[2021-03-23] Απόφαση Π.Ε. (ΜΑΡΤΙΟΣ 2021)

Aπόφαση Πολιτικής Επιτροπής

 

Ανθρωποθυσίες για τα 200 χρόνια από το 1821

Η κυβέρνηση επιδιώκει την όξυνση και δεν φοβάται το ενδεχόμενο να έχουμε ακόμα και νεκρούς για να ισχυροποιήσει τη θέση της και να διαλύσει ακόμα περισσότερο τις οργανώσεις της εργατικής τάξης.

 

Ενώ συμπληρώνονται 200 χρόνια από την επανάσταση του 1821, η αστική τάξη ανασυντάσσεται από την κρίση της προηγούμενης δεκαετίας και προετοιμάζεται για την αντιμετώπιση της παρούσας υποτροπής της καπιταλιστικής κρίσης.

Η σημερινή κυβέρνηση έχει αναλάβει το έργο αυτό: της περαιτέρω ανασύνταξης των αστικών δυνάμεων και της παραπέρα διάλυσης του αντίπαλου στρατοπέδου, του στρατοπέδου της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη, βρίσκεται παραζαλισμένη από την ήττα της μνημονιακής δεκαετίας, με τις συνδικαλιστικές και πολιτικές της οργανώσεις αποδυναμωμένες, ωστόσο παραμένει κοινωνική πλειοψηφία που συνεχώς διευρύνεται από την καταστροφή μεσαίων στρωμάτων που κατρακυλάνε στις γραμμές του προλεταριάτου.

 

Η αστική τάξη για να διατηρήσει την κυριαρχία της –όντας κοινωνική μειοψηφία– πρέπει να πολυδιασπά την εργατική τάξη, να συνάπτει συμμαχίες με τμήματά της και να εξασφαλίζει διαρκώς ότι δεν θα υπάρξει ενότητά της εργατικής τάξης κάτω από τις σημαίες της επανάστασης. Παρά τους κινδύνους που διέτρεξε η εξουσία της στις αρχές της δεκαετίας του 2010, κατάφερε να διατηρήσει την ταξική κυριαρχία της και να σταθεροποιήσει την πολιτική κατάσταση. Για να το καταφέρει αυτό χρειάστηκε εξωτερική βοήθεια (κυρίως από την ΕΕ) και να ξεπεράσει τις εσωτερικές της διαιρέσεις και τις αδυναμίες του πολιτικού της προσωπικού. Απέναντι στην επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε το 2011, συγκρότησε τις πολιτικές της δυνάμεις σε ενιαίο μέτωπο και κατάφερε να κυριαρχήσει στις πολιτικές εξελίξεις. Ρόλο στο τελικό αποτέλεσμα έπαιξε και η χρόνια διάβρωση των εργατικών οργανώσεων από την αστική επιρροή: εξαγορασμένοι συνδικαλιστές, αργυρώνητες πολιτικές οργανώσεις, καλοπληρωμένοι «διανοούμενοι» που μεταμφιέζανε τις αστικές αντιλήψεις σε ριζοσπαστικές και σπέρνανε σύγχυση.

Σήμερα, η κυριαρχία της αστικής τάξης στα πολιτικά πράγματα είναι αδιαμφισβήτητη. Η κυριαρχία του βασικού αστικού κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας, είναι αδιατάρακτη. Η σημερινή κυβέρνηση έχει σοβαρότατη ευθύνη για πάρα πολλούς θανάτους λόγω COVID-19 αφού δεν πήρε τα κατάλληλα μέτρα για την αποφυγή τους (αποφασιστική ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας με εξοπλισμό και προσωπικό, με νέες ΜΕΘ και ΜΑΦ, πολλαπλασιασμό των δρομολογίων των ΜΜΜ, ελέγχους σε χώρους εργασίας και τεστ, υποχρέωση των καπιταλιστών για αποσυμφόρηση των εργασιακών χώρων χωρίς καμιά περικοπή μισθών και μίσθωση λεωφορείων για την ασφαλή μεταφορά των εργαζομένων στην εργασία και αποσυμφόρηση των ΜΜΜ, κ.ά.). Παρόλες τις τεράστιες ευθύνες της κυβέρνησης, όπως και των προηγούμενων κυβερνήσεων που αποδυνάμωσαν το δημόσιο σύστημα υγείας και έδωσαν προνόμια και χρήμα στους ιδιώτες-καπιταλιστές, η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να βαδίζει αλώβητη.

 

Το βασικό πολιτικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης είναι ότι δεν υπάρχει άλλη πολιτική πρόταση (πλην της ανεδαφικής σοσιαλδημοκρατικής πρότασης του ΜΕΡΑ25). Τα υπόλοιπα αστικά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, Ελλ. Λύση) αποδέχονται το ίδιο μνημονιακό πλαίσιο άσκησης πολιτικής, ενώ η Αριστερά έχει αυτοεξαιρεθεί από την ουσία της πολιτικής που είναι η διεκδίκηση της εξουσίας και βουλιάζει στην απαξίωση. Ωστόσο, αυτή η πολιτική κυριαρχία δεν οδηγεί σε κοινωνική ειρήνη και ηρεμία.

Η κυβέρνηση μάλιστα, φαίνεται να επιζητά και να προκαλεί συγκρούσεις: στο ξεκίνημα της θητείας της επιτέθηκε στις καταλήψεις κτιρίων και έδειξε μηδενική ανοχή στις διαδηλώσεις, ενώ το τελευταίο διάστημα προκάλεσε την απεργία πείνας του Δ. Κουφοντίνα και ρίσκαρε το θάνατο ή το μόνιμο σακατεμά του με τις εκδικητικές της αποφάσεις, αντιμετωπίζει με την αστυνομία τις φοιτητικές καταλήψεις (ακόμα κι αυτές που ετοιμάζονταν να λήξουν όπως στην πρυτανεία του ΑΠΘ), οργανώνει αστυνομικό σώμα για την αστυνόμευση των πανεπιστημίων, εντείνει την αστυνομοκρατία προκαλώντας επεισόδια όπως αυτό στη Νέα Σμύρνη και έχει δώσει το ελεύθερο στην αστυνομία να επιτίθεται απροκάλυπτα και να διαλύει χωρίς προσχήματα όποια μικρή διαδήλωση πάει να συγκροτηθεί –ιδιαίτερα του αναρχικού χώρου, αλλά και άλλων πολιτικών χώρων της Αριστεράς.

Με την τακτική αυτή, η κυβέρνηση οξύνει την πολιτική αντιπαράθεση με την αντιπολίτευση και υπηρετεί μια βραχυπρόθεσμη και μια μακροπρόθεσμη στόχευση.

Βραχυπρόθεσμα, εμφανίζεται –και με την αμέριστη βοήθεια των ΜΜΕ– σαν υπερασπιστής του νόμου και εγγυήτρια της τάξης κι εμφανίζει την αντιπολίτευση να ταυτίζεται με ταραξίες και αναρχικούς, αποκομίζοντας πολιτικά κέρδη. Επιπλέον, σπρώχνει το κίνημα και την Αριστερά στην αδιέξοδη γραμμή της καταγγελίας της αστυνομοκρατίας.

Κι αυτό το τελευταίο συνδέεται με την μακροπρόθεσμη στόχευσή της. Δηλαδή, την περαιτέρω διάλυση του εργατικού στρατοπέδου εν’ όψει ενός νέου γύρου λιτότητας και επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα.

Η αστυνομοκρατία και η καταστολή, το «κράτος έκτακτης ανάγκης» όπως ονομάζεται από κάποιους, δεν αποτελεί αυθύπαρκτη αξία για την αστική τάξη, αλλά μέσο για να διαιωνίσει την εκμετάλλευση και την κυριαρχία της. Οι αστοί μπορούν να ζήσουν και χωρίς αυτά, στο βαθμό που μπορούν να εξασφαλίσουν ταξική συναίνεση και κοινωνική ειρήνη. Η αστυνομοκρατία και η καταστολή, στέκονται εμπόδιο στην πολιτική έκφραση και τη διεκδίκηση. Ποια είναι όμως η πολιτική έκφραση της Αριστεράς που εμποδίζεται από την αστυνομοκρατία; Τι είναι αυτό που θέλει να πει η Αριστερά και φιμώνεται από την καταστολή;

Η Αριστερά εμφανίζει τις διεκδικήσεις της σε κατεβατά αιτημάτων, τα οποία ανεξάρτητα από τις λεπτομέρειες φτάνουν μέχρι την αμφισβήτηση της κυβερνητικής πολιτικής θέτοντας σαν στόχο την ανατροπή της, και λέγοντας το εξής: ότι στο παρόν καθεστώς και παρά την καπιταλιστική κρίση, τα πράγματα μπορούν να πάνε καλύτερα για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Ότι παρά την καπιταλιστική κρίση και την πίεση που αυτή δημιουργεί στους κεφαλαιοκράτες για βάθεμα της εκμετάλλευσης των εργαζομένων, μπορούμε να κατακτήσουμε τις διεκδικήσεις μας και ένα καλύτερο επίπεδο ζωής. Μπορούμε δηλαδή, να αλλάξουμε τα πράγματα χωρίς να πάρουμε την εξουσία. Παράλληλα, παραπέμπει την ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων από το ενθάδε στο επέκεινα, σε κάποιο σοσιαλισμό του μέλλοντος επειδή, όπως λέει, σήμερα «το κίνημα είναι ανώριμο». Εξαιτίας αυτών των εξωφρενικών κι εκτός πραγματικότητας θέσεων, η Αριστερά συρρικνώνεται διαρκώς. Και λόγω της ένδειας προγραμματικών θέσεων, γαντζώνεται από την επίκαιρη «πάλη ενάντια στην αστυνομοκρατία», στρέφοντας δυνάμεις σε αυτήν την κατεύθυνση.

Η στροφή του κινήματος και της Αριστεράς στην πάλη ενάντια στην αστυνομοκρατία και την καταστολή, χωρίς κανένα προγραμματικό περιεχόμενο, υπηρετεί τις μακροπρόθεσμες στοχεύσεις της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση γνωρίζει πολύ καλά ότι η ίδια η κατάσταση, η καπιταλιστική και η υγειονομική κρίση, η φτώχεια, η ανεργία, η εξαθλίωση, η απαραίτητη αστυνομοκρατία για να περάσουν η αντιλαϊκή πολιτική της και οι αντεργατικοί και αντιδημοκρατικοί νόμοι της, δημιουργούν συνθήκες αγανάκτησης και θυμού και συνθήκες πιθανής αυθόρμητης εξέγερσης στην κοινωνία και γι’ αυτό παίρνει διαρκώς αστυνομικού τύπου μέτρα και ρισκάρει –αν δεν επιδιώκει κιόλας– ακόμα κι ένα πολιτικά άσφαιρο και τυφλό ξέσπασμα τύπου Δεκέμβρη 2008. Μια πολιτικά ακίνδυνη έκρηξη που θα εκτονώσει τη νεολαία, θα αποπροσανατολίσει ακόμα περισσότερο την εργατική τάξη και το κίνημά της και θα ισχυροποιήσει το αστικό-κυβερνητικό στρατόπεδο.

Η μαζικότητα των συγκεντρώσεων της 14ης Μάρτη, δείχνει ότι η επιθετική τακτική της κυβέρνησης κινητοποίησε χιλιάδες ανθρώπους που βγήκαν να διαδηλώσουν ενάντια στην αστυνομοκρατία. Η μαζικότητα αυτή οφείλεται σε ένα βαθμό και στον πολύμηνο εγκλεισμό λόγω της πανδημίας. Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να τις εκμεταλλευτεί και να τις καρπωθεί εκλογικά-πολιτικά, οδηγεί στην προβολή τους από τα φίλια στον ΣΥΡΙΖΑ ΜΜΕ, τα οποία οριοθετούν το περιεχόμενό τους στην καταγγελία της καταστολής. Το πολιτικό πλαίσιο που βάζει ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αμφισβητείται από τις υπόλοιπες δυνάμεις.

Απέναντι στη νέα καπιταλιστική και υγειονομική κρίση και στον αυταρχικό κατήφορο της κυβέρνησης Μητσοτάκη, η αριστερά πρέπει να προβάλει τον δικό της προγραμματικό λόγο και την προοπτική να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά της από θέση εξουσίας, αμφισβητώντας έμπρακτα την κυβέρνηση και την πολιτική της και την ίδια την καπιταλιστική εξουσία η οποία την μόνη προοπτική που δίνει στη κοινωνία είναι η διαιώνιση των μνημονιακών δεσμεύσεων, οι εντεινόμενοι περιορισμοί στην ατομική, κοινωνική και πολιτική ζωή, η περιστολή κατακτημένων δικαιωμάτων, η αστυνομοκρατία και η κρατική βία.

Η επαναστατική ανατροπή του αστικού καθεστώτος είναι ο μοναδικός δρόμος για την ικανοποίηση των αιτημάτων της εργατικής τάξης εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης. Ο αγώνας για ψωμί, δουλειά, υγειονομική περίθαλψη, παιδεία είναι αγώνας για προλεταριακή επανάσταση. Είναι αγώνας ενάντια στα προνόμια της αστικής τάξης που οι μνημονιακές κυβερνήσεις προστάτευσαν σφαγιάζοντας μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές και εργατικά δικαιώματα.

Οι κομμουνιστές αντιπαλεύουν την αστυνομοκρατία επειδή παλεύουν για να ανατρέψουν το αστικό μνημονιακό καθεστώς. Στρέφονται ενάντια στην αστυνομοκρατία και την καταστολή γιατί τους βάζει εμπόδια στην πάλη τους ενάντια στο αστικό καθεστώς. Η προπαγάνδα ενάντια στην αστυνομοκρατία πρέπει να συνδέει την καταστολή με το γενικότερο κοινωνικό καθεστώς, αλλιώς είναι σαν να λέμε «εκμεταλλευτείτε μας, αλλά μη μας δέρνετε κιόλας».

Παλεύουμε ενάντια στην καταστολή για να ανοίξουμε το δρόμο στην επαναστατική κατεύθυνση. Σε αυτήν την κατεύθυνση υποστηρίζουμε την αναγκαία αυτοάμυνα ενάντια στις οργανωμένες κρατικές συμμορίες της αστυνομίας. Το λαϊκό μίσος ενάντια στις συμμορίες αυτές εκδηλώθηκε με τον ξυλοδαρμό του αστυνομικού που εγκατέλειψαν οι συνάδελφοί του τρέχοντας για να σώσουν το τομάρι τους, όπως θα έκαναν τα μέλη κάθε συμμορίας.

.

14.3.2021

Η Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ