ΔΙΑΛΟΓΟΣ: Από τους σ. που πρόσφατα αποχώρησαν από το ΝΑΡ

Από τους σ. που πρόσφατα αποχώρησαν από το ΝΑΡ και συσπειρώνονται γύρω από την εφημερίδα ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ λάβαμε και δημοσιεύουμε το παρακάτω κείμενο. Κριτική επ’ αυτού θα κάνουμε στο επόμενο τεύχος του περιοδικού μας, όταν θα κριτικάρουμε τις θέσεις του ΝΑΡ για το 2ο συνέδριο καθώς και το κείμενο των σ. της μειοψηφίας του ΝΑΡ.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΟΥ ΝΑΡ


Η πρόσφατη αποχώρηση μιας ομάδας συντρόφων από το ΝΑΡ, έγινε στην βάση αγεφύρωτων θεωρητικών και πολιτικών διαφορών. Οι διαφωνίες μας είχαν εκτεθεί αναλυτικά σε κείμενο που κατατέθηκε στα πλαίσια του εσωοργανωτικού διαλόγου ένα χρόνο πριν την αποχώρησή μας. Στο κείμενο αυτό γινόταν προσπάθεια να εντοπιστούν οι αντιφάσεις που διαπερνούν αυτό που έχει καταγραφεί σαν θεωρητικό κεκτημένο του ΝΑΡ και να ερμηνευτεί η κρίση και η οργανωτική του καθήλωση. Το κείμενο εκείνο, με τίτλο «Για την πορεία και την προοπτική του ΝΑΡ», δεν μοιράστηκε ποτέ στις οργανώσεις του ΝΑΡ εξ’ αιτίας μιας απόφασης της πολιτικής επιτροπής της οργάνωσης, σύμφωνα με την οποία κανένα κείμενο δεν θα μοιραζόταν μέχρι να ψηφιστούν οι θέσεις της Π.Ε. Έτσι, δεδομένου ότι όσοι υπογράψαμε αυτό το κείμενο αποχωρήσαμε πριν από την έκδοση των θέσεων του 2ου συνεδρίου που έγινε πρόσφατα, το κείμενο αυτό δεν πρόκειται να μπει στην διαδικασία του εσωοργανωτικού διαλόγου. Επίσης, εκρεμεί η παρουσίαση των απόψεων που εκφράζονται στο κείμενο σε άρθρο στο «Πριν», παρουσίαση που οι υπογράφοντες το κείμενο έχουν ζητήσει εδώ και μερικούς μήνες. Σ’ αυτό το άρθρο γίνεται μια σύντομη παρουσίαση των βασικών σημείων εκείνου του κειμένου .

Το «νέο στάδιο του καπιταλισμού» και η «μεθοδολογία του νέου»

Η θεωρία ότι βρισκόμαστε σε ένα νέο μεταϊμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, δεν ήταν μόνο από τα βασικά σημεία των θέσεων του 1ου συνεδρίου του ΝΑΡ, αλλά και «σημαία» της οργάνωσης αυτής. Στο κείμενό μας δεν μπήκαμε καν στην διαδικασία αντίκρουσης αυτού του ιδεολογήματος καθώς θεωρούμε ότι η ουσία βρίσκεται αλλού. Στην αντίληψη ότι με βάση μια υποτιθέμενη νέα κατάσταση στον καπιταλισμό μπορούν να απορριφτούν βασικές αρχές του μαρξισμού.

Στην ουσία, η θεωρία του νέου σταδίου επιλέχτηκε για να στηρίξει τις υπόλοιπες θεωρητικές ακροβασίες που συγκροτούν το θεωρητικό κεκτημένο του ΝΑΡ, για να υπάρχει αιτιολόγηση της απόρριψης βασικών μαρξιστικών αρχών. Αυτό φαίνεται και από τον τρόπο που το ίδιο το ΝΑΡ συμπεριφέρεται απέναντι σε αυτήν την θεωρητική σύλληψη καταντώντας την «λάστιχο» και κάνοντας τελικά ακριβώς αυτό για το οποίο κατηγορεί το (σύμφωνα με την ΝΑΡίτικη ορολογία) «παραδοσιακό κομμουνιστικό κίνημα», να μεταχειρίζεται δηλαδή την θεωρία σαν θεραπαινίδα της πολιτικής. Έτσι, το βασικό κριτήριο περιοδολόγησης της θεωρίας του «τρίτου σταδίου του καπιταλισμού», δηλαδή η προέλευση του εισοδήματος, όντας εξαιρετικά αδύναμο για να στηρίξει στα σοβαρά την ύπαρξη νέου σταδίου, σχετικοποιείται και αντικαθίσταται τελικά από ένα «μενού» κριτηρίων. Από αυτό το μενού κριτηρίων, εμφανίζονται διάφοροι συνδυασμοί «κριτηρίων», ανάλογα με τις ιδιαίτερες απόψεις του εκάστοτε υποστηρικτή αυτής της θεωρίας.

Φυσικά, για να επανέλθουμε στην ουσία, αυτή η μεθοδολογία, σύμφωνα με την οποία μια νέα κατάσταση στον καπιταλισμό δικαιολογεί την ριζική αναθεώρηση της μαρξιστικής θεωρίας είναι εντελώς αντιεπιστημονική, καθώς ο καπιταλισμός ανεξάρτητα από τις φάσεις ή τα στάδιά του παραμένει ενιαίος σαν τρόπος παραγωγής κι έτσι αν οι βασικές αρχές του μαρξισμού σποδεικνύονται λανθασμένες σήμερα, αυτό σημαίνει ότι ήταν πάντα λανθασμένες και αντίστροφα αν ήταν επαρκείς παλιότερα παραμένουν σε ισχύ και σήμερα.

Επιπλέον, αυτή η μεθοδολογία δεν είναι καθόλου καινούργια. Ο πιο γνωστός χρήστης της ήταν ο Στάλιν που την αξιοποίησε για να «τεκμηριώσει» την αντεπαναστατική θεωρία του «σοσιαλισμού σε μία χώρα», ισχυριζόμενος ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατόν στο νέο – τότε – ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού.

Στην περίπτωση που εξετάζουμε, η θεωρία του νέου σταδίου αξιοποιείται για να γεφυρωθεί το χάσμα ανάμεσα στο συνειδητό και το αυθόρμητο, καθώς η βασική αλλαγή που συμβαίνει – σύμφωνα με το ΝΑΡ - στο τρίτο στάδιο του καπιταλισμού είναι ότι «.....προβάλλει για πρώτη φορά σε πρώτο πλάνο [...] η βασική αντίθεση Κεφαλαίου – Εργασίας...» και «Το κοινωνικό πρόβλήμα, [...] εισβάλλει βίαιο, γυμνό στην πρώτη θέση της ιστορικής εξέλιξης...».

Αυτή η εξόφθαλμα ανόητη εκτίμηση, είχε άμεσες πολιτικές συνέπειες στον τρόπο με τον οποίο αναλύθηκε η επέμβαση του ΝΑΤΟ στην Γιουγκοσλαβία λίγους μήνες μετά το συνέδριο. Τα εξωφρενικά άρθρα του «Πριν» που εκτιμούσαν ότι «πρόκειται για έναν πόλεμο βαθιά ταξικό, πόλεμο τάξης εναντίον τάξης...», είναι άμεση συνέπεια της παραπάνω θέσης.

Το πιο σημαντικό όμως, σε σχέση με το «νέο στάδιο» στο οποίο η βασική αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας βγαίνει γυμνή στο προσκήνιο, είναι ότι εξαφανίζεται οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στο συνειδητό και το αυθόρμητο, ανάμεσα στην επαναστατική και την οικονομίστικη ή αντιδραστική συνείδηση και βέβαια ανάμεσα στην επαναστατική κατάσταση και τις περιόδους της «ειρηνικής» ταξικής πάλης. Ενισχύεται έτσι η κατεύθυνση που έτσι κι αλλιώς υπήρχε και πριν το συνέδριο, για ριζική αναθεώρηση της μαρξιστικής αντίληψης για την επαναστατική πρωτοπορία.

Το επαναστατικό υποκείμενο

Η αντίληψη του ΝΑΡ για το επαναστατικό υποκείμενο, έχει ορισμένες κρίσιμες πλευρές που αναλύονται και στο κείμενο. Η πρώτη πλευρά είναι η άποψη για την «διπλή φύση» της εργατικής τάξης. Οι θέσεις του συνεδρίου απορρίπτουν με κατηγορηματικό τρόπο την μαρξιστική θέση για την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, και την αντικαθιστούν με την άποψη ότι το «είναι» της εργατικής τάξης δεν είναι επαναστατικό, αλλά διαπερνάται από επαναστατικές και αντεπαναστατικές τάσεις. Αυτή η άποψη μοιραία οδηγεί είτε στην αναζήτηση κάποιας άλλης κοινωνικής πρωτοπορίας της επανάστασης πέρα από το προλεταριάτο, είτε στην μοιρολατρική αναμονή μέχρι να επικρατήσει η επαναστατική τάση στο «είναι» της τάξης, καθώς οι θέσεις του ΝΑΡ δεν μας διαφωτίζουν σε σχέση με το ποιοί νόμοι καθορίζουν την επικράτηση της μιας ή της άλλης τάσης.

Δεύτερη πλευρά, εξίσου σημαντική, είναι η άποψη για τα συνδικάτα που καταγράφεται και στα κείμενα του συνεδρίου, αλλά την συναντάμε και σε προγενέστερα εσωοργανωτικά ντοκουμέντα. Σύμφωνα με αυτά τα ντοκουμέντα λοιπόν, τα συνδικάτα δεν είναι μια αναγκαία μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης για όσο καιρό θα υπάρχουν καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, αλλά: «...μορφές οργάνωσης της αστικής ηγεμονίας γενικότερα, μέσα στην εργατική τάξη.» (Θέσεις 1ου συνεδρίου), «...όργανα εχθρικά προς την εργατική τάξη και τους αγώνες για τα δικαιώματά της.» (Για το νέο εργατικό κίνημα και την αναγέννηση της εργατικής πάλης – Σκελετός θέσεων για το συνέδριο του ΝΑΡ). Και επιπλέον: «Το σημερινό συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε όργανο της εργατικής πάλης με αλλαγές προσώπων, συσχετισμών,...» (Στο ίδιο). Επομένως, το μόνο που μένει είναι κάτι εντελώς καινούργιο σε περιεχόμενο και σε δομή. Επειδή όμως κάτι τέτοιο πέρα από τα συνδικάτα δεν μπορεί να υπάρξει, οι δυνάμεις του ΝΑΡ αφού έσπασαν τα μούτρα τους με διάφορες καινοτομίες (Κέντρα εργατικής παρέμβασης, Ανεργία – στοπ), μοιραία επέστρεψαν στην τρισκατάρατη προσπάθεια αλλαγής των συσχετισμών. Η αντίληψη του ΝΑΡ για τα συνδικάτα στην ουσία αποπνέει μια αγωνία δραπέτευσης από την δύσκολη πραγματικότητα των σημερινών συσχετισμών, σε κάτι που δεν μπορεί να το προσδιορίσει και γι’ αυτό κάθε του προσπάθεια καταλήγει σε άλμα στο κενό.

Η βασική αντίφαση της πολιτικής πρότασης του ΝΑΡ

Το κέντρο πάντως του προβλήματος είναι η αντιφατική αντίληψη για την επαναστατική πρωτοπορία. Δεν έχει νόημα η αναφορά στις εκτεταμένες και πολλές φορές δυσνόητες διατυπώσεις των εσωοργανωτικών ντοκουμέντων, αρκεί να κρατήσουμε την ουσία. Και η ουσία είναι ότι αυτό που προτείνεται από το ΝΑΡ, είναι μια ιδιόμορφη μετωπική επαναστατική πρωτοπορία που συγκροτείται όχι μόνο από συνειδητές επαναστατικές δυνάμεις αλλά και από αυθόρμητες. Αυτό μάλιστα βαφτίζεται βαρύγδουπα «...κόμμα με την πλατιά μαρξιστική έννοια του όρου...».

Η κραυγαλέα αντίφαση αυτής της σύλληψης είναι βέβαια το ότι επιδιώκεται να οικοδομηθεί ένα μόρφωμα που θα κάνει εργατική επαναστατική πολιτική και θα μπορεί να παίξει τον ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας, έχοντας στους κόλπους της αυθόρμητες δυνάμεις, δηλαδή αγωνιστές που δεν έχουν κερδηθεί με την εργατική πολιτική και την επαναστατική πάλη. Η αντίφαση αυτή είναι ευδιάκριτη και μέσα στο κείμενο παρ’ όλη την εναγώνια προσπάθεια των συντακτών για ισορροπία. Η ισορροπία αυτή σε μεγάλο βαθμό επιτυγχάνεται με την χρήση νεοπαγών όρων που ερμηνεύονται κατά το δοκούν όπως π.χ. αντικαπιταλιστική συνείδηση, αντικαπιταλιστικός αγώνας, αντικαπιταλιστικές δραστηριότητες των εργαζομένων κλπ. Οι όροι αυτοί, εξ’ αιτίας της ασάφειάς τους χρησιμοποιούνται για να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στο συνειδητό και το αυθόρμητο, συμβάλλοντας στην «λύση» ή έστω στην φραστική άμβλυνση της αντιφασης.

Το μοντέλο που προτείνεται κάτω από τον τίτλο «κόμμα με την πλατιά έννοια» είναι η οργανωτική έκφραση της υποταγής στο αυθόρμητο και παραπέμπει ευθέως στην μενσεβίκικη αντίληψη για το κόμμα, δηλαδή σε κόμμα που μέλος του είναι ο κάθε αγωνιστής, ο κάθε απεργός και βέβαια βρίσκεται σε πλήρη διάσταση με το μπολσεβίκικο μοντέλο του κόμματος που αποτελείται από συνειδητούς επαναστάτες που μπορούν να δεχθούν ένα μίνιμουμ οργανωτικής πειθαρχίας. Η αντίφαση που περιγράφεται παραπάνω, στην περίπτωση των μενσεβίκων λύθηκε με την υποταγή στο αυθόρμητο μέχρι το τέλος και την απεμπόληση των επαναστατικών στόχων. Στην περίπτωση του ΝΑΡ, αλλά και άλλων οργανώσεων αυτής της αντίληψης, που δεν υποστέλλουν την σημαία της επαναστατικής πάλης, η αντίφαση μπορεί να λυθεί μόνο με τον επιστροφή στην μαρξιστική αντίληψη. Σε αντίθετη περίπτωση, η διαιώνιση της αντίφασης αυτής οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην διάλυση.

Τελευταίο ζήτημα που θίγεται στο κείμενο είναι το ζήτημα του προγράμματος. Τα κείμενα του συνεδρίου σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα αναλώνονται σε μια ανούσια και ακατάληπτη φλυαρία, που δεν καταλήγει πουθενά. Έτσι, δεν γίνεται κριτική σε κάποιες διατυπωμένες προγραμματικές αρχές, αλλά στην έλλειψη τέτοιων αρχών, όπως την ζήσαμε και εσωοργανωτικά με την διαρκή σύγχυση γύρω από το τι είναι το μεταβατικό πρόγραμμα, τα μεταβατικά αιτήματα, τα άμεσα προγράμματα πάλης κλπ.

Τελικά, το βασικό πρόβλημα του ΝΑΡ, όπως εντοπίζεται στο κείμενο, βρίσκεται στο ίδιο το θεωρητικό κεκτημένο του, που είναι γεμάτο αντιφάσεις και λάθη και παρ’ όλες τις αναφορές στο μαρξισμό, κυρίως βασίζεται σε μαρξίζουσες, αστικής κατεύθυνσης αντιλήψεις. Έτσι, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα το ΝΑΡ δεν υπάρχουν πολλές επιλογές: ανατροπή αυτής της θεωρητικής και ιδεολογικοπολιτικής κατεύθυνσης, απόκρουση των αστικών αντιλήψεων και κατάκτηση μαρξιστικών θεμελίων ή παρακμή, σήψη και – πιθανότατα - διάλυση του ΝΑΡ! Άλλος δρόμος δεν υπάρχει.

Συμφωνώντας σε αυτήν την εκτίμηση, οι σύντροφοι που υπογράψαμε το κείμενο, καταλήγαμε: «Μπορεί να είμαστε εξαιρετικά απαισιόδοξοι για την κατάληξη του εγχειρήματος του ΝΑΡ, όμως είμαστε αισιόδοξοι για την προοπτική της επαναστατικής πάλης και του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα. Δεν είμαστε ούτε ‘’κουρασμένα παλικάρια’’, ούτε γενικώς και αορίστως ‘’απογοητευμένοι’’. Γι’ αυτό άλλωστε και θεωρήσαμε αναγκαίο να καταγράψουμε την γνώμη μας για την κρίση του ΝΑΡ. Με αυτό το κείμενο, στόχο έχουμε να συμβάλουμε στη διερεύνηση των αιτιών της φθίνουσας πορείας του ΝΑΡ, να γνωστοποιήσουμε τους προβληματισμούς μας ελπίζοντας σε μια γόνιμη συζήτηση για την υπέρβαση της κρίσης.

Δηλώνουμε διατεθειμένοι να στηρίξουμε οποιαδήποτε προσπάθεια ανασυγκρότησης του ΝΑΡ σε μαρξιστική βάση εν’ όψει του 2ου συνεδρίου, διαδικασία που για μας είναι η τελευταία ευκαιρία να αποφευχθεί η οριστική απαξίωση του ΝΑΡ και το άδοξο τέλος αυτού του εγχειρήματος.

Και αν αυτό δεν σταθεί δυνατό, να συμβάλουμε μαζί με όσους κινούνται σε αντίστοιχη κατεύθυνση, στην προσπάθεια ενάντια στην αποστράτευση, που συνήθως επακολουθεί μετά από περιόδους κρίσης. Για να μείνουν οι αγωνιστές στις επάλξεις και να δώσουν τη μάχη για την εκπλήρωση του διακηρυγμένου στόχου της ανασυγκρότησης του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας.»