Αποκαλύψεις και Αναδομήσεις (μέρος β)

Πολιτική φθορά και νεοσυντηρητική επίθεση


Το «κόμμα Αβραμόπουλου», το οποίο πριν ακόμα να έχει όνομα, είχε ήδη ονοματεπώνυμο (επισημαίνουμε απλώς ότι ο «χαρισματικός» και «μεγάλος» ηγέτης παραμένει βασικό χαρακτηριστικό της δημιουργίας κόμματος), ήταν από καιρό αναμενόμενο. Η απόφαση για την στιγμή της επίσημης ανακοίνωσης ήταν ζήτημα επιτυχημένου πολιτικού marketing και μόνο. Με βάση τις σφυγμομετρήσεις, τις προτιμήσεις της «μόδας» για την εικόνα του πολιτικού και το «πολιτισμένο», «σύγχρονο» πρόσωπο της πολιτικής, ο νυν δήμαρχος Αθηναίων και μελλοντικός αρχηγός κόμματος πορεύτηκε σε κάθε του βήμα μέχρι σήμερα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος σε όλα τα κόλπα της «επικοινωνιακής πολιτικής». Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών του ήταν η επίτευξη των στόχων του. Ισορροπώντας ανάμεσα σε μια εκβιαστική κομματική στήριξη από τη ΝΔ και μια επίσης εκβιαστική «ευρύτερη συναίνεση», ο κατά Πάγκαλο «κύριος τίποτα», εξασφάλισε τα πάντα - όχι μόνο το Δήμο έως σήμερα, αλλά και την εύνοια των ΜΜΕ και την προτίμηση πολλών ψηφοφόρων.

Πέρα από τις εκτιμήσεις για την εκλογική δύναμη του νέου κόμματος και τα σενάρια για τις μεταβολές που θα προκύψουν στο κομματικό παιχνίδι, ένα βασικό θέμα συζήτησης είναι αν το κόμμα αυτό προέκυψε από την ύπαρξη πραγματικού «πολιτικού κενού». Η όλη συζήτηση περί πολιτικού κενού εκφράζει φυσικά την αγωνία των δύο μεγάλων κομμάτων για το αν θα διατηρήσουν τη δυνατότητα να εκφράζουν με αυτοδύναμες κυβερνήσεις την αστική πολιτική διαχείρισης. Με αυτήν την έννοια το «κενό» θα ήταν να αδυνατούν πλέον να παίξουν τέτοιο ρόλο και να περάσουμε σε μικρότερα κόμματα και κυβερνήσεις συνεργασίας. Δεν πρόκειται φυσικά να καλύψει το νέο κόμμα κανένα κενό στην πολιτική αντιπαράθεση με την έννοια της εναλλακτικής στρατηγικής, που επιδιώκει με διαφορετικά μέσα διεξόδους και συμμαχίες για την άρχουσα τάξη. Αντίθετα το κόμμα «Αβραμόπουλου» είναι εγγύηση ότι δεν αμφισβητείται η νεοσυντηρητική διαχείριση, ότι ενισχύεται η συναίνεση που χαρακτηρίζει τα δύο μεγάλα κόμματα. Από εδώ προκύπτει όμως και η δυνατότητα ύπαρξης του νέου κόμματος, στο πλαίσιο της σημερινής πολιτικής συγκυρίας. Χωρίς καμία ουσιαστική αντιπαράθεση στα βασικά ζητήματα της πολιτικής διαχείρισης μπορούν να υπάρξουν δύο ή περισσότερα, παλιά ή νέα κόμματα, που να διεκδικούν την ψήφο του λαού για τη σοβαρότητα, τη συνέπεια, την εργατικότητα κ.τ.λ. κ.τ.λ.

Παρ’ όλα αυτά το νέο κόμμα επενδύεται με τις προσδοκίες της αναδόμησης του κομματικού συστήματος. Είναι φανερό ότι η συναίνεση στη νεοσυντηρητική στρατηγική και το πρόσφατο μεγάλο εκλογικό ποσοστό του δικομματισμού δεν επαρκεί για να διασφαλίσει την «ομαλή λειτουργία» του συστήματος. Τα ίδια τα δύο μεγάλα κόμματα ομολογούν με τα εσωκομματικά τους προβλήματα την κρίση τους. Η μεγάλη εκλογική συσπείρωση που κατάφεραν, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική πολιτική τους δύναμη. Στις εκλογές μπορούν να πείσουν στη λογική «το αποτέλεσμα μετράει» όταν δεν υπάρχει πόλος ουσιαστικής αντιπολίτευσης και όταν το μόνο δίλημμα που τίθεται, είναι: ΠΑΣΟΚ ή ΝΔ στην κυβέρνηση. Αλλά αυτό δεν επαρκεί για να προφυλάξει την αστική στρατηγική στην πράξη, δεν σημαίνει ότι τα κόμματα αυτά είναι αποτελεσματικά στην ενσωμάτωση των μαζών και την απόσβεση των κραδασμών που μπορεί να προκαλέσει η εφαρμογή της αστικής πολιτικής. Υπάρχουν ήδη πολλές ενδείξεις για το αντίθετο.

Μια αναδόμηση του κομματικού συστήματος σήμερα θα είναι μια προσπάθεια να καλυφθεί «με τα υπάρχοντα μέσα» η κόπωση και η αδιαφορία του κόσμου. Το εγχείρημα του Αβραμόπουλου εκμεταλλεύεται τα ίδια τα χαρακτηριστικά της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος, την αδιαφορία και τη δυσαρέσκεια, την αποϊδεολογικοποίηση, την απογοήτευση απ’ τα κόμματα, προκειμένου με «νέα πρόσωπα» και καταστάσεις να εξασφαλιστεί το κύριο, που είναι η συναίνεση στη νεοσυντηρητική στρατηγική.

Πίσω όμως από τα επιφαινόμενα της κρίσης του πολιτικού συστήματος υπάρχει η βασική αιτία, που είναι η κρίση στην ουσιαστική λειτουργία της αστικής πολιτικής, στη δυνατότητά της να πραγματώνει ιδεολογικά και πολιτικά την αστική ηγεμονία. Η σημερινή επιθετική πολιτική του κεφαλαίου δεν αφήνει σοβαρά περιθώρια δημιουργίας συμμαχιών με μικροαστικά στρώματα, πόσο μάλλον με στρώματα της εργατικής τάξης. Το κενό αυτό είναι υπαρκτό και είναι αυτό που ανησυχεί πραγματικά τους γνήσιους εκπροσώπους του κεφαλαίου όταν μιλούν για τη χρεοκοπία των κομμάτων και την κρίση της πολιτικής. Αν κάτι διακρίνει σήμερα την πάλη των τάξεων σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, αυτό είναι οι φαινομενικά υπερβολικές προφυλάξεις του κεφαλαίου, την στιγμή που ο ταξικός του αντίπαλος, το εργατικό κίνημα, βρίσκεται στη μέγιστη αδυναμία. Είναι ακριβώς η εκδήλωση της βαθύτερης ανησυχίας για την αδυναμία οικοδόμησης σταθερών συμμαχιών μέσω της αστικής πολιτικής σε οποιαδήποτε εκδοχή της. Ας εξετάσουμε λίγο περισσότερο τους αστικούς φόβους.

Ο μόνιμος και μεγαλύτερος φόβος είναι ο κίνδυνος να ανθίσει στο έδαφος της κρίσης η αμφισβήτηση και να ανοίξει ο δρόμος για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος. Αυτός ο προβληματισμός εκφράζεται συχνά με τις αναφορές των αστών πολιτικών για τον κίνδυνο «κοινωνικών εκρήξεων» με «απρόβλεπτες συνέπειες». Είναι ωστόσο γνωστοί οι λόγοι που κάνουν πολύ μακρινό αυτό το ενδεχόμενο και σε όσους μιλούν γι’ αυτό και σε πολλούς που επιδιώκουν τέτοιες εκρήξεις και τις συνέπειές τους. Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος δεν θα προέλθει αυτόματα μέσα από την κρίση της αστικής πολιτικής. Οι ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές προϋποθέσεις γι’ αυτήν δεν υπάρχουν ακόμα.

Οι εκρήξεις ωστόσο μπορεί να υπάρξουν και μερικά δείγματα έστω και πολύ περιορισμένα υπήρξαν. Υπήρξε σίγουρα η τυποποιημένη απάντηση της κυβέρνησης Σημίτη σε όσες περιπτώσεις υπήρξαν αγώνες που έθιγαν κομβικά σημεία της αναδιάρθρωσης, η απλή και απόλυτη αδιαλλαξία. Απέναντι στους απολυόμενους εργάτες, τους αγρότες, τους αδιόριστους καθηγητές, τους μαθητές. Σήμερα, για παράδειγμα, ποια θα είναι η απάντηση απέναντι στο εργατικό κίνημα, αν αυτό αντισταθεί πραγματικά και αποφασιστικά στη αντιδραστική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος; Για ένα τέτοιο κομβικό και γενικό ζήτημα, στο οποίο συγκεντρώνεται το συμφέρον ολόκληρης της εργατικής τάξης και πολλών μικροαστικών στρωμάτων, ακόμα και η ισχυρή και η δήθεν αδιάφορη για το πολιτικό κόστος κυβέρνηση Σημίτη έχει στήσει ολόκληρο σχέδιο χειρισμών. Από την τρομοκράτηση για τη δήθεν επερχόμενη εντός δεκαετίας κατάρρευση των ταμείων, στην έκθεση των «ειδικών» Βρετανών, η οποία σίγουρα θα εισηγείται απίστευτα σκληρά μέτρα για να φανούν ηπιότερες οι κυβερνητικές προτάσεις και να συζητηθούν σε έναν «κοινωνικό διάλογο» με στόχο την τελική εφαρμογή των βασικών μέτρων έναντι ελαχίστων και προγραμματισμένων υποχωρήσεων.

Υπάρχουν όμως και άλλοι λόγοι ανησυχίας για τη λειτουργία του πολιτικού συστήματος. Η αντίδραση στο θέμα του ονόματος της FYROM πριν μερικά χρόνια, για παράδειγμα, κατέδειξε ορισμένες πολύ δυσάρεστες συνέπειες της απόσπασης των λαϊκών μαζών από τα κόμματα. Η εθνικιστική έξαρση τότε ήταν σαφέστατα ενάντια στα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας. Πολύ περισσότερο ανησυχητικό θα ήταν να υπάρξει μια μαζική και μαχητική αντίθεση στη στάση της κυβέρνησης να στηρίξει τα σχέδια της Νέας Τάξης στα Βαλκάνια. Συνεπώς η «ομαλή λειτουργία» του πολιτικού συστήματος απαιτεί κόμματα που να ελέγχουν τις μάζες στα κρίσιμα ζητήματα της αστικής στρατηγικής ακόμα και όταν οι ταξικοί συσχετισμοί είναι πολύ ευνοϊκοί γι’ αυτήν, όπως σήμερα.

Το «κόμμα Αβραμόπουλου» θα είναι μία εφεδρεία. Δεν έχει να προτείνει στο ουσιαστικό ζήτημα της κρίσης μια λύση, αφού δεν έχει -γιατί δεν υπάρχει- εφαρμόσιμη εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Επιδιώκει να ανανεώσει τον πολιτικό λόγο με πολιτική τεχνική και όχι με πολιτική γραμμή. Παρ’ όλα αυτά η ανάγκη του νέου κόμματος είναι πραγματική, είναι η ανάγκη της αστικής τάξης να διαφυλάξει τη συνέχεια της κεφαλαιοκρατικής αναδιάρθρωσης με κάθε μέσο. Και το νέο κόμμα θα φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο στην περίπτωση που η φθορά του ΠΑΣΟΚ συνδυαστεί με μια αδύναμη ή ανίκανη να αναλάβει τη διακυβέρνηση ΝΔ. Μια κεντροδεξιά συμμαχία, ΝΔ-Αβραμόπουλος στην πρώτη περίπτωση ή ΠΑΣΟΚ-Αβραμόπουλος στη δεύτερη, θα είναι η μόνη λύση.

Όσο η κρίση της αστικής πολιτικής βαθαίνει, υπάρχουν και μεγαλώνουν οι δυνατότητες αντεπίθεσης του πραγματικού αντιπάλου της, της επαναστατικής πολιτικής. Μόνο η μεγάλη αδυναμία του εργατικού κινήματος είναι πραγματική βάση σταθερότητας της αστικής πολιτικής. Κι όσο η αδυναμία αυτή υπάρχει, το αστικό πολιτικό σύστημα θα αντιμετωπίζει τις φθορές που του προκαλεί η επιθετική στρατηγική του κεφαλαίου, ανακυκλώνοντας τα ίδια πολιτικά υλικά. Τι μπορεί να κάνει και τι κάνει απέναντι στην κρίση και την αναδόμηση της αστικής πολιτικής η Αριστερά;


Τακτικές επιβίωσης της Αριστεράς: Οι συμπληγάδες των «μετώπων» και η ενότητα


Σημεία των καιρών! Το κόμμα της «ευρύτατης Αριστεράς» -εννοούμε από το ΔΗΚΚΙ μέχρι τη ριζοσπαστική Αριστερά- που επιμένει σταθερά σε αυτόνομη εκλογική κάθοδο είναι ο Συνασπισμός! Και τα πράγματα είναι ακόμα σοβαρότερα: ο Φ.Κουβέλης εξηγούσε σε ραδιοφωνική εκπομπή ότι δεν υπάρχουν περιθώρια για τη συγκρότηση μετώπου των δυνάμεων της Αριστεράς, επειδή αυτές διαφέρουν στις αναλύσεις τους και τις θέσεις τους για βασικά ζητήματα της σύγχρονης πραγματικότητας! Γιατί μας κάνει τόση εντύπωση; Φυσικά ο ΣΥΝ, δηλαδή η ομάδα που κυριαρχεί στην ηγεσία του, έχει τους δικούς του λόγους να προτάσσει την αυτονομία. Είναι τουλάχιστον φαιδρό όμως να αναζητά ο ΣΥΝ προγραμματικούς όρους σύγκλισης, όταν δεν έχει εξασφαλίσει ούτε τη στοιχειώδη συνοχή των στελεχών του απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Όλες -πλην του ΣΥΝ- οι άλλες δυνάμεις μιλούν σήμερα για «μέτωπα». Ωστόσο η έννοια του μετώπου και τα κριτήρια συγκρότησής του φαίνεται ότι διαφέρουν κατά πολύ στις σχετικές συζητήσεις.

Το ΔΗΚΚΙ έκανε μια συγκεκριμένη πρόταση συγκρότησης «αντινεοφιλελεύθερου» μετώπου. Συγκεκριμένη όμως μόνον όσον αφορά τους όρους και τους στόχους συγκρότησης του μετώπου –κοινή μαζική δράση και κοινή κάθοδος στις εκλογές- και όσον αφορά τον αντίπαλο, το νεοφιλελευθερισμό. Πολύ ασαφής σε σχέση με τις πολιτικές θέσεις του μετώπου, αφού πρέπει να προσδιορίσει κανείς από ποιες θέσεις αντιπαλεύει το νεοφιλελευθερισμό. Είναι δηλαδή διαφορετικό να ζητά τη μεταβολή προς το φιλολαϊκότερον των νεοφιλελεύθερων μέτρων από το να επιδιώκει την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής. Κι ακόμα μπορεί κανείς σήμερα να επιδιώκει αντί του νεοφιλελευθερισμού είτε μια άλλη αστική στρατηγική, π.χ. την αναστήλωση του κεϋνσιανού κράτους, είτε την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και του κράτους που την πραγματώνει.

Είναι ξεκάθαρο ότι το ΔΗΚΚΙ μιλά για πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό από θέσεις υπεράσπισης της κρατικής ρύθμισης με την οποία ταυτίστηκε παλιότερα η σοσιαλδημοκρατία και ότι εννοεί την ανατροπή του νεοφιλελευθερισμού στους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς και την κυβερνητική διαχείριση. Είναι επίσης ξεκάθαρο ότι καθόλου δεν συμφωνούν μεταξύ τους οι πολιτικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνεται η πρότασή του για τη συγκρότηση μετώπου. Ο ΣΥΝ -αν και δεν μπορεί κανείς να μιλήσει για το σύνολο των στελεχών του- δεν φαίνεται να βρίσκεται σε κάθετη ρήξη με κάθε εκδοχή νεοφιλελευθερισμού, αλλά μάλλον μιλά για τους όρους εφαρμογής του και τη δυνατότητα να τροποποιηθούν οι σκληρότερες από τις συνέπειές του. Άλλες δυνάμεις, το ΚΚΕ και η ριζοσπαστική Αριστερά θέλουν την ανατροπή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, όμως στους όρους και τις προοπτικές συγκρότησης ενός μετώπου σήμερα δεν συμφωνούν με το ΔΗΚΚΙ, ούτε και μεταξύ τους. Αν και οι διαφωνίες εδώ δεν είναι και τόσο σαφείς και θα επανέλθουμε σ’ αυτό.

Φυσικά τα παραπάνω δεν αφορούν τις θέσεις του ΚΚΕ, οι οποίες εκφράστηκαν και στο τελευταίο συνέδριό του, για το «λαϊκό δημοκρατικό μέτωπο» που οδηγεί –πάντα σύμφωνα με αυτές τις θέσεις- στη «λαϊκή εξουσία», μια εξουσία δηλαδή των αντιμονοπωλιακών-αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Και γράφουμε «αντικαπιταλιστικό», γιατί το πρόγραμμα που θα εφαρμόσει η εξουσία αυτή δεν είναι το πρόγραμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως αυτή προκύπτει από τη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία. Δεν είναι για πολλούς λόγους. Για να αναφέρουμε μόνο έναν και βασικό λόγο, δεν προβλέπει το πρόγραμμα αυτό καθόλου το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής, που είναι ο βασικός όρος για την οικοδόμηση της εργατικής εξουσίας. Παρ’ όλα αυτά το μέτωπο που περιγράφεται από το ΚΚΕ έχει στρατηγική κοινωνικής αλλαγής. Αυτό το μέτωπο όμως είναι ακόμα «στα χαρτιά» και πρέπει κανείς να εξετάσει ποιο μέτωπο οικοδομεί σήμερα στην πράξη το ΚΚΕ ή ποια είναι η πολιτική συμμαχιών που ακολουθεί, ελλείψει προϋποθέσεων για το «λαϊκό μέτωπο».

Η λογική που έχει παγιωθεί ως σχέση τακτικής-στρατηγικής στο ΚΚΕ είναι ότι μιας και οι στρατηγικοί στόχοι είναι «μακρινοί», πρέπει η τακτική να έχει μια μίνιμουμ βάση στην οποία να επιδιώκει τη συσπείρωση και πάλη των κοινωνικών δυνάμεων στις οποίες απευθύνεται η στρατηγική (εργατική τάξη, μικροαστικά στρώματα). Το ζήτημα είναι βέβαια ο τρόπος με τον οποίο η σημερινή πάλη θα οδηγήσει στην αυριανή επαναστατική πάλη. Και αυτό το ζήτημα είναι το άμεσο πολιτικό καθήκον ενός επαναστατικού κόμματος και αυτό το καθήκον δεν αναλαμβάνει το ΚΚΕ. Γιατί η βάση στην οποία επιδιώκει τη συσπείρωση και την πάλη δεν δίνει καμία άλλη προοπτική εκτός από αυτήν της αντίστασης στα αντεργατικά ή αντιλαϊκά μέτρα και μερικών μικροβελτιώσεων του υπάρχοντος. Και μ’ αυτή τη λογική υπερασπίζεται το παλιό καλό «κράτος πρόνοιας» ενάντια στην απορύθμιση, τον κρατικό τομέα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση, την επιβίωση των αγροτών ενάντια στην αναδιάρθρωση, τα συμφέροντα των μικρομεσαίων απέναντι στη συγκεντροποίηση και συγκέντρωση κεφαλαίου και τίποτα παραπάνω.

Η λογική του αγωνιστικού ρεφορμισμού στο πλαίσιο της μεταπολεμικής κρατικής ρύθμισης μπορούσε να αποδίδει ορισμένα χειροπιαστά αποτελέσματα, ορισμένες σοβαρές κατακτήσεις από την πάλη των εργαζομένων. Δεν είχε φυσικά πολιτικά αποτελέσματα για το ΚΚΕ από τη στιγμή που οι αγώνες ενίσχυαν τον αμιγώς ρεφορμιστικό πολιτικό φορέα, το ΠΑΣΟΚ. Σήμερα το πλαίσιο της αστικής διαχείρισης δεν επιτρέπει παραχωρήσεις και η κατεύθυνση αυτή στην πάλη φαντάζει αναποτελεσματική. Πολύ περισσότερο αναποτελεσματική είναι στη συσπείρωση «αντιμονοπωλιακών δυνάμεων». Σήμερα η μόνη «νοητή» συσπείρωση που επιτυγχάνεται έτσι, είναι η συσπείρωση των υπερασπιστών του παλιού «καλού» καπιταλισμού απέναντι στο νέο «επιθετικό» καπιταλισμό. Δεν είναι λοιπόν και τόσο παράδοξη η πρόταση του ΔΗΚΚΙ από αυτή τη σκοπιά, η βάση συμφωνίας που προτείνει είναι ακριβώς η υπεράσπιση του παλιού «καλού» καπιταλισμού. Δεν είναι λίγες άλλωστε οι φορές που το ΚΚΕ έκανε προτάσεις για την «εθνική ανάπτυξη», την «υπεράσπιση της παραγωγικής βάσης της χώρας» κ.ά. που βρίσκονται σε αυτήν την κατεύθυνση. Η διαφορά είναι ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να διακηρύξει ανοικτά την υπεράσπιση ενός καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης ως στόχο. Αν και παλαιότερα το είχε επιχειρήσει και αυτό με τη «νέου τύπου ανάπτυξη», που ήταν ουσιαστική μια «καλή» καπιταλιστική ανάπτυξη.

Η χρεοκοπία όμως του αγωνιστικού ρεφορμισμού δεν κρύβεται πια. Οι εναλλακτικές προτάσεις για λύση των προβλημάτων με κεϋνσιανής έμπνευσης πολιτικές δεν πείθουν τους εργαζόμενους. Οι τελευταίοι ακόμα κι όταν αυθόρμητα ξεσηκώνονται και αντιστέκονται μαχητικά στις νεοσυντηρητικές αναδιαρθρώσεις, στο βαθμό που πιστεύουν ότι μπορούν να «τροποποιήσουν» τις αναδιαρθρώσεις αυτές και να «χωρέσουν» τα συμφέροντά τους σ’ αυτές, δεν βλέπουν καμιά προοπτική στους αγώνες τους και συχνά απογοητεύονται από την έλλειψη άμεσων αποτελεσμάτων. Μπροστά όμως στα σημερινά αδιέξοδά του ρεφορμισμού, αναπτύσσονται κι ορισμένες παράπλευρες «αριστερές» αντιλήψεις που επίσης αρνούνται να απαντήσουν στο κύριο, στο δύσκολο έργο της σύνδεσης της σημερινής πάλης με την επαναστατική στρατηγική. Πρόκειται για διάφορες εκδοχές άρνησης των σημερινών υπαρκτών προβλημάτων και διαφυγής στη μελλοντολογία, άλλοτε άλλης έμπνευσης. Η πιο αφελής έκδοση αυτής της λογικής είναι το επιχείρημα ότι δεν είναι ευθύνη δική μας σήμερα η επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, αλλά προέρχεται από τη νεοφιλελεύθερη αδιαλλαξία και μόνη λύση στα προβλήματα είναι ο σοσιαλισμός. Η άποψη αυτή δεν ανήκει σε καμιά αριστερίστικη ομάδα, αλλά εκφράστηκε πρόσφατα από συνδικαλιστικά στελέχη της ΕΣΑΚ! Είναι ένα επιχείρημα που βοηθά κάθε «αριστερό ρεφορμιστή» να συνεχίσει την αναποτελεσματική του δράση και να δίνει και επαναστατικές απαντήσεις στους επικριτές του. Αυτόν τον «εξαγνιστικό» ρόλο όμως μπορούν να παίξουν κι άλλα φαντασιακά σχεδιάσματα -μελλοντικά κινήματα έξω από τις γραφειοκρατικές αμαρτίες του σημερινού συνδικαλισμού, αιτήματα που δεν απευθύνονται σήμερα στο αστικό κράτος, αλλά εκτοξεύονται γενικά προς στο απώτερο μέλλον. Τέτοιες απόψεις έχουν κατά καιρούς εκφραστεί στο πλαίσιο της ριζοσπαστικής Αριστεράς ή υπονοούνται από κάποιους προβληματισμούς για το «νέο εργατικό κίνημα».

Ανάμεσα στις συμπληγάδες του αγωνιστικού ρεφορμισμού και των αδιεξόδων του προσπαθεί σήμερα να περάσει και να επιβιώσει η Αριστερά στη χώρα μας. Το ΚΚΕ είναι υποχρεωμένο να αναπαράγει την πρακτική του αγωνιστικού ρεφορμισμού από τη μια και από την άλλη να αναζητά κινήσεις που να φαντάζουν διέξοδοι από την αναποτελεσματικότητα και την κρίση αυτής της πρακτικής. Η συγκρότηση του ΠΑΜΕ είχε αυτόν το διττό χαρακτήρα. Ήταν μια συνδικαλιστική κίνηση με κατεύθυνση αγωνιστικού ρεφορμισμού ενάντια στην υποταγή της κρατικής συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, κίνηση όμως με τη «δική της» γραφειοκρατική δομή και συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι κατ’ αντιστοιχία το δίπολο ρεφορμισμού-αναρχοσυνδικαλισμού υπάρχει και αναπαράγεται στη δράση της ριζοσπαστικής Αριστεράς, παρ’ όλο που ο αγωνιστικός ρεφορμισμός σ’ αυτόν τον χώρο δεν φέρει τα γραφειοκρατικά αμαρτήματα. Είναι πάντως ελπιδοφόρο ότι το παραπάνω δίπολο δεν καταδυναστεύει πια κάθε συζήτηση για τη κοινή δράση στο συνδικαλιστικό και γενικότερα το μαζικό κίνημα.

Η μετωπική λογική του ΚΚΕ στην πράξη, είτε πρόκειται για το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, είτε για άλλους χώρους του μαζικού κινήματος, δεν μπορεί να είναι άλλη από αυτή του «αντινεοφιλελεύθερου» μετώπου. Από τη στιγμή που η στρατηγική του, όσο επαναστατική κι αν φαντάζει -και δυστυχώς μόνο φαντάζει- μένει στις διακηρύξεις για το μέλλον και στην τακτική δεν υπάρχει καμιά πολιτική, ιδεολογική και πρακτική σύνδεση με τους επαναστατικούς στόχους, οδηγείται στην πάλη ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό από θέσεις αστικής κρατικής ρύθμισης. Με τέτοιες θέσεις δεν πρόκειται να καταφέρει τη συσπείρωση της εργατικής τάξης, αλλά θα αναπαράγει τα αδιέξοδα του ρεφορμισμού. Δεν πρόκειται να οικοδομήσει συμμαχία της εργατικής τάξης με μικροαστικά στρώματα, αλλά θα γίνεται φορέας της μικροαστικής ηγεμονίας στο κίνημα. Τα ίδια ισχύουν και για οποιαδήποτε άλλη αριστερή πολιτική δύναμη επιχειρεί να παρεμβαίνει με αντίστοιχη λογική, με τη λογική της διολίσθησης από τις επαναστατικές διακηρύξεις στη ρεφορμιστική λογική.

Πολλά καλέσματα γίνονται σήμερα στο χώρο της Αριστεράς από δυνάμεις διαφορετικών θεωρητικών καταβολών και πολιτικών θέσεων για συγκρότηση «μετώπου» ή για την «κοινή δράση». Βρισκόμαστε δυστυχώς ακόμα σε μία φάση που έχει επικρατήσει ένας ιδιόμορφος «καταμερισμός» σε τέτοιου είδους προτάσεις, με ένα πλαίσιο μίνιμουμ «αντικαπιταλιστικό» (ή όπως αλλιώς μπορεί να επιγράφεται) που αφορά τις πολιτικές οργανώσεις, ομάδες, αγωνιστές της ριζοσπαστικής Αριστεράς και ένα πλαίσιο πάλης για το μαζικό κίνημα που είναι συνήθως «πιο μίνιμουμ» από το προηγούμενο.

Ένα πλαίσιο πάλης ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και τον ιμπεριαλισμό για την υπεράσπιση των συμφερόντων της εργατικής τάξης, την ανασύνταξη του κινήματός της σε επαναστατική κατεύθυνση και την οικοδόμηση συμμαχιών με μικροαστικά στρώματα, είναι δυνατόν να διαμορφωθεί σήμερα και να το προωθήσουν από κοινού η πλειοψηφία των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Είτε το ονομάσουμε «αντικαπιταλιστικό» είτε «ταξικό» είτε «μίνιμουμ», ένα τέτοιο πλαίσιο θέσεων θα είναι πρόγραμμα δράσης στο μαζικό κίνημα. Πρέπει να τονίσουμε όμως ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα, μια τέτοια κοινή δράση στο κίνημα είναι σήμερα το ζητούμενο και όχι το δεδομένο, μιας και -όπως επισημάναμε παραπάνω- η δράση πρέπει να γίνεται από θέσεις ρήξης με τον καπιταλισμό και όχι υπεράσπισης ή αναζήτησης του «καλού» καπιταλισμού, αν θέλει να συμβάλλει ουσιαστικά στην πάλη της εργατικής τάξης. Η λογική της συρρίκνωσης ακόμα κι αυτού του αντικαπιταλιστικού πλαισίου όταν απευθυνόμαστε στο μαζικό κίνημα, δείχνει ότι η ταμπέλα «ριζοσπαστική» ή «εξωκοινοβουλευτική» δεν είναι ξόρκι της Αριστεράς για το ρεφορμισμό. Όσες δυνάμεις όμως μπορούν να βρουν το δρόμο σήμερα που οδηγεί τη δράση έξω από το πλαίσιο του ρεφορμισμού και των αδιεξόδων του και το ξερίζωμα κάθε άλλης αστικής επιρροής, θα ανταποκριθούν σ’ αυτό το καθήκον.

Ένα τέτοιο πλαίσιο θέσεων δεν μπορεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για την ιδεολογική και πολιτική εκπροσώπηση της εργατικής τάξης, την ανάγκη συγκρότησης του επαναστατικού κόμματος. Η ανάγκη αυτή θέτει μπροστά σε όλους όσους θέλουν την επαναστατική ανασύνταξη του εργατικού κινήματος, το καθήκον να επιδιώξουν την ενότητα των κομμουνιστών, την ενότητα πάνω στα μεγάλα ζητήματα της ιδεολογίας και της πολιτικής -στρατηγικής, τακτικής και δράσης. Το καθήκον αυτό είναι επίκαιρο και δεν είναι δυνατόν ούτε να αντικατασταθεί ούτε να υποκατασταθεί ούτε προσωρινά ούτε μόνιμα από κανένα «μέτωπο». Ένα τέτοιο «μέτωπο» που θέλει να εμφανίζεται ως επαναστατικό υποκείμενο, ενώ δεν είναι δυνατό να έχει μία ενιαία στρατηγική -γι’ αυτό είναι και μέτωπο άλλωστε- απλώς θα αναβάλει ή θα συσκοτίζει σήμερα το καθήκον της ενότητας των κομμουνιστών. Σε συνθήκες ύπαρξης επαναστατικού κόμματος κι όταν η πολιτική συγκυρία το επιβάλει, αυτό το κόμμα θα πρωτοστατεί στη δημιουργία μετώπων, αλλά θα το κάνει για την προώθηση της δικής του, της επαναστατικής στρατηγικής. Γι’ αυτό οι προτάσεις συγκρότησης μετώπου με ένα αντικαπιταλιστικό πλαίσιο, όπως η πρόσφατη πρόταση του ΜΕ.Ρ.Α. προς τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς, δεν συμβάλουν στην ενότητα των κομμουνιστών, ενώ αντίθετα ο ανοικτός διάλογος για τα μεγάλα θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα (που επίσης προτείνει το ΜΕ.Ρ.Α.) είναι απολύτως αναγκαίος. Αν τέτοιες προτάσεις αφορούν ένα πλαίσιο κοινής δράσης στο μαζικό κίνημα, μπορούν συμβάλλουν θετικά στην προώθηση της δράσης των αγωνιστών σ’ αυτό.

Ζούμε ακόμα τις τραγικές επιπτώσεις της ήττας του εργατικού κινήματος και μας κατατρέχουν τα φαντάσματα του κακού παρελθόντος του, ο ρεφορμισμός, ο οπορτουνισμός, η γραφειοκρατικοποίηση, ο κυβερνητισμός. Παράλληλα η επίθεση του κεφαλαίου, η διαμόρφωση ενός εργασιακού αλλά και ιδεολογικού-πολιτισμικού μεσαίωνα κάνει επιτακτική την ανάγκη της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, οδηγεί τους κομμουνιστές κι όλους τους αγωνιστές στην αγωνία για τους αγώνες αντίστασης και την προοπτική τους. Μπροστά μας βρίσκεται το πεδίο των μεγάλων ταξικών συγκρούσεων, που προκαλούνται από τη νεοσυντηρητική αναδιάρθρωση, τη χρόνια λιτότητα, την ανεργία, τη μαζική εξαθλίωση και η πρόκληση της κρίσης της αστικής πολιτικής.

Δυστυχώς μπροστά στις προκλήσεις των καιρών πολλοί στην Αριστερά, εντός και εκτός των κομμάτων, και όχι μόνο στη χώρα μας, επεξεργάζονται απλώς τακτικές επιβίωσης, γιατί αισθάνονται μέρος της κρίσης του αστικού πολιτικού συστήματος και όχι αντίπαλοί της. Αναζητούν μόνο την πολιτική αναπαραγωγή των υπό κατεδάφιση πολιτικών μορφωμάτων -κόμματα, οργανώσεις, ομάδες- και το μόνο που μπορούν να καταφέρουν τελικά είναι η αναπαραγωγή των χρεοκοπημένων και επιβλαβών αστικών αντιλήψεων που είναι η πολιτική τους κληρονομιά. Μ’ αυτήν την Αριστερά, την Αριστερά της ήττας, σε κάθε εκδοχή της οι επαναστάτες θα έρθουν σε ρήξη. Η ενότητα των κομμουνιστών θα προχωρήσει μέσα απ’ αυτήν, πέρα απ’ αυτήν και πάνω απ’ αυτήν.


Και μια ανακάλυψη: υπάρχουν ακόμα οι κρίσεις!


Η μακρόχρονη άνθιση της αμερικάνικης οικονομίας έχει πλέον φτάσει στο τέλος της. Τώρα δεν μιλάμε μόνο για το πέρασμα στην ύφεση, αλλά για το πόσο «ανώμαλη» θα είναι η «προσγείωση». Κι όλα δείχνουν πως δεν θα είναι «ομαλή». Το μόνο που λείπει από την κρίση αυτή είναι το όνομα: κανείς επισήμως (αμερικάνικη κυβέρνηση, FED) δεν μιλά για κρίση. Αλλά όλοι αγωνιούν για την πορεία και τις επιπτώσεις της. Είναι δύσκολο φυσικά στη χώρα της σχολής του Σικάγου και του ρηγκανισμού, στη χώρα της «νέας οικονομίας» να μιλήσουν για κρίση. Είναι πικρό το ποτήρι για το νεοφιλελευθερισμό και μεγάλος ο πανικός των μετόχων των dotcom.

Κι όμως υπάρχει κρίση! Ο καπιταλισμός την επανέφερε με τη γνωστή τυφλή αναγκαιότητα που τον διακρίνει. Ο νεοφιλελευθερισμός, η «νέα οικονομία», η «παγκοσμιοποίηση» καθόλου δεν τον εξάγνισαν, καθόλου δεν κατευνάσανε το τέρας του οικονομικού κύκλου! Οι ευοίωνες προοπτικές για μεγάλα κέρδη έμειναν ν’ αναζητούν θέση στο απώτερο μέλλον. Μαζί του αναβάλλονται και τα μεγαλόπνοα σχέδια όλων των καπιταλιστών που τα επιβίβασαν στην «αμερικάνικη ατμομηχανή της παγκόσμιας ανάπτυξης». Δεν τους λυπόμαστε καθόλου. Άλλωστε την κρίση ακολουθεί άνοδος… για όσους επιβιώσουν φυσικά.

Την κρίση ομολογεί ο κ.Γκρίσπμαν με τη συνεχή μείωση των επιτοκίων. Την ομολογεί και η καλή διάθεση του κ.Μπους Τζούνιορ για μείωση της φορολογίας. Δύο γνήσια παιδιά του νεοφιλελευθερισμού, εκπρόσωποι της «ελευθερίας της αγοράς» -και της κατάργησης κάθε άλλης, ο δεύτερος- ομολογούν την ήττα του. Γιατί τι άλλο κάνουν με τα μέσα που διαθέτουν από κλασική αντικυκλική πολιτική, απόλυτα σύμφωνη με τη διδασκαλία του Κέυνς; Έχει ο καιρός γυρίσματα… ή αμερικανιστί “things change”!

ΥΓ. Είχε ήδη γραφτεί το σχόλιό μας για τις ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις, όταν έγινε η «επίθεση ρουτίνας» των Αμερικανών (και των Βρετανών) ενάντια στο Ιράκ. Επισημαίνουμε απλώς ότι ενισχύεται η εκτίμηση για τη νέα τακτική των ΗΠΑ να οδηγήσουν τους Ευρωπαίους σε de facto αποδοχή της ηγεμονίας τους, αφήνοντας προς το παρόν κατά μέρος τις συμφωνίες. Το μήνυμα της επίθεσης των Αμερικανών είναι σαφές. Δεν πρόκειται να αφήσουν στο Σαντάμ το Ν.Ιράκ και τα κοιτάσματά του και συνεπώς δεν θα ισχύσουν ποτέ οι συμφωνίες των Ευρωπαίων με τον Σαντάμ για την εκμετάλλευσή τους μετά την άρση του εμπάργκο. Ταυτόχρονα ο νεοεκλεγείς πρόεδρος Μπους έδωσε έτσι το πρώτο δείγμα γραφής του ως «πλανητάρχης» κι απέδειξε πως καλώς η κοντά στα όρια της ιδιωτείας ευφυία του δεν εμπόδισε το αμερικάνικο κεφάλαιο να τον χρίσει ανώτατο άρχοντα.


19 / 2/ 2001

Για την Συντακτική Επιτροπή