Νέος Νόμος Πλαίσιο – «Σπουδές με υπέρ-αξία!»

Νέος Νόμος Πλαίσιο – «Σπουδές με υπέρ-αξία!»


Ο ιστορικός υλισμός διδάσκει πως το εποικοδόμημα παίρνει τη μορφή και το χαρακτήρα που έχει κάθε φορά η υλική πραγματικότητα. Αυτό το δίδαγμα μπορεί να εξηγήσει γιατί η Υπουργός Παιδείας, Άννα Διαμαντοπούλου, προχώρησε στη δοσμένη ιστορική συγκυρία σε εξαγγελίες για μια σειρά αλλαγών στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, που δεν θα συνιστούν τίποτε παραπάνω από ιδιότυπη εφαρμογή του Μνημονίου και προσαρμογή των πανεπιστημίων στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης. Συγκεκριμένα, οι εξαγγελίες περιστράφηκαν γύρω από το ζήτημα της ουσιαστικής οικονομικής αυτοτέλειας των πανεπιστημίων, της αξιολόγησης – κοινωνικής λογοδοσίας, της συγχώνευσης – κατάργησης τμημάτων και της περαιτέρω σύνδεσης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων με την οικονομία. Παράλληλα, η Υπουργός παρουσίασε και τις δεκατέσσερις ενότητες του νέου νομοσχεδίου, οι οποίες θα αποτελέσουν το αντικείμενο διαβούλευσης με την πανεπιστημιακή κοινότητα.

Είναι ξεκάθαρο πως αυτό το οποίο προετοιμάζει η κυβέρνηση και το Υπουργείο Παιδείας είναι η με κάθε τρόπο ολοκλήρωση της νεοφιλελεύθερης εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι ρίζες αυτής της πολιτικής αντιστοιχούν στην τομή που έχει συντελεστεί στον τρόπο παραγωγής και στην αναγκαιότητα να «απελευθερωθεί» το αγαθό της παιδείας - εκπαίδευσης στην αγορά. Συγκεκριμένα, η ολοκληρωτική ανάπτυξη του κεφαλαίου καθιστά την πανεπιστημιακή εκπαίδευση πεδίο κερδοφορίας και ανάπτυξης επιχειρηματικών δραστηριοτήτων. Όπως σημειώνει ο Μαρξ στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας: «Όλοι οι γενικοί όροι της παραγωγής, όπως δρόμοι, κανάλια κ.λπ. ... προυποθέτουν, για να τους αναλάβει το κεφάλαιο αντί για την κυβέρνηση, που αντιπροσωπεύει την κοινότητα σαν τέτοια, ανάπτυξη στον ανώτατο βαθμό της παραγωγής που στηρίζεται στο κεφάλαιο. Η απόσπαση των δημοσίων έργων από το κράτος, και το πέρασμα τους στο πεδίο των εργασιών που αναλαμβάνει το ίδιο το κεφάλαιο, δείχνει σε ποιο βαθμό η πραγματική κοινότητα έχει συγκροτηθεί με τη μορφή του κεφαλαίου. Ανώτατη ανάπτυξη του κεφαλαίου υπάρχει όταν οι γενικοί όροι της κοινωνικής παραγωγικής διαδικασίας δεν δημιουργούνται με κρατήσεις από το κοινωνικό εισόδημα, με την κρατική φορολογία..., αλλά δημιουργούνται από το κεφάλαιο σαν κεφάλαιο. Αυτό δείχνει από τη μια μεριά το βαθμό που το κεφάλαιο έχει υποτάξει στον εαυτό του όλους τους όρους της κοινωνικής παραγωγής και άρα, από την άλλη μεριά, τον βαθμό που ο κοινωνικός αναπαραγωγικός πλούτος έχει κεφαλαιοποιηθεί και όλες οι ανάγκες ικανοποιούνται με τη μορφή της ανταλλαγής».1

Με λίγα λόγια, η εμπορευματική σημασία της παιδείας έγκειται στο ότι τα σχολεία όπως και τα πανεπιστήμια συνιστούν συμφερτικές επιχειρήσεις για το κεφάλαιο από τη στιγμή μάλιστα που έχει φθάσει ως κοινωνική δύναμη στην ανώτατη ανάπτυξή του. Στον ίδιο βαθμό που η εκπαίδευση για το κράτος αποτελεί μια περιττή δημόσια δαπάνη, για την αγορά και την ιδιωτική οικονομία καθίσταται μια νέα πηγή κερδοφορίας λειτουργώντας παράλληλα ως άμεσος μηχανισμός για την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της επιστήμης στην παραγωγική διαδικασία. Μάλιστα, η μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, που προβάλλεται ως μοναδική διέξοδος από την κρίση, λειτουργεί ως μια πρώτης τάξεως πολιτική πρόφαση για την ιδιωτικοποίηση των πανεπιστημίων. Σε τι συνίσταται όμως η ιδιωτικοποίηση;

Ιδιωτικοποίηση με παράκαμψη του άρθρου 16

Κατ’ αρχήν, πρέπει να επισημανθεί πως η ιδιωτικοποίηση μπορεί να είναι μόνο «έμμεση», αφού η κυβέρνηση έχει να προσπελάσει το συνταγματικό ανάχωμα του άρθρου 16 που απαγορεύει την ίδρυση πανεπιστημίων από ιδιώτες. Φυσικά, καμιά συνταγματική ερμηνεία δεν μπορεί να υποστηρίξει την απαγόρευση της λειτουργίας των πανεπιστημίων με οικονομικά κριτήρια. Στο σημείο αυτό έρχεται το Υπουργείο Παιδείας να λάβει τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να συντελεσθεί η «έμμεση ιδιωτικοποίηση» που θα μετατρέψει εν τοις πράγμασι τα πανεπιστήμια σε παραμάγαζα των ιδιωτών. Η ουσιαστική οικονομική αυτοτέλεια είναι ένας εύσχημος τρόπος για να αναγκαστούν τα πανεπιστήμια να προσφύγουν στην αγορά και την ιδιωτική πρωτοβουλία προκειμένου να χρηματοδοτηθούν. Ο κυνισμός της Υπουργού Παιδείας δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνείας για τον προσανατολισμό του συγκεκριμένου μέτρου, μιας και στην ομιλία της στους Δελφούς διαμαρτυρήθηκε για το μέγεθος της κρατικής χρηματοδότησης των ΑΕΙ λέγοντας πως: « η χώρα μας είναι 5η όσον αφορά στο ποσοστό χρηματοδότησης ως ποσοστό του ΑΕΠ και 24η όσον αφορά στην απόδοση αυτών των επενδύσεων».

Στο πλαίσιο αυτό, προβλέπεται η λειτουργία προγραμματικών συμφωνιών που «θα συνδέονται με συμφωνημένα κριτήρια και θα έχουν σχέση με την απόδοση και την αποδοτικότητα των ιδρυμάτων». Δεν χωράει αμφιβολία, πως οι προγραμματικές συμφωνίες θα λειτουργήσουν στην πράξη ως ένας εύσχημος εκβιασμός για την μείωση της κρατικής χρηματοδότησης και την υπαγωγή των πανεπιστημίων σε καθεστώς οικονομικής επιτήρησης όπου κοινωνικές παροχές όπως το δωρεάν σύγγραμα, η δωρεάν σίτιση και στέγαση θα κρίνονται μη ανταποδοτικές και θα επισύρουν τις ανάλογες οικονομικές κυρώσεις από το κράτος – οικονομικό επιτηρητή. Παράλληλα, προβλέπεται η ίδρυση μιας «Ανεξάρτητης Αρχής Χρηματοδότησης» των πανεπιστημίων και η διανομή «κάρτας – κουπόνι» στους φοιτητές για την πρόσβαση σε όλες τις υπηρεσίες. Το σύστημα των υποτροφιών και φοιτητικών δανείων, το οποίο χαρακτηρίστηκε μάλιστα και ως καινοτομία με κοινωνική σημασία, μόνο ως ομολογία για την κατάργηση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της παιδείας μπορεί να θεωρηθεί. Φυσικά, η ουσιαστική οικονομική αυτοτέλεια προλειαίνει το έδαφος και για την επιβολή διδάκτρων. Σε τελευταία ανάλυση, η οικονομική αυτοτέλεια επικυρώνει τη λειτουργία ενός πανεπιστημίου – επιχείρηση που θα λειτουργεί με καθαρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Ως πρότυπο αυτού του σχεδιασμού χρησιμεύει το παράδειγμα των «εταιρικών πανεπιστημίων» που είναι ευρέως διαδεδομένα στην Αμερική και δικαιολογούν απόλυτα το χαρακτηρισμό του «Ακαδημαϊκού Καπιταλισμού» μιας και συνεργάζονται με πολυεθνικές και ομίλους επιχειρήσεων.

Στο σημείο αυτό έρχεται ο θεσμός της «αξιολόγησης» να λειτουργήσει ως μηχανισμός ιδεολογικής νομιμοποίησης της επιβολής αγοραίων κριτηρίων στο χώρο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης. Αποκλειστικό κριτήριο της αξιολόγησης θα είναι το κατά πόσο τα πανεπιστήμια ανταποκρίνονται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επιστημονική έρευνα και την ακαδημαϊκή ελευθερία. Στο βαθμό μάλιστα που η αξιολόγηση συνδέεται με τη χρηματοδότηση των πανεπιστημίων μπορούμε να κάνουμε λόγο για νομιμοποίηση στην πράξη ενός ωμού εκβιασμού που θα καταναγκάσει τα πανεπιστήμια να υπαγάγουν την έρευνα και την εφαρμογή των αποτελεσμάτων της στην καπιταλιστική κερδοφορία. Φυσικά, οι σχολές των κοινωνικών – ανθρωπιστικών επιστημών εκ προοιμίου πρέπει να θεωρούνται φορείς αρνητικής αξιολόγησης μιας και η επιστημονική τους έρευνα δεν είναι άμεσα ενσωματώσιμη στην παραγωγική διαδικασία. Άλλωστε οι «ιδεολόγοι» ή «οργανικοί διανοούμενοι», οι οποίοι στελεχώνουν τα πολιτικά επιτελεία και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς της αστικής τάξης συγκροτώντας την ηγεμονία της στα άλλα κοινωνικά στρώματα, εκπαιδεύονται και διαπαιδαγωγούνται στα «καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού» εκεί όπου η απολογητική του καπιταλισμού, ο φενακισμός και η μυστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων γίνονται επιστήμη.

Προσαρμογή της εκπαίδευσης στα πλαίσια της Ε.Ε.

Αξίζει να σημειωθεί κάπου εδώ, πως το περιεχόμενο αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής δεν μπορούν να θεωρηθεί ελληνική ιδιομορφία ή προϊόν έμπνευσης της Υπουργού Παιδείας. Η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση δεν είναι τίποτα παραπάνω από μια απότομη προσαρμογή στις κατευθύνσεις του Διευθυντηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα στη Σύμβαση της Μπολόνια που δικαίως χαρακτηρίστηκε ως Εκπαιδευτικό Μάαστριχτ μιας και έθεσε στο επίκεντρο της πολιτικής το ζήτημα της «απασχολησιμότητας και κινητικότητας του φοιτητικού δυναμικού», την ελευθερία κίνησης δηλαδή της επιστημονικής γνώσης που θα δημιουργήσει έναν «Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης». Τα σημεία του νέου νόμου πλαισίου συνιστούν θεωρητική συμπύκνωση των κατευθύνσεων της Διακήρυξης της Μπολόνια, που θέτει ως στρατηγικό στόχο την ευρωπαϊκή σύγκληση των εθνικών συστημάτων εκπαίδευσης.

Συγκεκριμένα, η Υπουργός έκανε λόγο για «νέο σχεδιασμό ως προς το συντονισμό των μεταπτυχιακών προγραμμάτων με στόχο τη διεπιστημονικότητα»». Αυτό επί της ουσίας ταυτίζεται με τη διάσπαση του προγράμματος σπουδών σε δύο κύκλους: σε ένα βασικό τριετή προπτυχιακό κύκλο όπου το βάρος θα δίνεται στην απόκτηση επαγγελματικών δεξιοτήτων (bachelor) και σε ένα μεταπτυχιακό όπου θα μετατίθεται το βάρος της απόκτησης επιστημονικής ειδίκευσης και εμβάθυνσης. Ο πρώτος κύκλος θα λειτουργεί ως βασικό επαγγελματικό προσόν και θα επιτυγχάνει στην πράξη την παραγωγή φθηνού και ήμι-ειδικευμένου εργατικού δυναμικού με βάση τα πρότυπα της «Λευκής Βίβλου» για την απασχόληση. Στον ίδιο άξονα κινείται και η υιοθέτηση – εφαρμογή του συστήματος των διδακτικών μονάδων (ECTS) «για την προώθηση της ευρύτερης δυνατής κινητικότητας των φοιτητών». Πρόκειται για το σύστημα της «εκπαιδευτικής κινητικότητας», το οποίο εισάγει την αξιολόγηση της βαρύτητας των μαθημάτων με βάση τις διδακτικές μονάδες και τη θέση που κατέχουν στο συνολικό πρόγραμμα σπουδών. Στόχευση του συγκεκριμένου μέτρου είναι η εισαγωγή των διατμηματικών σπουδών όπου το επιστημονικό αντικείμενο θα μένει σκόπιμα αόριστο, και συγχρόνως η σύνδεση της ανώτατης εκπαίδευσης με τα διάφορα κολέγια μιας και οι διδακτικές μονάδες μπορούν να συγκεντρώνονται και σε ιδιωτικές σχολές στα πλαίσια του θεσμού της δια βίου κατάρτισης.

Ως αποκορύφωμα της υποταγής των πανεπιστημίων στους νόμους της αγοράς μπορεί να χαρακτηρισθεί η πρακτική της ίδρυσης παραρτημάτων σε χώρες με χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης όπως αυτές του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, κατ’ εφαρμογή του προγράμματος "Σωκράτης" και "Λεονάρντο".

Γίνεται σαφές πως η απόκτηση επιστημονικής γνώσης αντικαθίσταται από μια συρραφή αποσπασματικών γνώσεων και δεξιοτήτων. Σε αυτό το πλαίσιο προβλέπεται και η σύνδεση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με τη «δια βίου κατάρτιση», όπου το πτυχίο ως μοναδική προϋπόθεση για την άσκηση επαγγέλματος θα αντικαθίσταται από έναν «Ατομικό Φάκελο Προσόντων». Ο μηχανισμός εκείνος που θα ελέγχει την απόδοση των συγκεκριμένων μέτρων θα είναι το «Σύστημα Πιστοποίησης των Προγραμμάτων Σπουδών», το οποίο θα έχει άμεση συνάφεια με το θεσμό της αξιολόγησης.

Στο πανεπιστήμιο – επιχείρηση, που προετοιμάζει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, δεν θα έχουν θέση κοινωνικές παροχές όπως αυτή του δωρεάν συγγράμματος η οποία μάλιστα χαρακτηρίστηκε ως «αναχρονισμός» από την Υπουργό Παιδείας. Όσο και αν επιχειρείται να παρουσιαστεί σαν πρόοδος, η πραγματικότητα του ηλεκτρονικού συγγράμματος έρχεται να καταργήσει το δικαίωμα πρόσβασης στη γνώση μιας και είναι αντικειμενικά αδύνατη η μελέτη και η πρόσβαση σε ογκώδη επιστημονικά συγγράμματα, τα οποία θα διατίθενται δήθεν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Παράλληλα, η εισαγωγή προαπαιτούμενων, που θα εμποδίζει τη μετάβαση στο επόμενο έτος, θα στερεί από φοιτητές – εργαζόμενους τη δυνατότητα συνέχισης των σπουδών τους.

Κρίση της αστικής εκπαιδευτικής διαδικασίας

Συμπερασματικά, οι ρίζες της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής της αστικής τάξης στο χώρο της εκπαίδευσης μέσα από το όχημα της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης συνδέεται άμεσα με την αντίφαση που υπάρχει ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις παραγωγικές σχέσεις. Συγκεκριμένα, η επιστήμη ως βασική παραγωγική δύναμη, τα αποτελέσματα της οποίας εφαρμόζονται άμεσα στην παραγωγή, αποτελεί αντικείμενο ατομικής ιδιοποίησης από την κυρίαρχη αστική τάξη. Η συσσώρευση του πλούτου μειώνει την ανάγκη μεγάλου επιστημονικού δυναμικού και διογκώνει την παραγωγή ήμι-ειδικευμένων και καταρτισμένων εργαζόμενων οι οποίοι θα ενσωματώνονται άμεσα στην παραγωγή. Το βάρος έτσι, μετατίθεται από την παραγωγή επιστημονικής γνώσης και δημιουργικής σκέψης στην απόκτηση δεξιοτήτων και καταρτίσεων. Άλλωστε, αυτό καταμαρτυράται από την ίδια την κατεύθυνση της αναδιάρθρωσης και της διάσπασης του κύκλου σπουδών που αναδεικνύει την ανάγκη μετάβασης από την παραγωγή επιστημονικής γνώσης στην εφαρμογή των αποτελεσμάτων της επιστήμης που είναι και το ζητούμενο για την αστική τάξη τη δοσμένη στιγμή. Επομένως, αυτό που τελικά αναδεικνύεται είναι η προβληματική του εγκλωβισμού της επιστήμης ως παραγωγικής δύναμης στις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Όπως γράφει και ο Μπρεχτ σε σχέση με το χαρακτήρα της επιστήμης και την υποδούλωσή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής: «Για ποιο σκοπό δουλεύετε; Πιστεύω πως ο μοναδικός σκοπός της επιστήμης είναι να ελαφρώσει το μόχθο της ανθρώπινης ύπαρξης. Αν οι επιστήμονες, τρομοκρατημένοι από εγωιστές δυνάστες, αρκεσθούν να συσσωρεύουν γνώση για τη χαρά της γνώσης και μόνο, τότε η επιστήμη μπορεί να καταντήσει μια σακάτισσα και οι καινούργιες μηχανές σας μπορεί να φέρουν καινούργια μαρτύρια στους ανθρώπους!».2

Ως εκ τούτου, αυτό το οποίο αποκαλείται «κρίση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης» είναι ο καθρέφτης του αστικού χαρακτήρα του εκπαιδευτικού μηχανισμού και της αποστολής του να αναπαράγει τον κοινωνικό καταμερισμό εργασίας και να λειτουργεί ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους, δηλαδή ως οργανωμένη δύναμη επιβολής του ταξικού συμφέροντος της κυρίαρχης αστικής τάξης και αναπαραγωγής της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Οι αντιφάσεις του εκπαιδευτικού συστήματος, όπως αποτυπώνονται μέσα από τον κατακερματισμό της γνώσης, την πολυδιάσπαση των σχολών και τη διαμόρφωση πανεπιστημιακών ιδρυμάτων πολλαπλής ταχύτητας, απορρέουν από τις αντιφάσεις του τρόπου παραγωγής. Είναι αδύνατο, επομένως, να υπερβεί κανείς το εκπαιδευτικό πρόβλημα χωρίς να υπερβεί προηγουμένως τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.

Η πάλη ενάντια στην εκπαιδευτική αναδιάρθρωση συνδέεται αναπόδραστα με την πάλη ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον αστικό εκπαιδευτικό μηχανισμό. Εδώ έγκειται και η αναγκαιότητα της κομμουνιστικής στρατηγικής, που θα μπορεί να συνενώνει τα αυθόρμητα ξεσπάσματα και τους αγώνες του φοιτητικού κινήματος με μεταβατικά πολιτικά αιτήματα που θα αναδεικνύουν την απελευθερωτική αποστολή της εργατικής τάξης και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού ως εκείνης της μορφής κοινωνικής οργάνωσης που καταργεί την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Η υλοποίηση του αιτήματος της «δημόσιας δωρεάν παιδείας», που αποτέλεσε και την βασική αιχμή του φοιτητικού κινήματος, περνάει αναγκαστικά μέσα από τη συνένωση του φοιτητικού και του εργατικού κινήματος. Ο πολιτικός φορέας που θα συμπτύξει αυτό το κοινωνικοπολιτικό μέτωπο δεν είναι άλλος από την ενότητα των κομμουνιστών που θα θέσει στην ημερήσια διάταξη το ζήτημα της ανατροπής του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος και της οργάνωσής του με βάση τις πολιτειακές αρχές της εργατικής δημοκρατίας, αλλά συγχρόνως και την αναγκαιότητα της απελευθέρωσης της επιστήμης από τα καπιταλιστικά της δεσμά.

Η παιδεία άλλωστε, όπως και η επιστήμη, στην απόλυτη αξία τους είναι έννοιες και αγαθά μη εξαργυρώσιμα. Η κοινωνική τους αποστολή έγκειται στο να καταφέρουν να διαπαιδαγωγήσουν ανθρώπους με γνώση των νόμων κίνησης της φύσης και της ιστορίας, ικανούς να αντιλαμβάνονται το ιστορικό γίγνεσθαι και να αναπτύσσουν ολόπλευρα την ανθρώπινη δημιουργικότητά τους. Κάτι τέτοιο φυσικά προϋποθέτει μιαν άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης, το σοσιαλισμό – κομμουνισμό. Από το ιστορικό δίδαγμα, άλλωστε, της Οκτωβριανής Επανάστασης οι κομμουνιστές οφείλουν να αντλούν δύναμη και ηθική έμπνευση, αναλογιζόμενοι το πως η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, ο κεντρικός σχεδιασμός της παραγωγής και η οργανική ένωση της εκπαίδευσης με την παραγωγική διαδικασία απελευθέρωσαν τις κρυμμένες δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας αλλά και την ίδια την επιστήμη ως παραγωγική δύναμη, επαναστατικοποιώντας με αυτό τον τρόπο τις κοινωνικές σχέσεις.

1 Κ. Μάρξ, Grundrisse, τόμος Β’, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα 1990, σελ. 402 - 403

2 Βλ. Μ. Μπρεχτ, Η ζωή του Γαλιλαίου, εκδ. Ερμής, σελ.: 142-143