[2015-3-8] Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής (8-3-15)
Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής
1. Η διεθνής οικονομική κατάσταση και εξελίξεις
Η αναιμική ανάπτυξη της ευρωζώνης παρά τη σύμπτωση ευνοϊκών παραγόντων, όπως της υποτίμησης του ευρώ έναντι του δολαρίου, της πτώσης του πετρελαίου και της εξαγγελίας για πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, εξηγεί γιατί η ευρωζώνη χαρακτηρίζεται ως «ο μεγάλος ασθενής της παγκόσμιας οικονομίας». Κύριος μοχλός της ανάπτυξης παραμένει η ιδιωτική κατανάλωση, ενώ δεν καταγράφηκε ανάκαμψη των επενδύσεων. Το βασικό χαρακτηριστικό αυτής της κατάστασης είναι ότι τα φαινόμενα στασιμότητας ακουμπάνε πια τις χώρες του πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομίας όπως τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Η ευρωζώνη προβλέπεται να αναπτυχθεί μόλις 1,3% το 2015 και 2,1% το 2016 (Ευρωπαϊκή Επιτροπή, European Economic Forecast, Winter 2015). Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ομολογεί ότι αυτοί είναι πολύ χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης και αξίζει να σημειωθεί ότι σταθερά η Επιτροπή κάνει πιο αισιόδοξες προβλέψεις από αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Το βασικό είναι ότι οι θετικοί παράγοντες, όπως οι μειωμένες τιμές πετρελαίου, εξισορροπούνται από τη στασιμότητα των επενδύσεων ως αποτέλεσμα της στασιμότητας γενικά της παγκόσμιας οικονομίας (η οποία είναι και μια από τις βασικές αιτίες της πτώσης της τιμής του πετρελαίου). Η στασιμότητα της παγκόσμιας οικονομίας επηρεάζει αρνητικά χώρες με εξαγωγικό προσανατολισμό, όπως η Γερμανία. Επιπλέον, άλλα «θετικά» (για τους καπιταλιστές) μέτρα, όπως η ποσοτική χαλάρωση εξισορροπούνται από το χρέος που έχει συσσωρευτεί σε κράτη, επιχειρήσεις, και νοικοκυριά. Ειδικά οι καπιταλιστές φαίνεται ότι θα χρησιμοποιήσουν την ποσοτική χαλάρωση όχι για να επενδύσουν τα ζεστό χρήμα που θα τους προσφέρει σχεδόν δωρεάν η ΕΚΤ σε επενδύσεις αλλά σε αποπληρωμή των ήδη συσσωρευμένων χρεών τους, σε επαναγορά των μετοχών τους (η οποία αυξάνει τεχνητά την τιμή των μετοχών και επομένως το μέρισμα που εισπράττουν οι μεγαλομέτοχοι), και γενικώς θα κάνουν αυτό που έκαναν και οι Αμερικανοί συνάδελφοί τους με την αντίστοιχη ποσοτική χαλάρωση, δηλ. θα πλουτίσουν οι ίδιοι χωρίς να οδηγηθεί η οικονομία σε θεαματική βελτίωση και ανάπτυξη.
Επιπλέον, όλες οι αναλύσεις των ιμπεριαλιστικών οργανισμών κάνουν λόγο για το γεγονός ότι η προσπάθεια ξεπεράσματος της κρίσης γίνεται ανισόμετρα, δηλ. για να το πούμε χωρίς περιστροφές, ευνοεί τους πιο ισχυρούς και καταποντίζει τους πιο αδύνατους. Η ουσία είναι ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να βγει από την κρίση του χωρίς μεγάλες καταστροφές κεφαλαίου και παραγωγικών δυνάμεων. Η κρίση μετά από 7 χρόνια δεν έχει ξεπεραστεί και διανύουμε περίοδο στασιμότητας ακριβώς γιατί η καταστροφή κεφαλαίων δεν έχει προχωρήσει με εντατικό ρυθμό.
Η διαδικασία αυτή εντείνει τις συγκρούσεις των ιμπεριαλιστών για νέες αγορές και για σφαίρες επιρροής. Ένδειξη αυτών των συγκρούσεων είναι οι εξελίξεις στην ανατολική Ευρώπη. Οι Αμερικανοί το Φεβρουάριο έβαλαν τις στρατιωτικές τους δυνάμεις να παρελάσουν στην Εσθονία την μέρα της Ανεξαρτησίας της Εσθονίας (24 Φεβ.) στην πόλη Νάρβα (οι κάτοικοι της οποίας είναι στην πλειοψηφία τους Ρωσόφωνοι), μόλις 300 μέτρα από τα σύνορα με τη Ρωσία. Αυτές τις μέρες η Δεύτερη Θωρακισμένη Ταξιαρχία θα κάνει μια διαδρομή 1.100 μιλίων μέσα από έξι χώρες (τις τρεις χώρες της Βαλτικής την Τσεχία, την Πολωνία, ξεκινώντας και καταλήγοντας στη Γερμανία). Από την πλευρά τους οι Ρώσοι εκτελούν εκτεταμένα γυμνάσια με βομβαρδιστικά αεροπλάνα και πυρηνικά υποβρύχια σε όλη την έκταση των συνόρων τους από τη Βαλτική μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα. Όλες αυτές οι επιδείξεις δύναμης δείχνουν ότι το μέτωπο που άνοιξε με την Ουκρανία θα συνεχιστεί πιθανότητα διευρυμένο.
2. Η εσωτερική οικονομική και πολιτική κατάσταση. Η συμφωνία κυβέρνησης - τρόικας
Οικονομικές εξελίξεις
Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια, ειδικά στην περίπτωση της Ελλάδας, πως η κρίση υπερσυσσώρευσης-υπερπαραγωγής πυροδότησε την πολιτική αστάθεια λόγω της αδυναμίας διαχείρισης της κρίσης από τις αστικές τάξεις. Όμοια η πολιτική αστάθεια επηρεάζει την προοπτική ανάπτυξης των εθνικών καπιταλισμών, ειδικά σε χώρες όπως την Ελλάδα. Μια ανασκόπηση των οικονομικών δεδομένων στην Ελλάδα από τον Οκτώβρη του 2014 έως και το πρώτο 15ήμερο του Φλεβάρη του 2015, δείχνει τη λεπτή αυτή ισορροπία.
Το πρώτο 9μηνο του 2014 το έλλειμμα του κρατικού προϋπολογισμού ήταν χαμηλότερο και το πρωτογενές πλεόνασμα υψηλότερο από τους στόχους σύμφωνα με τα στοιχεία από την Τράπεζα Πειραιώς. Μέχρι και τον Δεκέμβρη (1ο 15ήμερο) η τάση αυτή διατηρείται. Ο στόχος αύξησης του ΑΕΠ κατά 0,6% θεωρείτο ρεαλιστικός.
Το κράτος κάλυπτε (και συνεχίζει να καλύπτει) χρηματοδοτικές ανάγκες μέσω της δημοπρασίας εντόκων γραμματίων ελληνικού δημοσίου (ΕΓΕΔ). Την περίοδο Οκτώβρης 2014-Ιανουάριος 2015 κάλυψε πάνω από 10 δις ευρώ.
Η ανακοίνωση των προεδρικών εκλογών, η προσωρινή διακοπή των διαπραγματεύσεων και η δίμηνη τεχνική παράταση του προγράμματος του EFSF αλλάζει το κλίμα. Με το νέο έτος η πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας είναι B με μετατροπή από «σταθερή» σε «αρνητική» λόγω της πολιτικής κατάστασης, της (μη) προόδου των αποκρατικοποιήσεων, της διακοπής των διαπραγματεύσεων και των ταμειακών διαθέσιμων που προσδοκούσαν ανάσα από τη δόση της ΕΚΤ. Ο προϋπολογισμός του 2014 κλείνει με πρωτογενές πλεόνασμα 1.93 δις έναντι του στόχου των 4,94 δις. Η υστέρηση σε καθαρά έσοδα είναι 3,95 δις και το έλλειμμα στα 3,6 δις έναντι του στόχου των 761 εκ.. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχωρεί με εξαίρεση τον κλάδο των κατασκευών που είχε άνοδο από το Δεκέμβρη του 2014. Σταθερή είναι η μείωση έκδοσης οικοδομικών αδειών. Από το Νοέμβρη καταγράφεται άνοδος του δείκτη βιομηχανικής παραγωγής κυρίως λόγω της συμβολής της μεταποίησης και του λιανικού εμπορίου. Καταγράφηκε τελικά πτώση κατά 0,2% του ΑΕΠ το τελευταίο τρίμηνο του 2014, ενώ ως τότε ήταν ανοδικό. Για το 2014 καταγράφηκε ανάκαμψη με ρυθμό 0,9%.
Το πρώτο 15ήμερο του Φλεβάρη υποβαθμίστηκε η πιστοληπτική ικανότητα σε Β-, το πρωτογενές πλεόνασμα ήταν 443εκ έναντι 1,366 δις του στόχου. Η νέα κυβέρνηση άντλησε μέσω ΕΓΕΔ 1,4 δις. Ωστόσο η κυβερνητική αλλαγή δημιουργεί στέρηση εσόδων. Ήδη καταγράφεται το πρώτο 15ήμερο του Φλεβάρη υστέρηση εσόδων 968 εκ. που οφείλονται στην παράταση καταβολής ΦΠΑ και στη ρύθμιση ληξιπρόθεσμων οφειλών. Τέλος, το τελευταίο 5μηνο η ανεργία μειώθηκε οριακά από 26.4 σε 25.8%
Η εκλογή της νέας κυβέρνησης και η συμφωνία με το Eurogroup
Η νέα κυβέρνηση βρέθηκε από το ξεκίνημά της σε έναν κλοιό εκβιασμών και πιέσεων. Η κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές ήταν πρωτόγνωρη και αχαρτογράφητη. Η εκτίμησή μας σε σχέση με την εξέλιξη της διαπραγμάτευσης πήγαζε από τη γνώση μας ότι εντός της ευρωζώνης και σε περίοδο καπιταλιστικής κρίσης, δεν μπορούν να ανατραπούν οι πολιτικές που σε όφελος των κεφαλαιοκρατών, μετακυλίουν το κόστος της κρίσης στις καταπιεζόμενες τάξεις. Ωστόσο, δεν μπορούσαμε να προβλέψουμε το δρόμο μέσα από τον οποίο θα καταλήγαμε στο προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. «Η βασική μας εκτίμηση σε σχέση με το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι ότι αυτή η κυβέρνηση τελικά θα υποταχθεί στο μνημονιακό πλαίσιο. Ωστόσο, ο δρόμος μέσα από τον οποίον θα καταλήξουμε σε αυτό το σημείο είναι άγνωστος και περιλαμβάνει μια πορεία συγκρούσεων ταξικών και πολιτικών. Επίσης, η εξέλιξη της κατάστασης μετά από μια τέτοια στροφή του ΣΥΡΙΖΑ θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες και κυρίως από τη στάση της εργατικής τάξης και του κινήματός της.» (Απόφαση Π.Ε. 15-1-2015).
Γνωρίζοντας ότι κάθε διαπραγμάτευση σε αυτά τα πλαίσια είναι αδύνατη, εκτιμούσαμε ότι αυτό το γνώριζε και η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ και η προσπάθειά της θα επικεντρωνόταν στην μεθόδευση της ολοκλήρωσης της δεξιάς στροφής με τελική κατάληξη την αποδοχή του μνημονίου. Όπως όμως, μπορούμε να συμπεράνουμε από τα πρώτα βήματα της κυβέρνησης, η οποία κινήθηκε στα πλαίσια των αντιφατικών της διακηρύξεων και της αντιφατικής λαϊκής εντολής που της δόθηκε (ανατροπή της λιτότητας και ταυτόχρονη παραμονή στο ευρώ), το κυβερνητικό επιτελείο ή ένα μεγάλο μέρος του ήταν όντως ιδεοληπτικά προσηλωμένο σε μια τέτοια εκτός πραγματικότητας προοπτική.
Η στάση των κυβερνητικών στελεχών στις επαφές με την τρόικα φάνηκε διεκδικητική και συγκρουσιακή. Η αντίθεση με τις προηγούμενες μνημονιακές κυβερνήσεις ήταν εμφανής και σε συνδυασμό με τις καλοσχεδιασμένες κινήσεις της πρώτης εβδομάδας εκτόξευσαν τη δημοτικότητα της κυβέρνησης.
Παρά την κάμψη που εμφανίσανε τα δημοσκοπικά ποσοστά στήριξης στην κυβέρνηση μετά τις 20 Φλεβάρη, εκτιμάμε ότι υπάρχει ανοχή από τα λαϊκά στρώματα για μια σειρά λόγους. Πέρα από το ότι οι μνήμες από την προηγούμενη κυβέρνηση είναι νωπές, το ότι έχουν απαλειφθεί από τη δημόσια συζήτηση οι αναφορές σε νέα αντιλαϊκά μέτρα (όπως αυτά στο περιβόητο mail Χαρδούβελη) ενισχύει τη στάση ανοχής των εργαζόμενων τάξεων. Αυτή η στάση ανοχής συνδέεται και με το ότι η μοναδική διαφορετική κυβερνητική πρόταση είναι αυτή των αστικών μνημονιακών δυνάμεων. Φθορά και ενδεχόμενη πτώση της σημερινής κυβέρνησης σημαίνει ότι τη θέση της θα πάρει είτε μετά από εκλογές είτε με την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας στη σημερινή Βουλή, μια κυβέρνηση που δεν θα έχει στη ρητορεία και το πρόγραμμά της την αντίθεση στο μνημόνιο, δεν θα δεσμεύεται από ανεφάρμοστες υποσχέσεις και θα έχει τα χέρια της ελεύθερα να προχωρήσει σε συμφωνία με τους δανειστές και στην εφαρμογή των μνημονιακών δεσμεύσεων.
Η κυβέρνηση στη διαπραγμάτευση εκπροσώπησε όλες τις τάξεις σε ό,τι αφορά το σταμάτημα των μέτρων που συρρικνώνανε περαιτέρω την εσωτερική αγορά και ενισχύανε την ύφεση. Σε αυτόν το στόχο είχε μαζί της την εργατική τάξη που θα υφίστατο τις συνέπειες από τα μέτρα που περιγράφονταν στο mail Χαρδούβελη, αλλά και τους κεφαλαιοκράτες, καθώς μέτρα όπως το κόψιμο των συντάξεων –σε μια περίοδο που σημαντικό μέρος της ιδιωτικής κατανάλωσης βασίζεται στις συντάξεις– υπονομεύανε την προσπάθεια για ανάκαμψη. Όπως άλλωστε έχουμε επισημάνει, το μνημόνιο έχει δύο σκέλη: τη διαχείριση του χρέους και το τσάκισμα των εργατικών κατακτήσεων (τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις»). Η αστική τάξη παρέδωσε μερίδιο της ανεξαρτησίας της δεχόμενη τη διεθνή επιτροπεία των δανειστών, αλλά παράλληλα κατέκτησε –χάρη σε αυτήν την επιτροπεία και με τη στήριξη των δανειστών– σημαντικό έδαφος στον ανταγωνισμό της με την εργατική τάξη. Οι αστοί έχουν λοιπόν λόγους να αντιδρούν για το τμήμα του μνημονίου που αφορά τους όρους δανεισμού, τους όρους αποπληρωμής των δανείων και τη γενικότερη διαχείριση του δημόσιου χρέους, επιδιώκοντας καλύτερες συμφωνίες, πιο ευνοϊκούς όρους αποπληρωμής και διεκδικώντας την ελάφρυνση των πόρων που κατευθύνονται στην αποπληρωμή του χρέους. Ταυτόχρονα θέλουν να διατηρήσουν τα κεκτημένα της μνημονιακής περιόδου που αφορούν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Κατά συνέπεια, ευνοούσαν μια ελεγχόμενη αντιπαράθεση με την τρόικα σε ό,τι αφορά το σκέλος της διαχείρισης του χρέους, θα σταθούν όμως απέναντι σε κάθε προσπάθεια βελτίωσης των όρων διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης. «Παρόλο που η ίδια η αστική τάξη έχει συμφέρον από μια επαναδιαπραγμάτευση που με κάποιο τρόπο θα απομειώσει το χρέος (ή θα επιμηκύνει την περίοδο αποπληρωμής), δεν είναι διατεθειμένη να απωλέσει το έδαφος που κατέκτησε σε βάρος της εργατικής τάξης για να το επιτύχει αυτό.» (Απόφαση Π.Ε. 15-1-2015)
Η κατάληξη της διαπραγμάτευσης χαρακτηρίστηκε – όπως εύστοχα ειπώθηκε – από «δημιουργική ασάφεια». Ο χρόνος όμως, που απομένει για μια οριστική συμφωνία δεν είναι 4 μήνες, αλλά μάλλον πολύ λιγότερος. Όπως – επίσης εύστοχα – γράφτηκε: η ασάφεια σε μια συμφωνία ευνοεί τον ισχυρότερο. Η Ε.Ε. και η ΕΚΤ πιέζουν την ελληνική κυβέρνηση εξαρτώντας τη χρηματοδότηση από το προχώρημα των μεταρρυθμίσεων που προβλέπονται στο μνημόνιο. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία, το ελληνικό δημόσιο δεν έχει πόρους ώστε να συνεχίσει να χρηματοδοτεί τις λειτουργίες του και ταυτόχρονα να αποπληρώνει τις δανειακές του υποχρεώσεις, χωρίς επιπλέον χρηματοδότηση (δανεισμό). Και αυτήν τη στιγμή, ο μόνος δυνατός δανεισμός είναι από την τρόικα. Το ελληνικό δημόσιο δεν μπορεί να προσφύγει στις αγορές και δεν μπορεί ούτε να εκδώσει ΕΓΕΔ καθώς του το απαγορεύει η ΕΚΤ. Η στρατηγική της κυβέρνησης έχει οδηγηθεί σε αδιέξοδο. Για την ακρίβεια, ήταν μια εξαρχής αδιέξοδη στρατηγική, η οποία δείχνει τα όριά της. Έτσι, οι δυνατότητες που προκύπτουν είναι δύο: είτε η παράδοση στις απαιτήσεις των δανειστών, δηλαδή η εφαρμογή του μνημονίου από την παρούσα κυβέρνηση είτε η ρήξη με αυτούς. Μια τέτοια ρήξη όμως δεν μπορεί να είναι ελεγχόμενη π.χ. να αφορά μόνο το ευρώ και ούτε μπορεί να γίνει ομαλά. Η επιλογή της ρήξης συνεπάγεται πρώτα οικονομική και κατά συνέπεια πολιτική αναταραχή που μοιραία καταλήγει σε συνολική αμφισβήτηση της σημερινής κοινωνικής κατάστασης.
Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα θα είναι πολύ πιο σύνθετη και δύσκολη διαδικασία από τη μετάβαση στο ευρώ. Ο δρόμος της εισόδου στο ευρώ δεν έχει επιστροφή, με την έννοια ότι η έξοδος από το ευρώ δεν σημαίνει ότι απλά πρέπει να κάνουμε τα αντίστροφα βήματα από αυτά που έγιναν το 2002, καθώς πλέον έχει αλλάξει το τοπίο, είναι διαφορετική η σύνδεση της ελληνικής οικονομίας με την παγκόσμια αγορά και η έξοδος από το ευρώ απαιτεί να χαραχτεί ένας εντελώς νέος δρόμος. Για παράδειγμα, ένα τέτοιο ενδεχόμενο πρέπει να συνδυαστεί τουλάχιστον με έλεγχο στην κίνηση των κεφαλαίων, δηλαδή με απαγόρευση εξαγωγής τους (κάτι που απαγορεύεται από την Ε.Ε.), ενώ θα σημαίνει μεγάλη δυσκολία στην πραγματοποίηση εισαγωγών εμπορευμάτων. Επιπλέον, η έξοδος από το ευρώ σημαίνει οπωσδήποτε στάση πληρωμών, καθώς τα δάνεια πρέπει να αποπληρωθούν στο νόμισμα που έχουν συναφθεί, δηλαδή σε ευρώ.
Αν εξετάσουμε όλες τις παραμέτρους μιας τέτοιας ρήξης, αυτό που προκύπτει είναι ότι η πιο ολοκληρωμένη απάντηση είναι αυτή που περιγράφεται στο πρόγραμμά μας: Διαγραφή του χρέους, εθνικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων με εργατικό έλεγχο, έξοδος από ΕΕ και ευρωζώνη κλπ. Το δίλημμα τελικά αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι: βαρβαρότητα ή επανάσταση, καθώς μόνο με το πρόγραμμα της επανάστασης μπορεί να καταργηθεί το μνημόνιο.
Οι συνέπειες της εκλογής της νέας κυβέρνησης
Η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάδειξη της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ τροποποιεί το πολιτικό τοπίο, όσο και η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 27% το 2012. Η ανίχνευση της νέας κατάστασης είναι κρίσιμη για τη χάραξη τακτικής. Τα βασικά στοιχεία που προκύπτουν είναι τα εξής:
1. Κινητικότητα στο κίνημα.
Η εκλογή της νέας κυβέρνησης, δημιούργησε κινητικότητα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς οι συνδικαλιστικές οργανώσεις απαιτούν την υλοποίηση των προεκλογικών δεσμεύσεων. Η κινητικότητα αυτή δεν έχει πάρει ακόμα τη μορφή αγωνιστικών κινητοποιήσεων, αλλά παραμένει σε επίπεδο συζητήσεων και διαδικασιών. Το ενδιαφέρον εδώ σε σχέση με την τοποθέτηση των πολιτικών δυνάμεων στο σ.κ. είναι ότι ενώ η πλειοψηφία των δυνάμεων, μαζί και αυτές που εκπροσωπούν τα αστικά κόμματα (ΠΑΣΚΕ, ΔΑΚΕ) στο σ.κ. αναγνωρίζουν ότι η κατάσταση δημιουργεί νέες δυνατότητες και συμφωνούν σε μια γραμμή διεκδίκησης των εξαγγελιών τους κυβέρνησης, αυτό δεν ισχύει για τις δυνάμεις του ΠΑΜΕ. Η τακτική του ΠΑΜΕ εναρμονίζεται με αυτήν του ΚΚΕ, η οποία έχει λογική συνέχεια με την προεκλογική του εκτίμηση ότι η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα είναι μια απλή κυβερνητική εναλλαγή κι επομένως δεν δημιουργούνται νέες δυνατότητες. Έτσι, δεν αντιμετωπίζει τις προεκλογικές εξαγγελίες του ΣΥΡΙΖΑ σαν στόχους που πρέπει το κίνημα να διεκδικήσει. Επομένως, το ΚΚΕ και οι δυνάμεις που πρόσκεινται σε αυτό, δεν πρόκειται να κάνουν τίποτε που δεν θα έκαναν με την προηγούμενη κυβέρνηση. Η ηγεσία του ΚΚΕ καταλαβαίνει ότι με το να θέτει στο κίνημα διεκδικήσεις που συνδέονται με υποσχέσεις της κυβέρνησης, παραδέχεται ότι η αλλαγή κυβέρνησης δημιουργεί νέες δυνατότητες και δικαιώνει την ψήφο στο ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι, αρνείται να θέσει στο κίνημα στόχους που να αντιστοιχούν στις νέες δυνατότητες. Δεν ισχύει το ίδιο για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Οι δυνάμεις της σε γενικές γραμμές αναγνωρίζουν τις νέες δυνατότητες που δημιουργήθηκαν και προσπαθούν να θέσουν αντίστοιχους στόχους στο κίνημα. Αυτή η στάση τους είναι βέβαια αντιφατική, έρχεται σε αντίθεση με την προεκλογική τους στάση και την αντίθεσή τους στην ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.
Σημαντικές ήταν και οι μεγάλες διαδηλώσεις στο Σύνταγμα, οι οποίες παρόλο που πλασαρίστηκαν σαν διαδηλώσεις υποστήριξης της κυβέρνησης, της άσκησαν πίεση και έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων όπως προκύπτει και από τις πληροφορίες που διέρρευσαν για την απόρριψη από τον Τσίπρα της πρώτης συμφωνίας στην οποία είχαν συναινέσει Βαρουφάκης και Δραγασάκης.
Πρώτο δείγμα αυτής της φάσης του κινήματος ήταν η πρώτη διαδήλωση που πραγματοποιήθηκε με τη σημερινή κυβέρνηση, η αντιφασιστική διαδήλωση τους 31 Γενάρη, η οποία ήταν 10πλάσια σε συμμετοχή σε σύγκριση με την αντίστοιχη περσινή.
2. Αναζωπύρωση τους προγραμματικής συζήτησης.
Η ανάδειξη μιας κυβέρνησης με διακηρυγμένο στόχο την κατάργηση του μνημονίου έβαλε αναπόφευκτα στην επικαιρότητα και στη δημόσια συζήτηση το ζήτημα της εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Παρόλο που ο ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε προεκλογικά να αποκοιμίσει το κοινό του προπαγανδίζοντας ότι δεν υπάρχει περίπτωση Grexit, η πραγματικότητα επανέφερε το ζήτημα στο προσκήνιο, διχάζοντας σε ταξική βάση και την ίδια την εκλογική επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ. Το ζήτημα του ευρώ λοιπόν τέθηκε στην ημερήσια διάταξη όχι επειδή τα λεγόμενα αντι-ΕΕ ψηφοδέλτια ενισχύθηκαν, αλλά επειδή νίκησε τις εκλογές ο ΣΥΡΙΖΑ. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι αν τα λεγόμενα αντι-ΕΕ ψηφοδέλτια είχαν ενισχυθεί τόσο ώστε να στερήσουν τη νίκη από το ΣΥΡΙΖΑ, θα οδηγούμασταν σε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με τις μνημονιακές δυνάμεις και στην περίπτωση αυτή κανένα θέμα για το ευρώ δεν θα είχε τεθεί.
Το ότι πλέον το ζήτημα τους εξόδου από το ευρώ τίθεται όχι για θεωρητική αναζήτηση, αλλά σαν πιθανό έμπρακτο ενδεχόμενο, έχει φουντώσει τη συζήτηση ανάμεσα στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα για το πώς κάτι τέτοιο μπορεί να επηρεάσει την καθημερινή ζωή. Η συζήτηση αυτή δεν περιορίζεται πλέον τους κύκλους τους Αριστεράς, αλλά αγκαλιάζει μεγάλα κομμάτια του λαού.
3. Ο ΣΥΡΙΖΑ κέντρο των πολιτικών εξελίξεων.
Το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά και οι μετεκλογικές εξελίξεις έχουν βάλει προσωρινά στο περιθώριο τις παραδοσιακές κυβερνητικές δυνάμεις. Κι αυτό γιατί – παρόλο που το σενάριο της αριστερής παρένθεσης δεν έχει κλείσει – το κοινό τους έχει αποσυσπειρωθεί από την πολιτική τους τον καιρό της κυβερνητικής τους θητείας, αλλά και από την μέχρι στιγμής κυβερνητική παρουσία του ΣΥΡΙΖΑ που δείχνει ότι προσπαθεί να υλοποιήσει αυτό που υποσχέθηκε. Οι αψιμαχίες με την τρόικα και τους γερμανούς αξιωματούχους, μπορεί να δείχνουν το αδιέξοδο τους κυβερνητικής πολιτικής, ταυτόχρονα όμως δίνουν την αίσθηση μιας διαφορετικής διακυβέρνησης που συγκρούεται με τους δανειστές και αυτό ελκύει ακόμα και παραδοσιακούς ψηφοφόρους της δεξιάς.
Με τις καθαρόαιμες αστικές δυνάμεις σε αδυναμία, η κυβέρνηση μοιάζει να μην έχει αντίπαλο. Οι αστικές δυνάμεις κρατάνε τους το παρόν, μια ιδιόμορφη στάση εγγυητή της μνημονιακής πορείας της χώρας, προσφέροντας την κοινοβουλευτική τους δύναμη σαν «μαξιλαράκι» στον Τσίπρα για την περίπτωση που έρθει σε ρήξη με την αριστερή του πτέρυγα.
Για τις δυνάμεις αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και για την αριστερή αντιπολίτευση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούν ούτε καν να διακηρύξουν την πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης αν αυτή δεν συνοδεύεται από ένα πειστικό σχέδιο για το τι θα την αντικαταστήσει. Για το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ το ζήτημα μπορεί να φαίνεται λυμένο μια και η κυβερνητική εξουσία δεν τους απασχολεί, οπότε συνεχίζουν να κάνουν ότι έκαναν και πριν με κάποιες μικρές παραλλαγές. Ωστόσο, το πρόβλημα θα το αντιμετωπίσουν όταν η κυβέρνηση θα παραδοθεί εντελώς τους δανειστές, χωρίς και πάλι να μπορέσουν να το απαντήσουν.
Τελικά το πρόβλημα πέφτει στις πλάτες των δυνάμεων που στήριξαν την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, καθώς και στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτές οι δυνάμεις πρέπει να προετοιμάσουν πολιτικά και οργανωτικά το επόμενο βήμα του κινήματος. Ειδικά για την αριστερή πτέρυγα εντός ΣΥΡΙΖΑ το πρόβλημα συνίσταται στο ότι η όποια ρήξη με την πολιτική της ηγεσίας, δεν μπορεί να μείνει στα μισά του δρόμου, αλλά πρέπει να φτάσει μέχρι το τέλος. Δεν αρκεί η καταψήφιση μιας συμφωνίας ή ενός νόμου, αλλά πρέπει η ρήξη να πάρει αποφασιστικό χαρακτήρα και να οδηγήσει σε νέο πολιτικό φορέα που θα διεκδικήσει την κυβερνητική εξουσία για να εκπληρώσει όσα δεν μπόρεσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η περίοδος που διανύουμε είναι περίοδος προετοιμασίας της ρήξης. Τώρα είναι η ώρα του πολιτικού διαχωρισμού από την ηγετική ομάδα και της προετοιμασίας για την αποφασιστική σύγκρουση.
3. Η τακτική και η δράση μας την επόμενη περίοδο
Τώρα είναι η ώρα μιας αριστερής αντιπολίτευσης. Αυτή η αντιπολίτευση θα είναι στις διαδηλώσεις για να απαιτεί από τον ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει το ανεφάρμοστο πρόγραμμά του. Κυρίως την κατάργηση του μνημονίου και τη διαγραφή του χρέους (το μεγαλύτερο μέρος του οποίου διακήρυττε ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα διαγράψει).
Μια τέτοια τακτική εμφανίζει στο λαό, εμάς τους κομμουνιστές ως συμπολίτευση στη διάθεσή του για αλλαγή, ανοίγει διαύλους επικοινωνίας και ζύμωσης, ενώ από την άλλη είναι αγκάθι στο ΣΥΡΙΖΑ, που πιέζεται εξ αριστερών να εφαρμόσει μέτρα που έταξε αλλά δεν μπορεί. Μια τέτοια αντιπολίτευση ΜΠΟΡΕΙ να υποδεχτεί μια πιθανή διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ή της κοινοβουλευτικής του ομάδας όταν πια ολοκληρωθεί η προδιαγεγραμμένη εφαρμογή λιτότητας από τον ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να εγκαλούμε τον ΣΥΡΙΖΑ για τη μη εφαρμογή του προγράμματος του από τη μια για να δείξουμε την αντινομία και να βαθαίνουμε την κρίση στο εσωτερικό του και παράλληλα να αναδεικνύουμε ότι η πιο απλή φιλεργατική αλλαγή σήμερα μόνο με την υλοποίηση του επαναστατικού προγράμματος μπορεί να επιτευχθεί.
Τα συνθήματα μας θα πρέπει να είναι αντι-μνημόνιο, αντι-ΕΕ-ΕΥΡΩ, διαγραφή χρέους, κυβέρνηση που θα καταργήσει το μνημόνιο.
Η δράση στο κίνημα
Στη λογική της αριστερής αντιπολίτευσης πρέπει να είναι και η δράση μας στο κίνημα. Διεκδικούμε από την κυβέρνηση να υλοποιήσει τις προεκλογικές της δεσμεύσεις και ταυτόχρονα κάνουμε επίθεση στους κεφαλαιοκράτες διεκδικώντας από αυξήσεις στους μισθούς μέχρι την επανάκτηση της δημόσιας περιουσίας.
Απέναντι στην κυβέρνηση, η πλέον κρίσιμη διεκδίκηση – στην οποία θα έπρεπε να συντονιστούν οι συνδικαλιστικές οργανώσεις – είναι η επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων και του προηγούμενου καθεστώτος στις συμβάσεις, με την ΕΓΣΣΕ να είναι το μίνιμουμ και τις κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις να είναι ανώτερες. Στο σ.κ. πρέπει να δοθεί μάχη ενάντια στο στενό συντεχνιακό πνεύμα, ώστε οι διεκδικήσεις να αντιμετωπίζονται σαν τμήμα μιας ευρύτερης μάχης της εργατικής τάξης και το κάθε σωματείο να δρα σαν τμήμα του ευρύτερου συνόλου.
Στη δράση μας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, είναι σύμμαχες οι δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, στο βαθμό που δεν καταλαβαίνουν την αντίφαση ανάμεσα στην προεκλογική στάση τους και την μετεκλογική διεκδίκηση των δεσμεύσεων της κυβέρνησης. Συμμαχίες μπορούν να αναζητηθούν και στις συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες δεν κρατάνε ενιαία στάση, καθώς η φιλοκυβερνητική στάση πολλών συνδικαλιστικών στελεχών εκφράζεται με στάση αναμονής, ώστε να μην πιεστεί και εκτεθεί η κυβέρνηση. Αυτό δεν ισχύει για το σύνολο των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στο σ.κ., οι οποίες είναι ευάλωτες σε προτάσεις κινητοποίησης και διεκδίκησης. Ευάλωτη είναι και η βάση των ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ, η οποία όμως μπορεί εύκολα να παρασυρθεί σε συντεχνιακού τύπου διεκδικήσεις.
Στο ευρύτερο κίνημα, κρίσιμη είναι η μάχη ενάντια στην παραχώρηση του δημόσιου πλούτου. Το κίνημα πρέπει να στραφεί ενάντια τους κεφαλαιοκράτες και με μονομερείς ενέργειες να επιβάλλει τετελεσμένα. Τέτοιες περιπτώσεις είναι η μάχη στο Κερατσίνι ενάντια στον Μελισσανίδη, στο Ελληνικό ενάντια στο Λάτση και τα διόδια όπου η μάχη ενάντια στους εργολάβους πρέπει να ξεκινήσει ξανά.
Η ενιαιομετωπική τακτική στο ευρύτερο λαϊκό κίνημα και η κινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, μπορεί να συμβάλει στην οικοδόμηση πολιτικού μετώπου κυρίως με την απόσπαση δυνάμεων και αγωνιστών από την επιρροή του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μετωπική πολιτική μας
Στην κατάσταση που διαμορφώνεται, οι δυνάμεις με τις οποίες μπορούμε να συνεννοηθούμε σε πολιτικό επίπεδο, είναι οι δυνάμεις που κατανοούν ότι απέναντι στη διαφαινόμενη υποταγή της κυβέρνησης στους δανειστές πρέπει να υπάρχει ένα μέτωπο που δεν θα αρκείται στη διαμαρτυρία, αλλά θα βάλει το ζήτημα της κατάκτησης της εξουσίας. Με δεδομένη τη στενότητα χρόνου, καθώς οι εξελίξεις θα τρέξουν πριν τον Ιούνιο, είναι άνευ νοήματος να κάνουμε προσπάθεια συνεννόησης με δυνάμεις του εξωκοινοβουλίου, οι οποίες κινούνται σε σεχταριστική κατεύθυνση. Δυνάμεις που μας ενδιαφέρουν βρίσκονται καταρχήν στην αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ και πρέπει να είμαστε σε επαφή μαζί τους, χωρίς όμως να μπορούμε στην παρούσα φάση να προχωρήσουμε σε μετωπική σύμπραξη.
Εκτός ΣΥΡΙΖΑ, υπάρχουν μόνο οι δυνάμεις τους «Πρωτοβουλίας των 1000» – στην οποία συμμετέχουμε ως παρατηρητές – στα πλαίσια της οποίας έχει προχωρήσει η συζήτηση για τη μετεξέλιξή της. Για να βοηθήσουμε την επιτυχή κατάληξη της διαδικασίας πρέπει να κινηθούμε αποφασιστικά στην κατεύθυνση της οικοδόμησης τοπικών μετωπικών κινήσεων στη λογική που περιγράφηκε (μεταβατικό πρόγραμμα, αριστερή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση, προετοιμασία της ρήξης, μέτωπο εξουσίας όχι διαμαρτυρίας). Οι κινήσεις αυτές πρέπει να έχουν αναφορά στην Π-1000, χωρίς να είναι «τοπικές οργανώσεις» της Π-1000, αλλά να επιδιώκουν τη συνένωσή τους σε ένα πανελλαδικό πολιτικό μέτωπο. Τέτοιες προσπάθειες πρέπει να στηρίξουμε ή να δημιουργήσουμε από την αρχή στην επαρχία και σε ορισμένες συνοικίες της Αθήνας (π.χ. Πατήσια, Αγία Παρασκευή).
4. Για την 5η συνδιάσκεψη
[..] Η Π.Ε. προτείνει το παρακάτω πλαίσιο για το κείμενο των θέσεων της συνδιάσκεψης:
Α. Βασικές αρχές της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ
1. Ο τελικός σκοπός: Σοσιαλισμός – κομμουνισμός
2. Αστική –δημοκρατική και εργατική– σοσιαλιστική επανάσταση. Εργατική εξουσία
3. Οι οργανώσεις της εργατικής τάξης και οι σχέσεις μεταξύ τους. Τα συνδικάτα, το επαναστατικό κόμμα, τα εργατικά συμβούλια.
4. Η τακτική του ενιαίου μετώπου. Η εμπειρία του ΕΑΜ.
Β. Για το ζήτημα της κυβέρνησης και της εργατικής εξουσίας
1. Το 4ο συνέδριο της ΚΔ και η τακτική της εργατικής κυβέρνησης (1924)
2. Η επανάσταση στη Γερμανία (1918-1919), η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στην Ισπανία (1936-9) και της Λαϊκής Ενότητας στη Χιλή (1970-3).
Γ. Η κρίση μήτρα της επανάστασης. Η τακτική των κομμουνιστών στην κρίση
1. 2010-2015:
α. Η μνημονιακή περίοδος
β. Απολογισμός της δράσης της οργάνωσης
2. Το ενιαίο μέτωπο και η ενότητα των κομμουνιστών στις σημερινές συνθήκες
8-3-2015
Η Πολιτική Επιτροπή της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ