Η αδιαφορία για την «πολιτική» - Παλιές και νέες μορφές

Η αδιαφορία για την «πολιτική» - Παλιές και νέες μορφές


Μέσα από το χώρο της αυτονομίας αλλά και από αριστερούς διανοούμενους προβάλλεται η αντίληψη πως το εργατικό κίνημα πρέπει να αφιερωθεί σχεδόν αποκλειστικά σε έναν «αμυντικό» αγώνα που θα προσπαθεί να διατηρήσει αφενός τα περιβόητα κεκτημένα του και αφετέρου να αναπτύξει δομές (αντί-δομές συνηθίζεται να λέγεται) αυτό-οργάνωσης και αλληλεγγύης. Σε κάθε περίπτωση καλούν την εργατική τάξη να απέχει από την πολιτική και δη από την εργατική πολιτική πάλη, την πάλη για την εξουσία μιας και «το πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης έχει φυσικά για τελικό σκοπό την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας για λογαριασμό της εργατικής τάξης». Ο καθένας τους ξεκινά από διαφορετική αφετηρία (αριστερότερη ή δεξιότερη) αλλά οι δρόμοι τους συναντιούνται στο εξής: «οι πολιτικές οργανώσεις των εργατών δεν πρέπει να καταθέτουν πρόταση εξουσίας, πρόγραμμα και μεταβατικά αιτήματα. Δεν πρέπει να απασχολεί τους εργάτες το χρέος, η εξωτερική πολιτική και η σήψη του πολιτικού συστήματος. Αυτοί πρέπει να κάνουν "αμυντικούς", "αποτελεσματικούς" αγώνες και αναπτύσσοντας τις ηθικές τους αρετές (αλληλεγγύη, ανιδιοτέλεια) να αλλάξουν την κοινωνία από τα κάτω».

Επιπλέον, να προσθέσουμε ότι επικαλούμενοι τον όρο αυτό-οργάνωση δεν εννοούν την κατάκτηση επαναστατικών συνδικάτων, κόμματος και εργατικών συμβουλίων των εργαζομένων. Αντίθετα, προκρίνουν διαταξικές συνελεύσεις πολιτών και κέντρα αγώνα, πράγμα που νοθεύει την αυτό-οργάνωση της εργατικής Τάξης.

Για τους αναρχικούς και τους αυτόνομους αυτή η κατάληξη δε μπορεί να χαρακτηριστεί ξαφνική. Είναι λογική. Σε τελική ανάλυση οφείλεται στο ότι δεν αποδέχονται τη θεωρία της πάλης των τάξεων. Με τα παραπάνω προτάγματα δεν ξεστρατίζουν από τις θέσεις τους. Μένουν συνεπείς στην αναπαραγωγή της αδιέξοδης λογικής τους.

Όταν όμως μια τέτοια λογική προβάλλεται από «μαρξιστές», οι τελευταίοι αναγκάζονται να ανακαλύπτουν ένα κάρο σοφίσματα προκειμένου να πείσουν πως όντως θεωρούν την υποκατάσταση της εργατικής πολιτικής πάλης με αποκλειστικά οικονομικούς αγώνες και «αντιπαραδείγματα κοινωνικής οργάνωσης» ικανή να δώσει διέξοδο. Χαρακτηριστικό της παραπάνω περίπτωσης είναι το editorial του περιοδικού Θέσεις, στο τεύχος Ιούλιος- Αύγουστος-Νοέμβριος 2010.

Πριν όμως εξετάσουμε τη λογική που το διαπνέει οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα προς αποφυγή παρεξηγήσεων και διαστρεβλώσεων.

1. Οι κομμουνιστές δεν υποτιμούν τον αγώνα για μεταρρυθμίσεις. Από τη διακήρυξη της 1ης Διεθνούς για το οχτάωρο μέχρι τις μάχες σε επιμέρους κλάδους οι κομμουνιστές πρωτοστατούν. Η πάλη για μεταρρυθμίσεις δεν είναι ξεκομμένη από την πάλη για την επανάσταση. Αντίθετα οφείλει να την προετοιμάζει.

2. Δεν υποτιμούμε τους οικονομικούς αγώνες της εργατικής τάξης. Αντίθετα γνωρίζουμε πως πρώτιστα μέσα σε αυτούς η τάξη θα αποσπάσει κατακτήσεις, θα αποχτήσει εμπειρία ταξικής πάλης ενάντια στους καπιταλιστές, θα ενωθεί και θα επαναστατικοποιηθεί μέσω της παρέμβασης των κομμουνιστών.

3. Δεν απευθυνόμαστε μονάχα στην εργατική τάξη. Συμμετέχουμε και πρωτοστατούμε σε όλα τα κινήματα των καταπιεζόμενων, απ’ τη σκοπιά της εργατικής τάξης, προπαγανδίζοντας πως «ο κομμουνισμός είναι η σημαία όλων των ελευθεριών» (Γεσένιν). Κατά συνέπεια δεν πολεμάμε γενικά και αόριστα ενάντια στις περίφημες δομές αυτό-οργάνωσης. Απλά δεν τις θεωρούμε το μαγικό όχημα που από μονάχο του θα καταφέρει κάτι αξιόλογο, όπως επίσης θεωρούμε ότι συμβάλουν στην παραπέρα πολυδιάσπαση και στον κατακερματισμό καθώς και στην διάχυση της εργατικής τάξης μέσα στους αστούς και μικροαστούς.

Ας γυρίσουμε τώρα στο κείμενο του περιοδικού Θέσεις. Ο συντάκτης του δαιμονοποιεί την κατάθεση άμεσων προγραμματικών θέσεων από την Αριστερά. Να διεκδικεί κανείς την παύση πληρωμών πόσο μάλλον τη διαγραφή του χρέους είναι λέει λεονταρισμός που προβάλλουν ανεγκέφαλοι.

Ο συντάκτης όμως του άρθρου όντας βαθιά σκεπτόμενος και μετρώντας τα λόγια του μας ζητά να αδιαφορήσουμε για το χρέος, τις επιχειρήσεις που κλείνουν, τις τράπεζες και γενικά ότι ταλανίζει κάθε εργαζόμενο στη δίνη που ζούμε και με αμυντικούς αγώνες να αναγκάσουμε την κυβέρνηση να «διανείμει προοδευτικά τον πλούτο».

Ο συντάκτης στηρίζει τη μη αμετροέπεια του στην ύπαρξη αρνητικών για την αριστερά συσχετισμών. Το παραμύθι για τους αιώνια αρνητικούς συσχετισμούς, λες και οι εργατικοί αγώνες είναι περίπατοι στη λιακάδα και η επιτυχία τους εξαρχής σίγουρη, είναι πολύ παλιό. Παραδοσιακά χρησιμοποιείται είτε ως τίτλος τέλους ενός αγώνα που δεν δόθηκε, είτε για να αποτρέψει την άμεση κλιμάκωση του, είτε για να περιορίσει τις διεκδικήσεις των αγωνιζόμενων. Για αυτό επιβάλλεται να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα...

Ο συσχετισμός δύναμης είναι σχεδόν πάντα αρνητικός πριν από μία ταξική σύγκρουση, όμως σε καιρούς οξυμένων προβλημάτων και κρίσης όπως η τωρινή, μπορεί να μεταβάλλεται ταχύτατα. Αν αυτή η ρευστότητα του συσχετισμού δεν αξιοποιηθεί από την αριστερά που θα διεκδικεί μια εργατική διέξοδο δύο σενάρια ανοίγονται. Αφενός η στοίχιση πλατιών μαζών πίσω από κάθε φωνακλά δημαγωγό που απαιτεί «να του δοθεί η κυβέρνηση για να βάλει τη χώρα σε τάξη». Αφετέρου εκρήξεις, ξεσπάσματα των μαζών χωρίς πολιτικές, συλλογικές στοχεύσεις αφιερωμένα κυρίαρχα στην εκδίκηση και την εκτόνωση. Με το πέρας των οποίων, όταν πια θα έχει ξεθυμάνει η οργή, θα καραδοκεί η μαύρη αντίδραση.

Είναι οι αρνητικοί συσχετισμοί λόγος για να μπαίνουν στο συρτάρι οι προγραμματικές θέσεις; Εξυπηρετείται έτσι η καλύτερη οργάνωση των οικονομικών, “αμυντικών» αγώνων; Ας κάνουμε την παρακάτω υπόθεση.. ότι τα κόμματα της αριστεράς, μαζί με δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, ενώνονται σε ένα κοινό μέτωπο που παλεύει τη διαγραφή του χρέους, την κρατικοποίηση των τραπεζών με εργατικό έλεγχο και μια σειρά άλλων άμεσων μεταβατικών αιτημάτων. Αυτό δε θα συμβάλει, άραγε, στη μαζικοποίηση των συνδικάτων, στην ανάπτυξη της λαϊκής αυτενέργειας ακόμη και στη δημιουργία οργάνων που θα εφαρμόζουν de facto τα αντίστοιχα αιτήματα (π.χ. εργατικά συμβούλια στις επιχειρήσεις που κλείνουν που θα διευθύνουν την παραγωγή).

Αν θεωρηθεί πως οι υποθέσεις δεν εξυπηρετούν μια τίμια πολεμική ας πάμε στην ιστορική εμπειρία.. όταν δημιουργήθηκε το ΕΑΜ έθεσε ένα άμεσο πολιτικό πρόγραμμα για να παλέψει ο λαός (λαοκρατία κτλ) αυτό δεν το εμπόδισε να οργανώσει «αντί-θεσμούς» (λαϊκά συσσίτια, πολιτισμικές λέσχες, θέατρα ακόμη και παρτιζάνικο στρατό και λαϊκά δικαστήρια). Αντίθετα όταν οι μεταβατικοί στόχοι θάφτηκαν και στόχος έγινε η ειρήνευση και η πάλη αφιερώθηκε μόνο σε οικονομικές διεκδικήσεις όλα τα παραπάνω θάφτηκαν, το κίνημα παρέδωσε όπλα και οι υποστηρικτές του πήγαν άκλαυτοι. Αν πάλι ούτε τα παραπάνω δεν πείθουν επειδή είναι μακρινά ας δούμε λίγο γρήγορα τι συνέβη τη χρονιά που μας πέρασε.. Εργατικοί αγώνες αναπτύχθηκαν, η διαδήλωση της 5ης Μάη ήταν η πλέον ογκώδης μα παρόλα αυτά το κίνημα παρέμεινε μουδιασμένο και ανίκανο να επιβάλει τη θέληση του. Κύριος λόγος ήταν το ότι έλειπε από τους αγωνιζόμενους η πρόταση της διεξόδου που σε συνδυασμό με την απαξία του πολιτικού προσωπικού των αστών θα μπορούσε να τσακίσει την κυβερνητική σταθερότητα. Δεν έλειψαν τα αντί-παραδείγματα. Τέτοια υπάρχουν σήμερα περισσότερα από ποτέ τα τελευταία χρόνια.


Η παραίτηση από τα βασικά όργανα του ταξικού αγώνα και η διάσπαση της τάξης στο όνομα της «αυτοοργάνωσης»

«Σήμερα απαιτείται δουλειά «τυφλοπόντικα», οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας, οικοδόμηση μιας αποτελεσματικής αριστερής γραμμής, που, ειδικά σήμερα, δεν μπορεί απλά να περιοριστεί στη διεκδίκηση και στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις, αλλά οφείλει να συμβάλει στη δημιουργία δικτύων αλληλεγγύης και μορφών αυτοοργάνωσης των κομματιών που πλήττονται από την κρίση.

Αντιπαραδείγματα δηλαδή κοινωνικής οργάνωσης που θα στηρίζονται στην ικανοποίηση των αναγκών και όχι στη μεγιστοποίηση του κέρδους».

Ποιες είναι άραγε οι μορφές αυτοοργάνωσης που επικαλείται το κείμενο; Από τη στιγμή που ο συντάκτης του μας καλεί να δημιουργήσουμε τέτοιες πάει να πει πως αυτές πρέπει να είναι κάτι άλλο από τα συνδικάτα (αυτά ήδη υπάρχουν και παρά τα όποια προβλήματα που εμφανίζονται λόγω του συσχετισμού στο εσωτερικό τους τα συνδικάτα παραμένουν η αυθεντική μορφή οργάνωσης των εργατών).Από την άλλη ο συντάκτης του κειμένου δε φαίνεται να εννοεί ούτε τη δημιουργία εργοστασιακών συμβουλίων καθώς αυτά είναι γνωστή μορφή εργατικής οργάνωσης και δεν είναι κάτι νέο. Κατά συνέπεια αν επρόκειτο για κάτι τέτοιο θα αναφερόταν στο κείμενο με το όνομα του.

Οι μορφές που έχει υπόψη του ο συντάκτης παραμένουν ανομολόγητες καθώς είναι προϊόν όχι της πραγματικής ταξικής πάλης αλλά των επιθυμιών του. Αλλά τα κάθε λογής εγκεφαλικά κατασκευάσματα που προσπαθούν να επιβληθούν κόντρα στην ίδια την πορεία της ταξικής πάλης μόνο διάσπαση της τάξης μπορούνε να φέρουν.


«Οργάνωση της άμυνας της κοινωνίας και όχι ανεγκέφαλοι βερμπαλισμοί»

Το παραπάνω πρόταγμα τακτικής προβάλλεται σαν λύση στην υπάρχουσα τακτική που ακολουθεί το εργατικό κίνημα. Εδώ πραγματικά πρέπει να ρωτήσουμε το συντάκτη του κειμένου σε ποια εποχή και χώρα ζει ή καλύτερα αν έχει κατέβει σε κάποια εργατική κινητοποίηση. Άραγε αυτή τη γραμμή δεν ακολουθούν μέχρι σήμερα οι συνδικαλιστικές ηγεσίες καθώς και η πλειοψηφία της Αριστεράς; Αυτή η γραμμή του «να τα πάρει πίσω η κυβέρνηση» δεν επικρατεί όλα αυτά τα χρόνια; Εμφανίστηκαν ποτέ οι πολιτικές οργανώσεις της Αριστεράς ως έτοιμες να υλοποιήσουν ένα πρόγραμμα υπέρ των εργατικών συμφερόντων; Φυσικά και όχι. Που μας πάει μια τέτοια γραμμή αποδείχτηκε από την πραγματικότητα. Τώρα αν κάποιοι επιμένουν ότι πρέπει να διατηρηθεί με γεια τους. Απλά, ας μην προσπαθούν να την πλασάρουν ως νέα γιατί μοιάζουν να έρχονται από άλλο πλανήτη ή μάλλον από άλλο ταξικό στρατόπεδο.


Σαν κατακλείδα πρέπει να συνοψίσουμε τα εξής...

1. Οι εκκλήσεις σαν αυτή που υποβάλλεται σε κριτική αποτελεί μια μορφή της αστικής επιρροής στο πολιτικό κίνημα της εργατικής τάξης. Ουσιαστικά ταυτίζεται (αν και μοχθεί να προβληθεί σαν αντίβαρο του) με το παλιότερα ευρέως διαδεδομένο δόγμα «Πολιτική με Π και όχι με π»που καλούσε τους εργαζόμενους πετώντας τα ταξικά γυαλιά τους να ψάχνουν με το μικροσκόπιο ποιος αστός πολιτικός είναι «ικανότερος και καταλληλότερος» παύοντας να εμφανίζονται με ταξική αυτοτέλεια και προγραμματικό λόγο στον πολιτικό στίβο. Τελικά, δεν αμφισβητούν την ανάγκη της πολιτικής πάλης γενικά αλλά την ανάγκη της πολιτικής πάλης υπέρ των εργατικών συμφερόντων, της εργατικής πολιτικής. Τέτοιες αντιλήψεις ακόμη και κάτω από τις καλύτερες των προθέσεων δεν είναι ούτε βραχυπρόθεσμα ούτε μακροπρόθεσμα χρήσιμες για το εργατικό κίνημα. Μήτε αποτελεσματική αντίσταση, μήτε μεταρρυθμίσεις μπορούν να φέρουν, μήτε κατακτήσεις, μήτε μεταβολή των συσχετισμών. Πόσο μάλλον την επανάσταση.

2. Η Αριστερά οφείλει να απαντά στα προβλήματα που αφορούν τους εργαζόμενους με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο. Όχι να κρύβεται σαν στρουθοκάμηλος με σοφιστείες και εγκεφαλικά κατασκευάσματα. Ούτως ή άλλως το έδαφος της ταξικής πάλης είναι σκληρό κι όποιος προσπαθεί να κρύψει τα μούτρα του θα τραυματιστεί ανεπανόρθωτα.

3. Η Αριστερά οφείλει επίσης σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και απαξίωσης του αστικού πολιτικού προσωπικού και των κομμάτων τους, όπως σήμερα συμβαίνει, να προτάξει ένα συνεκτικό πλαίσιο στόχων- αιτημάτων με πρώτιστο τη διαγραφή του χρέους ως προϋπόθεση ικανοποίησης εργατικών και λαϊκών αιτημάτων, να τα κάνουν ζήτημα του κινήματος, να παλέψει να υιοθετηθούν απ’ αυτό, να κινηθεί στην κατεύθυνση οικοδόμησης πολιτικού μετώπου για την προώθηση των στόχων και την ανάληψη της ευθύνης πραγμάτωσης-υλοποίησής τους ως εργατική κυβέρνηση.

 


Αναζήτηση