Μαρξισμός και Σοσιαλισμός (της Αγγελικής Ξύδη)
Μαρξισμός και Σοσιαλισμός
της Αγγελικής Ξύδη
Η συζήτηση γύρω από το μαρξισμό, την εγκυρότητα, την επιστημονικότητα, την επί και επικαιρότητα της θεωρίας που διατύπωσαν στα έργα τους οι Μαρξ-Ένγκελς, δεν σταμάτησε ποτέ εδώ και ενάμιση και πλέον αιώνα. Είναι γνωστό πως οι επίγονοι, προσπαθώντας -κατά την αντίληψη τους- να εμβαθύνουν, να αναπτύξουν, να εφαρμόσουν το διαλεκτικό-ιστορικό υλισμό, συγκρότησαν αυτό που μπορεί να αποκαλέσουμε ιστορία του μαρξισμού: προχωρώντας σε σοβαρές ή ασήμαντες επεξεργασίες, σε δημιουργικό διάλογο και συγκρούσεις, αλλά και σε άγονες και στείρες διαμάχες. Είναι επίσης γνωστό πως η ιστορία του μαρξισμού μοιραία συνδέθηκε με την τύχη του "υπαρκτού σοσιαλισμού", στον οποίο -όχι άδικα- αποδίδεται μεγάλο μέρος της ευθύνης για τη στασιμότητα στη θεωρητική αναζήτηση. Γεγονός είναι πως από τη στιγμή της εμφάνισης του ο μαρξισμός ως θεωρία της πράξης συνδέθηκε με την ιστορική πορεία του εργατικού κινήματος, τις κατακτήσεις, τις νίκες και τις ήττες του. Κάθε περίοδος του εργατικού κινήματος έθεσε και νέα ζητήματα σχετικά με την θεωρία. Από την άποψη αυτή θα ήταν παράλογο να μη συμβεί κάτι ανάλογο μετά την κατάρρευση των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού" και την από όλους ομολογούμενη στρατηγική ήττα του εργατικού κινήματος στα τέλη του 20ου αιώνα.
Αν υπάρχουν κάποια νέα χαρακτηριστικά στη σημερινή φάση των συζητήσεων γύρω από τον μαρξισμό αυτά είναι: από τη μια μεριά η κρίση της αστικής ιδεολογίας που δημιουργεί ένα πλαίσιο σκοταδισμού και ανορθολογισμού γενικότερο, μέσα στο οποίο η προσπάθεια για την ανάπτυξη ενός διαλόγου για την τύχη του εργατικού κινήματος και τα ζητήματα της μαρξιστικής θεωρίας γίνεται ακόμη πιο δύσκολη, και από την άλλη μεριά η απομόνωση, σε μεγάλο βαθμό, των σχετικών προσπαθειών στα εθνικά σύνορα του κάθε τμήματος της παγκόσμιας εργατικής τάξης, σαν αποτέλεσμα της απουσίας διεθνούς συντονισμού των επαναστατών σε μια εποχή μάλιστα που η διεθνοποίηση αναγνωρίζεται σαν-κυρίαρχο στοιχείο κάθε εξέλιξης. Όπως και να έχουν τα πράγματα, όσοι θέλουν να μιλούν για ανασύνταξη του επαναστατικού κινήματος είναι υποχρεωμένοι στις σημερινές συνθήκες να συνεχίσουν την προσπάθεια εμβάθυνσης της κατανόησης του διαλεκτικού-ιστορικού υλισμού και δημιουργικής ανάπτυξης του. Αυτός είναι όρος πρωταρχικός για την ανασύνταξη του κινήματος.
Για ποιον μαρξισμό μιλάμε σήμερα
Βασική μας θέση είναι ότι ο διαλεκτικός-ιστορικός υλισμός αποτελεί το ανώτερο επίπεδο το οποίο κατέκτησε έως σήμερα η ανθρώπινη λογική στην προσπάθεια της να κατανοήσει τους νόμους κίνησης της ιστορικής εξέλιξης της ανθρώπινης κοινωνίας στο πλαίσιο του ανόργανου σώματος του ανθρώπου που είναι η φύση, άρα να κατανοήσει τους νόμους εξέλιξης της ίδιας της γνώσης αλλά και την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι φανερό πως άποψη μας είναι πως η μαρξιστική θεωρία αποτελεί ένα ενιαίο όλο αρχών που ερμηνεύουν την ουσία της φύσης, τον ανθρώπου, της κοινωνίας, της γνώσης και που εκδικείται όσους το κομματιάζουν, όσους αδυνατούν να το συλλάβουν ως τέτοιο, καταδικάζοντας τους να πελαγοδρομούν στη μονομέρεια στις απολυτότητες, στο δογματισμό.
Οφείλουμε στο σημείο αυτό να τονίσουμε πόσο θεωρούμε αδιέξοδο το να προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί οι κλασικοί του μαρξισμού δεν έθεσαν όλα τα ζητήματα που απασχολούν την ανθρώπινη σκέψη ή γιατί δεν εξάντλησαν τα ζητήματα που έθεσαν, Είναι φανερό πως κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο, άλλωστε εκείνοι ήταν οι πρώτοι που το ήξεραν και συχνά μάλιστα όχι από αδυναμία αλλά ηθελημένα αρνήθηκαν κατηγορηματικά να προσποιηθούν τους προφήτες αφήνοντας για τις επόμενες γενιές την εξήγηση, την ερμηνεία, τη λύση του ενός ή του άλλου προβλήματος.
Θυμίζουμε δύο χαρακτηριστικές αποστροφές του Ένγκελς σχετικά με το ζήτημα αυτό. Η μία είναι από την "Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους":
"Αυτό λοιπόν που μπορούμε σήμερα να υποθέσουμε για τη ρύθμιση των σεξουαλικών σχέσεων ύστερα από το επικείμενο σάρωμα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, έχει κυρίως αρνητικό χαρακτήρα, περιορίζεται συνήθως σε ό,τι πρόκειται να λείψει. Τι όμως θα προστεθεί; Αυτό θα κριθεί όταν αντρωθεί μια νέα γενιά... Όταν θα υπάρχουν αυτοί οι άνθρωποι θα γράφουν στα παλιά τους τα παπούτσια αυτά που πιστεύουμε σήμερα ότι πρέπει να κάνουν. Θα φτιάξουν τη δική τους ζωή και τη δική τους αντίστοιχη κοινή γνώμη για τις πράξεις του καθενός και -τελεία και παύλα." (Διαλεκτά Έργα, τόμος Β', σ. 273-274).
Αυτά το 1884.
Και το 1890 γράφει στον Σμιτ, σχολιάζοντας μια συζήτηση που έγινε στην "Volkstribune" για τον τρόπο διανομής στο σοσιαλισμό:
"Όμως για όλους που πήραν μέρος στη συζήτηση η "σοσιαλιστική κοινωνία" δεν παρουσιάζεται σαν κάτι που βρίσκεται σε συνεχή μεταβολή και πρόοδο, αλλά σαν κάτι σταθερό, κάτι το μια για πάντα καθορισμένο, που πρέπει επομένως να έχει κι ένα μια για πάντα καθορισμένο τρόπο διανομής. Λογικά όμως μπορεί κανείς μόνο 1) να προσπαθήσει ν' ανακαλύψει τον τρόπο διανομής με τον οποίο θ' αρχίσει και 2) να γυρέψει να βρει τη γενική τάση που μέσα της κινείται η παραπέρα ανάπτυξη."
Επίσης είναι γνωστό ότι ο Μαρξ είχε ολόκληρο σχέδιο μελέτης μετά τη ν ολοκλήρωση του Κεφαλαίου, που ο θάνατος δεν επέτρεψε να εφαρμόσει.
Από αυτή την άποψη θεωρούμε ότι η μαρξιστική θεωρία, ο ιστορικο-διαλεκτικός υλισμός, είναι μια θεωρία ανοικτή στην παραπέρα αναζήτηση και έρευνα και κάθε ιστορική εποχή έχει να δείξει και θα δείξει το ειδικό βάρος της δικής της προσφοράς στην κατάκτηση νέων ανώτερων επιπέδων γνώσης. Έτσι γίνεται σαφές ότι μιλώντας για ανοικτή θεωρία δεν εννοούμε ανοικτή στον εκλεκτικισμό, που με δάνεια θεωρητικά από την αστική και μικροαστική ιδεολογία προσπαθεί να "γεμίσει" τα δήθεν "κενά" του μαρξισμού. Είμαστε αντίθετοι σε κάθε τέτοια συνειδητή ή ασυνείδητη προσπάθεια. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά στη βάση της θέσης που διατυπώσαμε -ο μαρξισμός ανώτερο επίπεδο της ανθρώπινης λογικής-Θεωρούμε ότι κάθε ιστορική εποχή έτσι κι αλλιώς αναμετριέται στο πεδίο της κατανόησης του έργου των κλασικών, όχι βέβαια στην αποστήθιση των γραφών", αλλά στο βάθος της προσέγγισης, που ορίζεται πρωταρχικά από την ίδια την πορεία του επαναστατικού κινήματος.
Έχουμε τη γνώμη ότι δύο ζητήματα είναι τα πλέον χαρακτηριστικά σήμερα όσον αφορά την εμβάθυνση και τη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής σκέψης: το ζήτημα των κοινωνικών νομοτελειών και το ζήτημα της σχέσης σοσιαλισμού-κομμουνίσμού.
Κοινωνικές νομοτέλειες
Η ήττα της Οκτωβριανής Επανάστασης και η κατάρρευση των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού" αναζωπύρωση τη συζήτηση για την ύπαρξη ή όχι κοινωνικών νομοτελειών. Οι αστοί ιδεολόγοι της κρίσης θεώρησαν πως διέθεταν πλέον ένα νέο πλούσιο υλικό επιχειρημάτων. Η ιστορία δεν κινείται στη βάση συγκεκριμένων νόμων εξέλιξης, ή τουλάχιστον ακόμη κι αν υπάρχουν τέτοιοι νόμοι είναι αδύνατο να τους γνωρίσουμε, μας λένε, Εμφανίστηκαν κι άλλες παραλλαγές: του τέλος της ιστορίας ή του αιώνιου χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.
α) Νομοτέλειες στη φύση και στην κοινωνία
Πιο πολύ εμάς όμως μας απασχολεί η μονομερής αντίληψη ορισμένων τάσεων του εργατικού κινήματος που ερμηνεύουν λανθασμένα τις κοινωνικές νομοτέλειες. Κυρίως εκείνη η άποψη που θέλει τις κοινωνικές νομοτέλειες να λειτουργούν όπως οι φυσικοί νόμοι. Σήμερα, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, η άποψη αυτή εμφανίζεται ως η ιστορικά αισιόδοξη. Μπορεί το επαναστατικό κίνημα να περνάει κρίση αλλά ο σοσιαλισμός είναι νομοτέλεια, άρα ποιο είναι το πρόβλημα;
Η άποψη αυτή υποτιμά το γεγονός ότι η ιστορία και η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι το προνομιακό πεδίο της δράσης των ανθρώπων- Μακριά από κάθε υποκειμενισμό, από απόψεις που θα έλεγαν πως ο άνθρωπος μιας συγκεκριμένης εποχής είναι ο μόνος υπεύθυνος δημιουργός της ιστορίας του κ.λπ., εννοούμε ότι είναι αδύνατο να φανταστούμε την ιστορική κίνηση σαν κάτι το προδιαγεγραμμένο με το οποίο, στην καλύτερη περίπτωση, η ανθρώπινη πράξη έρχεται και συμπίπτει κάποτε αναγκαστικά. Σημειώνει χαρακτηριστικά ο Ένγκελς στο έργο του "Ο Φόυερμπαχ και το τέλος της γερμανικής φιλοσοφίας" (Διαλεχτά Έργα, τόμος Β' σ.453): "'Σ' ένα σημείο ωστόσο η ιστορία της ανάπτυξης της κοινωνίας αποδείχνεται ουσιαστικά διαφορετική από της φύσης. Στη φύση -εφόσον δεν παίρνουμε υπόψη την επενέργεια των ανθρώπων πάνω της- υπάρχουν μονάχα παράγοντες που δρουν χωρίς συνείδηση ο ένας στον άλλο τυφλά και μέσα από την αλληλεπίδραση τους επιβάλλεται ο γενικός νόμος. Απ' όλα όσα συμβαίνουν, τίποτα δεν γίνεται σαν θελημένος συνειδητός σκοπός κι αυτό ισχύει και για τις αναρίθμητες συμπτώσεις που παρατηρούνται στην επιφάνεια και για τα τελικά αποτελέσματα που επιβεβαιώνουν τη νομοτέλεια μέσα σ' αυτές τις συμπτώσεις. Αντίθετα στην ιστορία της κοινωνίας οι παράγοντες που δρουν είναι όλοι άνθρωποι προικισμένοι με συνείδηση που δρουν με περίσκεψη ή πάθος προς ορισμένους σκοπούς. Τίποτα δεν γίνεται χωρίς συνειδητή πρόθεση, χωρίς θελημένο σκοπό. Αυτή όμως η διαφορά, όσο σπουδαία κι αν είναι για την ιστορική έρευνα, ιδίως όταν πρόκειται για ξεχωριστές εποχές και γεγονότα, δεν μπορεί ν' αλλάξει σε τίποτα το γεγονός ότι η πορεία της ιστορίας κυριαρχείται από εσωτερικούς γενικούς νόμους". Και για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η πεποίθηση του για την κυριαρχία των γενικών νόμων δεν τον έκανε να αδιαφορεί για τις πράξεις των ανθρώπων, συμπληρώνει πιο κάτω (σ. 453-454): "Οι άνθρωποι φτιάχνουν την ιστορία τους, όποια κι αν είναι η έκβαση της, επιδιώκοντας ο καθένας τους δικούς του συνειδητά θελημένους σκοπούς, και η συνισταμένη αυτών των πολλών θελήσεων που δρουν προς διάφορες κατευθύνσεις, και η πολλαπλή τους επίδραση στον εξωτερικό κόσμο αποτελεί ακριβώς την ιστορία. Έτσι λοιπόν ενδιαφέρει να μάθουμε και το τι θέλουν τα πολλά ξεχωριστά άτομα".
Η τύχη της Οκτωβριανής Επανάστασης, κατά τη γνώμη μας, συνηγορεί σ' αυτές τις απόψεις του Ένγκελς. Οι άνθρωποι δρουν στο πλαίσιο που έχει διαγράψει όλη η προηγούμενη ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, θέτοντας όμως τους δικούς τους -ιδιαίτερους κάθε φορά-στόχους. Το αν και κατά πόσο οι στόχοι αυτοί είναι ορθοί, αυτό εξαρτιέται από το βαθμό της γνώσης της πραγματικότητας και το βαθμό της ικανότητας τους να προβλέπουν επιστημονικά την εξέλιξη της. Το λάθος είναι μια παράμετρος που πάντα μπορεί να ανατρέψει την επίτευξη του τελικού στόχου, αλλά ακόμη κι όταν ο στόχος υλοποιείται, η συγκεκριμένη μορφή υλοποίησης του είναι μια από τις δυνατές μορφές-λύσεις που θα μπορούσαν αν δοθούν. Κι αυτό με τη σειρά του είναι ένα στοιχείο που κρίνει την παραπέρα εξέλιξη. Ο Λένιν σημείωνε χαρακτηριστικά το 1916 σχετικά με τη σοσιαλιστική επανάσταση: "Όλα τα έθνη θα φτάσουν στο σοσιαλισμό, αυτό είναι αναπόφευκτο, αλλά δε θα φτάσουν όλα εντελώς με τον ίδιο τρόπο, το καθένα θα εισάγει μια ιδιομορφία στη μια ή στην άλλη μορφή δημοκρατίας, στη μια ή την άλλη ποικιλομορφία της δικτατορίας του προλεταριάτου, στον ένα . ή στον άλλο ρυθμό των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών των διαφόρων πλευρών της κοινωνικής ζωής. Δεν υπάρχει τίποτε πιο πενιχρό θεωρητικά και πιο γελοίο πρακτικά από το να φαντάζεται κανείς στο "όνομα του ιστορικού υλισμού" το μέλλον απ' αυτή την άποψη μόνο μ' ένα γκρίζο χρώμα: αυτό θα ήταν μια κακότεχνη μουντζούρα του Σουζντάλ και τίποτε περισσότερο." (Σχετικά με και τη γελοιογραφία του μαρξισμού τον "οικονομικό ιμπεριαλισμό" Εκδόσεις Προγκρές).
Είναι φανερό πόσο σημαντικός είναι ο ρόλος του υποκειμένου σε ύλη αυτή τη διαδικασία. Η άρνηση αυτού του ρόλου, η τάση να αντιλαμβανόμαστε το υποκείμενο απλώς και μόνο σαν ένα μέρος της αντικειμενικής πραγματικότητας που μοιραία ακολουθεί το δρόμο της εξέλιξης της δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε τίποτε από όσα συνέβησαν στο επαναστατικό κίνημα στη διάρκεια του 20ου αιώνα. Μια τέτοια αντίληψη στην καλύτερη περίπτωση στέκεται αμήχανα μπροστά στις κατηγορίες που οι αστοί εκτοξεύουν στον Λένιν ("βιαστής της ιστορίας") και στη νίκη των μπολσεβίκων (πραξικοπηματική κατάκτηση της εξουσίας).
β) Οικονομικοί νόμοι και επαναστατική δράση
Πάντα στο θέμα αυτό πρέπει να επισημάνουμε και εκείνες τις απόψεις που ενώ θεωρητικά διακηρύσσουν ότι "στέκονται στο πνεύμα του μαρξισμού" σε ότι αφορά τη λειτουργία των κοινωνικών νομοτελειών, ωστόσο στην πράξη παρεκκλίνουν γιατί αγνοούν ή παρανοούν τη σχέση οικονομίας-οικονομικών νόμων και πολιτικής-πρακτικής επαναστατικής δράσης. Η απολυτοποίηση του ρόλου των οικονομικών νόμων στην κοινωνική ανάπτυξη, η τάση να εξαρτιούνται τα πάντα από αυτή, την αντικειμενική-τυφλή δράση, ανεξάρτητα από τον παράγοντα της πολιτικής δράσης, οδηγεί σε αυθαίρετα συμπεράσματα που υποτιμούν τον παράγοντα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, της αυτοδιαχείρισης των άμεσων παραγωγών και των στρεβλώσεων όλης αυτής της υπόθεσης όπως τις γνωρίσαμε στην περίπτωση του "υπαρκτού σοσιαλισμού".
Η υποτίμηση του παράγοντα της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, της συνειδητής δηλαδή παρέμβασης των άμεσων παραγωγών στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, αποδεικνύει έλλειψη κατανόησης βασικών αρχών του επιστημονικού σοσιαλισμού. Για παράδειγμα αναφέρουμε τις επισημάνσεις του Μαρξ στις "Θέσεις για τον Φόυερμπαχ" .
1η Θέση
Η κύρια έλλειψη όλου του προηγούμενου υλισμού -μαζί και του υλισμού του Φόυερμπαχ- είναι ότι αντιλαμβάνονται το πράγμα (Gegenstand) την πραγματικότητα, τον αισθητό κόσμο (Sinnlickeit), Μόνο με τη μορφή του αντικειμένου (Object) ή με τη μορφή της εποπτείας (Anschauung) και όχι σαν ανθρώπινη συγκεκριμένη δράση, σαν πράξη, όχι υποκειμενικά.
3η Θέση
Η υλιστική διδασκαλία ότι οι άνθρωποι είναι προϊόντα των συνθηκών και της αγωγής και ότι επομένως οι άνθρωποι που έχουν αλλάξει είναι προϊόντα άλλων συνθηκών και αλλαγμένης αγωγής, ξεχνά ότι τις συνθήκες τις αλλάζουν ακριβώς οι άνθρωποι και ότι πρέπει να διαπαιδαγωγηθεί και ο ίδιος ο διαπαιδαγωγητής. Έτσι η διδασκαλία αυτή καταλήγει αναγκαστικά στο να χωρίζει την κοινωνία σε δυο μέρη, που το ένα απ' αυτά υψώνεται πάνω από την κοινωνία (λ.χ. αυτό κάνει ο Ρόμπερτ Όουεν).
Η σύμπτωση της αλλαγής των συνθηκών με την αλλαγή της ανθρώπινης δράσης μπορεί να θεωρηθεί και να κατανοηθεί σωστά μονάχα σαν ανατρεπτική πράξη. (Κ.Μαρξ, Θέσεις για τον Φόυερμπαχ, Διαλεχτά Έργα, τόμος Β',σ.467),.
Μαζί με τις επισημάνσεις στην "18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη" σχετικά με το πώς οι προλεταριακές επαναστάσεις σε αντίθεση με τις αστικές κρίνουν συνεχώς τα λάθη τους και τα διορθώνουν πιστεύουμε ότι αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για το θέμα μας:
"Αντίθετα οι προλεταριακές επαναστάσεις του 19ου αιώνα κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμου τον αντίπαλο τους μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία ν' αντλήσει καινούργιες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα και όπου οι ίδιες οι περιστάσεις φωνάζουν; "Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα! Εδώ είναι το ρόδο, εδώ χόρεψε!". (Κ.Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, Διαλεχτά Έργα, τόμος Α', σ.286).
Επίσης ο Ένγκελς παρατηρούσε τα εξής:
"Όταν λοιπόν ο Μπαρτ ισχυρίζεται ότι εμείς αρνηθήκαμε κάθε αντεπίδραση των πολιτικών κτλ αντανακλάσεων της οικονομικής κίνησης πάνω σ' αυτήν την ίδια την οικονομική κίνηση κάνει απλούστατα πόλεμο σε ανεμόμυλους. Κι όμως, δεν έχει παρά να κοιτάξει την "18η Μπρυμαίρ" του Μαρξ, όπου γίνεται λόγος σχεδόν μονάχα για τον ιδιαίτερο ρόλο που παίζουν οι πολιτικοί αγώνες, και τα πολιτικά γεγονότα, φυσικά μέσα στα πλαίσια της γενικής τους εξάρτησης από τους οικονομικούς όρους. Ή το "Κεφάλαιο", το μέρος που μιλά λ.χ. για την εργάσιμη μέρα, όπου η νομοθεσία, που είναι βέβαια πολιτική πράξη, επιδρά τόσο βαθιά. Ή το μέρος για την ιστορία της αστικής τάξης (το 24ο κεφάλαιο). Τότε γιατί αγωνιζόμαστε για την πολιτική δικτατορία του προλεταριάτου, αν η πολιτική εξουσία είναι οικονομικά ανίσχυρη; Η βία (δηλ. η κρατική εξουσία) είναι κι αυτή οικονομική δύναμη!" -Ο Ένγκελς στον Σμιτ, 27 Οκτώβρη 1890.
Σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φάση του επαναστατικού κινήματος, οι κομμουνιστές οφείλουν να μελετήσουν πάνω στο συγκεκριμένο έδαφος της πάνω από έναν αιώνα δράσης του κομμουνιστικού κινήματος αυτή τη διαλεκτική νομοτέλειας-πράξης και τις αντινομίες που εμφανίζει. Για παράδειγμα, το πρόβλημα που εμφανίστηκα, όχι για πρώτη φορά» στην περίπτωση της Οκτωβριανής Επανάστασης: ποιο είναι το καθήκον των επαναστατών όταν στη συγκεκριμένη κοινωνία στην οποία ζουν δημιουργείται επαναστατική κατάσταση, ενώ η παραγωγική βάση αλλά και το πολιτικό εποικοδόμημα έχουν την σφραγίδα μιας σημαντικής καθυστέρησης. Όσοι αποκάλεσαν τον Λένιν "βιαστή της ιστορίας" στην πραγματικότητα δεν ήταν απλώς "αντικομμουνιστές" αλλά με τον τρόπο τους απαντούσαν στο δίλημμα που θέσαμε: ο Λένιν έπρεπε να περιμένει να ωριμάσουν περισσότερο οι αντικειμενικές συνθήκες.
Ανάλογη, και πιο δραματική, ήταν η περίπτωση του Μπαμπέφ και όσων πήραν μέρος στη "Συνωμοσία των Ίσων" την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης. Ήταν όλοι αυτοί, μια μικρή μειοψηφία τότε, που την ίδια τη στιγμή της νίκης της αστικής επανάστασης είχαν συλλάβει -έστω πρωτόλεια- την αναγκαιότητα της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εκφραστές του πληβειακού στοιχείου της αστικής επανάστασης, όχι οι μοναδικοί, γιατί σε τελευταία ανάλυση, σαν ρεύμα πλειοψηφίας, οι γιακωβίνοι έκφρασαν και αυτοί το πληβειακό στοιχείο. Μοιραία καταδικασμένοι, γιατί η κοινωνική νομοτέλεια ακόμη στην εποχή τους, ανεξάρτητα από τη δική τους θέληση και πράξη, που καθοριζόταν ως ανώριμη αντικειμενικά, έδινε έδαφος στην επικράτηση των οικονομικών και πολιτικών δομών του καπιταλισμού.
Υπάρχει με άλλα λόγια ένα αντικειμενικό όριο στην αντιστοιχία πολιτικής ωρίμανσης και αντικειμενικών προϋποθέσεων. Ένα όριο κινητό. Άλλοτε απόλυτα απαγορευτικό, όπως στην περίπτωση του Μπαμπέφ, κι άλλοτε σχετικό, όπως είναι η περίπτωση του Λένιν και της Ρωσίας του '17. Δεν είναι τυχαίο που ο Γκράμσι το 1917 είπε: "Πιστεύω ότι ο Λένιν δεν θα έχει την τύχη του Μπαμπέφ στην ιστορία". H κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης μας υποχρεώνει να επανεξετάσουμε όλα αυτά τα ζητήματα. Σε κάθε περίπτωση η ύπαρξη αυτού του ορίου αποδεικνύει την ύπαρξη αντικειμενικών νομοτελειών στην κοινωνική εξέλιξη και την ιδιαιτερότητα της εμφάνισης τους στην κοινωνία, όπου μεσολαβεί η δράση των ανθρώπων.
γ) Αντικειμενικές προϋποθέσεις - υποκειμενικός παράγοντας .
Είναι φανερό πως ήδη στο διαλεκτικό σχήμα που προσδιορίσαμε κοινωνικής νομοτέλειας-πράξης έχουν εισέλθει ορισμένες συγκεκριμένες παράμετροι: σχέση αντικειμενικών υποκειμενικών συνθηκών, επαναστατική κατάσταση. Χωρίς υπερβολή, η προβληματική που ανέπτυξε το κομμουνιστικό κίνημα γύρω απ' αυτά στη διάρκεια όλου του εικοστού αιώνα είναι χαρακτηριστική των αδυναμιών του. Σωρεία αριστερών και δεξιών λαθών μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση ήταν το αποτέλεσμα της θεωρητικής αδυναμίας να δοθεί συγκεκριμένο περιεχόμενο, πέρα από γενικότητες, στο σχήμα αντικειμενικές-υποκειμενικές προϋποθέσεις.
Το πρόβλημα που είχαν να αντιμετωπίσουν θεωρητικά και πρακτικά οι κομμουνιστές, ειδικά μετα τον Β' Παγκόσμιο πόλεμο, ήταν ότι ενώ οι αντικειμενικές συνθήκες ήταν πιο ώριμες απ' ότι στη Ρωσία του Ί7, στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες η δυνατότητα της επανάστασης φαινόταν απόμακρη. Η εξήγηση ήταν πάντα στερεότυπη: δεν είναι ώριμος ο υποκειμενικός παράγοντας. Όμως αυτό το καταρχάς σωστό συμπέρασμα οδήγησε σε μια μηχανιστική αντιμετώπιση του όλου θέματος. Σήμερα ακόμη, για παράδειγμα, η περίπτωση του Μάη του '68 στη Γαλλία έχει αφεθεί να είναι αντικείμενο νοσταλγικών αναπολήσεων μικροαστών διανοουμένων. Ελάχιστα έχει απασχολήσει το ζήτημα που τέθηκε από τους Γάλλους τροτσκιστές, μαοϊκούς αλλά και από το ευρωπαϊκό φοιτητικό κίνημα της εποχής, ότι τότε εν δυνάμει υπήρχε επαναστατική κατάσταση ή τουλάχιστον στοιχεία της. Συνήθως η απάντηση που δίνεται περιορίζεται στην αναζήτηση ποσοστών: πόσο τοις εκατό φοιτητών και διανοουμένων συμμετείχαν, πόσο τοις εκατό εργατών.
Μήπως όμως διαφορετικά πρέπει να αντιμετωπίζεται το θέμα αντικειμενικό-υποκειμενικό; Η ωρίμανση του υποκειμενικού παράγοντα, αν υπάρχει επαναστατική πρωτοπορία, είναι μια διαδικασία πολλών διαφορετικών ταχυτήτων, όχι υποχρεωτικά μια αργόσυρτη διαδικασία ποσοτικών συσσωρεύσεων, και τελικά επαναστατική κατάσταση δεν έχουμε μόνο όταν οι αντικειμενικές συνθήκες είναι απόλυτα ώριμες σύμφωνα με τις μετρήσεις των ειδικών, αλλά όταν αυτό επιβάλλεται από μια σύνθετη κοινωνική πραγματικότητα στην οποία η οικονομική βάση μόνο σε τελευταία ανάλυση -για να ξαναθυμηθούμε τον Ένγκελς- παίζει τον καθοριστικό ρόλο. Που σημαίνει ότι κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί υποχρεωτικά στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού αν δεν το επιτρέπουν αυτό οι αντικειμενικοί νόμοι της ιστορικής εξέλιξης, που εμφανίζονται και δρουν όχι στα όρια των εθνών και των γεωγραφικών συνόρων αλλά σε ένα ευρύ διεθνές επίπεδο. Τότε ποιος είναι ο ρόλος της επαναστατικής πρωτοπορίας; Αναμφίβολα όχι αυτό του πυροσβέστη, αυτού που συνέχεια περιμένει να έρθουν "καλύτερες μέρες"! Ο Λένιν τον Μάιο του 1918 έγραφε κάτι που φαίνεται πως το ξέχασαν τα κομμουνιστικά κόμματα της Γ' Διεθνούς μετά το θάνατο του, και σήμερα ίσως για ορισμένους "μετανοημένους" να φαντάζει σαν επαναστατική αποκοτιά, "...θα ήταν ανεπανόρθωτο λάθος να διακηρύξουμε πως μια και είναι παραδεκτό ότι οι οικονομικές μας "δυνάμεις" δεν αντιστοιχούν στην πολιτική μας δύναμη, "συνεπώς" δεν έπρεπε να πάρουμε την εξουσία. Έτσι σκέπτονται οι "άνθρωποι σε θήκη που ξεχνάνε ότι "αντιστοιχία" δεν θα υπάρχει ποτέ, ότι δεν μπορεί να υπάρχει στην εξέλιξη της φύσης, όπως και στην εξέλιξη της κοινωνίας, ότι μόνο με μια σειρά προσπάθειες -και η καθεμιά από αυτές χωριστά παρμένη είναι μονόπλευρη, θα παρουσιάζει κάποια έλλειψη αντιστοιχίας- θα δημιουργηθεί ένας ολοκληρωμένος σοσιαλισμός από την επαναστατική συνεργασία των προλετάριων όλων των χωρών," (Για τα "αριστερά" παιδιαρίσματα και τον μικροαστισμό, εκδ. Προγκρές).
Το συμπέρασμα μας είναι ότι μπορεί πραγματικά στον αναπτυγμένο καπιταλισμό η κατάσταση να είναι απείρως δυσκολότερη για το εργατικό κίνημα όχι μόνο τώρα αλλά και στην πρώτη περίοδο μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, ότι η επικράτηση του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού στα κομμουνιστικά κόμματα οφείλεται σε σημαντικό βαθμό και σ' αυτό το αντικειμενικό γεγονός, αλλά τίποτε απ' όλα αυτά δεν μπορεί να σβήσει το μερίδιο ευθύνης των ηγεσιών του κομμουνιστικού κινήματος που ουσιαστικά εδώ και δεκαετίες εγκατέλειψαν την ιδεολογική και πρακτική προετοιμασία της εργατικής τάξης των χωρών τους με στόχο τη σοσιαλιστική επανάσταση. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αν οι εξελίξεις σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν διαφορετικές, και αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην περίπτωση της στάσης του ΚΚΕ στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο.
Σοσιαλισμός - Κομμουνισμός
Ένα άλλο ζήτημα στο οποίο δοκιμάζεται η μαρξιστική σκέψη σε όλη τη διάρκεια του αιώνα είναι η σχέση σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Οι βασικότερες απόψεις που έχουν αναπτυχθεί είναι:
- Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός είναι μια απόλυτη ταυτότητα, ένα και το αυτό πράγμα, που μπορεί να φέρει, αδιάφορο ποια, μια από τις δύο ονομασίες.
- Ο σοσιαλισμός είναι ένα κοινωνικό στάδιο διάφορο εντελώς του κομμουνισμού.
- Ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη φάση της ενιαίας διαδικασίας μετάβασης στην κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, τον κομμουνισμό.
Πλάι σ' αυτές τις βασικές θέσεις, έχουν διατυπωθεί και άλλοι προβληματισμοί που σχετίζονται με τους κλασικούς: Ποια ήταν η άποψη εν προκείμενο) των Μαρξ-Ένγκελς και Λένιν; Έχουν υποστηριχθεί διάφορες θέσεις, π.χ. ότι οι θέσεις των κλασικών είναι αντιφατικές, ότι δεν έχουν σαφή αντίληψη για τα στάδια μετάβασης στον κομμουνισμό, ότι ο Λένιν δεν είχε άποψη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση και για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μετά απ' αυτήν.
Όσον αφορά την τοποθέτηση του άρθρου θα μπορούσε να συνοψισθεί στα εξής:
Ο σοσιαλισμός είναι πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Δεν αποτελεί ιδιαίτερο κοινωνικό στάδιο μι: ολοκληρωμένα αυτόνομα χαρακτηριστικά. Δεν ταυτίζεται όμως ούτε με την φάση της μετάβασης από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό. Η φάση της μετάβασης δεν μπορεί να έχει προκαθορισμένη διάρκεια και σαφώς εξαρτιέται από τις συγκεκριμένες συνθήκες της χώρας στην οποία νίκησε η επανάσταση. Αντιστοιχεί ως πολιτική μορφή στη δικτατορία του προλεταριάτου και ως οικονομική διαδικασία στη δημιουργία των υλικών προϋποθέσεων για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Αυτή η μεταβατική φάση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί σε μια μόνο χώρα, δηλαδή να περάσουμε στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μια χώρα. (Δες και το άρθρο "Για την επανάσταση και το Σοσιαλισμό", Κ.Μπατίκας, Αρ. Ανασύνταξη, τ.9, 1996)
α) Οι έννοιες σοσιαλισμός, κομμουνισμός και μετάβαση στους κλασικούς
Από όλες τις αναλύσεις του Μαρξ προκύπτει αυτό που συνόψισε ο Λένιν:
"Αυτό που συνήθως λέμε σοσιαλισμό, ο Μαρξ το ονόμαζε "πρώτη" ή κατώτερη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εφόσον τα μέσα της παραγωγής γίνονται κοινή ιδιοκτησία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και δω η λέξη "κομμουνισμός", φτάνει να μην ξεχνούμε πως δεν πρόκειται για ολοκληρωμένο κομμουνισμό. Η μεγάλη σημασία των διασαφηνίσεων του Μαρξ συνίσταται στο ότι ο Μαρξ εφαρμόζει και δω με συνέπεια την υλιστική διαλεκτική, τη διδασκαλία της εξέλιξης, θεωρώντας τον κομμουνισμό σαν κάτι που αναπτύσσεται από τον καπιταλισμό. Αντί για σχολαστικά επινοημένους, "σκαρωμένους" ορισμούς και άκαρπες συζητήσεις γύρω από λέξεις (τι είναι σοσιαλισμός και τι κομμουνισμός), ο Μαρξ δίνει την ανάλυση εκείνου που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε βαθμίδες της οικονομικής ωριμότητας του κομμουνισμού" (Λένιν, Κράτος και Επανάσταση) .
Ο ίδιος αφού είχε καθαρό ποια ήταν η σχέση σοσιαλισμού-κομμουνισμού τονίζει μετά την Οκτωβριανή: "Δεν έχω αυταπάτες σχετικά με το ότι αρχίσαμε απλώς τη μεταβατική περίοδο προς το σοσιαλισμό, ότι στο σοσιαλισμό δεν έχουμε ακόμα φτάσει... Απέχουμε ακόμα κι από το τέλος της μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ποτέ δεν βαυκαλιστήκαμε με την ελπίδα ότι θα μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας την περίοδο αυτή χωρίς τη βοήθεια του διεθνούς προλεταριάτου. Ποτέ δεν είχαμε πλάνες σχετικά μ' αυτό και ξέρουμε πόσο δύσκολος είναι ο δρόμος που οδηγεί από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό..." (Λένιν, Έκθεση Δράσης του Συμβουλίου Επιτρόπων του Λαού στο Τρίτο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ, Γενάρης 1918) .
Η έννοια "μεταβατική περίοδος" είναι σαφές ότι δεν ταυτίζεται με τον σοσιαλισμό και σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί νεολογισμό του Λένιν. Με τη σύγχυση που έχει επέλθει μετά το "89 ορισμένοι συμπεριφέρονται σαν να την ανακάλυψαν μετά την κατάρρευση του "υπαρκτού σοσιαλισμού". Έχουμε φτάσει στο σημείο να λησμονούμε ότι είναι κλασική διατύπωση των Μαρξ-Ένγκελς που αντιστοιχεί στη δικτατορία του προλεταριάτου.
"Ένα νέο κοινωνικό καθεστώς είναι δυνατό, όπου θα 'χουν εξαφανιστεί οι σημερινές ταξικές διακρίσεις και όπου ύστερα από μια σύντομη, κάπως στενόχωρη, πάντως όμως ηθικά πολύ χρήσιμη μεταβατική περίοδο, τα μέσα για τη ζωή, για την απόλαυση της ζωής, για τη διαμόρφωση και την εξάσκηση όλων των σωματικών και πνευματικών ικανοτήτων, θα είναι στη διάθεση όλων των μελών της κοινωνίας συμμετρικά και σε διαρκώς μεγαλύτερη αφθονία, χάρη σε μια σχεδιασμένη χρησιμοποίηση και παραπέρα ανάπτυξη των δημιουργημένων πια τεράστιων παραγωγικών δυνάμεων και με ίση για όλους υποχρέωση εργασίας." (Εισαγωγή του Φ.Ένγκελς στο έργο του Κ.Μαρξ: Μισθωτή Εργασία και Κεφάλαιο, Διαλεχτά Έργα, σ.73)
Ο Ένγκελς πάντα για το ζήτημα της μετάβασης σημείωνε στο έργο του "Για το Ζήτημα της Κατοικίας" (Διαλεχτά Έργα, σ.762)το 1872-73:
"Το να θέλουμε να θεωρητικολογούμε πάνω στο πώς θα ρυθμίσει μια μελλοντική κοινωνία τη διανομή του φαγητού και των κατοικιών, αυτό οδηγεί κατευθείαν στην ουτοπία. Το πολύ-πολύ μπορούμε ξεκινώντας από την κατανόηση των βασικών όρων όλων των προηγούμενων τρόπων παραγωγής, να διαπιστώσουμε ότι με την ανατροπή της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής θα γίνει αδύνατο να σταθούν ορισμένοι τρόποι ιδιοποίησης που χαρακτηρίζουν την παλιά κοινωνία. Ακόμα και τα μεταβατικά μέτρα θα πρέπει να προσαρμοστούν παντού στις κάθε φορά υπάρχουσες συνθήκες της στιγμής. Στις χώρες με μικρή ιδιοκτησία της γης θα είναι ουσιαστικά αλλιώτικα απ' ό,τι στις χώρες με μεγάλη ιδιοκτησία της γης κ.ο.κ."
(Για τη χρήση των εννοιών αυτών δες περισσότερα στο άρθρο "Για την επανάσταση και τον σοσιαλισμό" τον Κ.Μπατίκα.)
β) Ήταν σοσιαλισμός ο "υπαρκτός σοσιαλισμός".
Και τώρα ας απαντήσουμε απροκατάληπτα στο εξής κρίσιμο ερώτημα: Κάθε κοινωνία στην οποία ισχυριζόμαστε ότι έχει αρχίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση οφείλει (κι εδώ ας μην ξεχνάμε τις κοινωνικές νομοτέλειες) να έχει έστω εν σπέρματι αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά; Αν (και αυτό πλέον αφορά την ίδια τη Σοβιετική Ένωση) εμφανίζονται ριζικές παρεκκλίσεις απ' αυτά, πώς μπορούμε να μιλάμε για σοσιαλισμό; (Δες και το άρθρο "Σκέψεις για το σοσιαλισμό και την Οκτωβριανή Επανάσταση", Α.Ξύδη, Αρ.Ανασύνταξη, τ.7-8, 1995) Κατά τη γνώμη μας μέγιστη παρέκκλιση είναι η θεωρία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού σε μια μόνη χώρα, που επικράτησε μετά το θάνατο του Λένιν. Μια θεωρία που δεν έχει καμιά απολύτως σχέση με τον επιστημονικό σοσιαλισμό.
Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι μοιραίο λάθος να επιμένουμε να θεωρούμε τον "υπαρκτό σοσιαλισμό" σοσιαλισμό και να προσπαθούμε να φορτώσουμε τις παρεκκλίσεις σε ιστορικούς περιορισμούς της ανάλυσης του Μαρξ ή των θέσεων του Λένιν;
Μήπως ο χαρακτηρισμός της σοβιετικής κοινωνίας ως "πρώιμος" σοσιαλισμός δίνει λύση στο πρόβλημα; Ποιο είναι το επιστημονικό βάρος της ορολογίας "πρώιμος" σοσιαλισμός; Αν ανατρέξουμε στο ιστορικό προηγούμενο της εμφάνισης καπιταλιστικών σχέσεων στον 14ο και 15ο αιώνα νομιμοποιούμαστε να μιλήσουμε για "πρώιμο" καπιταλισμό; Όπως είναι γνωστό κάτι τέτοιο συνέβη το 1282 στη Φλωρεντία» όπου μετά από μεγάλες αγροτικές εξεγέρσεις και σημαντικές εργατικές κινητοποιήσεις οι ευγενείς εκδιώχτηκαν από την κυβέρνηση. Το ίδιο συνέβη και στη Φλάνδρα και συγκεκριμένα στις βιομηχανικές κοινότητες της Γάνδης και του Υπρ, όπου το 1302 οι εργατικές εξεγέρσεις είχαν σαν αποτέλεσμα να καταλάβουν οι εργάτες την εξουσία: "Η συγκέντρωση κεφαλαίου και εργασίας, η οργάνωση της προμήθειας της πρώτης ύλης και της πώλησης του τελειωμένου προϊόντος από τους καπιταλιστές στις φλαμανδικές και ιταλικές πόλεις, κατά τα τέλη του 13ου και τις αρχές του 14ου αιώνα, ήταν τέτοιες που θα μπορούσε σχεδόν να πει κανείς ότι οι κοινωνίες αυτές βρίσκονταν κυριολεκτικά στο κατώφλι του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής." (Ρ.Χίλτον, Η μετάβαση από τη Φεουδαρχία στον Καπιταλισμό» σ. 226)
Αλλά και στην Αγγλία από τον 14ο αιώνα το δίκαιο της δουλοπαροικίας αρχίζει να παρακμάζει μετά την εξέγερση της αγροτιάς υπό τον Γουότ Τάιλερ το 1381.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξε παλινόρθωση των φεουδαρχικών σχέσεων και χρειάστηκε να φτάσουμε στα τέλη του 16ου αιώνα για να αρχίσει ο καπιταλισμός να βρίσκει το δρόμο του. Αυτό κάνει όλους τους μεγάλους μελετητές της περιόδου αυτής να συμφωνούν ότι στην Ευρώπη τουλάχιστον η κοινωνία για ένα μεγάλο διάστημα αποτελούσε έναν ιστορικό σχηματισμό σε μεταβατικό στάδιο, με την έννοια ότι οι παλιές οικονομικές μορφές κατέρρεαν ενώ ταυτόχρονα πρόβαλλαν νέες.
Σε καμιά από αυτές τις περιπτώσεις "πρώιμης" εμφάνισης καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δεν εκδηλώθηκαν -πριν από ένα συγκεκριμένο ιστορικό όριο- όλα τα βασικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής έστω σε ατελή μορφή, καμιά δεν διεκδικεί λοιπόν τον χαρακτηρισμό "πρώιμος" καπιταλισμός. Πώς είναι δυνατόν αν αποκαλούμε "πρώιμο" σοσιαλισμό την εμφάνιση των πρώτων σοσιαλιστικών σχέσεων, που σηματοδοτούν την αρχή για το απείρως δυσκολότερο πέρασμα στην αταξική κοινωνία; Καθένας καταλαβαίνει ότι δεν πρόκειται για παιχνίδι με τις λέξεις. Πρόκειται για αντίθετες απόψεις. Γνώμη μας είναι ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής, για σοσιαλισμό, γιατί πουθενά στον πλανήτη δεν προχώρησε η διαδικασία αυτή μέχρι τώρα. Η μεταβατική κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης έχασε την προωθητική της δύναμη κάτω από το βάρος των εσωτερικών αντινομιών της και τη δράση της αντεπανάστασης.
γ) Σχετικά με την "αντεπανάσταση"
Μεγάλη προσοχή θέλει επίσης η χρήση της έκφρασης "επικράτηση της αντεπανάστασης0. Οφείλουμε να διευκρινίζουμε ποιους θεωρούμε ως αντεπανάσταση στη Σοβιετική Ένωση. Αντεπανάσταση είναι ο Γιέλτσιν, ο Γκορμπατσώφ; Δεν είναι ο Μπρέζνιεφ, ο Χρουτσώφ και ο Στάλιν του '37; Και φυσικά αναφερόμαστε σε πρόσωπα που σημάδεψαν αντίστοιχες περιόδους της σοβιετικής ιστορίας όχι για να αποδώσουμε σ' αυτά και μόνο τις ευθύνες καταστάσεων που φέρουν μαζί με ολόκληρες ομάδες πληθυσμού που ξεχώρισαν και, κατά την έκφραση του Μαρξ, "υψώθηκαν πάνω από την κοινωνία", επιβάλλοντας της τα ίδια συμφέροντα τους. Μ' αυτές τις παρατηρήσεις δεν θέλουμε να αρνηθούμε την ύπαρξη και δράση της αντεπανάστασης σε όλη την πορεία της Σοβιετικής Ένωσης, άλλωστε πώς ήταν δυνατό να μη συμβαίνει κάτι τέτοιο σε μια κοινωνία από την οποία δεν είχαν εξαλειφθεί μέσα από τη φυσική διαδικασία της εξέλιξης της οι κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα, έστω και με τη μορφή των υπολειμμάτων τους, κάτι που όλοι δεχόμαστε ότι θα γίνει μόνο στον κομμουνισμό. Άποψη μας είναι ότι τα όσα διαδραματίστηκαν από το '85 (αρχή της περεστρόικα) ως το '89 (σωρευτική διάλυση των καθεστώτων του "υπαρκτού σοσιαλισμού"), το '91 (διάλυση και τυπικά της Σοβιετικής Ένωσης) ήταν οι τελευταίες πράξεις της πολιτικής επικράτησης των δυνάμεων της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, δεν ήταν η πρώτη εμφάνιση της αντεπανάστασης. Αντίθετα, έχουμε τη γνώμη ότι την εμφάνιση της στο ιστορικό προσκήνιο πρέπει να την αναζητήσουμε στην ιστορική περίοδο, πριν από τον Β' Παγκόσμιο, όταν αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση για τη μεταβατική σοβιετική κοινωνία. Όταν έμπαιναν τα θεμέλια:
- για την αποξένωση της εργατικής τάξης από τα μέσα παραγωγής
- για τη συρρίκνωση των θεσμών της εργατικής δημοκρατίας
- για τη συγκάλυψη των κοινωνικών αντιθέσεων και των εθνικών ζητημάτων
- για την ταύτιση κομματος-κράτους
-για τη δημιουργία γραφειοκρατίας στο κόμμα και στο κράτος που μετέτρεψε τη διαχείριση των κρατικοποιημένων μέσων παραγωγής στο όνομα της εργατικής τάξης σε στήριγμα της δικής της εξουσίας, και με την πάροδο του χρόνου τη χρησιμοποίησε για την υπεράσπιση των πολιτικών συμφερόντων της και για την κάλυψη υλικών-οικονομικών συμφερόντων.
δ) Για την πολιτική οικονομία του "σοσιαλισμού"
Από αυτή την άποψη δεν θα είχαμε καμιά αντίρρηση ότι το αντικείμενο υπαγορεύει τη μέθοδο του. Πράγματι αν το αντικείμενο έρευνας είναι ο "σοσιαλισμός" στη Σοβιετική Ένωση, τότε οδηγούμαστε ίσως στην πολιτική οικονομία του "σοσιαλισμού". Αν όμως δεν δεχόμαστε ότι η κοινωνία της Σοβιετικής Ένωσης ήταν σοσιαλιστική και πολύ περισσότερο ότι δεν μπορεί να υπάρξει μεμονωμένη σοσιαλιστική κοινωνία, για ποια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού μιλάμε; Δική μας άποψη είναι ότι όταν θα έχει προχωρήσει η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας σε σειρά χωρών, δεν θα υπάρχει θέση για μια "πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού". Γιατί ποια είναι η βάση της μαρξιστικής "Κριτικής της πολιτικής οικονομίας", του υπότιτλου του ίδιου του Κεφαλαίου". Όχι κριτική με την έννοια της υπόδειξης λαθών και ελαττωμάτων. Η κριτική της πολιτικής οικονομίας του Μαρξ εμπνέεται από την πρόθεση να ξεπεραστεί η κοινωνία πάνω στην οποία βασίζεται η πολιτική οικονομία. Αποτελεί τη διαλεκτική υπέρβαση μιας επιστήμης που είναι στην ουσία η ίδια η θεωρία της αστικής κοινωνίας. Πώς μπορεί λοιπόν να συνεχίσουμε να μιλάμε για πολιτική οικονομία όταν αναφερόμαστε στο νέο τρόπο παραγωγής, στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό;
Τελειώνοντας αυτές τις σύντομες επισημάνσεις θέλουμε για μια ακόμη φορά να τονίσουμε ότι μόνο η νηφάλια αντιμετώπιση της πραγματικής ιστορίας είναι δυνατό να μας ανοίξει το δρόμο όχι μόνο ούτε κυρίως για πρωτοπόρα σκέψη στην εποχή μας, αλλά βασικά για πρωτοπόρα επαναστατική δράση, που σε τελευταία ανάλυση θα είναι εκείνη που θα αναδείξει την ορθότητα της μιας ή της άλλης άποψης. Γιατί επανερχόμενοι στις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ θα θυμίσουμε ότι σύμφωνα με τον Μαρξ: "Το ζήτημα αν η ανθρώπινη νόηση μπορεί να καταχτήσει την αντικειμενική (gegenstandliche) αλήθεια δεν είναι ζήτημα θεωρίας, μα πρακτικό ζήτημα. Στην πράξη πρέπει ο άνθρωπος ν' αποδείξει την αλήθεια, δηλ. την πραγματικότητα και τη δύναμη, το εντεύθεν (diesseitigkeit) της νόησης του. Η διαμάχη για την πραγματικότητα της απομονωμένης από την πράξη νόησης είναι καθαρά σχολαστικό ζήτημα".