Για την "ολοκλήρωση" του καπιταλισμου (μέρος γ')

Η ερμηνεία τόσο της νέας κρατικομονοπωλιακής ρύθμισης, όσο και των "καπιταλιστικών ολοκληρώσεων" πρέπει να αναζητηθεί στα χαρακτηριστικά της σύγχρονης διαρθρωτικής κρίσης και της παγκόσμιας οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας, της εξέλιξης του παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Θα ασχοληθούμε με αυτό παρακάτω. Πρέπει όμως πρώτα να δούμε το ρόλο που έπαιξε το εθνικό κράτος μεταπολεμικά στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου.

Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία των καπιταλιστικών χωρών μετέτρεψε το κράτος σε βασικό υποκείμενο των διεθνών οικονομικών σχέσεων στον ιμπεριαλισμό. Η διαδικασία αυτή ήταν προοδευτική. Ξεκινά με την ενίσχυση των μονοπωλίων μέσω της κρατικής ρύθμισης στα πλαίσια της εθνικής αγοράς. Το κράτος λειτουργεί ως ενισχυτής στην αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής και ιδιαίτερα των πιο εξελιγμένων τεχνολογικά κλάδων, δημιουργώντας με πολλούς τρόπους πρόσθετη ζήτηση και προσφέροντας διάφορες διευκολύνσεις στα μονοπώλια για την επιτάχυνση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ενισχύει τις τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου και κατ' επέκταση την έξοδο των μονοπωλίων από την εθνική αγορά. Παράλληλα όλο και περισσότερο ενισχύει οικονομικά τα μονοπώλια στο διεθνή ανταγωνισμό με ειδικά μέτρα και μηχανισμούς.

Το κράτος αναλαμβάνει την υποστήριξη των εξαγωγών με επιχορηγήσεις των εξαγωγέων, άρση της φορολογίας από τα εξαγώγιμα προϊόντα, χορήγηση εγγυήσεων εξαγωγικών πιστώσεων και άλλων αγοραπωλησιών. Με τη χορήγηση κρατικών δανείων ανοίγει δρόμο και εξασφαλίζει στα μονοπώλια την επικερδή τοποθέτηση κεφαλαίων σε χώρες του εξωτερικού με μεγάλο επιχειρηματικό ρίσκο. Αναλαμβάνει τη σύναψη συμφωνιών με άλλα κράτη σε διάφορους οικονομικούς τομείς με κατεύθυνση την ανεύρεση αγορών και συνεργασιών για τα μονοπώλια. Ιδιαίτερα με τη συμμετοχή του σε διεθνή επιστημονικοτεχνικά και βιομηχανικά σχέδια στρατιωτικής σημασίας το κράτος συμβάλλει καθοριστικά στην ανάπτυξη της διεθνούς δραστηριότητας του στρατοβιομηχανικού συμπλέγματος.

Ταυτόχρονα το κράτος επεμβαίνει με μέτρα προστασίας της εθνικής αγοράς από το ξένο κεφάλαιο, με τελωνειακά, δασμολογικά και φορολογικά μέτρα. Ακόμα και μετά την αποδυνάμωση αυτού του "άμεσου προστατευτισμού" (όπως π.χ. στην ΕΟΚ) τα καπιταλιστικά κράτη αναπτύσσουν μηχανισμούς "έμμεσου προστατευτισμού" μέσω της διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, των επιτοκίων κτλ., αναλαμβάνοντας έτσι το ρόλο του "μακροοικονομικού στρατηγείου" του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Η παρέμβαση του κράτους στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων των μονοπωλίων στην εσωτερική και τη διεθνή αγορά είναι σήμερα περισσότερο από ποτέ εμφανής ακόμα - και κυρίως - στους οργανισμούς "ολοκλήρωσης", όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τη GATT.

Είναι φανερό από τα παραπάνω πως ο ρόλος του αστικού κράτους στη διεθνοποίηση του κεφαλαίου είναι σημαντικός και αντιφατικός. Από τη μια, ενισχύει την τάση εξόδου του μονοπωλιακού κεφαλαίου στη διεθνή αγορά και συνεπώς ενισχύει την ανάπτυξη διεθνών οικονομικών σχέσεων. Από την άλλη, αναλαμβάνει την περιφρούρηση της εθνικής εσωτερικής αγοράς από την εισβολή ξένων προϊόντων και κεφαλαίων. Έτσι, στο σύνολό τους τα καπιταλιστικά κράτη βάζουν εμπόδια στις παραπάνω τάσεις, επιδρούν ανασταλτικά στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Είναι επίσης φανερό πως η παραπάνω αντίφαση είναι αποτέλεσμα της εξυπηρέτησης από το κράτος των συμφερόντων του "δικού του" μονοπωλιακού κεφαλαίου, πρόκειται δηλαδή για μια αντίφαση του ίδιου του κεφαλαίου.

Το κεφάλαιο στη σύγχρονη βαθμίδα συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης επιταχύνει στο έπακρο τη διεθνοποίηση της οικονομικής ζωής και έτσι γεννιέται η ανάγκη διεθνούς οικονομικής ρύθμισης. Ταυτόχρονα όμως όχι μόνο διατηρεί την εθνική του συγκρότηση, αλλά αυξάνει τις ανισομετρίες στην ανάπτυξη, οξύνεται ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός και εντείνεται η εθνική περιχαράκωση. Τελικά πολλαπλασιάζονται τα εμπόδια για μια διεθνή οικονομική ρύθμιση. Η διεθνής συνεργασία είναι πλέον μια ιστορική αναγκαιότητα, αλλά αυτή η αναγκαιότητα γεννά στον ιμπεριαλισμό δύο τάσεις "μια που κάνει αναπότρεπτη τη συμμαχία όλων των ιμπεριαλιστών, μια άλλη που φέρνει αντιμέτωπους τους άλφα ιμπεριαλιστές με τους βήτα - δύο τάσεις από τις οποίες καμιά δεν έχει στέρεο έδαφος κάτω από τα πόδια της."i Σήμερα ενισχύονται παράλληλα και οι δύο τάσεις ως προς την ολοκλήρωση, η κεντρομόλος και η φυγόκεντρος. Οξύνεται δηλαδή η αντίφαση μεταξύ της αντικειμενικής τάσης προς ολοκλήρωση και του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.

Η αντίφαση αυτή είναι αποτέλεσμα της δράσης στον καπιταλισμό του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης. Εκφράζεται σε κάθε πλευρά της σύγχρονης καπιταλιστικής ανάπτυξης. Το μονοπωλιακό κεφάλαιο συγκεντρώνεται, συγκεντροποιείται και διεθνοποιείται σε τέτοιο βαθμό που τείνει να καταργήσει τα εθνικά σύνορα, τείνει προς την ενοποίηση της παγκόσμιας αγοράς, τη διεθνή ρύθμιση της παραγωγής και της κατανάλωσης. Όμως το μονοπωλιακό κεφάλαιο δεν είναι ένα μέγεθος, ούτε απλώς κάποιοι καπιταλιστές, αλλά μια κοινωνική σχέση, η βασική της σύγχρονης κοινωνίας, αναπτυγμένη ανισόμετρα και διαφορετικά στους διάφορους εθνικούς κοινωνικούς σχηματισμούς. Η τάση λοιπόν του μονοπωλιακού κεφαλαίου για ανάπτυξη δεν μπορεί παρά να καθορίζεται από αυτή την ανισομετρία κι αυτό γίνεται σήμερα φανερό από όλα τα φαινόμενα στην παγκόσμια οικονομία και πολιτική.

1) Στο σύνολο των διεθνών μονοπωλίων κυριαρχούν τα πολυεθνικά (κεφάλαιο από μια χώρα) κι όχι τα διεθνικά (κεφάλαιο από πολλές χώρες). Στις διεθνείς μονοπωλιακές ενώσεις κυριαρχούν τα πολυεθνικά κοντσέρν που διαδέχτηκαν τα διεθνικά καρτέλ των αρχών του αιώνα. Παρά λοιπόν την ισχυρή τάση διεθνούς διαπλοκής κεφαλαίων, παρά την ιλιγγιώδη επιτάχυνση της διεθνούς εμπορευματικής και χρηματικής κυκλοφορίας, η "εθνική" καπιταλιστική συσσώρευση παραμένει ισχυρή, γι' αυτό οι ανισότητες στην ανάπτυξη των χωρών αυξάνουν.

2) Η σύγχρονη διεθνής δραστηριότητα του μονοπωλιακού κεφαλαίου γεννά την ανάγκη διεθνούς οικονομικής ρύθμισης. "Η ανάπτυξη της καπιταλιστικής παραγωγής απαιτεί τώρα πλατιά εγγυημένη αγορά που βγαίνει έξω από τα όρια των εθνικών συνόρων. Και αυτό προκαλεί την ανάγκη της απομάκρυνσης των φραγμών που προέκυψαν σαν αποτέλεσμα της απομονωτικής εθνικής οικονομικής πολιτικής του κάθε κράτους, θέτει στην ημερήσια διάταξη το πρόβλημα της ρύθμισης των οικονομικών σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών χωρών την εξασφάλιση σταθερών αμοιβαίων σχέσεων στους διάφορους τομείς της οικονομικής τους δραστηριότητας." Η εθνική αγορά κάθε καπιταλιστικής χώρας γίνεται προοδευτικά μέρος της παγκόσμιας αγοράς. "Η εθνική αναπαραγωγή στην κάθε μια από τις χώρες του μονοπωλιακού καπιταλισμού υφίσταται στον ένα ή τον άλλο βαθμό την επίδραση της εξωτερικής αγοράς και μέσω αυτής, την επίδραση από την πλευρά της αναπαραγωγής στις άλλες καπιταλιστικές χώρες."ii

Δεν καταργείται όμως η εθνική κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση. Ο εθνικός χαρακτήρας και οι ιδιαιτερότητες π.χ. της φορολογίας, της πολιτικής μισθών και παροχών, της αγροτικής και βιομηχανικής πολιτικής, της διάρθρωσης του κρατικού τομέα δεν είναι δυνατό να καταργηθούν, γιατί η κρατικομονοπωλιακή ρύθμιση εξυπηρετεί τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου της χώρας και γιατί συνδιαμορφώνεται από παράγοντες που δεν είναι ίδιοι σε κάθε χώρα, από τις ιστορικές συνθήκες ανάπτυξης και την υπάρχουσα διάρθρωση της παραγωγής, από την κοινωνικοπολιτική κατάσταση, από τη θέση της χώρας στη διεθνή συγκυρία κ.ά. Η αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών συνυπάρχει με τις διάφορες εθνικές αποκλίσεις και γι' αυτό δεν οδηγεί σε μια εξελικτική πορεία προς οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση, αλλά επιτείνει τη γενική αστάθεια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Η ανισορροπία των εμπορικών ισοζυγίων, η αστάθεια των συναλλαγματικών ισοτιμιών, οι νομισματικές κρίσεις, ο εισαγόμενος και εξαγόμενος πληθωρισμός, η "μετακίνηση" της ανεργίας, οι εμπορικοί πόλεμοι είναι αποτελέσματα της παραπάνω αντίφασης και αποκτούν ιδιαίτερη σημασία στις συνθήκες της σημερινής διαρθρωτικής κρίσης.

3) Η ανισομετρία στην ανάπτυξη καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τις οποιεσδήποτε προσπάθειες οικονομικής και πολιτικής "ολοκλήρωσης" που ανάλογα με τη συγκυρία επιχειρούνται σε παγκόσμιο ή περιφερειακό επίπεδο. Τα γιγάντια πολυεθνικά μονοπώλια συγκρούονται για το μοίρασμα της παγκόσμιας αγοράς με μεγάλη οξύτητα. Οι ιμπεριαλιστές δεν παραιτούνται από τον αγώνα για το μοίρασμα των αγορών, γιατί σ' αυτόν τους οδηγεί το κυνήγι του μεγαλύτερου κέρδους. Σήμερα ο αγώνας αυτός είναι πολύ πιο σκληρός, είναι αγώνας "μέχρι θανάτου". Η παγκόσμια συγκέντρωση και συγκεντροποίηση έχει φτάσει σε αυτή τη βαθμίδα που η ανάπτυξη των άλφα ιμπεριαλιστών μπορεί να γίνει μόνο σε βάρος των βήτα, ο "ζωτικός χώρος" τους στενεύει, οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις πλησιάζουν σ' ένα οριακό τους σημείο.

Οι μεγάλες εθνικές χρηματιστικές ομάδες επιδιώκουν την επικράτησή τους και μέσα από τις διάφορες διαδικασίες "ολοκλήρωσης". Κάτι περισσότερο, οι ιμπεριαλιστές αντιλαμβάνονται τις διαδικασίες "ολοκλήρωσης" ως μέσα ή πεδία σύγκρουσης στον αγώνα για επικράτηση. Τα "ευρωπαϊκά", "διεθνικά" κ.ά. οράματα είναι απλώς το περιτύλιγμα της αστικής προπαγάνδας. Γι' αυτό, σε τέτοιες διαδικασίες δεν συμμετέχουν οικονομικοί παράγοντες και επιχειρήσεις, ούτε εκλεγμένοι εκπρόσωποι των λαών, αλλά εκπρόσωποι του αστικού κράτους, αφού δεν πρόκειται για απλό οικονομικό ή πολιτικό σχεδιασμό, αλλά για σύγκρουση ή συμφωνία μεταξύ κρατικών συμφερόντων. Ισχύει δε σε κάθε τέτοια διαδικασία η διαπίστωση του Λένιν για τη μοιρασιά μεταξύ ιμπεριαλιστών, που επεσήμανε στην κριτική του συνθήματος για τις Ενωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Ο Λένιν επεσήμανε ότι οι συμφωνίες μεταξύ των ιμπεριαλιστών είναι πάντα προσωρινές.iii "Γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν είναι νοητή άλλη βάση για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής, συμφερόντων, αποικιών κ.ά., εκτός από τη βάση που υπολογίζει τη δύναμη των χωρών που συμμετέχουν στο μοίρασμα, τη γενική οικονομική, τη χρηματιστική, τη στρατιωτική κτλ. δύναμη. Η δύναμη όμως δεν αλλάζει ομοιόμορφα στις χώρες που συμμετέχουν στο μοίρασμα, γιατί στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν μπορεί να υπάρχει ισόμετρη ανάπτυξη των χωριστών επιχειρήσεων, τραστ, κλάδων της βιομηχανίας και χωρών."iv

Η τάση προς ολοκλήρωση υπάρχει και επιδρά, αφού είναι έκφραση της αντικειμενικής τάσης διεθνοποίησης της παραγωγής και ολόκληρης της οικονομικής ζωής. Η τάση αυτή οδηγεί τελικά τους καπιταλιστές, τις ιμπεριαλιστικές χώρες στις διαπραγματεύσεις και τις συμφωνίες, γιατί έχει πλέον ωριμάσει η ανάγκη για μια διεθνή οικονομική ρύθμιση. Όμως η τάση αυτή στον ιμπεριαλισμό διαρκώς ανακόπτεται από τα αποτελέσματα της ανισόμετρης ανάπτυξης, από τις οικονομικές κρίσεις, την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Με την πρόοδο της διεθνοποίησης ενισχύονται κι όλες οι ανισομετρίες στην ανάπτυξη των χωρών, διευρύνονται οι ανισότητες και επιτείνεται η γενική αστάθεια του συστήματος. Σε αυτές τις συνθήκες η μοιρασιά ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές μόνο προσωρινή μπορεί να είναι. Οι συσχετισμοί οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής δύναμης σύντομα αλλάζουν και ανατρέπουν τις προηγούμενες ισορροπίες. Οι διαδικασίες "ολοκλήρωσης" κάθε τύπου είναι προσωρινές και η ολοκλήρωση του καπιταλισμού είναι ανέφικτη.


3. Η διαρθρωτική κρίση και οι σύγχρονες "καπιταλιστικές ολοκληρώσεις"

 

Τα τελευταία χρόνια το ζήτημα της "ολοκλήρωσης" βρέθηκε στο επίκεντρο των αναζητήσεων τόσο της αστικής όσο και της αριστερής διανόησης. Αυτό επιβάλλεται από τις εξελίξεις στο σύστημα του ιμπεριαλισμού που χαρακτηρίζουν τη σημερινή περίοδο, την "εποχή των ολοκληρώσεων", όπως από πολλούς αποκαλείται. Η μετεξέλιξη της ΕΟΚ σε Ευρωπαϊκή Ένωση, η δημιουργία νέων "περιφερειακών καπιταλιστικών ολοκληρώσεων" γύρω από τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, τις ΗΠΑ (NAFTA) και την Ιαπωνία, οι διαπραγματεύσεις στην GATT για το παγκόσμιο εμπόριο δικαιολογούν το ενδιαφέρον όλων γύρω από τα ζητήματα της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Στην ουσία αυτό που συζητείται είναι το μέλλον του σύγχρονου καπιταλισμού, η πιθανότητα μετάβασης σε νέο στάδιο μετά τον ιμπεριαλισμό ή σε νέες φάσεις εξέλιξης του ιμπεριαλισμού. Γι' αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να εξετάσουμε κατ' αρχήν την πολυσυζητημένη "επιστροφή στις μητροπόλεις", δηλαδή την κατεύθυνση του κεφαλαίου που εξάγεται για επενδύσεις καθώς και της δράσης των πολυεθνικών εταιρειών προς τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, σε αντίθεση με τις αρχές του αιώνα, όταν οι επενδύσεις στο εξωτερικό κατευθύνονταν κυρίως προς τις αναπτυσσόμενες χώρες, τις αποικίες.

Πολλοί "είδαν" σ' αυτό το γεγονός την αλλαγή της τάσης στην εξαγωγή κεφαλαίου που περιέγραψε ο Λένιν, όταν συμπέραινε ότι ο κόσμος χωρίζεται σε "κράτη - τοκογλύφους" και "κράτη - οφειλέτες", ότι ο ιμπεριαλισμός είναι "παρασιτικός καπιταλισμός που σαπίζει".v Ισχυρίζονται ότι τα συμπεράσματα του Λένιν δεν ισχύουν σήμερα, γιατί το κεφάλαιο εξάγεται πλέον με κατεύθυνση τις αναπτυγμένες χώρες και τα έσοδα από την εξαγωγή κεφαλαίου είναι τώρα λιγότερα από τα έσοδα από εξαγωγή κεφαλαίου, αντίθετα με την εποχή του Λένιν. Μερικοί διανθίζουν δε τα πορίσματά τους με το σοβαρό πολιτικό επιχείρημα ότι "το "εδαφικό μοίρασμα", μετά την κατάρρευση του αποικιοκρατικού συστήματος, στην ουσία έπαψε να υφίσταται "αυτό καθεαυτό" σαν ζήτημα" (sic) και ότι "η εμφάνιση αντιθέσεων για το "μοίρασμα" των ωκεανών ή η προσπάθεια εξασφάλισης σφαιρών επιρροής σε διάφορες περιοχές του πλανήτη, δεν μπορούν να ενταχθούν στη "λογική" του εδαφικού μοιράσματος"vi (sic)! Τέτοια επιχειρήματα που αποδίδουν το μοίρασμα του κόσμου με τη μορφή των αποικιών στην "κακία" των ιμπεριαλιστών, διαχωρίζοντάς το από το οικονομικό μοίρασμα, που δεν αναγνωρίζουν την ομοιότητα των αποικιοκρατικών στρατών με τις ασύγκριτα ισχυρότερες σύγχρονες αμερικάνικες βάσεις, στερούνται κάθε σοβαρότητας. Δεν χρειάζεται να ασχοληθούμε μ' αυτά τα "επιχειρήματα" περισσότερο.

Η "ανακάλυψη" της αλλαγής της τάσης στην εξαγωγή κεφαλαίου, συγκεκριμένα το φρενάρισμα της εξαγωγής κεφαλαίου προς τις αναπτυσσόμενες χώρες είναι πολύ παλιά ιστορία. Η πρωτοτυπία ανήκει στον Κάουτσκι, που το είχε "προβλέψει" το 1914! Συγκεκριμένα ο Κάουτσκι έβλεπε ότι η εξαγωγή κεφαλαίου στις αναπτυσσόμενες χώρες δεν μπορεί απεριόριστα να προωθεί την εξαγωγή εμπορευμάτων σ' αυτές. Έγραφε: "Το κεφάλαιο που κατευθύνθηκε στα αγροτικά κράτη, τα οποία διαθέτουν την απαραίτητη δύναμη για τη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας τους, δεν χρησιμοποιείται μόνο για την κατασκευή σιδηροδρόμων, αλλά και για την ανάπτυξη δικής τους βιομηχανίας, όπως έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Ρωσία. Κάτω από παρόμοιες συνθήκες η εξαγωγή κεφαλαίου από τα παλιά καπιταλιστικά κράτη μόνο προσωρινά προωθεί την εξαγωγή των βιομηχανικών προϊόντων που παράγονται τώρα στην αγροτική περιοχή." Σ' αυτό το συμπέρασμα καταλήγει ο Κάουτσκι με βάση τον ορισμό που έδωσε ο ίδιος για τον ιμπεριαλισμό: "Ο ιμπεριαλισμός είναι προϊόν του πολύ αναπτυγμένου βιομηχανικού καπιταλισμού. Συνίσταται στην τάση κάθε βιομηχανικού καπιταλιστικού έθνους να προσαρτά ή να υποτάσσει όλο και μεγαλύτερες αγροτικές περιοχές, άσχετα από το ποια έθνη τις κατοικούν".vii

Στον Κάουτσκι απάντησε ολοκληρωμένα ο Λένιν. Απέδειξε ότι η αντίληψη του Κάουτσκι για τον ιμπεριαλισμό είναι μη μαρξιστική. Αγνοεί ότι το χαρακτηριστικά του ιμπεριαλισμού είναι το χρηματιστικό - κι όχι το βιομηχανικό - κεφάλαιο και ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων καθοδηγεί την τάση για προσαρτήσεις. Επιπλέον θεωρεί τον ιμπεριαλισμό μια πολιτική των Μεγάλων Δυνάμεων αγνοώντας την οικονομική του ουσία, το μονοπώλιο, από την οποία απορρέει η συγκεκριμένη πολιτική.viii Οι ιδεολογικοί απόγονοι του Κάουτσκι κληρονόμησαν απ' αυτόν, όπως είδαμε, την απόσπαση της πολιτικής από την οικονομία κι έτσι ερμήνευσαν το τέλος της αποικιοκρατίας ως το τέλος του εδαφικού μοιράσματος του κόσμου. Ανατρέχοντας στο Λένιν θα απαντήσουμε και στα σύγχρονα επιχειρήματα από την οικονομία στα οποία στηρίζουν την άποψη ότι ο καπιταλισμός "εγκατάλειψε" την εκμετάλλευση των αναπτυσσόμενων χωρών.

Πρώτα όμως πρέπει να διευκρινίσουμε ότι δεν υπάρχει αλλαγή της τάσης στην εξαγωγή κεφαλαίου, αλλά μόνο σε μια συγκεκριμένη μορφή εξαγωγής κεφαλαίου, τη μορφή των άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό. Αν συνυπολογιστεί η δανειοδότηση των αναπτυσσόμενων χωρών, όπως προκύπτει από τη συνεχή διόγκωση του εξωτερικού χρέους αυτών των χωρών, τότε βλέπει κανείς ότι και σήμερα, όπως και στις αρχές του αιώνα, η εξαγωγή κεφαλαίου κατευθύνεται κυρίως προς τις χώρες του λεγόμενου "τρίτου κόσμου" και λιγότερο προς τις αναπτυγμένες χώρες. Ο παρασιτισμός του καπιταλισμού προχώρησε, αφού η εξαγωγή κεφαλαίου προς τον "τρίτο κόσμο" είναι πολύ περισσότερο δάνεια και τόκοι παρά επενδύσεις. Ο διαχωρισμός του Λένιν σε "κράτη - τοκογλύφους" και "κράτη - οφειλέτες" ισχύει σήμερα σε πολύ πιο μεγάλο βαθμό.

Το γεγονός όμως είναι ότι όσον αφορά στην εξαγωγή κεφαλαίου για επενδύσεις, η τάση αντιστράφηκε, αυτή γίνεται κυρίως προς τις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού. Επιπλέον τα έσοδα των ιμπεριαλιστικών χωρών από την εξαγωγή εμπορευμάτων είναι τα τελευταία χρόνια κατά πολύ περισσότερα από τα έσοδα από την εξαγωγή κεφαλαίου. Κανένα όμως από αυτά τα δεδομένα δεν αντιτίθεται στην ανάλυση και στα συμπεράσματα του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό.

Σχετικά με την αντιστροφή της αναλογίας μεταξύ εξαγωγής εμπορευμάτων κι εξαγωγής κεφαλαίου σε βάρος της δεύτερης πρέπει απλώς να υπενθυμίσουμε πως ο Λένιν έκανε λόγο για "πρωταρχική σημασία της εξαγωγής κεφαλαίου", πράγμα που συμπεραίνει κανείς από την αύξηση της μάζας του κεφαλαίου που εξάγεται σε σχέση με αυτό που επενδύεται στο εσωτερικό, εξετάζοντας φυσικά μεγάλες χρονικές περιόδους. Επίσης θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως αυτοί που "ανακάλυψαν" αυτή τη "διάψευση" του Λένιν, είναι οι ίδιοι που κάνουν λόγο σήμερα για "διεθνικό καπιταλισμό" λόγω της κυριαρχίας των πολυεθνικών και συνεπώς θα έπρεπε να αναγνωρίζουν την πρωταρχική σημασία της εξαγωγής κεφαλαίου.

Παρακάτω. Ο Λένιν στην αντιπαράθεσή του με τον Γ.Μπ.Κράσιν και τους ναρόντνικους, που έβλεπαν στατικά τη διαμόρφωση της καπιταλιστικής αγοράς, το 1893 απάντησε στηριζόμενος στο Κεφάλαιο του Μαρξ ότι "τα όρια ανάπτυξης της αγοράς στις συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής κοινωνίας καθορίζονται από τα όρια της ειδίκευσης της κοινωνικής εργασίας. Και η ειδίκευση αυτή από την ίδια τη φύση της είναι απεριόριστη, ακριβώς όπως απεριόριστη είναι και η ανάπτυξη της τεχνικής."ix Και παρακάτω: "Στις συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής η ισορροπία ανάμεσα στην παραγωγή και στην κατανάλωση πετυχαίνεται μόνο ύστερα από πολλές διακυμάνσεις. Όσο πιο μεγάλη είναι η παραγωγή, όσο πιο πλατύς είναι ο κύκλος των καταναλωτών για τους οποίους προορίζεται, τόσο πιο μεγάλες είναι οι διακυμάνσεις αυτές. Για το λόγο αυτό είναι ευνόητο ότι, όταν η κεφαλαιοκρατική φτάσει σε ένα υψηλό επίπεδο ανάπτυξης, δεν μπορεί πια να κρατηθεί στα πλαίσια του εθνικού κράτους: ο συναγωνισμός αναγκάζει τους κεφαλαιοκράτες να διευρύνουν διαρκώς την παραγωγή και να αναζητούν εξωτερικές αγορές για τη μαζική πούληση των προϊόντων τους."x

Στην εποχή μας τίποτα απ' αυτά δεν αλλάζει. Η κεφαλαιοκρατική αναπαραγωγή στηρίζεται στην ανάπτυξη της τεχνικής, από την οποία προκύπτει και η διεύρυνση της καπιταλιστικής αγοράς. Όμως η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου έχουν φτάσει σε τέτοια βαθμίδα ανάπτυξης που η ύπαρξη εξωτερικών αγορών είναι αναγκαία για τη συνέχιση της ανάπτυξης ενός καπιταλιστικού κράτους περισσότερο από ποτέ άλλοτε. Ο ανταγωνισμός των μονοπωλίων διεξάγεται στην παγκόσμια αγορά. Η μονοπώληση της παγκόσμιας αγοράς είναι το κρίσιμο ζήτημα στην εξέλιξη του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Πού θα βρεί όμως το μονοπωλιακό κεφάλαιο αγορές έξω από την εθνική αγορά ικανές να απορροφήσουν τα προϊόντα του; Ασφαλώς στις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες, γιατί εκεί λόγω της υψηλής ειδίκευσης της κοινωνικής εργασίας υπάρχει διευρυμένη αγορά. Έτσι όμως ο ανταγωνισμός μετατίθεται στην περιφρούρηση από κάθε καπιταλιστικό κράτος της δικής του, της εθνικής αγοράς από τα ξένα προϊόντα καθώς και στη σύγκρουση των εξαγωγικών χωρών σε κάθε κλάδο παραγωγής για περισσότερες πωλήσεις στο σύνολο ή σε ομάδες αναπτυγμένων χωρών. Η "εξαφάνιση του ανταγωνιστή" και στην παγκόσμια αγορά, αυτό είναι το πεδίο της ιμπεριαλιστικής αναμέτρησης σήμερα.

Τα μέτρα "προστασίας" της εθνικής αγοράς από ξένα προϊόντα οδηγούν την χώρα που εξάγει σε μια άλλη στην εξαγωγή κεφαλαίου και τη δημιουργία πολυεθνικών με σκοπό την υπερπήδηση εμποδίων στην εξαγωγή προϊόντων. Η μεγάλη αύξηση της εξαγωγής κεφαλαίου για άμεσες επενδύσεις μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών τις προηγούμενες δεκαετίες δείχνει ακριβώς αυτή την τάση δημιουργίας πολυεθνικών σε άλλες αναπτυγμένες χώρες. Τις δεκαετίες '50 - '60 η κύρια τάση ήταν η δημιουργία αμερικάνικων πολυεθνικών στις χώρες της Ευρώπης, ενώ τις δεκαετίες '70 - '80 η κύρια τάση ήταν η δημιουργία πολυεθνικών και οι εξαγορές επιχειρήσεων στις ΗΠΑ από το γερμανικό και το ιαπωνικό κεφάλαιο καθώς και η δημιουργία γερμανικών πολυεθνικών σ' άλλες χώρες της Ευρώπης.

i Β.Ι.Λένιν: Εισήγηση για την εξωτερική πολιτική στην κοινή συνεδρίαση της ΠΚΕΕ και του Σοβιέτ Μόσχας 14 του Μάη 1918, Άπαντα, τ.36, σ.332, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

ii Μ.Μ.Μαξίμοβα: Καπιταλιστική ολοκλήρωση, σ.83, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

iii Β.Ι.Λένιν: Για το σύνθημα των Ενωμένων Πολιτειών της Ευρώπης, Άπαντα, τ.26, σ.362, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

iv Β.Ι.Λένιν: Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Άπαντα, τ.27, σ.424, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

v Βλ. ό.π. σ.403 - 413

vi Γ.Τόλιος: Σύγχρονος καπιταλισμός, σ.90, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

vii Καρλ Κάουτσκι: Ο ιμπεριαλισμός, Die Neue Zeit, 11.9.1914

viii Βλ. Β.Ι.Λένιν: Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Άπαντα, τ.27, σ.394 - 397, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

ix Β.Ι.Λένιν: Απ' αφορμή το λεγόμενο πρόβλημα των αγορών, Άπαντα, τ.1, σ.96, εκδ. Σύγχρονη Εποχή

x ό.π., σ.97