Μονοπώλια, μονοπωλιακός καπιταλισμός και μέσο ποσοστό κέρδους (μέρος β)

Γ '
Ο ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΣ ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΑΝΑΝΕΩΝΕΙ ΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ


Ο σοβιετικός μαρξισμός , βαδίζοντας πάνω στα χνάρια του Χίλφερντινγκ, 'δεν πολυσκοτίζεται να καθορίσει τα είδη και τον αριθμό των μονοπωλίων που συναντάει ο αναγνώστης στο Κεφάλαιο του Μαρξ, και δε νοιάζεται αν ο αναγνώστης των πολυποίκιλων εγχειριδίων του μείνει με την εσφαλμένη εντύπωση ότι ο Μαρξ δε γνώριζε τα μονοπώλια. Τον βολεύει μάλιστα, όπως θα δούμε, να υπάρχει όσο γίνεται μεγαλύτερη άγνοια και σύγχυση γύρω από αυτό το θέμα. Αντίθετα, ο ακαδημαϊκός μαρξισμός που εμπνέεται από το έργο του Αλτουσέρ, με το δίκιο του εξανίσταται με αυτή τη θεωρητική ατημε-λησία του σοβιετικού μαρξισμού και τους χοντροκομμένους, ανυπόστατους ισχυρισμούς του τελευταίου ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός καταργείται από τα μονοπώλια και ότι ο τομέας της οικονομίας στον οποίο ισχύει ακόμη ο ελεύθερος ανταγωνισμός συρρικνώνεται συνεχώς και περιορίζεται στη σφαίρα της μικρής και της μεσαίας επιχειρηματικής δραστηριότητας της οποίας το ειδικό βάρος στην παραγωγή είναι ασήμαντο.29
Με το δίκιο του, λοιπόν, ο ακαδημαϊκός μαρξισμός υπενθυμίζει ότι το Κεφάλαιο δε μελετάει ούτε μια ορισμένη εθνική κοινωνία ούτε τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού , αλλά τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής γενικά, το κεφάλαιο γενικά. « Ο ελεύθερος ανταγωνισμός», ωστόσο, «είναι η επαρκής μορφή της παραγωγικής διαδικασίας του κεφαλαίου»30. Και η κατάργηση του ελεύθερου ανταγωνισμού θα ισοδυναμούσε με κατάργηση της αναγκαίας συνθήκης για το σχηματισμό του μέσου ποσοστού κέρδους. Η κατάργηση όμως της ισχύος του νόμου του μέσου ποσοστού κέρδους ισοδυναμεί με αναίρεση ολόκληρου του συστήματος της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, όπως ήδη έχουμε τονίσει. Τα μονοπώλια, λοιπόν, ήδη γνωστά από Το Κεφάλαιο του Μαρξ, υπάρχουν, βέβαια, χωρίς ωστόσο να συγκροτούν ένα μονοπωλιακό καπιταλισμό, γιατί η θεωρητική παραδοχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού συνεπάγεται δήθεν την αποδοχή της βασικής θέσης του σοβιετικού μαρξισμού ότι ο ελεύθερος ανταγωνισμός στο μονοπωλιακό καπιταλισμό καταργείται.
Για να καταφέρει να ξεφύγει από την αποδοχή της κατάργησης του ελεύθερου ανταγωνισμού ο ακαδημαϊκός μαρξισμός προχωράει στη ρητή διατύπωση και στη σιωπηλή παραδοχή τριών ισχυρισμών που ισοδυναμούν με τρεις παραχαράξεις του πνεύματος και του γράμματος της μαρξικής θεωρίας. Ο πρώτος ισχυρισμός είναι ότι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής καθαυ-τόν, ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής ως « η δομή του πυρήνα» (Μαρξ) της κεφαλαιακής σχέσης σε όλα τα κοινωνικά επίπεδα(;), δηλ. σε απλά ελληνικά ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής γενικά, δεν έχει ιστορία.31
Κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής αυτός καθεαυτός .σαν εκτός τόπου και χρόνου καντιανό Ding an sich  ή πυρηνική μορφή ( Kerngestalt) της κεφαλαιακής σχέσης σε όλα τα επίπεδα, ή κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής γενικά δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχει και άνθρωπος γενικά, όπως δεν υπάρχει και οικία γενικά κλπ. Το να παραδέχεται κανείς την αντικειμενική ύπαρξη ενός κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής γενικά, έξω από τη συνείδηση μας, έξω από τη συνείδηση των επιστημόνων που, μελετώντας τις ιστορικά υπαρκτές εθνικές κοινωνίες, διαμόρφωσαν την επιστημονική αφαίρεση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ως γενικευμένη αντανάκλαση τών ουσιωδών και αναγκαίων χαρακτηριστικών τών επί μέρους, ιστορικά υπαρκτών κεφαλαιοκρατικών οικονομιών, το να εκλαμβάνει κανείς τις θεωρητικές αφαιρέσεις ως αυθύπαρκτες οντότητες έξω από χρόνο και τόπο, αυτό δεν είναι υλισμός, όπως ήταν η θεωρία του Μαρξ, αλλά καραμπινάτος ιδεαλισμός. Και το να μην αποδεχόμαστε ότι η πραγματική εξέλιξη των πραγματικών αντικειμένων που υπάρχουν έξω από τη συνείδηση μας, αντανακλάται ορθά στην επιστημονική θεωρία, όταν αντανακλάται με έννοιες «που δεν πρέπει να περικλείονται σε απολιθωμένους ορισμούς, αλλά πρέπει να αναπτύσσονται σύμφωνα με την ιστορική δηλ. σύμφωνα με τη λογική διαδικασία σχηματισμού τους»,32 αυτό είναι πατενταρισμένη μεταφυσική, είναι υποκατάσταση της διαλεκτικής λογικής γενικά, της λογικής του Κεφαλαίου ειδικά, από την τυπική λογική, η οποία βλέπει μόνον άΐδιες δομές και όχι διαδικασίες που καθορίζονται από τις ενυπάρχουσες στην ουσία των πραγμάτων αντιθέσεις - παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις33 των νέων στασιωτών του κόσμου^, που δεν τολμούν πια να προβάλλουν ανοιχτά τον ελεατισμό τους, αλλά επιχειρούν μια νέα γονυπετή ανταρσία κατά της υλιστικής διαλεκτικής και κατά του ηρακλείτειου γίγνεσθαι.
Ως αντίδραση στη βασική αντεπαναστατική ροπή του σοβιετικού μαρξισμού αναπτύχθηκε, λοιπόν, σε κύκλους του ακαδημαϊκού αλτουσεριανού μαρξισμού μια τάση που αρνείται την ύπαρξη όχι μόνο δύο ή περισσότερων μονοπωλιακών ποσοστών κέρδους που δρουν ανταγωνιστικά προς το μέσο ποσοστό κέρδους τού λιγότερο ή περισσότερο περιθωριοποιημένου μη μονοπωλιακού τομέα στο σύγχρονο καπιταλισμό, αλλά αρνείται επίσης και το μονοπωλιακό χαρακτήρα τού σύγχρονου καπιταλισμού και την ύπαρξη του ιμπεριαλισμού ως ειδικού, ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού. Με αυτόν τον τρόπο, όπως δείξαμε, προκύπτει ένας ιδιόρρυθμος μαρξίζων ελεατισμός, ο οποίος εξωραΐζει τον καπιταλισμό, καθώς του αποδίδει μιαν αφύσικη, σχεδόν αιώνια νεότητα.
Ο ακαδημαϊκός μαρξισμός αρνείται ότι, όπως το κάθε τι, έτσι και ο ελεύθερος ανταγωνισμός υπόκειται στο νόμο της γένεσης και της φθοράς, αρνείται ότι και ο ελεύθερος ανταγωνισμός χάνει την προοδευτική και προωθητική του δύναμη και αποσιωπά το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μαρξ στα Grundrisse είχε διαπιστώσει αυτήν την τάση περιορισμού του ελεύθερου ανταγωνισμού, όταν επισημαίνει πως το κεφάλαιο «μόλις αρχίσει να αισθάνεται και να συνειδητοποιεί τον εαυτό του σαν φραγμό της εξέλιξης, καταφεύγει σε μορφές που ,ενώ φαίνεται ότι ολοκληρώνουν την κυριαρχία του κεφαλαίου περιορίζοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό, είναι ταυτόχρονα οι προάγγελοι της διάλυσης του και της διάλυσης του τρόπου παραγωγής που βασίζονται σε αυτό».35
Ωστόσο ο ελεατίζων ακαδημαϊκός μαρξισμός αρνείται, τουλάχιστον στο επίπεδο της θεωρίας, την από το Μαρξ διακηρυγμένη δυνατότητα, και την από τον Ένγκελς διαπιστωμένη πραγματικότητα ενός παρακμασμένου καπιταλισμού, μέσα στα πλαίσια του οποίου ο ελεύθερος ανταγωνισμός μπορεί να περιορίζεται, να περνάει σε λανθάνουσα κατάσταση μέσα σε ορισμένα όρια, να ατονεί, να παραλύει, να απενεργοποιείται για μικρότερα ή μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα μέσα στους/ και σε σχέση με τους μονοπωλη-μένους κλάδους της παραγωγής, χωρίς να δημιουργούνται δύο γενικά , δύο μέσα ποσοστά κέρδους. Διότι τα μονοπώλια που συγκροτούν το μονοπωλιακό καπιταλισμό, τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια, προκύπτουν από τον ίδιο τον καπιταλισμό, χωρίς, όπως θα δούμε, να ακυρώνουν το σχηματισμό του μέσου ποσοστού κέρδους.
Ο δεύτερος ανομολόγητος ισχυρισμός του ακαδημαϊκού μαρξισμού είναι η άρνηση της ιστορικής τάσης της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης36 να πολώνει όλο και περισσότερο την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό χαρακτήρα τής ιδιοποίησης της, ελαττώνοντας συνεχώς από τη μια τον αριθμό των μεγιστάνων του κεφαλαίου , που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη της παραγωγικής διαδικασίας, και αυξάνοντας συνεχώς από την άλλη τη μάζα των εξαθλιωμένων και αγα-ναχτισμένων εργατών. Ούτε λίγο ούτε πολύ, εκείνο που αποτελεί αντικείμενο άρνησης από τη σκοπιά του ακαδημαϊκού μαρξισμού, είναι η δυνατότητα να προσπελάσουν από τη μια η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και από την άλλη η κοινωνικοποίηση της εργασίας το κρίσιμο εκείνο σημείο στο οποίο δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα, το κρίσιμο εκείνο σημείο στο οποίο τείνουν να διαρρήξουν ακριβώς αυτό το κεφαλαιοκρατικό περίβλημα, το κρίσιμο εκείνο σημείο στο οποίο αρχίζει να σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας ,το κρίσιμο εκείνο σημείο στο οποίο η απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών γίνεται εθνική και παγκόσμια αναγκαιότητα, το κρίσιμο εκείνο σημείο στο οποίο η προλεταριακή επανάσταση γίνεται εθνική και παγκόσμια αναγκαιότητα. Το κρίσιμο αυτό σημείο, κατά την άποψη μας , είναι η διαρκώς επανερχόμενη κυκλική κρίση υπερπαραγωγής, ιδιαίτερα όταν αυτή ξεσπά σε συνθήκες μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Ο ανομολόγητος αυτός ισχυρισμός υποστυλώνεται από τον τρίτο , ρητό αυτή τη φορά, ισχυρισμό που αρνείται την ύπαρξη των κατά Μαρξ φυσικών μονοπωλίων, που αρνείται την ύπαρξη των μονοπωλίων τα οποία γεννιούνται από τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Όπως συμβαίνει στο σχετικό μαθητικό ανέκδοτο με τους τέσσερις ευαγγελιστές που ήταν τρεις, οι τέσσερις τύποι των μονοπωλίων που συναντούμε στο Κεφάλαιο περιορίζονται από τον ακαδημαϊκό μαρξισμό σε τρεις: στα φυσικά μονοπώλια (που δε διακρίνονται σε κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια και σε φυσικά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης), στα τεχνητά μονοπώλια (που δεν ταυτίζονται με τα τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης) και τα τυχαία μονοπώλια (που είναι και τα μόνα που ορίζονται σύμφωνα με το Μαρξ.) .
Επειδή ο ίδιος ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο, μας δίνει τους ορισμούς των κατ' αυτόν φυσικών μονοπωλίων (= μονοπώλια που γεννιούνται από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής) και τον ορισμό των τυχαίων μονοπωλίων (=μονοπώλια που προκύπτουν από την τυχαία κατάσταση προσφοράς και ζήτηση) είναι απαραίτητο να δούμε τι ακριβώς εννοεί ο Μαρξ, όταν μιλάει για φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης και να ενημερώσουμε τους αναγνώστες μας για το τι ακριβώς εννοεί ο ακαδημαϊκός μαρξισμός, όταν μιλάει για φυσικά και τεχνητά μονοπώλια.
Ο ελεατίζων ακαδημαϊκός μαρξισμός θεωρεί φυσικά μονοπώλια τα μονοπώλια που προκύπτουν από τη μονοπωλιακή κατοχή ενός από τα στοιχεία παραγωγής στη φυσική του μορφή, γεγονός, που οδηγεί σε μια αυξημένη ( ως προς το μέσο κοινωνικό επίπεδο)παραγωγικότητα και ένα αυξημένο (μονοπωλιακό) κέρδος.37 Πρώτα πρώτα παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο ακαδημαϊκός μαρξισμός αποκρύπτει από τον ανυποψίαστο αναγνώστη ότι ο Μαρξ, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, αναφέρει και ένα άλλο είδος φυσικών μονοπωλίων που δεν έχουν καμιά σχέση με τη μονοπωλιακή κατοχή ενός από τα στοιχεία παραγωγής στη φυσική του μορφή. Δεύτερον, παρατηρούμε ότι τα φυσικά μονοπώλια του ακαδημαϊκού μαρξισμού ταυτίζονται με τα φυσικά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Τρίτον, παρατηρούμε ότι στο επiπεδο του παραδείγματος (μονοπωλιακή κατοχή μιας υδατόπτωσης που παρέχει δωρεάν κινητήρια δύναμη σε έναν εργοστασιάρχη και του εξασφαλίζει μειωμένο κόστος παραγωγής και πρόσθετα κέρδη που πηγάζουν από τη δυνατότητα του να πουλάει σε κοινωνική τιμή παραγωγής υψηλότερη από την ατομική τιμή παραγωγής των εμπορευμάτων του, αφού οι άλλοι εργοστασιάρχες πληρώνουν το απαραίτητο για την κίνηση των μηχανών τους κάρβουνο και υποβάλλονται σε μεγαλύτερα έξοδα παραγωγής)38 αναλύεται μόνο η περίπτωση των φυσικών μονοπωλίων που δε δημιουργούν μονοπωλιακές τιμές ανώτερες από τις τιμές παραγωγής και την αξία των εμπορευμάτων. Στη μαρξική ανάλυση, όμως, όχι μόνον εμφανίζονται και τέτοιες περιπτώσεις φυσικών μονοπωλίων με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης , αλλά αποτελούν μάλιστα και την κυρίαρχη μορφή αυτών των μονοπωλίων. Τέταρτο και τελευταίο, δε διευκρινίζεται αν με τον όρο αυξημένο, μονοπωλιακό κέρδος εννοούνται και τα μονοπωλιακά κέρδη που πηγάζουν από την πώληση των εμπορευμάτων σε μονοπωλιακές τιμές που ξεπερνούν και τις τιμές παραγωγής και την αξία των εμπορευμάτων και καθορίζονται μονάχα από την ένταση της επιθυμίας των εύπορων αγοραστών να αγοράσουν αυτά τα εμπορεύματα, όπως συμβαίνει με το κλασικό παράδειγμα των σπάνιων και εκλεκτών κρασιών, η τιμή των οποίων δεν καθορίζεται παρά μόνο από το μέγεθος της επιθυμίας του χρυσοκάνθαρου οινοπότη να γευτεί το νέκταρ κάποιου περίφημου γαλλικού αμπελώνα.39
Με τον όρο τεχνητά μονοπώλια ο ακαδημαϊκός μαρξισμός εννοεί τις επιχειρήσεις που χάρη στις τεχνικές και οργανωτικές τους καινοτομίες ή τον υψηλό βαθμό συγκεντροποίησης και συγκέντρωσης κεφαλαίων που τις χαρακτηρίζει, επιτυγχάνουν μιαν υψηλότερη από τον κοινωνικό μέσο όρο παραγωγικότητα της εργασίας, στο εσωτερικό ενός κλάδου της καπιταλιστικής παραγωγής40. Έτσι, μπορούν, για ένα χρονικό διάστημα που δε συμπεριλαμβάνει τις κρίσεις και τις περιόδους υπερπαραγωγής , να καρπώνονται πρόσθετα κέρδη πάνω από το μέσο ποσοστό κέρδους, χάρη στην επιτυχή συμπίεση της ατομικής τιμής παραγωγής των εμπορευμάτων τους κάτω από το επίπεδο της αντίστοιχης κοινωνικής τιμής παραγωγής. Ο ακαδημαϊκός μαρξισμός δηλ., μολονότι ισχυρίζεται ότι ακολουθεί τη μαρξική ορολογία για τα μονοπώλια41, εξισώνει, τα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια με τα τεχνητά μονοπώλια, τα οποία πολλές φορές αναφέρει ο Μαρξ στο Κεφάλαιο.
Τα κατά Μαρξ, όμως, τεχνητά μονοπώλια , όπως ήδη επισημάναμε, ταυτίζονται με τα τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, και μπορούν όχι μόνο να συμπιέσουν την τιμή πώλησης των εμπορευμάτων τους κάτω από την αγοραία τους αξία, αλλά και να υψώσουν την τιμή πώλησης των εμπορευμάτων που πουλάν πάνω από την αξία και την τιμή παραγωγής αυτών των εμπορευμάτων. Άρα, ο ακαδημαϊκός μαρξισμός, παρά τις υποσχέσεις του, αποδίδει στην οριστέα έννοια «τεχνητά μονοπώλια» ιδιότητες και γνωρίσματα που δεν της τα αποδίδει ο Μαρξ. Αυτή η υποκατάσταση, φυσικά, δεν είναι άσχετη με την πλήρη αποσιώπηση του γεγονότος ότι η μαρξική θεωρία αναφέρεται στην ύπαρξη μονοπωλίων φυσικών και τεχνητών που χαρακτηρίζονται από την ικανότητα τους να επιβάλλουν μονοπωλιακές τιμές ανώτερες από την αξία και από τις τιμές παραγωγής των εμπορευμάτων τους. Η αισθητική χειρουργική του ακαδημαϊκού μαρξισμού όχι μόνο δεν ανέχεται οποιαδήποτε σκέψη για δυνατότητα γήρανσης της καπιταλιστικής παραγωγής, αλλά δε θέλει να συνειδητοποιήσει ούτε τις τοπικές αισθητικές ατέλειες που παρουσιάζει από γεννησιμιού του το αγέραστο πρόσωπο της άσπονδης φίλης του.
Τελικά, για να κατανοήσουμε πέρα από κάθε αμφιβολία τι εννοεί ο Μαρξ, όταν αναφέρεται σε τεχνητά και φυσικά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης, θα πρέπει να ανατρέξουμε στις πηγές της ορολογίας του, στους προδρόμους του οικονομολόγους, από τους οποίους άντλησε και τη σχετική ορολογία, επιφέροντας βέβαια στο περιεχόμενο των όρων τις αναγκαίες τροποποιήσεις, που επέβαλλε η δική του αντίληψη των πραγμάτων. Και πρώτα πρώτα θα δούμε τις απόψεις του Άνταμ Σμιθ για τις μονοπωλιακές τιμές και τα είδη των μονοπωλίων που τις καθιστούν εφικτές, διότι, καθώς φαίνεται, σε αυτόν τελικά ανάγεται η μαρξική διαίρεση των μονοπωλίων σε τυχαία μονοπώλια, καθώς επίσης και σε φυσικά και τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης. Η παραπέρα συνεισφορά του Μαρξ στη θεωρία των μονοπωλίων είναι ότι σε αυτά τα ήδη γνωστά είδη των ατομικών/ συλλογικών μονοπωλίων πρόσθεσε τα ταξικά μονοπώλια ( μονοπώλιο της γαιοκτησίας , μονοπώλιο του κεφαλαίου), και μετέταξε ένα υποείδος των τυχαίων μονοπωλίων του Σμιθ στην από τον ίδιο το Μαρξ δημιουργημένη κατηγορία των φυσικών μονοπωλίων.
Πράγματι, ο Άνταμ Σμιθ, ο γίγαντας αυτός του φιλελευθερισμού και της κλασικής πολιτικής οικονομίας, στο έργο του Ο πλούτος των εθνών εξετάζοντας τους λόγους για τους οποίους η αγοραία τιμή ενός εμπορεύματος μπορεί να παρουσιάζει μια σημαντική και μακρόχρονη διακύμανση πάνω από τη φυσική τιμή του ( με μαρξικούς όρους πάνω από την αγοραία τιμή ή από την τιμή παραγωγής του) επισημαίνει ότι αυτό συμβαίνει είτε στη βάση τυχαίων παραγόντων είτε από φυσικές αιτίες είτε εξαιτίας οικονομικοπολιτικών επεμβάσεων. Και στους τυχαίους παράγοντες συγκαταλέγει όχι μόνο τα εμπορικά μυστικά αλλά και τα μυστικά της παραγωγής, όπως το μυστικό παρασκευής μιας φτηνότερης βαφής από ένα βαφέα, το οποίο του επιτρέπει να απολαμβάνει τα πρόσθετα κέρδη από την υψηλή φυσική τιμή του εμπορεύματος του. Στις φυσικές αιτίες περιλαμβάνει τις αποκλειστικές ιδιότητες του εδάφους και της περιοχής που απαιτούνται για την καλλιέργεια μεμονωμένων προϊόντων της φύσης, όπως κάποιων εκλεκτών γαλλικών αμπελώνων που παράγουν κρασιά ανεκτίμητης αξίας. Τέλος, οι κοινωνικοπολιτικοί λόγοι δημιουργούν τις εμπορικές εταιρείες-μονοπώλια και τα μονοπώλια των συντεχνιών, οι οποίες με τους κανονισμούς τους περιορίζουν τον ελεύθερο συναγωνισμό και ξεστρατίζουν την απασχόληση σε αφύσικες κατευθύνσεις ,δημιουργώντας τεχνητούς θεσμούς,- στην περίπτωση μας τεχνητά μονοπώ-λια( kunstliche monopole)42
Και kunstlich στα γερμανικά σημαίνει αφύσικος, συνθετικός, απομιμού-μενος φυσικές διεργασίες, πεπλασμένος, πεποιημένος, περίτεχνος, επιτηδευμένος, τεχνητός, ψεύτικος, ψευδής κλπ. Σε καμιά περίπτωση όμως το επίθετο kunstlich δε σημαίνει τεχνικός ή τεχνολογικός, όπως αφήνουν να εξυπο-νοηθεί οι ελεάτες μας, όταν ταυτίζουν τις τεχνικά και παραγωγικά πρωτοπό-ρες επιχειρήσεις με τα τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης- τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά rechtliche monopole σύμφωνα με τη σημερινή ορολογία, δηλ. με νόμο θεσμισμένα μονοπώλια.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι χρησιμοποιούμε τη γερμανική και όχι την ελληνική μετάφραση του Πλούτου των εθνών. Η ελληνική μετάφραση, μεταφράζοντας κατά γράμμα τον αγγλικό όρο της εποχής του Σμιθ για τις κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομική ζωή οι οποίες δημιουργούν τα τεχνητά μονοπώλια, αποδίδει στα ελληνικά το σχετικό αγγλικό όρο με την παραπλανητική για το σημερινό αναγνώστη έκφραση «συγκεκριμένες αστυνομικές ρυθμίσεις»43 Αντίθετα, ο γερμανός μεταφραστής, που είναι εξοικειωμένος με την ορολογία της εποχής του Σμιθ, λόγω π.χ. της υιοθέτησης της από το Χέ-γκελ,44 μεταφράζει σύμφωνα με το πνεύμα του κειμένου και αποδίδει το σχετικό όρο με την περίφραση wirtschaftspolitische Eingriffe, οικονομικοπολιτικές παρεμβάσεις
Κατά της άποψης των ελεατών μας ότι τα kunstliche Monopole πρέπει να ταυτιστούν με τα μονοπώλια της τεχνικής και της τεχνολογίας, μαρτυρεί και το γεγονός ότι ο Άνταμ Σμιθ, ο κλασικός οικονομολόγος που εισηγήθηκε αυτή τη διαίρεση των μονοπωλίων σε τυχαία, φυσικά και τεχνητά, έκανε αυτή τη διάκριση των μονοπωλίων ακολουθώντας τον πνευματικό συρμό της εποχής του, η οποία γενικά διακρίνει τους ανθρώπινους θεσμούς σε τεχνητούς και φυσικούς - όπως μας βεβαιώνει και η επιστήμη της ιστορίας των οικονομικών θεωριών και διάφορα αποσπάσματα του Πλούτου των εθνών, καθώς και σχετικά παράλληλα χωρία του Μαρξ, αντλημένα από την Αθλιότητα της φιλοσοφίας.
Ειδικότερον , προκειμένου περί της επεμβάσεως του κράτους προς την οι-κονομίαν του τόπου, υπάρχουν δύο τρόποι ενεργείας , εις ούτως ειπείν φυσικός και εις τεχνητός. Ο πρώτος είναι εκείνος, κατά τον οποίον έκαστον άτο-μον αφίεται ελεύθερον, όπως αναζήτηση και ανεύρη την επωφελεστέραν δια τα οικονομικά του συμφέροντα του κατεύθυνσιν* ο δεύτερος προϋποθέτει, αντιθέτως, την εις την οικονομικήν ζωήν επέμβασιν της πολιτείας, επιβαλλούσης διαφόρους περιορισμούς εις την ατομικήν δράσιν.45
Αν εγκαταλειφτούν όλα τα συστήματα της εύνοιας και των περιορισμών, τότε δημιουργείται εντελώς από μόνο του το συνετό και απλό σύστημα της φυσικής ελευθερίας. Εφόσον το μεμονωμένο άτομο δεν παραβιάζει τους νόμους, του παραχωρείται πλήρης ελευθερία, για να μπορεί με τον τρόπο του να επιδιώξει το ιδιαίτερο του συμφέρον και για να μπορεί να αναπτύξει ή να διαθέσει και την επαγγελματική του φιλοπονία και το κεφάλαιο του στο συναγωνισμό με κάθε άλλον άνθρωπο ή με κάθε άλλη επαγγελματική/ νομική τάξη (8ΐαηά). Ο ηγεμόνας απαλλάσσεται έτσι πλήρως από ένα καθήκον, κατά την εκτέλεση του οποίου πρέπει διαρκώς να είναι εκτεθειμένος σε αναρίθμητες πλάνες, και για την εκτέλεση του οποίου δε θα μπορούσε ποτέ να επαρκέσει καμιά ανθρώπινη σοφία ή γνώση, δηλ. απαλλάσσεται από την εκπλήρωση του καθήκοντος ή της αποστολής να επιβλέπει τις οικονομικές ασχολίες των ιδιωτών και να τις κατευθύνει στους κλάδους της οικονομίας που είναι πιο επωφελείς για τη χώρα.46

Die Okonomen verfahren auf eine sonderbare Art. Es gibt fur sie nur zwei Arten von Institutionen, kunstliche und naturliche. Die Institutionen des Feudalismus sind kunstliche Institutionen, die der Bourgeoisie naturliche.  Οι
οικονομολόγοι έχουν έναν ξεχωριστό τρόπο ενέργειας. Για του οικονομολόγους δεν υπάρχουν παρά μονάχα δυο λογιών θεσμοί, οι τεχνητοί κι οι φυσικοί. Οι φεουδαρχικοί θεσμοί είναι τεχνητοί, ενώ οι θεσμοί της αστικής τάξης είναι φυσικοί.47
Herr Rossi, den Herr Proudhon wiedrholt mit Bezug auf das Monopol zitiert, scheint den synthetischen Charakter des burgelichen Monopols besser ergaBt zu habem. In seinem "Cours d'economie politique." unterscheidet er zwischen kunstlichem und naturlichem Monopol. Die feudalen Monopole, erklart er, sind kunstliche, das heiBt willkurliche; die burgelichen Monopole sind naturliche, das heiBt rationelle.  Ο κύριος Ρόσι, που ο κ. Προυντόν τον αναφέρει πολλές φορές στο θέμα του μονοπωλίου, φαίνεται να κατάλαβε καλύτερα το συνθετικό χαρακτήρα του αστικού μονοπωλίου. Στο έργο του Μαθήματα πολιτικής οικονομίας, κάνει διάκριση ανάμεσα στα τεχνητά και τα φυσικά μονοπώλια. Τα μονοπώλια στο φεουδαρχικό σύστημα, λέει, είναι τεχνητά , δηλ. αυθαίρετα. Τα αστικά μονοπώλια είναι φυσικά, δηλ λογικά^.
Ας δούμε, τώρα, τι συνάγεται από τα παραπάνω αποσπάσματα: Και τα τρία μάς διαβεβαιώνουν με μια φωνή ότι τεχνητά μονοπώλια με τη συνηθισμένη έννοια της λέξης αποκλείεται να είναι τα τεχνικά ή τα τεχνολογικά μονοπώλια. Μας πληροφορούν, επίσης, ότι τα τεχνητά μονοπώλια ταυτίζονται χοντρικά από τους προ του Μαρξ οικονομολόγους με τα μονοπώλια του φεουδαρχικού συστήματος και με τα μονοπώλια που προκύπτουν από την επέμβαση του κράτους στην οικονομική ζωή, επέμβαση που παραβιάζει τη φυσική, δηλ. τη λογική και αιώνια τάξη της οικονομικής ζωής. Ειδικά ο Ρόσι εισάγει τον όρο φυσικά μονοπώλια, για να χαρακτηρίσει τα αστικά μονοπώλια, δηλ. τα μονοπώλια εκείνα τα οποία, κατά την ορθή άποψη του Προυντόν που την επιδοκιμάζει και ο Μαρξ, δημιουργούνται από το συναγωνισμό και μπορούν να διατηρηθούν μόνον περνώντας αδιάκοπα μέσα απ' την πάλη του συναγωνισμού49. Βλέπουμε δηλ. ότι ο Μαρξ ακολουθεί μάλλον το Ρόσι, όταν αναφέρεται στα φυσικά μονοπώλια που προκύπτουν από τον ίδιο τον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, ως καρπός του ελεύθερου ανταγωνισμού, χωρίς ποτέ η δαμόκλειο σπάθη του ανταγωνισμού να πάψει να τα απειλεί. Ο Ρόσι, επίσης, χρησιμοποιεί και τον όρο τεχνητά μονοπώλια , για να κατονομάσει τα μονοπώλια που, σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ, γεννιούνται από τις οικονομικοπολιτικές επεμβάσεις την περίοδο της φεουδαρχίας. Και πιο κάτω , ο Άνταμ Σμιθ συστήνει την εγκατάλειψη όλων των συστημάτων της εύνοιας και των περιορισμών, δηλ. όλων των επεμβάσεων του κράτους στην οικονομία, για χάρη του συστήματος της φυσικής ελευθερίας, δηλ. για χάρη της επαγγελματικής ελευθερίας και της ελευθερίας μετακίνησης κεφαλαίων μέσα σε ένα περιβάλλον ελεύθερου ανταγωνισμού. Τέλος, αν αναζητήσουμε μέσα στον Πλούτο των εθνών πώς επενέβαινε το κράτος της εποχής του Σμιθ στην οικονομική ζωή , θα δούμε ότι θέσπιζε εμπορικά και παραγωγικά μονοπώλια ή διατηρούσε σε ισχύ τους φεουδαρχικούς περιορισμούς του ανταγωνισμού μέσα στις συντεχνίες κλπ. Από όλα τα στοιχεία δηλ. επιβεβαιώνεται η άποψη ότι τα τεχνητά μονοπώλια είναι τα από την πολιτική εξουσία, δια νόμου, θεσμισμένα μονοπώλια και όχι τα τεχνικά ή τεχνολογικά μονοπώλια, όπως ισχυρίζεται ο ακαδημαϊκός μαρξισμός.
Και φυσικά πρέπει να απορριφτεί ο ισχυρισμός τόσο του σοβιετικού όσο και του ακαδημαϊκού μαρξισμού ότι οι επιχειρήσεις που χαρακτηρίζονται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης πρέπει, και κατά το Μαρξ, να καταταγούν στα τεχνητά μονοπώλια.50 Οι επιχειρήσεις αυτές, στο βαθμό που τείνουν προς τη μονοπώληση ή την ολιγοπώληση ενός κλάδου, πρέπει να καταταχτούν στα κατά Μαρξ φυσικά μονοπώλια, όπως συνάγεται και από το μαρξικό ορισμό αυτών των μονοπωλίων ( μονοπώλια γεννημένα από τον ίδιο τον καπιταλισμό) και από την ιστορική τάση της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης- αλλά και από πάμπολλα άλλα σημεία του μαρξικού έργου, στα οποία από πολύ νωρίς, από την εποχή του νεαρού Μαρξ, επισημαίνεται η τάση του ελεύθερου ανταγωνισμού να οδηγεί στο μονοπώλιο μέσα από τη διαδικασία της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης της παραγωγής.
Για να τεκμηριώσουμε αυτή μας την άποψη, παραθέσαμε ήδη σχετικά χωρία από την Αθλιότητα της φιλοσοφίας. Θα κλείσουμε αυτό το θέμα, παραθέτοντας άλλο ένα χωρίο από το δεύτερο τόμο του Κεφαλαίου: Όσο μεγαλύτερες είναι οι διαταραχές (των αξιακών σχέσεων στη διαδικασία κύκλισης των κεφαλαίων), τόσο μεγαλύτερο χρηματικό κεφάλαιο πρέπει να κατέχει ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης, για να μπορεί να περιμένει ως την ισοφάριση των διαταραχών. Και, επειδή στην πορεία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής διευρύνεται η κλίμακα κάθε ατομικού προτσές παραγωγής και μαζί του αυξάνει και το ελάχιστο μέγεθος του κεφαλαίου που πρέπει να προκαταβάλλεται, το γεγονός αυτό προστίθεται στα άλλα γεγονότα που μετατρέπουν ολοένα και περισσότερο τη λειτουργία του βιομηχάνου κεφαλαιοκράτη σε μονοπώλιο μεγάλων κεφαλαιοκρατών του χρήματος, ατομικών ή συνεταιρισμένων51.