τα κεφάλαιά τους.
Στην προσπάθειά τους για αύξηση του ποσοστού κέρδους οι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, εκφυλίζουν ακόμα περισσότερο την ήδη εκφυλισμένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, τους εκπροσώπους των πιο καλοπληρωμένων εργατικών στρωμάτων, τα οποία χτυπιούνται μεν απ’ την αστική τάξη και την κυβέρνηση, ακόμα όμως δεν λένε να σπάσουν, εντελώς και συνολικά, τους δεσμούς τους με το κεφάλαιο και την κυβέρνησή τους.
Για να παίξει επάξια το ρόλο της η παρούσα κυβέρνηση, πρέπει να αξιοποιήσει όλες τις δυνάμεις της για να περάσει την πολιτική της, να εξυπηρετήσει τις ανάγκες και τα σχέδια του κεφαλαίου, χωρίς μεγάλους κοινωνικούς κραδασμούς, αναταράξεις, παρατεταμένους και μαζικούς απεργιακούς αγώνες.
Αξιοποιεί γι’ αυτό τις δυνάμεις που πρόσκεινται πολιτικά σ’ αυτή στο συνδικαλιστικό κίνημα και την ίδια στιγμή τις εκφυλίζει διότι προσυπογράφουν μέτρα και νόμους που στρέφονται ενάντια στο σύνολο της εργατικής τάξης.
Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία, ως εκπρόσωπος της εργατικής αριστοκρατίας και των πρώην ΔΕΚΟ, αδυνατεί, να αποσπάσει κατακτήσεις ή να αποτρέψει μέτρα ενάντια σε μεγάλα τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας που εκπροσωπεί και φυσικά ενάντια στο μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης που βρίσκεται στη μέση και προς τα κάτω.
Ένα μεγάλο τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας, το οποίο θρέφτηκε μέσα απ’ τις ΔΕΚΟ, ζητάει να παλέψει η ΓΣΕΕ τουλάχιστον για να παραμείνει ο δημόσιος χαρακτήρας του ΟΣΕ, των αστικών συγκοινωνιών της Αττικής κλπ., να μη χτυπηθούν οι Συμβάσεις τους κ.α., πράγμα που, η ΓΣΕΕ, αδυνατεί να υποστηρίξει και να διεκδικήσει αποτελεσματικά.
Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους ο Παναγόπουλος βάλλεται από παντού και δεν μπορεί να ενοποιήσει ούτε την ιδία την ΠΑΣΚΕ, πόσο μάλλον τη ΓΣΕΕ. Ακριβώς γι’ αυτούς τους λόγους συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν στη ΓΣΕΕ. Επειδή πλέον η ηγεσία της, δεν εκπροσωπεί επάξια και αποτελεσματικά, στο σύνολο της, την εργατική αριστοκρατία η οποία αλλάζει άρδην, χάνει τα προνόμιά της, χάνει το ρόλο της, χάνει και την κυβέρνησή της. Αυτή η εργατική αριστοκρατία είναι η βάση της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία περνάει πολιτική κρίση, κρίση ταυτότητας. Σε μεγάλο βαθμό, η σημερινή εργατική αριστοκρατία αλλάζει και στη θέση της θα πρέπει να μπει μια άλλη η οποία θα τοποθετείται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα και όχι στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο όπως ήταν έως τώρα. Αυτή η αλλαγή θα έχει επιπτώσεις και στην ίδια τη ΓΣΕΕ η οποία θα βγει αποδυναμωμένη από την κρίση, όπως και καμιά οργάνωση, πολιτική-συνδικαλιστική-κοινωνική, κανένα κόμμα, δεν θα βγει αλώβητο απ’ αυτή την κρίση.
Η ρήξη όμως της αστικής τάξης και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ με τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας και την εργατική τάξη συνολικά του Δημόσιου τομέα, των πρώην και νυν ΔΕΚΟ, σε συνδυασμό με την επίθεση στην εργατική τάξη που εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα, διευρύνει το εσωτερικό αγωνιστικό μέτωπο της εργατικής τάξης. Αυτή η μεταβολή αλλάζει την κατάσταση και τους συσχετισμούς, προσθέτει δυνάμεις στο αγωνιστικό μέτωπο, ενώ αφαιρούνται δυνάμεις απ’ την επιρροή της αστικής τάξης και της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Ταυτόχρονα, η ρήξη της αστικής τάξης με μεσαία μισθωτά στρώματα και μικροαστούς, δημιουργεί συνθήκες για ένα πιο ενισχυμένο κοινωνικό μέτωπο το οποίο πρέπει να φροντίσουμε να βρεθεί υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης.
Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση, οι κομμουνιστές δεν μπορεί να είναι απλοί παρατηρητές, να αδιαφορούν για τις εξελίξεις στην ηγεσία της ΓΣΕΕ. Πρέπει να αναλύσουν την κατάσταση και να φροντίζουν να αποσπάσουν δυνάμεις απ’ το κεφάλαιο, αντί να τους βάζουν όλους απέναντι, χαρίζοντάς τους ή και ωθώντας τους στο κεφάλαιο και την κυβέρνηση, όπως κάνει το ΠΑΜΕ.
Με τη γραμμή του ενιαίου εργατικού μετώπου στη βάση των προβλημάτων ενάντια στον καπιταλισμό και με γραμμή αμφισβήτησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, φροντίζουμε να ενώνουμε αντί να χωρίζουμε, να έχουμε ενότητα δράσης αντί διαχωρισμούς, να αλλάζουμε τους συσχετισμούς αντί να παγιώνουμε τους υπάρχοντες.
Σ’ αυτή την κατεύθυνση, η ταχτική του ενιαίου μετώπου πρέπει να εφαρμόζεται από κάτω, αλλά και από πάνω. Για την οφθαλμοφανή υποταγή του Παναγόπουλου, μπορούσε και έπρεπε να γίνει πρόταση μομφής εναντίον του και παράλληλα αλλαγή – αντικατάσταση του Προέδρου της ΓΣΕΕ. με παράλληλη πρόταση για συνέδριο της ΓΣΕΕ στο οποίο να αποτυπωθούν οι νέοι συσχετισμοί και να αποφευχθούν παγίδες του παρελθόντος για προσφυγή στα δικαστήρια από κάποιους «επιμελείς» συνδικαλιστές. Κι όμως, κάποιες δυνάμεις στο όνομα μάλιστα του ταξικού συνδικαλισμού αρνούνται μια τέτοια παρέμβαση! Άλλες αρνούνται να παρέμβουν στη ΓΣΕΕ διότι πιστεύουν ότι «η ΓΣΕΕ δεν αλλάζει» και ταυτίζουν παράλληλα την ΠΑΣΚΕ με το ΠΑΣΟΚ και την κυβέρνηση. Άλλες χαίρονται ανοήτως για τον πλήρη εκφυλισμό και την διάλυση στην οποία οδεύει η ΓΣΕΕ και το συνδικαλιστικό κίνημα, προσδοκώντας μικροπαραταξιακά και πρόσκαιρα οφέλη! Αποτέλεσμα τέτοιων κοντόφθαλμων αντιλήψεων είναι η κατάσταση σήψης στο συνδικαλιστικό κίνημα να διαιωνίζεται, τα μέτρα να περνάνε σωρηδόν και ανεμπόδιστα, παρά τις δυνατότητες που διαμορφώνονται να αλλάξουν άμεσα οι συσχετισμοί. Σε κάθε περίπτωση και σε μία περίοδο που η εργατική τάξη υφίσταται μία ιστορική ήττα, μένουν αναξιοποίητες δυνάμεις και δυνατότητες.
Είναι χαρακτηριστική, της κατάστασης που διαμορφώνεται, η δήλωση της ΠΑΣΚ Σιδηροδρομικών με τη στήριξη της ΠΑΣΚΕ:
«Η ΠΑΣΚ Σιδηροδρομικών δεν είναι διατεθειμένη να βαδίσει στον ολισθηρό δρόμο που επέλεξε η σημερινή κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Αποφάσισε σήμερα να διακόψει κάθε δεσμό με αυτές τις πολιτικές και τους εκφραστές της», τονίζεται σε ανακοίνωση της παράταξης.
Και η αντίστοιχη δήλωση της ΠΑΣΚΕ ήταν:
«Η ΠΑΣΚΕ υπηρετεί τους εργαζομένους, αρχές και αξίες και όχι νεοφιλελεύθερες συνταγές της τρόικας που υλοποιεί η κυβέρνηση».
Σε κάθε περίπτωση και σε περίοδο βαθιάς κρίσης, μένουν αναξιοποίητες δυνάμεις και δυνατότητες. Μ’ αυτές τις πολιτικές των υπαρχόντων συνδικαλιστικών δυνάμεων δεν εκφράζονται και οι τυχόν διαφοροποιήσεις σε επίπεδο ΓΣΕΕ, όπως έγινε για παράδειγμα το 1985-86.
Φυσικά, πέραν των παραπάνω λόγων για τις εξελίξεις στη ΓΣΕΕ, υπάρχουν και οι παραταξιακοί-πολιτικοί λόγοι για τις αποχωρήσεις απ’ το προεδρείο. Καμιά απ’ τις άλλες παρατάξεις δεν είναι διατεθειμένη να αναλάβει το κόστος των αντεργατικών μέτρων και της συναίνεσης που επιδεικνύει η ηγεσία της ΓΣΕΕ ως το μακρύ χέρι του κεφαλαίου στις γραμμές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Γι’ αυτό προσπαθούν να φορτώσουν όλο το κόστος στις πλάτες της ΠΑΣΚΕ.
Μέσα σ’ αυτό το σκηνικό, το ελληνικό εργατικό κίνημα πρέπει να αξιοποιήσει τις εμπειρίες οργάνωσης και συντονισμού σε πρωτοβάθμιο και δευτεροβάθμιο επίπεδο που διαθέτει.
Οι ταξικές δυνάμεις στο κίνημα πρέπει να κινηθούν πιο αποφασιστικά στην κατεύθυνση συντονισμού σωματείων – Ομοσπονδιών – Εργατικών Κέντρων. Χωρίς κανένα απολύτως όρο, πέραν των στοιχειωδών, δηλαδή τη θέληση για δράση ενάντια στα αντεργατικά μέτρα, για την προάσπιση των κατακτήσεων και την αγωνιστική διεκδίκηση των αιτημάτων μας, πρέπει να επιτευχθεί ένας γενικός και γνήσιος συντονισμός στη βάση των προβλημάτων.
Με το συντονισμό αυτό και αγωνιστική δράση επιτυγχάνεται και η διάσπαση αποφεύγεται. Παίρνοντας υπόψη μας ότι η ηγεσία της ΓΣΕΕ και η ίδια η ΓΣΕΕ πιθανόν να περιπέσει σε μεγαλύτερη αδράνεια μέχρι αφασία, ο συντονισμός Σωματείων – Ομοσπονδιών – Εργατικών Κέντρων, αποτελεί μονόδρομο.
Για μια ακόμα φορά θα θέλαμε να επισημάνουμε ότι, αν η παρούσα κρίση δεν απαντηθεί από την πλευρά της προόδου και της επανάστασης, απ’ την πλευρά της εργατικής τάξης, τότε θα απαντηθεί απ’ την πλευρά της συντήρησης και της αντίδρασης.
Στην πρώτη περίπτωση και μέσα στην επανάσταση και στην διαδρομή προς αυτή, τα συνδικάτα θα αναζωογονηθούν, θα μαζικοποιηθούν, θα αποκτήσουν ξανά δράση και λειτουργία, θα επαναστατικοποιηθούν, έξω και πέρα απ’ την γκρίνια, την μιζέρια, την ανάθεση, την κοινοβουλευτικοποίηση, την αστικοποίηση.
Στην δεύτερη περίπτωση, το πέρας της κρίσης θα βρει την εργατική τάξη και τις οργανώσεις της, συνδικαλιστικές – κοινωνικές – πολιτικές, σμπαραλιασμένες, αποδυναμωμένες, υποταγμένες.
Η κατάθεση πολιτικής πρότασης για έξοδο απ’ την παρούσα κρίση, που συμπυκνώνεται, στην παρούσα φάση, στο σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης και η σύμπτυξη πολιτικού μετώπου για την υλοποίησή της, αποτελεί υπόθεση ζωτικής σημασίας για τους κομμουνιστές αλλά και για την ίδια την εργατική τάξη, μέσα βέβαια απ’ το αυτονόητο καθήκον για συμβολή στην ανάπτυξη των αγώνων και την ανασύνταξη, συνολικά, του εργατικού κινήματος.
Κάβουρας Δημήτρης