[2015-10-19] Απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής

 

1. Η διεθνής οικονομική και πολιτική κατάσταση

Τα  στοιχεία για το πραγματικό ΑΕΠ των ΗΠΑ στο δεύτερο τρίμηνο (από Απρίλιο ως Ιούνιο του 2015) δείχνουν ότι η αμερικάνικη οικονομία μεγεθύνεται το καλοκαίρι με ετήσιο ρυθμό σχεδόν 4% (3,9%), μετά από ένα ακόμα φτωχό πρώτο (χειμερινό) τρίμηνο μεγέθυνσης μόλις 0,6%.

Στο τρίτο τρίμηνο, η μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ των ΗΠΑ φαίνεται ότι έχει επιβραδυνθεί απότομα από το σχεδόν 4% σε κάτι κοντά στο 2%. Ο δείκτης πρόγνωσης του πραγματικού ΑΕΠ της Ομοσπονδιακής Τράπεζας της Ατλάντα, ο οποίος ήταν πολύ ακριβής τα τελευταία χρόνια, προβλέπει μεγέθυνση μόλις 1,4% για το 3ο τρίμηνο.

Και η προβλεπόμενη επιβράδυνση δεν είναι έκπληξη διότι τα οικονομικά δεδομένα στο τρέχον τρίμηνο υπήρξαν πολύ αδύναμα: παραγγελίες εργοστασίων, λιανική πώληση, παραγγελίες διαρκών αγαθών, βιομηχανική παραγωγή κτλ.

Παράλληλα με την επιβράδυνση των ΗΠΑ, οι κύριες καπιταλιστικές οικονομίες - και οι αναπτυγμένες και οι αποκαλούμενες αναδυόμενες -επιβραδύνονται. Σύμφωνα με τον ΟΑΣΑ, η οικονομική μεγέθυνση των 34 κύριων αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών ανήλθε μόλις στο 0,4% στο δεύτερο τρίμηνο του 2015 σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο – επιβράδυνση σε σχέση με το 0,5% ανάπτυξη από τρίμηνο σε τρίμηνο που επιτεύχθηκε στους πρώτους 3 μήνες του έτους. Η κατά έτος μεγέθυνση του ΑΕΠ για τις χώρες του ΟΑΣΑ παρέμεινε χωρίς αλλαγή στο 2% στο 2ο τρίμηνο του 2015.

 Και σ’ αυτό το τρίμηνο, η παγκόσμια μεγέθυνση φαίνεται να επιβραδύνθηκε ακόμα περισσότερο. Η οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία ήταν η ηγέτιδα στις κορυφαίες οικονομίες των G7, θα δυσκολευτεί να επιτύχει 2% μεγέθυνση, ενώ η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιαπωνία και η Ιταλία θα είναι πιο κοντά στο 1%. Και οι κύριες «αναδυόμενες» οικονομίες παίρνουν βουτιά. Η Κίνα επιβραδύνεται ταχέως, οδηγώντας σε επιβραδύνσεις στην Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, και την ΝΑ Ασία.Και επιπλέον της «Κινέζικης κρίσης», υπάρχει ξεκάθαρη ύφεση στη Βραζιλία και τη Ρωσία και χαμηλή ανάπτυξη στην Τουρκία, τη Νότιο Αφρική και την Ινδονησία. Ακόμα και η μεγέθυνση του πραγματικού ΑΕΠ της Ινδίας που έτρεχε με 7% το χρόνο, στράφηκε προς τα κάτω αυτό το τρίμηνο.

Δεν είναι λοιπόν έκπληξη που η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ έκανε πίσω από τη σχεδιασμένη αύξηση στα επιτόκια το Σεπτέμβριο. Η ανακοίνωση της Ομοσπονδιακής Τράπεζας επισήμανε την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση ως το λόγο για τη αναβολή της αύξησης (τουλάχιστον μέχρι το Δεκέμβρη). Η Ομοσπονδιακή Τράπεζα, μαζί με πολλούς επίσημους οικονομολόγους, θεωρεί ότι η αύξηση των επιτοκίων των ΗΠΑ θα διαχυθεί, με συνέπειες το υψηλότερο κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης του χρέους και ενδεχομένως θα πυροδοτήσει μια κατάρρευση των αγορών μετοχών και ομολόγων σε παγκόσμια κλίμακα

Τα στοιχεία δείχνουν αυτό που είναι αναμενόμενο: η διεθνής καπιταλιστική κρίση δεν ξεπερνιέται, καθώς δεν έχει συντελεστεί η αναγκαία καταστροφή κεφαλαίου. Ακόμα και η Κίνα, που πολλοί θεωρούσαν ότι μπορεί να παίξει το ρόλο της ατμομηχανής της παγκόσμιας οικονομίας, διολισθαίνει σε χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης. Πρέπει να έχουμε επίσης, υπ’ όψη μας εκτιμήσεις που διατυπώνονται για νέα βύθιση των ρυθμών ανάπτυξης την περίοδο 2016-2018.

Στο φόντο της συνεχιζόμενης καπιταλιστικής κρίσης, εξελίσσονται τα πολεμικά επεισόδια στη Μέση Ανατολή, με τη ρωσική επέμβαση στη Συρία, να αποτελεί την πιο πρόσφατη εξέλιξη. Η σχετική «απόσυρση» των ΗΠΑ από τη Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές, συνδυάζεται με τη συνεχιζόμενη συγκέντρωση αμερικάνικων δυνάμεων στην Ουκρανία.

Ειδικά για την – κρίσιμη αυτήν την περίοδο – περιοχή μεταξύ Ιράκ, Συρίας και Τουρκίας, οι ΗΠΑ έχουν αποφύγει εντελώς κάθε χερσαία εμπλοκή τους και μέχρι πρόσφατα αρκούνταν μόνο σε αεροπορική υποστήριξη των «φίλιων» δυνάμεων, δηλαδή των Κούρδων και των Ιρανών, που πολεμάνε στην περιοχή με την ανοχή των Αμερικάνων. Οι συνέπειες της προσέγγισης Ιραν – ΗΠΑ, που αποτυπώθηκε και με τη συμφωνία για το Ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, ήταν η επιδείνωση των σχέσεων ΗΠΑ – Ισραήλ, αλλά και ΗΠΑ – Σαουδικής Αραβίας.

Οι συνέπειες του πολέμου στη Συρία και της διάλυσης των κρατικών δομών στη χώρα αυτή, γίνονται πλέον αισθητές και στην Ευρώπη, με το προσφυγικό κύμα που διασχίζει τα Βαλκάνια και τις κεντροευρωπαϊκές χώρες για να καταλήξει στην Γερμανία.

Αιτία της κλιμάκωσης των ενδο-ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων είναι φυσικά η συνεχιζόμενη καπιταλιστική κρίση και κατάληξή τους μπορεί να είναι μόνο μια γενικευμένη πολεμική αντιπαράθεση.

 

2. Η εσωτερική κατάσταση μετά τις εκλογές

Η ετήσια έκθεση του ΔΝΤ χαρακτηρίζει την Ελλάδα σαν έναν από τους τρεις βασικούς κινδύνους για τις διεθνείς αγορές, μαζί με τη διολίσθηση της κινέζικης οικονομίας και την τιμή του πετρελαίου. Η έκθεση προβλέπει ύφεση 2,3% το 2015 και 1,3% για το 2016, σε αντίθεση με τις κυβερνητικές δηλώσεις για επιστροφή στην ανάπτυξη το 2016. Δυσοίωνες είναι και οι εκτιμήσεις για την ανεργία, η οποία σύμφωνα με το ΔΝΤ θα συνεχίσει να αυξάνεται.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι υλικές προϋποθέσεις για μια μακρόχρονη σταθεροποίηση του αστικού καθεστώτος δεν εκπληρώνονται. Η αστάθεια παραμονεύει και παρά την πλατιά κοινοβουλευτική στήριξη που κατέκτησαν τα μνημονιακά κόμματα, η σημερινή Βουλή δύσκολα θα ολοκληρώσει την τετραετία, παρά τις αναμενόμενες αλλαγές στη σύνθεση της κυβέρνησης και στην κομματική της στήριξη.

Η σημερινή κυβέρνηση προέκυψε από τη νέα νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές, νίκη που βασίστηκε στην απελπισία και την απογοήτευση και όχι στην ελπίδα. Δείγμα της απογοήτευσης είναι η εκτόξευση της αποχής, αλλά και η αδύναμη εκλογική βάση του κυβερνητικού συνασπισμού.

Τη δυσαρέσκεια από τη μνημονιακή υποταγή της ομάδας Τσίπρα και την αποστοίχιση από τα μνημονιακά κόμματα την κατάπιε η αποχή. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στράφηκαν είτε στην αποχή είτε ψήφισαν με τη λογική του «μικρότερου κακού», όπως φαίνεται από το ότι σε σύγκριση με τις εκλογές του Ιανουαρίου ψήφισαν 764.000 λιγότεροι ψηφοφόροι και βρέθηκαν 750.000 λιγότερα έγκυρα ψηφοδέλτια.

Στα αποτελέσματα καταγράφεται απώλεια 320.000 ψήφων για τον ΣΥΡΙΖΑ, 190.000 ψήφων για τη ΝΔ, 9.000 για τους ναζί. Ο χώρος του ΠΑΣΟΚ καταγράφει 130.000 ψήφους λιγότερους σε σχέση με αυτούς που είχαν πάρει τον Γενάρη ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ και ΚΙΔΗΣΟ, το Ποτάμι έχει απώλειες 150.000 ψήφων και οι ΑΝΕΛ 93.000.

Συνολικά τα μνημονιακά ψηφοδέλτια που είχαν παρουσία και στην προηγούμενη Βουλή, απώλεσαν 888.037 ψήφους. Το μοναδικό μνημονιακό ψηφοδέλτιο που ενισχύεται είναι αυτό του Λεβέντη, το οποίο κερδίζει 75.000 σε σύγκριση με τον Γενάρη, ενώ και οι ναζί της Χρυσής Αυγής καταγράφουν μικρές απώλειες 9 χιλιάδων ψηφοφόρων.

Ωστόσο, παρά τις μεγάλες απώλειες ψήφων, το μνημονιακό μπλοκ κερδίζει πανω από το 81% των έγκυρων ψήφων και κατακτά το 89 % των εδρών της Βουλής με το υπόλοιπο 11 % να μοιράζεται ανάμεσα στους ναζιστές (6 % των εδρών) και το ΚΚΕ (5%).

Αυτό που κρινόταν σε αυτές τις εκλογές, ήταν το κατά πόσο θα μπαίνανε εμπόδια στο σχηματισμό μιας νέας μνημονιακής κυβέρνηση, αν δηλαδή ο κοινοβουλευτικός συσχετισμός θα ανάγκαζε την αστική τάξη να εξαντλήσει κι άλλες εφεδρείες της για να πετύχει μια προσωρινή κατάσταση πολιτικής σταθερότητας. Κάτι τέτοιο δεν έγινε δυνατόν. Οι απώλειες των μνημονιακών κομμάτων δεν στράφηκαν μαζικά σε κάποιο άλλο κόμμα, όπως δείχνουν και οι απώλειες του ΚΚΕ (36.000 ψήφοι), αλλά και η αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας που κατέγραψε 155.000 ψήφους.

Όπως φαίνεται από τα στοιχεία, στις εκλογές που έχουν γίνει μέσα στη μνημονιακή περίοδο, το πρώτο κόμμα συγκεντρώνει περίπου το 20% των εγγεγραμμένων σε σύγκριση με ποσοστά κοντά στο 30% την προηγούμενη περίοδο. Η πρόσφατη εκλογική επίδοση του ΣΥΡΙΖΑ, προσεγγίζει το ιστορικό χαμηλό για πρώτο κόμμα που είχε καταγράψει η ΝΔ τον Ιούνιο του 2012 (18,35%). Τότε όμως είχε σχηματιστεί τρικομματική κυβέρνηση που αντιπροσώπευε το 29,8%  των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων με βάση τις εκλογικές επιδόσεις των ΝΔ, ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ. Η σημερινή κυβέρνηση έχει εκλογική βάση που μετά βίας ξεπερνά το 20%.

 

Έτος εκλογών 2007 2009 6/2012 1/2015 9/2015
Πρώτο κόμμα ΝΔ ΠΑΣΟΚ ΝΔ ΣΥΡΙΖΑ ΣΥΡΙΖΑ
Αριθμός ψήφων 2.994.979 3.012.542 1.825.497 2.245.978 1.925.904
% επί των εγγεγραμμένων 30,19% 30,34% 18,35% 22,57% 19,57%

 

Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ βρίσκεται υπό διαρκή πίεση και σε πλήρη ομηρία από τους δανειστές και τους κεφαλαιοκράτες. Η πίεση που αντιμετωπίζει σήμερα δεν προέρχεται από την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, αλλά από τους αστούς. Οι απαιτήσεις της αστικής τάξης – ειδικά για τους πρώτους μήνες ζωής της νέας κυβέρνησης – είναι κολοσσιαίες. Πέρα από την γρήγορη ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ώστε να αποφευχθεί το κούρεμα των καταθέσεων, η μεγάλη πλειοψηφία των προαπαιτούμενων πρέπει να ψηφιστεί και να αρχίσει η εφαρμογή τους μέσα στο 2015.

Παράλληλα με τη ρύθμιση των «μεγάλων» ζητημάτων που αφορούν την εφαρμογή της συμφωνίας, οι κεφαλαιοκράτες εξαπολύουν γενικευμένη επίθεση στους εργασιακούς χώρους με μειώσεις μισθών, απολύσεις και αλλαγές ωραρίων. Το εκλογικό αποτέλεσμα τους λύνει τα χέρια, καθώς δεν υπάρχει η παραμικρή πίεση από τα αριστερά στη σημερινή κυβέρνηση, η οποία έχει εξοβελίσει από τις τάξεις της οποιαδήποτε υποψία αντιμνημονιακής φωνής και πολιτικής.

Ο κρίσιμος παράγοντας στη σημερινή κατάσταση, είναι η παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, η εμφάνιση του οποίου στο προσκήνιο των εξελίξεων μπορεί να γκρεμίσει τη σημερινή κυβέρνηση. Το πόσο γρήγορα θα ξεπεράσει η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα το σοκ από τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το στοιχείο που θα καθορίσει τις εξελίξεις. Η ακριβής αποτύπωση μιας πρότασης ανατροπής του μνημονιακού καθεστώτος, θα παίξει κρίσιμο ρόλο σε αυτές τις συνθήκες.

Το αποτέλεσμα των εκλογών σηματοδοτεί επίσης, το κλείσιμο του κύκλου των «εύκολων απαντήσεων» και των αυταπατών. Κανένα σχέδιο για τον τερματισμό της μνημονιακής λιτότητας, από αυτά που μέχρι σήμερα εμφανίστηκαν, δεν είχε ρεαλιστική βάση. Το μοναδικό από αυτά τα σχέδια που δοκιμάστηκε – το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ – τσακίστηκε από την ίδια την πραγματικότητα. Αυτή η εξέλιξη καθιστά δύσπιστες τις εργαζόμενες τάξεις απέναντι σε κάθε αντιμνημονιακό σχέδιο.

 

3. Η κατάσταση στην Αριστερά και η Λαϊκή Ενότητα

 3.1 Η αδυναμία της Αριστεράς

Το εκλογικό αποτέλεσμα αποτυπώνει την αδυναμία όλων των τάσεων της Αριστεράς να διατυπώσουν πολιτική πρόταση που να ξεπερνάει τις διαδεδομένες αυταπάτες, για τη διάδοση των οποίων άλλωστε, έχουν μεγάλες ευθύνες. Να απαριθμήσουμε μερικές:

-Η είσοδος της χώρας στο μνημόνιο ήταν αποτέλεσμα λαθροχειρίας της ΕΛ.ΣΤΑΤ. και αλλοίωσης των στοιχείων.

-Το χρέος μπορεί να διαγραφεί με το σχηματισμό επιτροπής λογιστικού ελέγχου και την προσφυγή στο διεθνές δίκαιο

-Οι γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις και το κατοχικό δάνειο μπορούν να διεκδικηθούν από το διεθνές δίκαιο

-Μπορεί να υπάρξει άλλο μίγμα αστικής πολιτικής με χαλάρωση της λιτότητας

-Μπορεί να υπάρξει κατάργηση του μνημονίου από μια αριστερή  κυβέρνηση χωρίς συγκρούσεις με την αστική τάξη και τους μηχανισμούς της

-Μπορεί να υπάρξει κατάργηση του μνημονίου ή πλευρών του από ένα ισχυρό κίνημα

 

Η Αριστερά στο σύνολό της έδειξε ότι ζει στο παρελθόν και δεν κατανοεί τις συνθήκες που έχει σφυρηλατήσει η καπιταλιστική κρίση. Ο ΣΥΡΙΖΑ προσγειώθηκε ανώμαλα από τις ονειρώξεις για φιλολαϊκή πολιτική εντός της ευρωζώνης και της Ε.Ε. και πέρασε στο μνημονιακό μπλοκ. Το ΚΚΕ επιμένει ότι είναι δυνατή η επιστροφή στον κεϋνσιανισμό και καταγγέλλει κάθε ανάλογη πρόταση, όχι ως ανεδαφική και μη ρεαλιστική ως όφειλε, αλλά ως ρεφορμιστική που ξεστρατίζει το κίνημα από το δρόμο της επανάστασης. Και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφού στήριξε κάθε ανόητη πρωτοβουλία (π.χ. ΕΛΕ) στο #ask_antarsya γράφει – μεταξύ άλλων ανοησιών - το εξής αμίμητο: «Το σύνολο των στόχων του μεταβατικού αντικαπιταλιστικού προγράμματος δεν μπορεί να υλοποιηθεί από αστική κυβέρνηση και δε χωράει στο καπιταλιστικό πλαίσιο. Η προβολή και κυρίως η πάλη για αυτό, αποτελούν όμως δρόμο για την κινητοποίηση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, ώστε να τεθεί το θέμα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και της εργατικής λαϊκής εξουσίας. Πρόκειται για μια ολόκληρη περίοδο ανεβασμένων ταξικών και πολιτικών συγκρούσεων που μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα επιμέρους σημαντικές καταχτήσεις, όσο και υλοποίηση σημαντικών κόμβων του προγράμματος. Ακόμη και αστικές κυβερνήσεις μπορούν να αναγκάζονται σε προσωρινές υποχωρήσεις, ακριβώς για να διασώσουν το κύριο, δηλαδή τη διαφύλαξη της αστικής εξουσίας. Ας θυμηθούμε την αποχώρηση της Ελλάδας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, με κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή στη μεταπολίτευση, αλλά και μεγάλες δημοκρατικές και κοινωνικές καταχτήσεις.» αποδεικνύοντας ότι όπως υποψιαζόμασταν είναι εκτός τόπου και χρόνου.

 Οι δυνάμεις αυτές, ζώντας ουσιαστικά σε άλλη περίοδο, αρνούνται να διατυπώσουν πρόταση εξουσίας και αδυνατούν να χαράξουν προοπτική για την εργατική τάξη και το κίνημά της.

 Η μοναδική δύναμη που φαινόταν ότι μπορούσε να καλύψει το κενό της υπόλοιπης Αριστεράς και να δώσει προοπτική διεκδικώντας την κυβερνητική εξουσίας με ένα εργατικό πρόγραμμα ήταν η Λαϊκή Ενότητα. Ωστόσο, απέτυχε παταγωδώς, αδυνατώντας να προσαρμόσει το δημόσιο λόγο της και τις εμφανίσεις των στελεχών της στην προγραμματική της διακήρυξη. Τα στελέχη του Αριστερού Ρεύματος που σήκωσαν σχεδόν αποκλειστικά το βάρος των τηλεοπτικών εμφανίσεων, απέτυχαν να διατυπώσουν μια πειστική πρόταση και δεν μπόρεσαν να απαντήσουν στην πίεση που τους ασκήθηκε. Το αποτέλεσμα ήταν η κάκιστη τηλεοπτική παρουσία της ΛΑΕ και η συνεχής απώλεια επιρροής από το ελπιδοφόρο ξεκίνημα του Αυγούστου μέχρι το 2,86% της 20ης Σεπτέμβρη. Το αποτέλεσμα αυτό πέρα από το ότι διευκόλυνε αφάνταστα το σχηματισμό της νέας κυβέρνησης, δυσκόλεψε σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα της ΛΑΕ να παρουσιαστεί σαν οιωνεί κυβερνητική δύναμη την επόμενη περίοδο, διεκδικώντας τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ.

 Ρόλο στο εκλογικό αποτέλεσμα, έπαιξε και η τακτική του αριστερού ρεύματος απέναντι στην κυβέρνηση. Αντί να πάρει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αποχωρώντας από την κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ από τις 13 Ιουλίου κι εξαναγκάζοντας έτσι τις υπόλοιπες μνημονιακές δυνάμεις να στηρίξουν την κυβέρνηση Τσίπρα απέναντι σε μια πρόταση μομφής που η Κ.Ο. της ΛΑΕ έπρεπε να καταθέσει, κινήθηκαν χωρίς σχέδιο και τελικά εξωθήθηκαν σε έξοδο από τον ΣΥΡΙΖΑ, όταν προκηρύχθηκαν εκλογές. Αντί να εμφανιστούν αμέσως μετά την υποταγή Τσίπρα σαν οι υπερασπιστές του ΟΧΙ, έδειξαν αμηχανία και δισταγμό που τους εξέθεσε στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων και ανέκοψε την δυναμική του εγχειρήματος.

 Η αμήχανη στάση και η έλλειψη σχεδίου του αριστερού ρεύματος, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την προγραμματική τους ανεπάρκεια. Στην ουσία σπρώχτηκαν από τις εξελίξεις, αντί να τις καθορίσουν.

 Το εκλογικό αποτέλεσμα, σε τελική ανάλυση αποτυπώνει το πολιτικό κενό στα Αριστερά. Η εκλογική βάση του ΣΥΡΙΖΑ δεν στράφηκε προς τα Αριστερά γιατί δεν υπήρχε καμία αξιόπιστη δύναμη εκεί. Η έλλειψη επαναστατικού κόμματος για μια ακόμη φορά, αποδεικνύεται καθοριστική για τη διάσωση της αστικής εξουσίας, όπως και η απουσία πραγματικά ενιαιομετωπικής πολιτικής.

 

3.2 Η προγραμματική ανεπάρκεια της ΛΑΕ

 Στο εκλογικό αποτέλεσμα, σίγουρα έπαιξαν ρόλο και επιμέρους λάθη εκλογικής τακτικής. Άξιο αναφοράς από αυτά, είναι η αδυναμία να αναγνωριστεί ο πραγματικός στόχος των στημένων δημοσκοπήσεων, οι οποίες – όπως αποδείχτηκε – ήταν αληθινές σε ότι αφορούσε τα ποσοστά της ΛΑΕ, αλλά όχι σε σχέση με τα ποσοστά των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Οι στημένες δημοσκοπήσεις δημιούργησαν μια εικόνα εκλογικού ντέρμπι πιέζοντας τον κόσμο που ταλαντευόταν μεταξύ ΛΑΕ και ΣΥΡΙΖΑ. Η ηγεσία της ΛΑΕ απέτυχε να αναγνωρίσει τον κίνδυνο να μείνει εκτός Βουλής και να χαράξει ανάλογη τακτική.

 Ο πιο ουσιαστικός λόγος της εκλογικής αποτυχίας όμως, είναι η πολιτική – προγραμματική ανεπάρκεια του στελεχικού δυναμικού της ΛΑΕ και ιδιαίτερα της ηγετικής της ομάδας.

 Ακόμα και σε σχέση με την έξοδο από την ευρωζώνη, που ήταν ένα βασικό στοιχείο της πολιτικής ταυτότητας της ΛΑΕ, υπήρξαν ταλαντεύσεις με τοποθετήσεις του τύπου: «θα βγούμε από την ευρωζώνη αν χρειαστεί» (Στρατούλης), με την τοποθέτηση του Γλέζου – ο οποίος είχε κάνει δηλώσεις υπέρ της παραμονής της χώρας στην ευρωζώνη - σαν επικεφαλής του ψηφοδελτίου επικρατείας, αλλά και με το ανεκδιήγητο δελτίο τύπου για τις δηλώσεις του αντιπροέδρου της ΕΚΤ Β. Κοστάνσιο που εκδόθηκε μόλις 3 μέρες πριν τις εκλογές και υποστήριζε ότι η διαπραγμάτευση μπορούσε να έχει αποτέλεσμα!!

 Με την ανεπάρκεια αυτή καλούμαστε να αναμετρηθούμε το επόμενο διάστημα, στην εσωτερική συζήτηση που ήδη – έστω και άτυπα – έχει αρχίσει. Όπως γνωρίζουμε, την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση της ΛΑΕ και την πλειοψηφία, την έχουν ρεφορμιστές διαφόρων τάσεων. Οι απόψεις τους για το αναγκαίο πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, αποτελούν κλασικές περιπτώσεις ανεδαφικών προγραμμάτων αναζήτησης ενός ενδιάμεσου δρόμου μεταξύ της μνημονιακής βαρβαρότητας και της επαναστατικής λύσης. Το βασικό τους πρόβλημα μετά την παταγώδη αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι πλέον υπάρχει εμπειρία που δεν τους επιτρέπει να ξεγλιστρούν εύκολα από τα λογικά κενά που παρουσιάζει η πρότασή τους.

 Η ίδια η εμπειρία από τη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης Τσίπρα, το δημοψήφισμα και τους εκβιασμούς της τρόικας οδηγεί σε μια σειρά συμπεράσματα:

 

1.Η απόπειρα κατάργησης του μνημονίου, οδηγεί με βεβαιότητα εκτός ευρωζώνης. Στη διαπραγμάτευση της κυβέρνησης, η ΕΚΤ απάντησε με το στραγγαλισμό του τραπεζικού συστήματος με τον περιορισμό της ρευστότητας. Η κλιμάκωση της σύγκρουσης, θα οδηγούσε είτε σε κατάρρευση των τραπεζών είτε σε έξοδο από την ευρωζώνη με έκδοση ειδικών χρεωστικών σημειωμάτων (IoU) σε πρώτη φάση και εκτύπωση εθνικού νομίσματος αμέσως μετά.

 

2.Η απόπειρα κατάργησης του μνημονίου και ανατροπής της λιτότητας, οδηγεί με βεβαιότητα εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η κυβέρνηση Τσίπρα, είχε απέναντί της τους μηχανισμούς της Ε.Ε. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που στραγγάλιζε το τραπεζικό σύστημα, είναι θεσμός της Ε.Ε. Το ίδιο και τα διάφορα συμβούλια με τα οποία γινόταν η διαπραγμάτευση. Οι εκβιασμοί προς την κυβέρνηση από αυτούς τους θεσμούς πηγάζανε. Όσοι διαδίδουν ότι η έξοδος από την ευρωζώνη είναι παράνομη, στην ουσία διαδίδουν τις απειλές της Ε.Ε. απέναντι σε οποιαδήποτε χώρα εκδώσει εθνικό νόμισμα: «Η έξοδος από την ευρωζώνη είναι παράνομη, άρα θα υποστείτε τις ανάλογες κυρώσεις από την Ε.Ε.»

 

3.Η απόπειρα κατάργησης του μνημονίου θα συναντήσει την αντίδραση της ελληνικής αστικής τάξης. Τις μέρες που ακολούθησαν το δημοψήφισμα κι ενώ ο Τσίπρας έτρεχε γονυπετής στις Βρυξέλλες, εντελώς παραδομένος και με δηλωμένη πρόθεση να υπογράψει μια οποιαδήποτε συμφωνία, στην Αθήνα ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δήλωνε ότι αν δεν υπάρξει συμφωνία «ο αστικός κόσμος θα αντιδράσει» και ταυτόχρονα μια γραφική περσόνα του φιλελεύθερου χώρου καλούσε σε ανατροπή της κυβέρνησης, προσπαθώντας να συγκεντρώσει κόσμο στο Σύνταγμα μέσω facebook. Αν αυτά γίνονταν απέναντι στον παραδομένο Τσίπρα, ποια νομίζουμε ότι θα είναι η αντίδραση «του κόσμου της αστικής τάξης» απέναντι σε μια κυβέρνηση που θέλει να διαγράψει χρέος, να κρατικοποιήσει τράπεζες, να βγάλει τη χώρα από την Ε.Ε. και να κάνει όλα όσα είναι αναγκαία για την κατάργηση του μνημονίου; Πιστεύει κανείς στα σοβαρά ότι «ο αστικός κόσμος» θα σεβαστεί τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες και θα αποδεχτεί την απώλεια της ιδιοκτησίας και της εξουσίας του, επειδή έτσι θα αποφασίσει η Βουλή;

 

Η δημόσια παρουσία της ΛΑΕ ήταν πολύ πιο πίσω από τα συμπεράσματα που η πολύ πρόσφατη εμπειρία ανέδειξε. Στην ουσία κινήθηκε στο πλαίσιο συζήτησης που η αστική τάξη καθορίζει μέσω των ΜΜΕ και των καλοπληρωμένων δημοσιογράφων: Πείτε ότι θέλετε αρκεί να μην ακουμπάτε τα προνόμιά μας: τη φορολογική ασυλία των εφοπλιστών, το δικαίωμα των τραπεζιτών να διοικούν τράπεζες που κρατιούνται στη ζωή με δημόσιο χρήμα, τις επιδοτήσεις και τις φοροαπαλλαγές των βιομηχάνων, τα συμβόλαια των εργολάβων για την εκμετάλλευση των διοδίων, τα προνόμια των καναλαρχών και την ασυδοσία της εκκλησίας. Κι ενώ η ΛΑΕ ήταν η μόνη δύναμη που μπορούσε να βάλει αυτά ακριβώς τα ζητήματα, σαν στοιχεία της λύσης που διεκδικούμε άμεσα και όχι σε κάποιο ακαθόριστο μέλλον, η παρουσία της κινήθηκε στα πλαίσια μιας διαταξικής σούπας που ήθελε να τα έχει καλά με όλους και τελικά δεν ικανοποίησε κανέναν.

 Σε αυτήν την πολύ πρόσφατη εμπειρία πρέπει να στηριχτεί και η προσπάθεια προγραμματικού προσανατολισμού αυτού του μορφώματος. Και είναι ένας τέτοιος επαναπροσανατολισμός που θα καταστήσει τη ΛΑΕ ελκτική για την εργατική τάξη και πόλο συσπείρωσης. Αντίθετα, το βάλτωμά της σε ανεδαφικές προτάσεις που προσπαθούν να συμβιβάσουν ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα, είναι ο σίγουρος δρόμος για την πλήρη αποδιάρθρωσή της.

 Εν’ όψει λοιπόν και των εσωτερικών διεργασιών που έχουν προγραμματιστεί, φαίνεται ότι η βασική προγραμματική πρόταση με την οποία θα έρθουμε αντιμέτωποι το επόμενο διάστημα, θα είναι μια πρόταση που θα εστιάζει στην αλλαγή νομίσματος και στην θετική επίδραση που θα έχει στην οικονομία, υποβαθμίζοντας άλλες πλευρές του προγράμματος. Όπως έχουμε εξηγήσει και παλιότερα, μια τέτοια πρόταση μπορεί να είναι βάσιμη, αν αφορά την αλλαγή νομίσματος και μόνο. Αν δηλαδή, δεν προτείνει καμία άλλη ενέργεια που έρχεται σε σύγκρουση με τους δανειστές και την ντόπια αστική τάξη. Απαραίτητο συστατικό στοιχείο μιας τέτοιας πρότασης είναι η υποτίμηση του νομίσματος, δηλαδή η υποτίμηση της αξίας της εργατικής δύναμης και είναι μια αντεργατική και αντιδραστική πρόταση. Η πρόταση αυτή δεν έχει σήμερα κοινωνική βάση, δεν εκπροσωπεί ούτε αστικά, αλλά ούτε και τα εργατικά συμφέροντα. Μπορεί ωστόσο, να αποτελέσει το Σχέδιο Β της αστικής τάξης στην περίπτωση της – ανεπιθύμητης από τους Έλληνες κεφαλαιοκράτες – εξόδου από την ευρωζώνη.

 Η συζήτηση περί υποτίμησης είναι περιττή, αν το εθνικό νόμισμα προκύψει σαν παράπλευρη συνέπεια της διαγραφής του χρέους και της εθνικοποίησης τραπεζών. Τότε, θα έχουμε ένα νόμισμα που δεν θα είναι διεθνώς διαπραγματεύσιμο και ανταλλάξιμο και θα χρησιμοποιείται μόνο στο εσωτερικό της χώρας, όπου την ισοτιμία του θα την καθορίζει η κυβέρνηση.

 Πρέπει να γίνει αναλυτική συζήτηση πάνω σε αυτά τα ζητήματα, ώστε να μπορέσουμε να διαμορφώσουμε κλίμα ιδεολογικής τρομοκρατίας στο εσωτερικό της ΛΑΕ, απέναντι σε όποιον τολμάει να ψελλίσει τη λέξη «υποτίμηση». Η υποτίμηση του νομίσματος και το όποιο πρόγραμμα την περιέχει σαν πρόταση, πρέπει να ταυτιστούν με τη συνέχιση με άλλα μέσα της ίδιας αντιδραστικής και αντεργατικής πολιτικής και οι φορείς αυτών των απόψεων να στιγματιστούν σαν φορείς αστικών αντιλήψεων και πράκτορες της αστικής επιρροής στις γραμμές μας. 

 

4. Η παρουσία μας στις εκλογές και τα μετεκλογικά μας καθήκοντά

 

4.1 Η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στην εκλογική μάχη

Όπως είναι γνωστό, συμμετείχαμε στις πρώτες διεργασίες για τη συγκρότηση της Λαϊκής Ενότητας, με επαφές με το αριστερό ρεύμα και υπογράφοντας το κείμενο των 13 υπογραφών. Συνδεθήκαμε δηλαδή, από νωρίς με αυτήν τη διαδικασία και είδαμε άμεσα τις αδυναμίες του εγχειρήματος και την ανεπάρκεια αυτών που πήραν την πρωτοβουλία. Αυτές οι αδυναμίες και ανεπάρκειες εκδηλώθηκαν στη διαδικασία σχηματισμού των ψηφοδελτίων. Με την αλαζονεία που έδινε στην ομάδα του αριστερού ρεύματος, η αρχική αισιοδοξία και οι υπερφίαλες εκτιμήσεις για μεγάλο ποσοστό και διεκδίκηση της 3ης θέσης, επιδιώχθηκε η κατάληψη των εκλόγιμων θέσεων από παράγοντες του ρεύματος ή από συμμάχους τους. Σε αυτήν τους την προσπάθεια, είχανε την αρωγή της ΔΕΑ και της ΜΑΡΣ που λειτούργησαν σαν μπράβοι του «αριστερού ρεύματος», απέναντι σε οποιονδήποτε διεκδικούσε εκλόγιμη θέση (δηλαδή την 1η θέση σε νομό με πάνω από 2 έδρες).

Σε αυτό το πλαίσιο δώσαμε την δύσκολη μάχη για την εκπροσώπησή μας στα ψηφοδέλτια με επιτυχία. Συμμετείχαμε με 3 υποψήφιους εκ των οποίων ο ένας ήταν επικεφαλής στα Γιάννενα.

Ήμασταν επίσης, η μοναδική οργάνωση που συμμετείχε στη ΛΑΕ και  εξέδωσε δικό της υλικό, δηλαδή αφίσα και ανακοίνωση. […]

 

4.2 Η παρουσία μας και η τακτική μας στη Λαϊκή Ενότητα

Η συμμετοχή μας στη Λαϊκή Ενότητα δεν είναι πρόσκαιρη, ούτε πρέπει να την αντιμετωπίσουμε με «κρύα καρδιά». Η ΛΑΕ θα είναι βασικό στοιχείο της πολιτικής μας για το επόμενο διάστημα και πρέπει να παρεμβαίνουμε σταθερά με συγκεκριμένο σχέδιο και τακτική. Στόχος μας είναι να διεκδικηθεί η ηγεμονία από τους ρεφορμιστές, να διαμορφωθεί και να μεγαλώσει το μπλοκ των κομμουνιστών – επαναστατών εντός της ΛΑΕ και να ενισχυθεί η οργάνωση.

Κρίσιμη καμπή της πορείας της ΛΑΕ θα είναι η πανελλαδική της διαδικασία (συνέδριο) στα τέλη Γενάρη. Σε αυτό το χρονικό σημείο θα πρέπει να αποτιμήσουμε τα αποτελέσματα της συμμετοχής μας, τους συσχετισμούς που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό του μετώπου και να δούμε επιμέρους προσαρμογές ή και αλλαγές στην τακτική μας.

Η βασική διαχωριστική γραμμή στο εσωτερικό της ΛΑΕ είναι ανάμεσα σε όσους κατανοούν τις αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις κατάργησης του μνημονίου και της λιτότητας και σε όσους έχουν κοινοβουλευτικές αυταπάτες και δεν συνδέουν την ανατροπή της λιτότητας και του μνημονιακού καθεστώτος με την επανάσταση.

[…]

 

Η Πολιτική Επιτροπή, 11-10-2015