Η σημερινή κρίση και η τακτική του ενιαίου μετώπου

Η σημερινή κρίση και η τακτική του ενιαίου μετώπου

 

Οι πρόσφατες αποφάσεις της Π.Ε. πολύ ορθά, κατά την γνώμη μου, ανάλυσαν την παρούσα οικονομική κρίση της χώρας ως εκδήλωση της καπιταλιστικής κυκλικής κρίσης και προσδιόρισαν ότι το κρίσιμο για την ταξική πάλη ζήτημα που αναδεικνύεται από την κρίση αυτή είναι το ζήτημα του δημόσιου χρέους. Η διεθνής και εσωτερική συγκυρία οδήγησαν την αστική τάξη της χώρας στη σημερινή πολιτική «διεξόδου» από την κρίση, που έχει τις ακόλουθες τραγικές συνέπειες:

 

Εκχωρεί στους διεθνείς επιτηρητές σε σημαντικό βαθμό τον έλεγχο των δημόσιων οικονομικών και κατά συνέπεια εντείνει την οικονομική και πολιτική εξάρτηση της χώρας.

 

Αυξάνει απότομα και στο μέγιστο βαθμό το βαθμό εκμετάλλευσης του συνόλου της εργατικής τάξης και οξύνει στο έπακρο όλες τις ταξικές αντιθέσεις, με αποκορύφωμα την εξαθλίωση σημαντικής μερίδας της εργατικής τάξης και την οδυνηρή προλεταριοποίηση μικροαστικών στρωμάτων.

 

Είναι εξαιρετικά πιθανό να εμπλέξει την οικονομία της χώρας σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης-δανεισμού-υπερχρέωσης –με ισχυρό το ενδεχόμενο της τυπικής χρεοκοπίας– που θα διαρκέσει πολλά χρόνια και θα έχει ως αποτέλεσμα την περαιτέρω επιδείνωση της θέσης της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζομένων.

 

Είναι φανερό ότι μία τέτοιου μεγέθους και βάθους οικονομική κρίση, που γεννά αντίστοιχη κοινωνική κρίση, αυξάνει ταχύτατα την αμφισβήτηση του αστικού πολιτικού συστήματος από σημαντική μερίδα της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων και δημιουργεί αντίστοιχες αγωνιστικές διαθέσεις. Σημεία αυτής της αμφισβήτησης παρατηρήθηκαν το προηγούμενο διάστημα, παρόλο που παραμένουν σε ένα αυθόρμητο, ανώριμο επίπεδο. Είναι φυσικό να μένουν οι αντιδράσεις των εργαζομένων υποτονικές σε σύγκριση με το μέγεθος της επίθεσης που αυτοί δέχονται, εφόσον οι τάσεις αντίστασης δεν βρίσκουν έκφραση ούτε σε μαχητικές συνδικαλιστικές κινητοποιήσεις ούτε σε κάποια πολιτική πρόταση διεξόδου που να κινείται στον αντίποδα του αστικού «μονόδρομου».

 

Η επαναδιατύπωση στις ημέρες της κρίσης των προτάσεων για μετωπικά σχήματα, που έχουν ήδη προταθεί από όλο το φάσμα των αριστερών δυνάμεων, φαντάζει στις πλατιές μάζες των αγωνιζόμενων και προβληματιζόμενων το ίδιο αδιέξοδη όσο και το ευχολόγιο των αστών πολιτικών για έξοδο από την κρίση. Οι λόγοι γι’ αυτό πρέπει να αναζητηθούν στην κριτική που η οργάνωσή μας έχει ήδη ασκήσει σε όλα τα είδη προτεινόμενων μετώπων: αντι-νεοφιλελεύθερο, αντι-μονοπωλιακό, αντι-καπιταλιστικό. Αν κάτι μπορεί να προστεθεί σχετικά με την παρούσα συγκυρία, είναι ότι οι μάζες των εργαζομένων και ιδιαίτερα των αγωνιζομένων εργατών δεν είναι πλέον διατεθειμένες στον ίδιο βαθμό με παλαιότερα να ακολουθήσουν είτε ρεφορμιστικές είτε «επαναστατικές» αυταπάτες. Απαιτούν άμεσες λύσεις στα προβλήματά τους. Αυτό μπορεί να οδηγεί στις σημερινές συνθήκες την πλειοψηφία των εργαζομένων – ακόμα και την πλειοψηφία των εργατών – στην αναζήτηση ατομικών λύσεων ή στη λογική του μικρότερου κακού, μιας και τίποτα δεν τους τραβά στην οργανωμένη πάλη για συνολικές λύσεις και πολιτικούς στόχους. Από την άλλη, γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σύντομα οι λογικές αυτές θα αποδειχθούν παντελώς αναποτελεσματικές και η συλλογική αγανάκτηση θα πάρει τη θέση των φρούδων ελπίδων. Γι’ αυτό η σημερινή αντίφαση, από τη μια οι μάζες να απορρίπτουν και να καταδικάζουν τα αστικά κόμματα και να μην περιμένουν καμία βελτίωση από την αστική διακυβέρνηση και από την άλλη να μην αγωνίζονται ενάντια σ’ αυτή τη διακυβέρνηση, αργά ή γρήγορα θα αλλάξει, καθώς η κρίση θα παρατείνεται και οι επιπτώσεις της θα εντείνονται. Δυστυχώς τότε είναι που θα ανθίσουν ξανά με νέα μορφή οι ρεφορμιστικές και άλλες μικροαστικές πολιτικές αυταπάτες.

 

Από την σκοπιά των κομμουνιστών πρέπει να είναι ξεκάθαρο ότι τα προαναφερθέντα πολιτικά μέτωπα, που προτείνονται από την ελληνική Αριστερά, έχουν σε τελευταία ανάλυση ως κοινό παρανομαστή ότι ξεστρατίζουν την πάλη των συνειδητών εργατών από τον στρατηγικό της στόχο, που δεν είναι άλλος από την ανατροπή του καπιταλισμού και την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου (βλ. Κ. Μπατίκας, Το Ενιαίο Μέτωπο και η πρακτική της Ελληνικής Αριστεράς, Αριστερή Ανασύνταξη, 2006, τ.29). Η μοναδική τακτική που μπορεί να συνενώσει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζομένων στον επαναστατικό αγώνα και τη νικηφόρα εξέλιξή του είναι η τακτική του Ενιαίου Μετώπου.

 

Η τακτική του Ενιαίου Μετώπου πρέπει να διαπερνά την δράση των κομμουνιστών σε όλα τα επίπεδά της και σε κάθε μορφή της, αφού είναι η τακτική που συνενώνει την πλειοψηφία της εργατικής τάξης και τους συμμάχους της στην προοπτική της επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού, της δικτατορίας του προλεταριάτου και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Αυτός ο στόχος είναι άμεσος εφόσον η σοσιαλιστική επανάσταση είναι απολύτως επίκαιρη και καμία άλλη κοινωνική μεταβολή δεν παρεμβάλλεται από το σημερινό καπιταλισμό μέχρι την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Συνεπώς κάθε άμεσο, καθημερινό μικρό ή μεγάλο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν η εργατική τάξη, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι και η νεολαία μπορεί να οδηγήσει στην πάλη ενάντια στον καπιταλισμό. Αρκεί στην πάλη για κάθε πρόβλημα να επιτυγχάνεται η ενότητα της εργατικής τάξης και η συμμαχία με μικροαστικά στρώματα ενάντια στο κράτος της αστικής τάξης. Ο ρόλος των κομμουνιστών δεν είναι άλλος από την κοινή πάλη με τους υπόλοιπους εργάτες, μέσα στην οποία δείχνουν το δρόμο για αυτήν την ενότητα και αυτήν την προοπτική της πάλης, δηλαδή την επαναστατική διέξοδο, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην προετοιμασία της επανάστασης. Συνεπώς η τακτική του Ενιαίου Μετώπου δεν αναβάλλεται, δεν παραπέμπεται στο μέλλον, όταν π.χ. θα υπάρχει κομμουνιστικό κόμμα ή θα έχουμε περισσότερες δυνάμεις, είναι τακτική του κάθε κομμουνιστή σήμερα, με όποιες δυνάμεις, όπου και αν βρίσκεται και σε όποιες συνθήκες και αν δρα.

 

Όσον αφορά την κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, η προώθηση της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου διαπνέει την δράση μας σε τρία επίπεδα:

Α) στο επίπεδο της άμεσης παρέμβασής μας στους χώρους δουλειάς και στις συνδικαλιστικές οργανώσεις

Β) στο επίπεδο του συντονισμού συνδικαλιστικών δυνάμεων

Γ) στο επίπεδο κοινής δράσης με άλλες Αριστερές οργανώσεις και της ανάπτυξης πολιτικών συνεργασιών και συμμαχιών.

 

Παράλληλα ωστόσο, με δεδομένο το έλλειμμα επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, η πολιτική της Ενότητας των Κομμουνιστών είναι η άλλη πλευρά της προετοιμασίας της εργατικής τάξης για την επανάσταση και γι’ αυτό απολύτως απαραίτητο συστατικό της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου στις παρούσες συνθήκες. Γνωρίζουμε ότι μόνο ένα κομμουνιστικό κόμμα μπορεί να υλοποιήσει αποτελεσματικά και μέχρι τέλους αυτήν την τακτική και να καθοδηγήσει την προλεταριακή επανάσταση και γι’ αυτό, παράλληλα με τη δράση μας στο υπάρχον κίνημα, πρέπει να αναπτύσσουμε δράση που στοχεύει στη διαμόρφωση προϋποθέσεων για την συγκρότηση κομμουνιστικού κόμματος.

 

Η οργάνωσή μας στην 3η συνδιάσκεψή της καλείται – με βάση το θεωρητικό της κεκτημένο και με την εμπειρία του προηγούμενου διαστήματος –  να καθορίσει τις κατευθύνσεις της τακτικής της για το άμεσο μέλλον και να εξειδικεύσει την τακτική σε άμεσα καθήκοντά της για το επόμενο διάστημα. Γνωρίζουμε ότι τόσο οι συγκεκριμένες κατευθύνσεις όσο – πολύ περισσότερο – τα άμεσα καθήκοντα θα υφίστανται τροποποιήσεις στο μέλλον – όπως είναι φυσικό – με βάση τις πολιτικές εξελίξεις, την ανάπτυξη της οργάνωσης και το βαθμό προώθησης της ενότητας των κομμουνιστών. Αυτό που δεν γίνεται να αλλάξει και που αποτελεί τη μοναδική βάση στην οποία η τακτική μας μπορεί να είναι πραγματικά επαναστατική και αποτελεσματική – στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας και ανάλογα με την ιστορική και πολιτική συγκυρία – είναι ότι η τακτική μας θα είναι πάντα εξειδίκευση στις ιδιαίτερες συνθήκες που δρούμε, της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου.

 

Είναι φανερό από τα παραπάνω, ότι η επιτυχής απάντηση στο ζήτημα της τακτικής απαιτεί το συνδυασμό της αταλάντευτης στάσης σε γενικές αρχές και κατευθύνσεις του Ενιαίου Μετώπου με τη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, που θα διασαφηνίζει ποιος είναι κάθε στιγμή ο καλύτερος τρόπος προώθησής του. Στην ανάλυση αυτή πρέπει να περιλαμβάνονται οι ταξικοί συσχετισμοί σε όλα τα επίπεδα πάλης – οικονομικής, πολιτικής, ιδεολογικής, η οικονομική και πολιτική συγκυρία – εσωτερική και διεθνής, η κατάσταση των τάξεων, οι ιδιαιτερότητες της ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα και φυσικά ο βαθμός ωρίμανσης του υποκειμενικού παράγοντα και η κατάσταση του κομμουνιστικού κινήματος. Μία ολοκληρωμένη ανάλυση αυτού του είδους πρέπει να είναι το αντικείμενο της συνδιάσκεψης και δεν μπορεί να εξαντληθεί στο πλαίσιο του παρόντος κειμένου. Ωστόσο, πρέπει να επισημάνω ορισμένα στοιχεία που έχουν απόλυτη σχέση με την τακτική των κομμουνιστών σήμερα.

 

Φυσικά η κρίση με τις επιπτώσεις και την επιδιάρκεια που έχει, μπορεί να οδηγήσει σε σημαντικές μεταβολές των ταξικών συσχετισμών σε όλα τα επίπεδα. Η αστική τάξη έχει ήδη κινητοποιήσει εφεδρείες της προκειμένου να απομακρύνει τους πολιτικούς κινδύνους, είναι όμως ήδη φανερό ότι είναι πιθανό και αυτές να μην επαρκούν. Μπροστά στις πραγματικές οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζει και την επιβολή άκαμπτων όρων από την τρόικα, προσπαθεί κυρίως με «επικοινωνιακούς» πολιτικούς ελιγμούς της κυβέρνησης και των κομμάτων και αντίστοιχες «παραστάσεις» της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας να σώσει τα προσχήματα. Ωστόσο, τα πραγματικά προβλήματα από την αμφισβήτηση του πολιτικού συστήματος είναι σίγουρα μπροστά και οι αντιρροπιστικές κινήσεις (νέα κόμματα, κυβερνήσεις συνεργασίας ή «εθνικής ενότητας» κ.ά.) ετοιμάζονται μεν αλλά φαντάζουν ήδη μη επαρκείς. Το ενδεχόμενο μίας δικτατορίας δεν μπορεί τελεσίδικα να αποκλειστεί, παρόλο που δεν είναι μέσα στις άμεσες πιθανές επιλογές της αστικής τάξης. Είναι όμως σχεδόν σίγουρο ότι η κατασταλτική λειτουργία του κράτους θα επιταθεί σταδιακά σε μέγιστο βαθμό.

 

Από την άλλη πλευρά, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αφετηριακοί συσχετισμοί δύναμης είναι πολύ δυσμενείς για την εργατική τάξη. Φυσικά, δεν αναφερόμαστε μόνο στους ευκόλως παρατηρήσιμους συσχετισμούς, όπως π.χ. αυτούς μεταξύ των πολιτικών και συνδικαλιστικών δυνάμεων, αλλά κυρίως στους υποκείμενους και πιο ουσιαστικούς συσχετισμούς, που περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τη λειτουργική και οργανωτική παρακμή του συνδικαλιστικού κινήματος, την καλλιέργεια διαχειριστικής και ατομικιστικής στάσης των μαζών απέναντι στην πολιτική, τα αποτελέσματα που έχουν οι ποικίλες μορφές ιδεολογικής κυριαρχίας της αστικής τάξης και της τρομοκρατίας που αυτή ασκεί στη συνείδηση των εργαζόμενων τάξεων. Η εκτίναξη της ανεργίας και η εξαθλίωση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης, που επιφέρει η πολιτική της κυβέρνησης, λειτουργεί επίσης ανασταλτικά στις προσπάθειες ανατροπής των σημερινών συσχετισμών.

 

Πέραν της όξυνσης της βασικής αντίθεσης και των νέων αντιθέσεων που δημιουργούνται μεταξύ αστικής και μικροαστικής τάξης λόγω της κρίσης και της συγκεκριμένης αντι-κρισιακής στρατηγικής, υπάρχει επιπλέον ρήξη πάγιων συμμαχιών της αστικής τάξης με διάφορα στρώματα (μειωμένου βαθμού εκμετάλλευσης δημοσίους υπαλλήλους, εργατική αριστοκρατία, μισθωτά μεσαία στρώματα του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα) που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εκ των έσω αποδυνάμωση της εργατικής τάξης. Είναι πολύ πιθανό ότι ο συνδυασμός αυτών των κοινωνικών εξελίξεων θα έχει σοβαρή επίδραση και σε συνδικαλιστικό και πολιτικό επίπεδο. Άμεσες και ίσως τις σοβαρότερες επιπτώσεις θα έχει στην ενότητα του ΠΑΣΟΚ και του ευρύτερου χώρου της σοσιαλδημοκρατίας.

 

Σε κάθε περίπτωση, η κρίση γεννά στο σύνολο των εργαζομένων που πλήττονται, δύο παράλληλες τάσεις, αφενός την τάση να παλέψουν με κάθε τρόπο για τα άμεσα προβλήματα καθημερινής επιβίωσης και να αναζητήσουν άμεση διέξοδο σ’ αυτά, αφετέρου να συνδέσουν την πηγή και τη λύση των άμεσων, καθημερινών και ατομικών τους προβλημάτων με την αστική πολιτική και το αστικό κράτος. Στο βαθμό που αυτές οι τάσεις δεν συνδεθούν μεταξύ τους μέσω της συμμετοχής στο πρακτικό κίνημα, υπάρχει ακόμα χώρος για την απογοήτευση, τη μοιρολατρία και τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες. Στο βαθμό που στο οργανωμένο κίνημα η λύση στο άμεσο και καθημερινό πρόβλημα συνδέεται με μία πολιτική διέξοδο στον αντίποδα της αστικής πολιτικής, την «εργατική απάντηση», που πρέπει να επιβληθεί μέσω της πάλης, το μίγμα των παραπάνω τάσεων θα γίνεται εκρηκτικό. Είναι δυνατό και αυθόρμητα ακόμα να προκύψει ένα κίνημα που θα ανατρέψει την κυβέρνηση και θα προκαλέσει κατά συνέπεια ριζικές μεταβολές στο πολιτικό σύστημα, χωρίς ωστόσο να έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση για το ποιες λύσεις θέλει να επιβάλει. Γι’ αυτό χρειάζεται η τακτική του Ενιαίου Μετώπου, που θα συνενώσει τους εργάτες και τους άλλους αγωνιζόμενους σε μία κατεύθυνση πολιτικής διεξόδου για τα προβλήματά τους, την οποία οι ίδιοι καλούνται να επιβάλουν και η οποία υποχρεωτικά οδηγεί στην ανατροπή του καπιταλισμού. Ο ρόλος των κομμουνιστών κρίνεται ακριβώς σε αυτό το εγχείρημα και σε αυτό το αποτέλεσμα.

 

Το σύνολο της Αριστεράς δεν έχει μέχρι σήμερα επιδείξει ούτε την κατάλληλη πολιτική γραμμή ούτε την πρωτοβουλία και την προσπάθεια να εντείνει τις αγωνιστικές τάσεις μέχρι τη δημιουργία επαναστατικής κρίσης και να εκφράσει την αναγκαία πολιτική διέξοδο, την «εργατική απάντηση» στην κρίση. Αυτοί που αναζητούν μία τέτοια πρόταση διεξόδου (π.χ. ορισμένες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) δεν φαίνεται να έχουν ακόμα καταλήξει σε μία συνεκτική τακτική για να περάσουν στην αντίστοιχη δράση. Αυτοί που έχουν περισσότερες δυνατότητες, δηλ. Το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχουν τέτοια πολιτική πρόθεση. Ωστόσο, οι πολιτικές δυνάμεις γίνονται ήδη και θα γίνουν περισσότερο στο μέλλον λιγότερο αραγείς, μιας και οι επιπτώσεις της κρίσης στις συνειδήσεις δεν σταματούν από κομματικά αναχώματα. Νέες δυνάμεις αγωνιστών θα δημιουργηθούν και εν δυνάμει σήμερα, επαναστατικές συνειδήσεις θα αφυπνιστούν. Η γραμμή του Ενιαίου Μετώπου που θα χαραχτεί σήμερα, στοχεύει στην ενότητα όλων των αγωνιστών και θα στηριχθεί σε μία νέα ενότητα κομμουνιστών.

 

Η αστική πολιτική είναι αντικειμενικά προσκολλημένη στη γραμμή που επιβάλει το ΔΝΤ και η ΕΕ σήμερα, και αυτό έχει να κάνει φυσικά με τις ενδογενείς ανάγκες της αστικής τάξης της χώρας. Τα όποια ψελλίσματα για «αναπτυξιακή» διέξοδο μεν, παράλληλα με το σταθεροποιητικό πρόγραμμα και την επιτήρηση δε, από τη ΝΔ και το εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ είναι για λαϊκή κατανάλωση και μόνο. Δεν πρέπει να αποκλειστεί ωστόσο το ενδεχόμενο, είτε κάτω από την πίεση που θα ασκήσει μία σοβαρή άνοδος του κινήματος είτε υπό την επίδραση διεθνών εξελίξεων, να τροποποιηθεί η αστική στρατηγική. Οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, που βρίσκονται σε τροχιά όξυνσης, σε συνδυασμό με την αστάθεια του διεθνούς νομισματικού και χρηματο-πιστωτικού συστήματος, μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικές μεταβολές το σύνολο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας τα επόμενα χρόνια. Πρέπει να θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι θα αλλάξει σημαντικά η οικονομική και πολιτική δομή της ΕΕ και ότι θα ενταθούν οι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί στους οποίους εμπλέκεται έμμεσα και άμεσα ο ελληνικός καπιταλισμός.

 

Με βάση τα παραπάνω η γραμμή που θα διευκολύνει την ανάπτυξη του Ενιαίου Μετώπου σήμερα πρέπει να έχει ορισμένα χαρακτηριστικά. Πρέπει να συνιστά συνολική και συνεκτική πολιτική διεξόδου από την κρίση με κεντρικό ζήτημα προς επίλυση τη διαγραφή του χρέους, σε συνδυασμό με όλα τα μεταβατικά εκείνα μέτρα που πρέπει να συνοδεύουν αυτήν τη λύση, ενάντια στα συμφέροντα της αστικής τάξης. Μία τέτοια πολιτική διέξοδος συνεπάγεται την άμεση ανακούφιση της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων από τα δεινά του σταθεροποιητικού προγράμματος και είναι γι’ αυτό η απάντηση στα άμεσα προβλήματά τους. Η διαγραφή του χρέους είναι οικονομικά και πολιτικά δυνατή μόνο σε συνδυασμό με μία σειρά μέτρων που μπορεί άμεσα να υιοθετήσει και να παλέψει το εργατικό και λαϊκό κίνημα (έξοδος από ΟΝΕ και ΕΕ, κρατικοποίηση τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων, εργατικός έλεγχος κ.ά.) και τα οποία μπορεί να τα παλέψει μαζί με τα οικονομικά του αιτήματα ως απολύτως συνυφασμένα με αυτά. Όπως ήδη είπαμε, ποτέ άλλοτε δεν ήταν περισσότερο συνυφασμένη και στις συνειδήσεις των εργαζόμενων η πολιτική με τα καθημερινά τους προβλήματα.

 

Οι κομμουνιστές, γνωρίζοντας ότι δεν ζυμώνουν πλέον απλώς μέσα στην πάλη μεταβατικά αιτήματα, όπως θα έκαναν σε προ της κρίσης εποχές, αλλά προτείνουν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα πάλης στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της, πρέπει όχι μόνο συνδικαλιστικά αλλά και πολιτικά να εκφράσουν και να επιδιώξουν τη διέξοδο που προτείνουν. Πρέπει γι’ αυτό και στις πολιτικές τους συνεργασίες να προβάλουν τα βασικά αυτά αιτήματα και τα άμεσα οικονομικά αιτήματα των εργατών και άλλων εργαζόμενων ως το μίνιμουμ πρόγραμμα, πάνω στο οποίο θα κάνουν πολιτική συμμαχία με όποιες πολιτικές δυνάμεις τα υιοθετούν. Το πρόγραμμα αυτό δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα επιδιώξεων για το απώτερο μέλλον, όπως έχει συνηθίσει η Αριστερά να καταγράφει σε προγραμματικά κείμενα, έχοντας κατά νου ότι δεν θα κληθεί άμεσα να τα υλοποιήσει, αλλά το χαρακτήρα προγράμματος εξουσίας. Που πάει να πει ότι το πολιτικό μέτωπο ή συμμαχία που υιοθετεί ένα τέτοιο πρόγραμμα, προτίθεται είτε να το υλοποιήσει ως κυβέρνηση – και αυτό το νόημα έχει ο στόχος της «εργατικής κυβέρνησης» - είτε να το θέσει ως σύνολο όρων προκειμένου να στηρίξει μια αστική κυβέρνηση, σε περίπτωση, για παράδειγμα, που προκύψει τέτοιο ζήτημα λόγω έλλειψης κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας.

 

Πρέπει συνεπώς να προτείνουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης στην αγωνιζόμενη εργατική τάξη και να επιχειρήσουμε την πλατύτερη δυνατή συμμαχία πολιτικών δυνάμεων που θα παλέψει για την υλοποίησή του. Γνωρίζουμε ότι σε αυτό το μέτωπο θα συνευρεθούμε με εργάτες όλων των πολιτικών αποχρώσεων και ότι η επιδιωκόμενη πολιτική συμμαχία σ’ αυτή τη βάση μπορεί να γίνει μεταξύ κομμουνιστών, άλλων αριστερών ακόμη και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων. Γιατί στο πρόγραμμα αυτό, στο οποίο εμείς αναγνωρίζουμε τη μεταβατικότητά του, την ανάγκη να υπάρξει συνολική ανατροπή του καπιταλισμού για να υλοποιηθεί καθ’ ολοκληρίαν, άλλοι θα αναζητήσουν μόνο την άμεση υπεράσπιση συμφερόντων μικροαστικών στρωμάτων και άλλοι τη σωτηρία τελικά της αστικής δημοκρατίας. Ακόμα και αν δεν υπάρξει φανερή σοσιαλδημοκρατική τάση στην πολιτική συμμαχία που θα υποστηρίξει μία τέτοια εργατική κυβέρνηση, θα υπάρξουν σίγουρα μικροαστικές τάσεις που θα αντιμάχονται την εργατική δημοκρατία μέσα στο ίδιο το κίνημα.

 

Για τους κομμουνιστές είναι ξεκάθαρο ότι η εργατική κυβέρνηση με αυτό το πρόγραμμα μπορεί να νοηθεί μόνο ως η αφετηρία της επανάστασης και ότι όλα κρίνονται από τη δυνατότητα του κινήματος που την επέβαλε και χρησιμοποιώντας την ως μοχλό, να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να προαπαιτήσουμε ούτε από το σύνολο των αγωνιζόμενων εργατών ούτε από τις πολιτικές δυνάμεις που θα συμμαχήσουν με τους κομμουνιστές, να αποδεχθούν τις αρχές της δικτατορίας του προλεταριάτου και κατά συνέπεια τους στόχους της κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και το τσάκισμα του αστικού κράτους. Τότε, το μόνο που θα καταφέρναμε να καταργήσουμε, θα ήταν η δυνατότητά μας να οικοδομήσουμε το Ενιαίο Μέτωπο. Το μόνο που θα οικοδομούσαμε, θα ήταν μία σέχτα, αποκομμένη από το σύνολο των αγωνιζόμενων που αναζητούν προοπτική στον αγώνα τους, χωρίς να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της επανάστασης.

 

Ο ρόλος των κομμουνιστών δεν εξαντλείται μόνο στο να οικοδομήσουν ένα ενωμένο και μαζικό, εργατικό κίνημα που θα αντιμάχεται την αστική πολιτική. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτό μπορεί να γίνει και χωρίς τους κομμουνιστές. Γι’ αυτό και η τακτική του Ενιαίου Μετώπου σήμερα, δεν εξαντλείται στην επιδίωξη και εγκαθίδρυση της εργατικής κυβέρνησης με το πρόγραμμα και τα χαρακτηριστικά που προαναφέραμε. Στην πάλη για αυτούς τους στόχους οι κομμουνιστές οφείλουν να εκπροσωπούν το μέλλον του κινήματος, διατηρώντας την ιδεολογική και πολιτική αυτοτέλειά τους και ζυμώνοντας μέσα στο κίνημα τον στόχο της δικτατορίας του προλεταριάτου. Εφόσον μάλιστα μιλάμε για το κίνημα που θα ανατρέψει τον καπιταλισμό, δεν αρκεί καν η ζύμωση. Οι κομμουνιστές οφείλουν από την πρώτη στιγμή, από σήμερα κιόλας, να κάνουν κάθε προσπάθεια για να προετοιμάζεται η εργατική τάξη μέσα από τον αγώνα της, πολιτικά και οργανωτικά, για να διεκδικήσει την εξουσία. Πρέπει να δουλεύουν συστηματικά για επαναστατικά συνδικάτα και για τη δημιουργία μέσα από το κίνημα εργοστασιακών επιτροπών και εργατικών συμβουλίων, οργάνων ικανών να επιβάλλουν τον εργατικό έλεγχο και την εργατική δημοκρατία. Γνωρίζοντας ότι από το βαθμό οργάνωσης και συνειδητότητας της εργατικής τάξης θα κριθεί τελικά αν η εργατική κυβέρνηση θα είναι επαναστατική κυβέρνηση και αν θα επιβληθεί η εργατική εξουσία.

 

Σε αυτές τις γενικές κατευθύνσεις πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να επεξεργαστούμε και να αναπτύξουμε την τακτική μας, την τακτική των κομμουνιστών, στη συνδιάσκεψή μας και μετά από αυτή. Έχοντας επίγνωση των μικρών δυνατοτήτων μας μπροστά στα ιστορικά καθήκοντα της στιγμής αλλά και της ισχύος που μπορεί να απελευθερώσει από την ίδια την εργατική τάξη η επαναστατική τακτική του Ενιαίου Μετώπου.

 

 

Γιώργος Κωνσταντακόπουλος