Διάλογος: 10+1 θέσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό (ΑΡΑΝ)

10+1 θέσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό
 
 
Αριστερή Ανασύνθεση
 
 

1. Η αριστερά συχνά επέμεινε στην καθυστέρηση του ελληνικού καπιταλισμού και στο ανολοκλήρωτο του καπιταλιστικού μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Μόνο που η συνεπακόλουθη διεκδίκηση μιας εθνικής (καπιταλιστικής) ανάπτυξης αποτέλεσε και αποτελεί βασικό δείκτη αστικής ηγεμονίας στο εσωτερικό του λαϊκού κινήματος.

2. Στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό έχουν λάβει χώρα σημαντικότατες αναδιαρθρώσεις σε αντιστοιχία με τους γενικότερους μετασχηματισμούς που πραγματοποιήθηκαν εντός της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας – απότοκο της δομικής κρίσης υπερσυσσώρευσης των αρχών της δεκαετίας του 1970. Οι περισσότεροι κοινωνικοί σχηματισμοί στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση του μονοπωλιακού καπιταλισμού που χαρακτηρίζεται από την καπιταλιστική αναδιάρθρωση στην παραγωγή (ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, ευλύγιστα συστήματα παραγωγής, νέες τεχνολογίες), τη νεοφιλελεύθερη ρύθμιση (λιτότητα, περιορισμός του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποιήσεις, νέα ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου), και την ένταση της διεθνοποίησης του κεφαλαίου. Αυτό συγκρούεται με οικονομίστικες καταστροφολογικές εκτιμήσεις για μια διαρκή κρίση και επικείμενη κατάρρευση του συστήματος, που υποτιμούν τις πραγματικές αλλαγές που έχουν γίνει, την ισχύ του αντιπάλου και τα πεδία παρέμβασης που αναδεικνύονται.

3. Στην Ελλάδα οι τάσεις αυτές οδήγησαν σε ένταση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, στη διαμόρφωση ισχυρών ομίλων με διεθνοποιημένο και πολυκλαδικό χαρακτήρα, στην εισαγωγή τεχνολογικών και οργανωτικών καινοτομιών στην παραγωγή, στην καταγραφή αναπτυξιακών ρυθμών, στην επιτυχή αναμέτρηση με προκλήσεις όπως η ΟΝΕ ή οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Δεσπόζουσα πλευρά των αναδιαρθρώσεων ήταν οι τομές –και στην παραγωγή και στους μηχανισμούς αναπαραγωγής– που αφορούσαν την παραγωγικότητα της εργασίας και του επενδυμένου κεφαλαίου των ηγεμονικών μερίδων του συνασπισμού εξουσίας. Επικαθορίζουσα πλευρά η συμπίεση του κόστους εργασίας, μέσα από τη λιτότητα και την εκτεταμένη χρήση φτηνής μεταναστευτικής εργασίας.

4. Ιστορικά η αριστερά περιέγραψε την ένταξη της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα ως «εξάρτηση». Αυτό παρέβλεπε το βάθεμα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, παρουσίαζε τον ελληνικό αστισμό ως απλό εντολοδόχο των ιμπεριαλιστικών κέντρων, μετατόπιζε την ταξική σύγκρουση από την αντίθεση ανάμεσα στη λαϊκή συμμαχία και το αστικό μπλοκ σε μια ασαφή αντιπαράθεση ανάμεσα στο λαό ή το έθνος και τον ιμπεριαλισμό, και υποκαθιστούσε την επαναστατική ρήξη με ένα ενδιάμεσο στάδιο αυτοδύναμης εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης.

5. Αντίθετα, ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός είναι ένας σχηματισμός του αναπτυγμένου μονοπωλιακού καπιταλισμού, ενταγμένος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, στις διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου και στους μηχανισμούς του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού παρεμβατισμού. Ειδική βαρύτητα έχει η πρόσδεση στη διαδικασία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης, καθώς η έκθεση σε ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον (μέσα και από την συντονισμένη μερική απεμπόληση στοιχείων εθνικής κυριαρχία όπως το νόμισμα) επέτεινε αναδιαρθρωτικές τάσεις, ενίσχυσε μερίδες του κεφαλαίου και νομιμοποίησε αντιλαϊκές πολιτικές στο όνομα έξωθεν επιβαλλόμενων περιορισμών. Δεν αποτέλεσε μηχανισμό εξάρτησης ή «καθυστέρησης» του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά θωράκισης των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης, ενίσχυσης του αστικού μπλοκ και βίαιης επίθεσης ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα. Ως πραγματική προώθηση διαδικασιών καπιταλιστικού εκσυγχρονισμού σήμαινε αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού.

6. Βέβαια, ο ελληνικός καπιταλισμός ως προς το οικονομικό μέγεθος και την πολιτική ισχύ παραμένει ηγεμονευόμενος από σχηματισμούς που βρίσκονται υψηλότερα στην ιεραρχία της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η διαρκής έκθεση στον ανταγωνισμό από κεφάλαια και σχηματισμούς αυξημένης παραγωγικότητας και η ταυτόχρονη αποδιάρθρωση παραγωγικών κλάδων, η μεγαλύτερη εξάρτηση από τη διεθνή οικονομική συγκυρία, οι πιέσεις από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή και κυρίως από την επιθετική διαχείριση της αποσταθεροποίησης που προκρίνουν οι ΗΠΑ στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, αποτελούν πραγματικές αντιφάσεις που εσωτερικεύονται στον συνασπισμό εξουσίας μέσα και από τη βαρύτητα των διεθνοποιημένων κεφαλαίων.

7. Εντός αυτής της ηγεμονευόμενης θέσης αναπτύσσονται δευτερεύουσες ιμπεριαλιστικές πρακτικές, μέσω της εξαγωγής κεφαλαίων προς σχηματισμούς που προσφέρουν δυνατότητες κερδοφορίας, κυρίως προς τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη στη δεκαετία του 1990. Οι κινήσεις αυτές αποτελούν δείκτη οικονομικής ισχύος, ενώ εξηγούν και γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός έχει ένα αντικειμενικό συμφέρον να συμπαρατάσσεται με όψεις της ιμπεριαλιστικής εξαγωγής «δημοκρατίας και οικονομίας της αγοράς». Καθορίζονται, όμως, από την ευρύτερη οικονομική συγκυρία και διακυβεύονται όταν οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί τείνουν προς την αποσταθεροποίηση περιοχών. Αυτό, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη παρουσία και κεφαλαίων άλλων σχηματισμών διαψεύδει την εικόνα ενός «παμφάγου» ελληνικού ιμπεριαλισμού. Εάν είναι εσφαλμένη η υποτίμηση της ισχύος του ελληνικού καπιταλισμού από τις θεωρίες εξάρτησης, εξίσου εσφαλμένη είναι και η μεγέθυνση της ισχύος του.

8. Οι αναδιαρθρώσεις στον ελληνικό καπιταλισμό συνεπάγονται ένα αντίστοιχο βάθεμα του καταμερισμού εργασίας: Αύξηση του αριθμού των μισθωτών και επέκταση των στρωμάτων της εργατικής τάξης. Αλλαγές στους όρους αναπαραγωγής των μικροαστικών στρωμάτων, παραδοσιακών και νέων: εκτεταμένη μισθωτοποίηση και πόλωση σε σχετικά κατώτερες θέσεις της μισθωτής διανόησης, συνεχής πίεση στα αγροτικά κομμάτια από τις αλλαγές στις επιδοτήσεις και τις αναδιαρθρώσεις του διεθνούς εμπορίου και του κυκλώματος διανομής. Όλα αυτά διαμορφώνουν νέους όρους για τη διαμόρφωση μιας πλατιάς λαϊκής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Την ίδια στιγμή, η κατάληψη μεγάλου μέρους των προλεταριακών θέσεων από μετανάστες οδηγεί στην αναπαραγωγή και νέων διαχωρισμών και διαιρέσεων.

9. Ανασυντάσσεται, όμως, και το αστικό μπλοκ: πλάι στις ηγεμονικές διεθνοποιημένες μονοπωλιακές μερίδες, η επιμονή σε ένα φτηνό κόστος εργασίας επιτρέπει την αναπαραγωγή μη μονοπωλιακών μερίδων. Ταυτόχρονα, ο ειδικός ρόλος των ανώτερων τμημάτων της νέας μικροαστικής τάξης για την εκπόνηση και υλοποίηση των αναδιαρθρωτικών στρατηγικών τα καθιστά βασικό στήριγμα του συνασπισμού εξουσίας.

10. Στο πολιτικό επίπεδο έχουμε αυξανόμενη πολιτική και ιδεολογική θωράκιση του κράτους απέναντι στα λαϊκά συμφέροντα, και την τάση ομογενοποίησης των κομμάτων εξουσίας. Στο ιδεολογικό επίπεδο έχουμε την ηγεμονία του εκσυγχρονισμού ως βασικού ιδεολογικού υποσυνόλου, συναρθρωμένου με τον ευρωπαϊσμό, ως συγκεκριμένη μορφή του κοσμοπολιτισμού του ελληνικού κεφαλαίου και τις τάσεις εξατομίκευσης ως υπονόμευση προηγούμενων συλλογικών ταυτοτήτων των λαϊκών τάξεων. Δευτερεύουσα πλευρά των ιδεολογικών μετασχηματισμών είναι η αναπαραγωγή στοιχείων του ρατσιστικού υποσυνόλου, ως αυθόρμητη αναπαράσταση είτε μικροαστικών είτε εργατικών στρωμάτων. Όσο για τον εθνικισμό, παρά την εμφάνιση όψεών του στις αρχές της δεκαετίας του 1990, δεν πρέπει να υπερτονίζεται, γιατί μια εθνικιστική ρητορεία προσκρούει στις κυρίαρχες πλευρές της αστικής στρατηγικής που είναι η ευρωπαϊκή προοπτική και η «κατευναστική» διαχείριση του ανταγωνισμού με τον Τουρκικό καπιταλισμό.

11. Το αναδιαρθρωτικό κεκτημένο δεν συνεπάγεται πλήρη επίλυση των αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού: Παρά την ύπαρξη κλάδων αυξημένης παραγωγικότητας υπάρχουν αρκετοί κλάδοι που αδυνατούν να ανταποκριθούν στην πίεση από το διεθνή ανταγωνισμό και υπάρχουν ανοιχτά ερωτήματα για την «αναπτυξιακή» στρατηγική. Παρά τις μεγάλες ήττες του εργατικού κινήματος υπάρχει ένας αναπαλλοτρίωτος πυρήνας συλλογικών προσδοκιών για την εργασία, την εκπαίδευση, την ασφάλιση, την υγεία, που οριακά πυροδοτεί κοινωνικές εκρήξεις, καθυστερεί το πλήρες ξεδίπλωμα αναδιαρθρώσεων στις εργασιακές σχέσεις, αναπαράγει αγωνιστικές διαθέσεις στη νεολαία. Παρά την απαξίωση μεγάλου μέρους των αγροτικών στρωμάτων, η βαρύτητά τους είναι τέτοια που δεν επιτρέπει την επιτάχυνση αυτής της διαδικασίας. Παρά την αποστείρωση του επίσημου πολιτικού σκηνικού, η κοινωνική δυσαρέσκεια σφραγίζει τις κυβερνητικές εναλλαγές.

12. Προκύπτουν έτσι μερικά συμπεράσματα για την αριστερή στρατηγική:

Πρώτον, δεν είναι σήμερα δυνατή κάποια «αντιμονοπωλική» συμμαχία με κομμάτια του αστικού μπλοκ, στο όνομα μιας διαφορετικής κοινωνικής ανάπτυξης ή ενός άλλου διεθνούς προσανατολισμού. Αντίθετα, το σύνολο της αστικής τάξης συγκλίνει σε μια ιδιαίτερα επιθετική πολιτική και πολιτικά αποδέχεται τους όρους ένταξης στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.

Δεύτερον, παρά τις αντιφάσεις που διαπερνούν τον ελληνικό καπιταλισμό, δεν αναδεικνύεται σήμερα μια –πραγματική και όχι φαντασιακή–εναλλακτική στρατηγική η οποία να αφίσταται από το συνδυασμό ανάμεσα στις παραγωγικές αναδιαρθρώσεις, τη συμπίεση του κόστους εργασίας, την ελαστική εργασία και το βάθεμα της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ενοποίηση. Αυτό καθιστά ανεδαφική οποιαδήποτε εκδοχή αντινεοφιλελεύθερης συμμαχίας για μια διαφορετική κυβερνητική πολιτική.

Τρίτον, η αριστερή στρατηγική δεν μπορεί παρά να είναι η συγκρότηση μιας λαϊκής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η πάλη για την εργατική ηγεμονία στο εσωτερικό της, η διαμόρφωσης όρων για την πολιτική έκφρασή της και η επεξεργασία ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης.

Τέταρτον, αυτό απαιτεί την επίμονη προσπάθεια για ανάπτυξη αντιστάσεων, συγκρότηση συνδικαλιστικών μορφών, ξεδίπλωμα κινημάτων, συνολικά την διατήρηση πραγματικών προσκομμάτων στην αστική κίνηση και την αναπαραγωγή συλλογικών διεκδικήσεων και αναπαραστάσεων. Και επειδή οι ήττες στο κοινωνικό πεδίο μετατρέπονται και σε πολιτικές υποχωρήσεις, είναι ανεπαρκής μια λογική εκπροσώπησης της κοινωνικής «δυσαρέσκειας» και δυσπραγίας. Χωρίς τροποποίηση του ταξικού συσχετισμού δύναμης δεν μπορεί να υπάρξουν πολιτικές τομές.

Πέμπτον, στο βαθμό που η ένταξη της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς θωρακίζει τις αστικές σχέσεις εξουσίας και εκμετάλλευσης, οι αντιιμπεριαλιστικοί στόχοι αποδέσμευσης από την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ αποτελούν βασική πλευρά της αντικαπιταλιστικής στρατηγικής και χαράσσουν μία βασική διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ενσωμάτωση και τη ρήξη με την αστική στρατηγική.