Ηχηρή αποδοκιμασία για κυβέρνηση και Νέα Δημοκρατία
Ηχηρή αποδοκιμασία για κυβέρνηση και Νέα Δημοκρατία
Πολιτική αμηχανία με εκτόξευση αποχής και άκυρων/λευκών, αλλά και ενίσχυση της κομμουνιστικής Αριστεράς
Ο δεύτερος γύρος των περιφερειακών και δημοτικών εκλογών και ο χρωματισμός του εκλογικού χάρτη με πράσινο (κυρίως) και μπλε χρώμα, έδωσε τη δυνατότητα στο αστικό πολιτικό προσωπικό και στα δημοσιογραφικά επιτελεία να διαχειριστούν το - δυσμενές για την κυβέρνηση - κλίμα που διαμόρφωσαν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου και να αμβλύνουν τις αρνητικές για την κυβερνητική πολιτική εντυπώσεις.
Παρά τα επικοινωνιακά παιχνίδια των ΜΜΕ όμως, το μήνυμα του πρώτου γύρου είναι εξαιρετικά ευανάγνωστο και είναι - πρώτα απ’ όλα - μήνυμα καταδίκης της κυβέρνησης. Αυτό δείχνει η απώλεια 1.100.000 ψήφων από το ΠΑΣΟΚ σε σύγκριση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009. Ακόμα και σε σύγκριση με τις νομαρχιακές εκλογές του 2006, οι απώλειες φτάνουν τις 800.000 ψήφους. Αποδοκιμασία εισπράττει και η Ν.Δ. χάνοντας 500.000 ψήφους σε σύγκριση με την ήδη κακή εκλογική της επίδοση των εκλογών του 2009. Το αποτέλεσμα αυτό δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με βάση τη χαλαρή ψήφο που παρατηρείται σε εκλογικές αναμετρήσεις που δεν βγάζουν κυβέρνηση.
Ήταν σαφές κατ’ αρχήν, ότι η εκλογή διοικήσεων για τις περιφέρειες έτσι κι αλλιώς θα είχε πιο πολιτικό χαρακτήρα από τις συνήθεις εκλογές για τη λεγόμενη τοπική αυτοδιοίκηση, με δεδομένο ότι μια σειρά από κρατικές αρμοδιότητες περνάνε στις περιφέρειες. Η εκλογική αναμέτρηση όμως πήρε χαρακτήρα κεντρικής εκλογικής μάχης, με επίδικο την κυβερνητική πολιτική και το μνημόνιο. Τον χαρακτήρα αυτό ενίσχυσαν οι δηλώσεις Παπανδρέου, ο οποίος συνέδεσε ευθέως το αποτέλεσμα των εκλογών με την παραμονή της κυβέρνησης. Το γάντι που έριξε ο Παπανδρέου δεν το σήκωσε η Ν.Δ. παρά τους αντιμνημονιακούς λεονταρισμούς της, αλλά ούτε και η Αριστερά – στο μεγαλύτερο μέρος της. Η στάση αυτή απέναντι στην επιθετική πολιτική Παπανδρέου, συνέβαλε στην αύξηση της αποχής και επέτρεψε στο ΠΑΣΟΚ να ενισχύσει τη συσπείρωση του και να «σώσει την παρτίδα» παραμένοντας στην πρώτη θέση - παρά τις βαριές απώλειες - διατηρώντας έτσι και τη δυνατότητα να διαχειριστεί επικοινωνιακά το αποτέλεσμα.
Η πολιτική αμηχανία της αποχής και τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της
Το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της εκλογικής αναμέτρησης, ήταν αναμφίβολα η εκτόξευση της αποχής σε πρωτόγνωρα για την Ελλάδα ποσοστά. Ένα μικρό τμήμα αυτού του ποσοστού οφείλεται στην στάση που κράτησαν ορισμένες πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς, οι οποίες κάλεσαν σε αποχή από τις εκλογές. Η μεγάλη μάζα της αποχής όμως, όπως είναι φανερό από τα αποτελέσματα, προέρχεται από ψηφοφόρους των δύο κυβερνητικών κομμάτων οι οποίοι εκφράσανε με αυτόν τον τρόπο την αποδοκιμασία τους.
Κατά ένα μέρος, η αποχή οφείλεται στην αδυναμία του κομματικού συστήματος να λειτουργήσει ανταποδοτικά και να ανταμείψει την κομματική δράση με διορισμούς, ρουσφέτια κι εξυπηρετήσεις. Οι δυνατότητες αυτές που χαρακτήριζαν όλη την περίοδο της μεταπολίτευσης, έχουν πλέον περιοριστεί σημαντικά, οδηγώντας ένα τμήμα της διεφθαρμένης βάσης των κομμάτων εξουσίας σε κομματική αποστράτευση.
Το μεγαλύτερο όμως μέρος της αποχής εκφράζει πολιτική αμηχανία, η οποία χαρακτηρίζει διαφορετικά κοινωνικά στρώματα μπροστά στην κατάσταση που διαμορφώνεται. Τέτοιου είδους αμηχανία έχουν σίγουρα τα παραδοσιακά μεσαία στρώματα που απειλούνται με καταστροφή και τα οποία βλέπουν τους μηχανισμούς που στήριζαν την ύπαρξή τους να στρέφονται τώρα εναντίον τους (κράτος, Ε.Ε.). Βασική τους επιδίωξη είναι η διατήρηση της ταξικής τους θέσης και αυτήν την επιδίωξη δεν την αναγνωρίζουν σε κανένα πολιτικό πρόγραμμα.
Αποχή όμως, επέλεξε και ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης. Αυτό φαίνεται από τα αποτελέσματα στην περιφέρεια Αττικής, όπου συγκεντρώνεται η πλειοψηφία της εργατικής τάξης της χώρας και το ειδικό της βάρος στο εκλογικό σώμα της περιφέρειας είναι σημαντικά μεγαλύτερο από τις άλλες περιοχές. Στην Αττική, η συμμετοχή στις εκλογές διαμορφώθηκε στο 56,3%, ποσοστό που είναι χαμηλότερο από τη πανελλαδική συμμετοχή που φτάνει στο 61%.
Και στην περίπτωση της εργατικής τάξης, η στάση αυτή εκφράζει αμηχανία η οποία όμως έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτήν των μεσαίων στρωμάτων. Η απουσία άλλης προοπτικής, η αδυναμία κατάθεσης ολοκληρωμένου προγράμματος απάντησης στην κρίση και την επίθεση των καπιταλιστών από τη μεριά της Αριστεράς, δεν διαμορφώνει προϋποθέσεις συλλογικής δράσης και στράτευσης και ενισχύει τις τάσεις αναζήτησης ατομικής λύσης στις γραμμές της εργατικής τάξης. Επιπλέον, το κενό που αφήνει η απουσία συγκροτημένης προγραμματικής εργατικής απάντησης, καταλαμβάνεται από την πολιτική των μικροαστικών στρωμάτων που αναζητούν μια ουτοπική επιστροφή σε μια προηγούμενη κατάσταση καπιταλιστικής ευμάρειας. Η επιρροή των μικροαστικών στρωμάτων αφήνει το αποτύπωμά της στα προγράμματα και τις πολιτικές απαντήσεις των σχηματισμών της Αριστεράς, ασκώντας διαλυτική επίδραση στο εργατικό κίνημα. Η εκλογική στάση της αποχής που επιλέχτηκε από σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα όλων των παραπάνω συνθηκών.
Σημαντική αύξηση καταγράφεται και στα άκυρα και λευκά ψηφοδέλτια, τα οποία επίσης φτάνουν σε ρεκόρ, τόσο σε απόλυτους αριθμούς, όσο και σαν ποσοστό επί των εγγεγραμμένων, αντικατοπτρίζοντας μια πιο «πολιτική» στάση συμμετοχής στην εκλογική διαδικασία, χωρίς όμως να συνιστούν μια επί της ουσίας διαφορετική στάση από αυτήν της αποχής.
Εκλογική κατάρρευση του δικομματισμού Φθορά των πολιτικών εφεδρειών του συστήματος
Το εκλογικό αποτέλεσμα, όσο κι αν ήταν «διαχειρίσιμο» από την πλευρά της αστικής τάξης, αποκαλύπτει την αστάθεια που διακρίνει το αστικό κομματικό σύστημα. Έτσι κι αλλιώς, η κρίση βρήκε το κομματικό σύστημα στην Ελλάδα φθαρμένο και απροετοίμαστο στο να διαχειριστεί την κατάσταση. Η παραπέρα φθορά – ειδικά των κομμάτων εξουσίας – ήταν αναμενόμενη και οι κινήσεις αναδιάταξης του κομματικού σκηνικού, φιλοδοξούν να προλάβουν τις εξελίξεις και να αποφύγουν καταστάσεις ανεξέλεγκτης πολιτικής αστάθειας.
Σύμφωνα με το αποτέλεσμα της κάλπης της 7ης Νοεμβρίου το ΠΑΣΟΚ αποσπά μόλις το 19% του συνόλου του εκλογικού σώματος, έναντι του 18% της Νέας Δημοκρατίας. Τα ποσοστά αυτά αποτυπώνουν τη μαζική αποστοίχιση ψηφοφόρων από τα δύο κόμματα, αλλά και την κατάσταση διάλυσης των κομματικών μηχανισμών.
Οι απώλειες του ΠΑΣΟΚ είναι σίγουρα εντυπωσιακές, καθώς χάνει το 37 % των ψήφων του μέσα σε 13 μήνες, αλλά και η Ν.Δ. εμφανίζεται να χάνει το ένα τέταρτο των ψήφων της του 2009, παρά το ότι βρίσκεται στην αντιπολίτευση και έχει πάρει θέση κατά του μνημονίου. Η ηγεσία της Ν.Δ. μιλάει για ανάκαμψη του κόμματος επικαλούμενη ότι η διαφορά από το ΠΑΣΟΚ έχει μειωθεί και ότι η Ν.Δ. προηγείται – σύμφωνα με τα εκλογικά αποτελέσματα – σε 33 νομούς της χώρας. Είναι προφανές όμως, ότι αυτά τα στοιχεία προκύπτουν από την εκλογική κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ, που χάνει διπλάσιους ψήφους από τη Ν.Δ. και όχι από κάποια ανάκαμψη της τελευταίας.
Η αντιμνημονιακή τακτική Σαμαρά την οποία ο ίδιος δικαιολογούσε με την ανάγκη να υπάρξει πολιτική εφεδρεία στην περίπτωση που καταρρεύσει η κυβέρνηση, λέγοντας χαρακτηριστικά ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε την πρωτοβουλία στο «πεζοδρόμιο», φαίνεται ότι δεν αποδίδει, δημιουργώντας ένα επιπλέον πρόβλημα στην αστική τάξη, που βλέπει τις πολιτικές εφεδρείες της να φθείρονται.
Το πρόβλημα αυτό ενισχύεται, αν ληφθούν υπ’ όψη οι επιδόσεις των υπόλοιπων αστικών κομματικών σχηματισμών. Η Μπακογιάννη δεν τόλμησε καν να εκτεθεί στις εκλογές κρυπτόμενη πίσω από ευρύτερες συμμαχίες (στήριξη σε Τατούλη, Μπουτάρη και Κακλαμάνη) με την εξαίρεση της Κρήτης, όπου ο εκλεκτός της υποψήφιος περιφερειάρχης συγκεντρώνει 57.000 ψήφους που αντιστοιχούν σε 1% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων πανελλαδικά.
Το ΛΑΟΣ μπορεί να πανηγυρίζει για το 5,86% που απέσπασε στις περιφέρειες όπου κατέβασε αυτόνομους συνδυασμούς, (ποσοστό παραπλήσιο με αυτό που είχε αποσπάσει στις εθνικές εκλογές του 2009) όμως οι περιφέρειες αυτές είναι μόλις 6. Παράλληλα, έδειξε πλήρη αδυναμία να παρέμβει με οποιοδήποτε τρόπο σε 3 από τις 13 περιφέρειες, ενώ σε τέσσερις ακόμα στήριξε άλλους υποψήφιους (Τατούλης στην Πελοπόννησο, Ήπειρος, Ιόνια, Νότιο Αιγαίο), ανεβάζοντας τις περιφέρειες στις οποίες δεν μπόρεσε να κατεβάσει αυτοτελή ψηφοδέλτια σε 7 από τις 13, δείχνοντας σημαντικά οργανωτικά προβλήματα που διαμορφώνουν την πανελλαδική εκλογική του επίδοση στο ισχνό 4,05% με απώλειες 160.000 ψήφων από το 2009.
Και για την «Αριστερά των προθύμων» του Κουβέλη, που προαλείφεται για αριστερό άλλοθι μιας κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», τα μηνύματα δεν είναι καλά. Φαίνεται ότι η «Δημοκρατική Αριστερά» θα αντιμετωπίσει σοβαρές δυσκολίες στην προσπάθειά της να εκπροσωπηθεί κοινοβουλευτικά, καθώς στην πρώτη της εκλογική καταγραφή συγκεντρώνει μόλις το 2,43% των έγκυρων ψηφοδελτίων, έχοντας μάλιστα τη στήριξη των οικολόγων πράσινων σε 3 από τις 9 περιφέρειες στις οποίες εμφάνισε ψηφοδέλτιο. Ακόμα κι αν επικεντρωθούμε μόνο στις 9 αυτές περιφέρειες το ποσοστό των ψηφοδελτίων της Δ.Α. παραμένει στο ισχνό 2,87%. Με αυτά τα ποσοστά, η επιδιωκόμενη από την αστική τάξη κυβέρνηση εθνικής ενότητας, δεν θα έχει την τιμή να στηριχτεί από τις ψήφους των βουλευτών της Δ.Α., καθώς τέτοιοι δεν θα υπάρχουν.
Φαίνεται ότι, για την Δ.Α. ο δρόμος προς τη Βουλή περνάει από τη συμμαχία με τους οικολόγους, οι οποίοι τα πήγαν αρκετά καλύτερα. Με ψηφοδέλτια σε 8 περιφέρειες καταγράφονται στο 2,65% πανελλαδικά, ενώ το ποσοστό τους στις 8 περιφέρειες που εμφάνισαν ψηφοδέλτια είναι στο αξιοπρεπές 3,39%. Οργανωτικά φαίνεται να είναι σε καλύτερη κατάσταση από τη Δ.Α. καθώς στις υπόλοιπες 5 περιφέρειες έχουν παρουσία συνεργαζόμενοι με τη Δ.Α. (σε 3 περιφέρειες) και με τον ΣΥΡΙΖΑ (σε 2 περιφέρειες). Ωστόσο και η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση των οικολόγων είναι επισφαλής, καθώς δεν δείχνουν κάποια ιδιαίτερη δυναμική που θα τους επιτρέψει να ξεπεράσουν την εκλογική επίδοση του 2009 (2,53%).
Με βάση αυτά, θα πρέπει να αναμένουμε ένταση της προσπάθειας ενίσχυσης των κομματικών σχηματισμών που μπορούν να παίξουν ρόλο εφεδρείας (π.χ. προβολή από ΜΜΕ), αλλά και κινητικότητα σε επίπεδο συμμαχιών (π.χ. Οικολόγοι – Δημοκρατική Αριστερά).
Όποιες όμως, κι αν είναι οι κινήσεις της αστικής τάξης, το κρίσιμο πρόβλημα του σχηματισμού αξιόπιστων εφεδρειών στήριξης της πολιτικής της δεν μπορεί να λυθεί με αυτά τα δεδομένα. Δεν μπορούν δηλαδή να στεριώσουν οι κομματικοί σχηματισμοί που είναι πρόθυμοι να στηρίξουν μέχρι τέλους τη σαρωτική επίθεση των κεφαλαιοκρατών στην εργατική τάξη, όπως αυτή εκφράζεται σήμερα μέσω του μνημονίου, διατηρώντας παράλληλα μια πολιτική επιρροή που θα τους επιτρέψει να παίζουν ρόλο στα πράγματα. Όπως διαφαίνεται και από τα εκλογικά αποτελέσματα, είναι ορατός ο κίνδυνος τα «νέα» κόμματα του μνημονίου να πεταχτούν στο περιθώριο, παρά τη γενναία στήριξή τους από τους αστικούς μηχανισμούς.
Επομένως, μεγάλο μέρος του βάρους πέφτει στα «παλιά» και δοκιμασμένα κόμματα, καθώς η προσπάθεια σταθεροποίησης του κομματικού συστήματος θα απαιτήσει πολύ πιο πολύπλοκους ελιγμούς. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, το θέατρο που είδαμε να εκτυλίσσεται σχετικά με το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων, όπου το ΠΑΣΟΚ εξάσκησε την παλιά του τέχνη, καταφέρνοντας να εμφανίζεται ταυτόχρονα σαν συμπολίτευση και σαν αντιπολίτευση.
Ενίσχυση ΚΚΕ και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, νέα πτώση ΣΥΡΙΖΑ
Οι απώλειες των δύο βασικών αστικών κομμάτων, κατευθύνθηκαν κατά ένα μέρος και στα ψηφοδέλτια της κομμουνιστικής Αριστεράς. Καθαρή άνοδο εμφανίζει το ΚΚΕ σε σχέση με τις εκλογές του 2009, κερδίζοντας 70.000 ψήφους επιπλέον. Το ποσοστό του για πρώτη φορά μετά το 1981 ξεπερνάει το 10%, ενώ καταγράφει την καλύτερη εκλογική του επίδοση σε απόλυτο αριθμό ψήφων μετά τη μεταπολίτευση, ξεπερνώντας την προηγούμενη του 2007 κατά 9.000 ψήφους.
Το αποτέλεσμα αυτό δεν οφείλεται μόνο στην καθαρή στάση εναντίωσης στο μνημόνιο και στην αγωνιστική δράση του ενάντια στην αντεργατική κυβερνητική πολιτική. Οφείλεται εξ’ ίσου στη σταθερή τα τελευταία 20 χρόνια θέση του ενάντια στην Ε.Ε. που το καθιστά αξιόπιστο σαν πόλο αντιπολίτευσης και αντίστασης. Αυτά τα χαρακτηριστικά - του αντιπολιτευτικού πόλου - επιβραβεύτηκαν από ένα τμήμα εργαζομένων που επέλεξε να το ενισχύσει για να υπάρχει μια ισχυρή φωνή αντίστασης.
Σημαντική άνοδο – ίση σε απόλυτο αριθμό ψήφων με αυτή του ΚΚΕ - σημείωσαν και τα ψηφοδέλτια της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Καταγράφοντας ένα ποσοστό κοντά στο 2% αποτέλεσαν την έκπληξη των εκλογών.
Δεν ισχύουν τα ίδια για την μη κομμουνιστική Αριστερά που διεκδίκησε τη ψήφο με τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πλήρωσε τις ταλαντεύσεις και την αλλοπρόσαλλη γραμμή του. Σημειώνει απώλειες 70.000 ψήφων σε σχέση με το 2009, ενώ ακόμα κι αν αθροίσουμε τους ψήφους του συνδυασμού Αλαβάνου, οι απώλειες παραμένουν σημαντικές αν και περιορίζονται στις 40.000 ψήφους. Στην εκλογική μάχη αναδείχτηκαν οι σοβαρές πολιτικές διαφορές που διαπερνούν τόσο το συμμαχικό σχήμα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και το κόμμα του Συνασπισμού. Μέρος αυτών των διαφορών εκφράστηκε με το σχηματισμό ξεχωριστού ψηφοδελτίου από το «Μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής». Αν και το ψηφοδέλτιο αυτό παρουσιάστηκε σαν πιο αριστερό από το επίσημο ψηφοδέλτιο του ΣΥΡΙΖΑ, αυτό δεν επιβεβαιώθηκε ούτε από το πρόγραμμά του, ούτε από τις εμφανίσεις του Αλαβάνου που δείξανε ότι οι θέσεις αυτής της ομαδοποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, είναι πιο δεξιά ακόμα κι από τάσεις του ΣΥΝ.
Όπως φάνηκε και στην προεκλογική περίοδο, το βάθεμα της κρίσης θα οξύνει τα εσωτερικά προβλήματα στο ΣΥΡΙΖΑ, αναδεικνύοντας όλο και περισσότερο τον καιροσκοπισμό σαν τη βασική συγκολλητική ουσία του εγχειρήματος.