Η συνδικαλιστική πάλη μπροστά σε νέες προκλήσεις

του Δημήτρη Κατσιμάρδου

 

Η εργατική τάξη βρέθηκε τον τελευταίο καιρό για μια ακόμη φορά αντιμέτωπη με τις επιλογές του κεφαλαίου και τις πολιτικές των κυβερνήσεων που τις στηρίζουν. Οι μισθωτοί στη Χαρτ Ελλάς, στου Φυρογένη ή στον όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ γνώρισαν στο πετσί τους τα «αγαθά» της αναδιάρθρωσης της παραγωγής, του κλεισίματος εργοστασίων και της μεταφοράς της παραγωγής στις γειτονικές βαλκανικές χώρες. Οι καπιταλιστές της χώρας μας ωθούμενοι από την οσμή του κέρδους έστρεψαν την τελευταία δεκαετία την προσοχή τους προς τις γειτονικές χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους όπου βρίσκουν το εμπόρευμα εργατική δύναμη σε εξευτελιστικές τιμές. Τεράστια κέρδη αποκομίζουν οι Έλληνες ιμπεριαλιστές με την εξαγωγή του κεφαλαίου τους στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη, εκμεταλλευόμενοι τους λαούς της περιοχής. Αδιαφορούν φυσικά παντελώς για το πέταγμα στο δρόμο και στην ανεργία χιλιάδων εργατών στις επιχειρήσεις που κλείνουν για να μεταφερθούν στο εξωτερικό. Το κεφάλαιο δεν έχει πατρίδα, πατρίδα του είναι το κέρδος.

Το κωμικό αν όχι τραγικό στην όλη υπόθεση είναι ότι οι Έλληνες εργαζόμενοι πληρώνουν και από πάνω για τη μεταφορά παραγωγικών μονάδων στο εξωτερικό. Το ελληνικό κράτος (με τα λεφτά δηλαδή του κοσμάκη) επιδοτεί αδρά αυτήν την εξαγωγή κεφαλαίου. Πληρώνουμε δηλαδή και από πάνω για την απώλεια θέσεων εργασίας και για το πέταγμά μας κατά χιλιάδες στην ανεργία και στη φτώχια.

Οι καπιταλιστές και οι ιδεολογικοί τους εκπρόσωποι θεωρούν την «επέκταση εκτός των ελληνικών συνόρων» στρατηγικής σημασίας επιλογή, τη θεωρούν μονόδρομο που επιβάλλεται για όλες τις ελληνικές επιχειρήσεις που θέλουν να εξασφαλίσουν τη μελλοντική τους ανάπτυξη, όπως λένε. Απέναντι στους διαμαρτυρόμενους μισθωτούς σκλάβους αντιτείνουν ότι μόνο αυτή η επιλογή έχει μέλλον και μπορεί να βελτιώσει και τη δική τους θέση.

Απ’ την άλλη δεν παραλείπουν να καλλιεργούν το ρατσισμό και τη ξενοφοβία, ρίχνοντας το ανάθεμα στους αλλοδαπούς συναδέλφους μας που η ίδια η πολιτική του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού τους ξερίζωσε από τον τόπο τους και τους ανάγκασε να μεταναστεύσουν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Είναι ολοφάνερη η προσπάθειά τους να διασπάσουν την ενότητα της εργατικής τάξης για να επιβάλουν τα συμφέροντά τους, την ανεμπόδιστη κερδοφορία του κεφαλαίου τους.

Και σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, από κοντά και οι διάφοροι μικροαστοί κονδυλοφόροι που μέσα στην τυφλαμάρα τους όλα αυτά τα χαρακτηρίζουν αποβιομηχάνιση, αρνούνται να δουν τις εξελίξεις και τείνουν να χαρακτηρίζουν τον καπιταλισμό της Ελλάδας περίπου ως τριτοκοσμικό και να εξηγούν τα δεινά της εργατικής τάξης και των εργαζομένων της χώρας όχι με βάση το σύγχρονο επίπεδο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού που έφτασε στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, αλλά με βάση κάποιον ανύπαρκτο ψωφοδεή, υπανάπτυκτο και καθυστερημένο καπιταλισμό. Τίποτα φυσικά δεν θέλουν να ακούσουν περί ελληνικού ιμπεριαλισμού μιας και την έννοια ιμπεριαλισμός την έχουν ταυτίσει με την αρπαχτική πολιτική των μεγάλων δυνάμεων που διαθέτουν και την ανάλογη δύναμη και στρατιωτική ισχύ για αρπαγές, διαστρεβλώνοντας ή αγνοώντας τη λενινιστική ανάλυση του ιμπεριαλισμού.

Δεν τους συγκινεί και μάλλον θεωρούν αμελητέα ποσότητα το γεγονός, ότι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στο χρηματοπιστωτικό τομέα π.χ. στα Βαλκάνια είναι οι ελληνικές τράπεζες που έχουν επενδύσει κεφάλαια άνω του 1 δις Ευρώ. Αυτές οι τράπεζες ακολούθησαν φυσικά τους πάσης φύσης επιχειρηματίες (βιομηχανικές-εμπορικές κ.ά. επιχειρήσεις) που χρηματοδότησαν τις δραστηριότητές τους, τις επιχειρήσεις τους και τις θυγατρικές τους.

Αλλά αυτό είναι το χρηματιστικό κεφάλαιο ελληνικών συμφερόντων, το χρηματιστικό κεφάλαιο της Ελλάδας, βασικό γνώρισμα του ελληνικού ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού. Σε 13 δις Ευρώ (4,5 τρις δραχμές) εκτιμάται σήμερα η παρουσία του ελληνικού κεφαλαίου μόνο στις Βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία – Ρουμανία – Αλβανία – Δημοκρατία Μακεδονίας – Σερβία). Υπάρχει βέβαια εξαγωγή κεφαλαίου και επιχειρηματική δραστηριότητα στην Τουρκία, στη Ρωσία, στις πρώην χώρες της Σοβιετικής Ένωσης και της Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες (Γερμανία – Αγγλία – ΗΠΑ) και αλλού.

Γίνεται φανερό ότι το ελληνικό εργατικό κίνημα βρίσκεται μπροστά σε νέα καθήκοντα στην αντιμετώπιση των επιθέσεων του κεφαλαίου. Βρίσκεται μπροστά σε νέα προβλήματα και προκλήσεις και απαιτείται ένας επαναστατικός αναπροσανατολισμός του.

Τον ιμπεριαλισμό δεν χρειάζεται να τον ψάξει κάπου στις μακρινές χώρες. Βρίσκεται δίπλα του. Τον βλέπει καθημερινά. Είναι οι ελληνικοί μονοπωλιακοί όμιλοι της χρηματιστικής ολιγαρχίας, είτε αυτοί λέγονται Εθνική Τράπεζα, Alpha Bank, Eurobank, είτε Coca-Cola 3E, ΒΙΟΧΑΛΚΟ, Πετζετάκις, Μαΐλης, ΤΙΤΑΝ, Κλωνατέξ κλπ. σε πλήρη σύμπλευση με το ελληνικό αστικό κράτος.

Τι επιπτώσεις έχουν όλα αυτά στην εργατική τάξη της χώρας μας και στη στρατηγική και τακτική του εργατικού κινήματος; Τι νέα καθήκοντα βάζει αυτή η κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα και στην τακτική του στη πάλη για την υπεράσπιση και διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών;

Θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας στον όμιλο ΚΛΩΝΑΤΕΞ και στα Κλωστήρια Ναούσης που αποτελούν χαρακτηριστικό δείγμα για όλες τις άλλες περιπτώσεις. Για ένα και πάνω χρόνο οι εργαζόμενοι πάλευαν ενάντια στις επιλογές του ομίλου για να μη χάσουν τις θέσεις εργασίας τους. Τι διδάγματα βγαίνουν απ’ αυτή τη πάλη; Ποια είναι τα κατάλληλα αιτήματα και μορφές πάλης του συνδικαλιστικού και εργατικού κινήματος σε ανάλογες περιπτώσεις;

Ο Όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ

Τα κλωστήρια Ναούσης του Λαναρά είναι μια από τις αρχαιότες κλωστοϋφαντουργικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Γνώρισε ιδιαίτερη ανάπτυξη στη δεκαετία του ΄90, όπου κέρδισε ένα μεγάλο κομμάτι από την παραγωγή και το εμπόριο κλωστοϋφαντουργικών προϊόντων που δημιούργησε η διάλυση του ΟΑΕ (Οργανισμός Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων).

Προχώρησε σταδιακά στην συγχώνευση και εξαγορά επιχειρήσεων, όπως τα «Θρακικά Εκκοκιστήρια» που δραστηριοποιούνται στον εκκοκισμό και το εμπόριο βάμβακος, την «Ολυμπιακή Κλωστοϋφαντουργία», τα «Κλωστήρια Ροδόπης», τα «Κλωστήρια Μαρώνειας», τη «Δούδος», «Fanco», «Oto Έβρος» που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή νημάτων και την «Βερλάν», «Τρικολάν», «Gallop», «Γιανούσης», «Fancy» που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή υφασμάτων και ετοίμων ενδυμάτων.

Έτσι δημιουργήθηκε ο όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ, ένας καθετοποιημένος μονοπωλιακός όμιλος στην κλωστοϋφαντουργία που ξεκινάει από την επεξεργασία της πρώτης ύλης, το βαμβάκι και καταλήγει στην κατασκευή και στο εμπόριο ετοίμων ενδυμάτων. Η δραστηριότητα του ομίλου δεν περιορίζεται μόνο στην κλωστοϋφαντουργία και την ένδυση αλλά επεκτείνεται και σε άλλους τομείς, όπως στη σταθερή τηλεφωνία με την εταιρεία ΛΑΝΙΕ, στη ναυτιλία με την εταιρεία TRAGA FINANCE S.A. και στον τουρισμό με την εταιρεία ΑΛΝΤΕΜΑΡ Α.Ξ.Τ.Ε. που διαθέτει έξι ξενοδοχειακές μονάδες υπερπολυτελείας στη Χερσόνησο της Κρήτης, τη Ρόδο και την Αρχαία Ολυμπία, δυναμικότητας 4.597 κλινών.

Ο όμιλος ΚΛΩΝΑΤΕΞ αξιοποιώντας τις συγκυρίες και την κατάσταση που δημιουργήθηκε στα Βαλκάνια μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και τις αντεπαναστατικές ανατροπές στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και των Βαλκανίων, έστρεψε γρήγορα την προσοχή του στις γειτονικές χώρες και προγραμμάτισε την παραπέρα ανάπτυξη του και τη μεγιστοποίηση των κερδών του θέτοντας υπό τον έλεγχό της το φτηνό εργατικό δυναμικό των γειτονικών χωρών. Σήμερα διαθέτει εργοστάσια στη Βουλγαρία, στην Αλβανία και στη Δημοκρατία της Μακεδονίας (Σκόπια), όπου απασχολούνται συνολικά πάνω από 2.500 εργάτες και υλοποιείται ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής του ομίλου.

Τόσο για τις εξαγορές, όσο και για τη μεταφορά και το κτίσιμο των εργοστασίων στις γειτονικές χώρες βρήκε την απλόχερη οικονομική ενίσχυση του ελληνικού κράτους. Τετρακόσια (400) εκατομμύρια Ευρώ (136 δις δρχ.) εισέρευσαν μέσω χρηματιστηρίου στο ταμείο του ομίλου Λαναρά από το 1999 έως το 2002 και 200 περίπου εκατομμύρια Ευρώ από τις Τράπεζες. Την πρώτη άντληση κεφαλαίων την έκαναν τα Κλωστήρια Ναούσης (41 δις δρχ. το 1999) από τα οποία 23,8 δις δρχ. διατέθηκαν για τις εξαγορές των «Fanco», «Δούδος», «Oto Έβρος» κλπ., 9,8 δις δρχ. για την αύξηση κεφαλαίου σε θυγατρικές και 9,8 δις δρχ. για μείωση δανεισμού καθώς και 306 εκατομμύρια για επενδύσεις στα Κλωστήρια Ναούσης. Αν στα παραπάνω ποσά προσθέσουμε και τις επιδοτήσεις από τα διάφορα προγράμματα της Ε.Ε. για την «ανάπτυξη των Βαλκανικών χωρών και των προβληματικών και υποβαθμισμένων περιοχών», τότε αντιλαμβανόμαστε για ποιο χορό εκατομμυρίων πρόκειται.

Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Σύνδεσμο Ένδυσης – Κλωστοϋφαντουργίας και με βάση τα στοιχεία πωλήσεων το 2002, οι εταιρείες ένδυσης του ομίλου Λαναρά βρίσκονταν ανάμεσα στις 611 μεγαλύτερες στον κόσμο και της Κλωστοϋφαντουργίας ανάμεσα στις 852 μεγαλύτερες. Δεν πρόκειται λοιπόν για κάποιον όμιλο εταιρειών που φυτοζωεί, αλλά για έναν εύρωστο μονοπωλιακό όμιλο.

Και όμως! Παρά την ευρωστία που παρουσιάζει ο όμιλός του, ο Λαναράς στις 7 Ιουλίου 2003 δηλώνει αδυναμία να τροφοδοτήσει τα Κλωστήρια Ναούσης με πρώτη ύλη, αδυναμία συνέχισης της ομαλής λειτουργίας τους λόγω έλλειψης ρευστότητας. Η ταυτόχρονη όμως εξαγορά της ΣΙΣΕΡ δείχνει ότι δεν πρόκειται περί αδυναμίας ρευστότητας αλλά περί ωμού εκβιασμού. Προσπαθεί να χρησιμοποιήσει τους εργάτες για να πετύχει νέα κρατικά προνόμια και καλύτερους όρους δανειοδότησης!

Οι εργαζόμενοι στα Κλωστήρια Ναούσης δεν έχουν άλλη επιλογή. Βγαίνουν στο δρόμο, οργανώνουν απεργίες, κινητοποιούνται, προχωρούν σε καταλήψεις εθνικών οδών. Διεκδικούν το δικαίωμα στη δουλειά και βρίσκουν συμπαραστάτες και συμμάχους ολόκληρη σχεδόν την κοινωνία της Νάουσας, τους εργάτες, τους αγρότες, τους μικροέμπορους, μικροβιοτέχνες και μικροεπαγγελματίες.

Στις 30 Σεπτεμβρίου 2003 άρχισε ο αγώνας τους, όταν η εργοδοσία ανακοίνωσε την απόλυση 9 εργαζομένων της Τρικολάν και συνεχίστηκε ως τις 20 Οκτωβρίου όταν οι απολύσεις ανακλήθηκαν. Ο μεγαλοβιομήχανος Λαναράς, ωστόσο, με τη μεταφορά εργαζομένων σε άλλα τμήματα της επιχείρησης δίνει το μήνυμα ότι σχεδιάζει το οριστικό κλείσιμο της «Τρικολάν».

Ο εκβιασμός του μεγαλοβιομήχανου θα συνεχιστεί στα Κλωστήρια Ναούσης. Από το Πάσχα του 2004 η τροφοδοσία του εργοστασίου με βαμβάκι αρχίζει να γίνεται με το σταγονόμετρο. Πιέζει μ’ αυτόν τον τρόπο τους εργαζόμενους να αποδεχτούν την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και ταυτόχρονα επιδιώκει να πετύχει, χρησιμοποιώντας τους ως μοχλό πίεσης, καλύτερους όρους κρατικής ενίσχυσης και δανειοδότησης.

Στις 7 Ιουλίου 2004 προχωρεί στην υποχρεωτική αδειοδότηση του προσωπικού λόγω «έλλειψης πρώτης ύλης» και η υποχρεωτική άδεια θα διαρκέσει ως τις 24 Αυγούστου 2004. Στις 50 αυτές μέρες ώσπου να αρχίσει η τροφοδοσία με βαμβάκι και να αρχίσει ξανά η παραγωγή, οι εργαζόμενοι με διαρκείς διαδηλώσεις και καταλήψεις διεκδικούσαν αγωνιστικά το δικαίωμά τους στη δουλειά.

Στις 19 Αυγούστου 2004 ο μεγαλοβιομήχανος πετυχαίνει ομολογιακό δάνειο 23 εκατομμυρίων Ευρώ 5ετούς διάρκειας. Λίγο αργότερα στις 16 Σεπτεμβρίου 2004 η ΚΛΩΝΑΤΕΞ ανακοινώνει το κλείσιμο της «Τρικολά», γεγονός που δείχνει ότι το κλείσιμο ήταν προαποφασισμένο από καιρό.

Είχε προηγηθεί η απόλυση 50 εργαζομένων της Καλτσοποιΐας kNITMASTEP στο Βαθύ Αυλίδας και η μεταφορά του εξοπλισμού στη Σίσσερ Παλλάς στην Κομοτηνή.

Η στάση του συνδικαλιστικού κινήματος

Όλα αυτά τα νέα δεδομένα βάζουν τους εργαζόμενους και τα συνδικάτα τους μπροστά σε νέα προβλήματα, τους φέρνουν αντιμέτωπους με νέες προκλήσεις.

Πώς θα αντιπαλέψουν αυτή την κατάσταση; Πώς θα διαφυλάξουν τις θέσεις εργασίας τους; Πώς, με ποια αιτήματα και με ποιες μορφές πάλης θα υπερασπιστούν το δικαίωμά τους στη δουλειά, θα διατηρήσουν και θα βελτιώσουν το βιοτικό τους επίπεδο και τα κοινωνικά και δημοκρατικά τους δικαιώματα και ελευθερίες; Πώς δεν θα μετατραπούν σε μοχλό πίεσης προς τις κυβερνήσεις για να αποσπάσουν οι μεγαλοκαρχαρίες καπιταλιστές ευνοϊκά δάνεια, νέες επιδοτήσεις και επιπλέον προνόμια; Αυτό δεν αποτελεί ένα υποθετικό ερώτημα ούτε κάποιο φανταστικό σενάριο. Θυμίζουμε ότι πολλές φορές στο παρελθόν οι εργαζόμενοι και τα συνδικάτα τους είχαν μετατραπεί σε μοχλούς πίεσης για ευνοϊκή μεταχείριση των εκμεταλλευτών τους από το κράτος προκειμένου να μην κλείσει τούτο ή το άλλο εργοστάσιο και χάσουν τη δουλειά τους. Φυσικά αυτή η πρακτική δεν μπορεί να αναβιώσει και αυτό το καταλαβαίνουν όλοι. Δεν μπορεί να επαναληφθεί στις σημερινές συνθήκες η αμαρτωλή ιστορία των προβληματικών όπου οι καπιταλιστές τσέπωσαν αμύθητα ποσά, επιβραβευόμενοι για τη ρεμούλα και για το γεγονός ότι οδήγησαν τις επιχειρήσεις τους στη χρεοκοπία. Και όλα αυτά όχι μόνο γιατί δεν τα θέλουν πλέον και δεν πρέπει να τα θέλουν οι εργάτες αλλά και γιατί δεν τα θέλει πλέον ο ίδιος ο καπιταλισμός.

Πώς θα σταματήσουμε, λοιπόν, το κλείσιμο επιχειρήσεων; Πώς θα αποτρέψουμε τη μεταφορά παραγωγικών μονάδων στις γειτονικές χώρες χαμηλού εργασιακού κόστους;

Οι καπιταλιστές, το κράτος τους, όλοι οι πολιτικοί, ιδεολογικοί και άλλοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου μας καλούν να περιορίσουμε τις απαιτήσεις μας, να δουλεύουμε περισσότερο για να σωθούν οι επιχειρήσεις, ώστε να μη χάσουμε τη δουλειά μας. Μας καλούν να συμβάλουμε στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, γιατί δήθεν δεν μπορεί να γίνει αλλιώς στην εποχή της παγκοσμιοποίησης.

Δεν χωράει καμμιά αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε τεράστιες δυσκολίες και η ανάπτυξη αποτελεσματικών αγώνων δεν είναι ούτε εύκολη, ούτε αυτονόητη.

Το συνδικαλιστικό κίνημα στο σύνολό του στέκει μάλλον αμήχανο μπροστά στις νέες προκλήσεις και όσο επιμένει σε παλιές πρακτικές τίποτε δεν πρόκειται να προωθήσει. Φυσικά όλοι τάσσονται υπέρ των δίκαιων αιτημάτων των απειλούμενων εργαζομένων, δεν λείπουν οι διακηρύξεις συμπάθειας προς τους αγωνιζομένους. Αλλά αυτό από μόνο του δεν αρκεί.

Οι συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες των ανώτατων συνδικαλιστικών φορέων και οι ομοϊδεάτες τους στα κατώτερα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος τίποτα δεν μπορούν να προσφέρουν και στις περισσότερες περιπτώσεις η δράση τους μάλλον τους καπιταλιστές παρά τους εργάτες ευνοεί.

Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες π.χ. στον κλάδο της Κλωστοϋφαντουργίας που ελέγχονται από το ΠΑΜΕ, επίσης τίποτα το πρωτοποριακό δεν μπορούν να προσφέρουν στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων και στην επεξεργασία νέων κατάλληλων αιτημάτων που να ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Εκείνο που τους διαφοροποιεί από τους προηγούμενους είναι η δεδομένη αγωνιστικότητά τους που όμως, όταν κινείται στα τυφλά, δεν μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα.

Αφού επί δύο δεκαετίες επιδόθηκαν σε μια ακατάσχετη αναπτυξιολογία, προτείνοντας εθνικούς φορείς και κλαδικές πολιτικές, συσκοτίζοντας την ταξική συνείδηση των εργατών του κλάδου μιας και οι προτάσεις τους υπόσχονταν λύσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού, τώρα εγκατέλειψαν αυτή την αδιέξοδη και αποπροσανατολιστική τακτική. Την αντικατέστησαν όμως με μια νέα δοξασία, υποσχόμενοι λύσεις των προβλημάτων των εργατών στη λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία, που όμως δεν γίνεται προς όλους ξεκάθαρο αν πρόκειται για μια εξουσία και μια οικονομία μετά την ανατροπή του καπιταλισμού ή στα πλαίσια του. Αφήνουν μάλιστα στους συμμάχους τους τη δυνατότητα να έχουν τη δική τους αντίληψη γι’ αυτό το πολύ βασικό ζήτημα. Και φυσικά το βασικότερο, αυτή τους τη μελλοντική πρόταση δεν φροντίζουν να την κάνουν πρακτικά αιτήματα του κινήματος στο σήμερα.

Τι πρέπει, λοιπόν, να κάνουμε;

Σήμερα οι εργάτες, τα συνδικάτα, η Αριστερά, πρέπει να αναπροσανατολίσουμε πλήρως την πρακτική μας, να εγκαταλείψουμε τον παλιό και να δράσουμε με νέο, με επαναστατικό τρόπο. Η κατανόηση του γεγονότος ότι τα προβλήματα της εργατικής τάξης δεν μπορούν να λυθούν στο πλαίσιο του καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε την πάλη για τα καθημερινά ζητήματα και να φιλολογούμε για τη λύση τους στη λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία ή στη δικτατορία του προλεταριάτου.

Και είναι βέβαια γεγονός αδιαμφισβήτητο ότι τα προβλήματα των εργαζομένων δεν μπορούν να λυθούν στον καπιταλισμό, η λύση τους απαιτεί την ανατροπή του και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου ως αναγκαίο μεταβατικό πέρασμα προς το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

Είναι γεγονός ότι δεν μπορούμε να αποτρέψουμε πάντα το κλείσιμο των επιχειρήσεων. Όσο θα έρχονται στη χώρα φθηνότερα εμπορεύματα δεν γίνεται να συνεχίσουν τα εργοστάσια να παράγουν προϊόντα που μπορούν να εισαχθούν με μικρότερο κόστος. Αυτός είναι ο καπιταλισμός. Εθνικές επιδοτήσεις και εθνική κρατική προστασία της εγχώριας παραγωγής στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού είναι ανέφικτες.

Οι μικρές επιχειρήσεις δεν μπορούν έτσι κι αλλιώς να επιζήσουν λόγω του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Η μοίρα τους είναι να καταστραφούν, να κλείσουν και οι εργαζόμενοι σ’ αυτές να πυκνώσουν τις γραμμές των ανέργων. Αλλά δεν είναι δουλειά της εργατικής τάξης και των συνδικαλιστικών και πολιτικών φορέων της να οργανώσουν τον αγώνα για τη σωτηρία τους. Τον αγώνα για το δικαίωμα στη δουλειά πρέπει να οργανώσουν και να τον κάνουν αποτελεσματικό.

Στο κάτω-κάτω δεν αποτελεί ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης να διασώσει τη μικρή ιδιοκτησία έναντι της μεγάλης. Ιστορική της αποστολή είναι να καταργήσει κάθε ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και να τη μετασχηματίσει σε ιδιοκτησία κοινωνική, όπου οι παραγωγοί θα οργανώνουν από κοινού την παραγωγή στη βάση ενός κοινού σχεδίου με στόχο την ικανοποίηση των αναγκών όλων των μελών της κοινωνίας τους.

Τι να κάνουμε λοιπόν; Να συμβιβαστούμε με τη μοίρα μας όπως μας καλούν οι οπαδοί της «παγκοσμιοποίησης» και να σκύψουμε το κεφάλι;

Να εγκαταλείψουμε κάθε αγωνιστική προσπάθεια μιας και τίποτα δεν μπορεί να γίνει;

Να εγκαταλείψουμε τα συνδικάτα μιας και δεν μπορούν να διεκδικήσουν αποτελεσματικά και να αποσπάσουν κατακτήσεις;

Ή να καλέσουμε σε ένα αφηρημένο αγώνα για το σοσιαλισμό μιας και ο καπιταλισμός είναι ανίκανος να ικανοποιήσει τα αιτήματα και τις ανάγκες μας;

Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να κάνουμε, αλλά να επιμείνουμε στην οργάνωση των αγώνων σήμερα.

Αυτό που γνωρίζουν κάποιες πρωτοπορίες (ότι δηλαδή αιτία είναι ο καπιταλισμός) πρέπει να γίνουν γνώση των παλτιών μαζών της εργατικής τάξης, γιατί αυτές θα ανατρέψουν τον καπιταλισμό και όχι οι οποιεσδήποτε πρωτοπορίες. Χρέος των πρωτοποριών και μοναδική τους αποστολή είναι να συμβάλουν ώστε να καταστεί η εργατική τάξη ικανή για να ανατρέψει τον καπιταλισμό.

Γι’ αυτό οργάνωση τώρα του αγώνα για τα καθημερινά προβλήματα. Για την υπεράσπιση του βιοτικού επιπέδου, των κοινωνικών δικαιωμάτων και δημοκρατικών ελευθεριών. Όχι στο κλείσιμο των επιχειρήσεων. Όχι στη μεταφορά στο εξωτερικό παραγωγικών μονάδων. Δουλειά για όλους! Και όλα αυτά να τα μπολιάσουμε με το στόχο της ανατροπής που πρέπει να πάψει να αποτελεί απλά μια ανέξοδη διακήρυξη αλλά να γίνει πρακτικά αιτήματα του κινήματος, αιτήματα που θα δείχνουν το μέλλον του εργάτη και θα τον βοηθούν να συνειδητοποιήσει την κατάστασή του και το ρόλο του ως ανατροπέα.

Ένα τέτοιο αίτημα θα μπορούσε να είναι το ξεχασμένο επί δεκαετίες από το κομμουνιστικό κίνημα επαναστατικό αίτημα για τον εργατικό έλεγχο της παραγωγής. Εργατικός έλεγχος όχι με την διαστρεβλωμένη και εκφυλισμένη έννοια που έδωσε σ’ αυτό ο ρεφορμισμός. Όχι ως ρεφορμιστική συμμετοχή στη διαμόρφωση των συνθηκών δουλειάς και συμμετοχή στα Δ.Σ. των καπιταλιστικών επιχειρήσεων που αποτελεί την πρακτική έκφραση της συνεργασίας των τάξεων. Το ζητούμενο είναι ένας εργατικός έλεγχος της παραγωγής, έλεγχος των καπιταλιστών και των κερδών τους, εργατικός έλεγχος με την επαναστατική του έννοια, όπου οι αποφάσεις των αιρετών και κάθε στιγμή ανακλητών εργατικών επιτροπών είναι υποχρεωτικές για τις διοικήσεις των επιχειρήσεων και όπου καταργείται κάθε εμπορικό, βιομηχανικό και τραπεζιτικό απόρρητο και είναι υποχρεωτική η πλατιά δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων του ελέγχου.

Δίπλα σ’ αυτό θα μπορούσε να τοποθετηθεί και το αίτημα για δήμευση όλης της περιουσίας εκείνων των καπιταλιστών που οδηγούν τις επιχειρήσεις τους στη χρεοκοπία ή μεταφέρουν τις παραγωγικές εγκαταστάσεις τους στο εξωτερικό και πέρασμά τους στην ιδιοκτησία του κράτους με επιβολή του εργατικού ελέγχου με επαναστατικό τρόπο όπως τον αναφέραμε παραπάνω.

Φυσικά δεν είμαστε καθόλου της γνώμης ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Αυτό όμως καθόλου δεν αναιρεί την αναγκαιότητα προβολής παρόμοιων αιτημάτων σε στενή σύνδεση με τα τρέχοντα αιτήματα της καθημερινής δράσης. Η προβολή παρόμοιων αιτημάτων ως μια λογικά δομημένη σύνδεση των σημερινών με τα μελλοντικά, δίνει μια άλλη προοπτική στους καθημερινούς αγώνες, βοηθάει στο να συνειδητοποιήσουν οι εργαζόμενοι το μέλλον τους (δικό τους κράτος είναι μόνο εκείνο όπου οι αποφάσεις των Γενικών τους Συνελεύσεων και των αιρετών και κάθε στιγμή ανακλητών επιτροπών τους είναι υποχρεωτικές στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή) και τους προσφέρει τη μόνη πραγματική διέξοδο από τα αδιέξοδα του καπιταλισμού.

Μπορεί να ενισχύσει την πάλη τους και να αναγκάσει τους καπιταλιστές σε παραχωρήσεις. Έτσι αυτή η τακτική μπορεί να αποδειχτεί η μόνη αποτελεσματική τόσο από την άποψη της επαναστατικής προοπτικής όσο και από την άποψη των σημερινών κατακτήσεων που η επίτευξή τους μπορεί να φέρει πιο κοντά το στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής.