"Συμπόρευση", Αλιέντε και κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

"Συμπόρευση", Αλιέντε και κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

 

Η απόφαση για συμμετοχή της κ.ο. Ανασύνταξη στη “συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών...” καθώς και η ιδεολογική – ιστορική επιχειρηματολογία για τη στήριξη της, όπως αυτή εκφράστηκε με αρθρογραφία του γραμματέα της ΠΕ, αποτελεί μια ρεφορμιστική πολιτική επιλογή που βρίσκεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις της τελευταίας τακτικής συνδιάσκεψης της οργάνωσης και σηματοδοτεί την προσχώρηση σε ιδεολογικές αντιλήψεις αντίθετες με τις θεμελιακές – ιδρυτικές – προγραμματικές θέσεις της κ.ο. Ανασύνταξη.

Το μεταβατικό πρόγραμμα το οποίο επεξεργάστηκε η κ.ο. Ανασύνταξη στην 3η της συνδιάσκεψη ως βάση για τη δημιουργία ενιαίου πολιτικού μετώπου, στη διάρκεια των τελευταίων τριών χρόνων υιοθετήθηκε διακηρυκτικά από διάφορες δυνάμεις της Αριστεράς. Στις περισσότερες ωστόσο περιπτώσεις το πρόγραμμα αυτό ακρωτηριαζόταν μέσα από διάφορες διασταλτικές διατυπώσεις, ερμηνείες και χρήσεις. Η κ.ο Ανασύνταξη θεωρούσε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ “ταλαντευόμενη δύναμη του μεταβατικού προγράμματος” ακριβώς επειδή δυνάμεις στο εσωτερικό της συνέδεαν το πρόγραμμα με ρεφορμιστικές κατευθύνσεις (πχ Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου), ακρωτηρίαζαν βασικά σημεία του όπως η έξοδος από ευρώ/ΕΕ/ΝΑΤΟ με διατυπώσεις που είχαν “αντι-ευρώ” αλλά όχι και “αντί-ΕΕ” χαρακτήρα ή ταύτιζαν το μεταβατικό πρόγραμμα με διαχειριστικές κατευθύνσεις τύπου Αργεντινής. Τέτοιες ταλαντεύσεις στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εκφράζονταν ειδικά από την ΑΡΑΣ καθώς και την ΑΡΑΝ.

Η κ.ο. Ανασύνταξη επέμεινε πεισματικά στην ακριβή και ολοκληρωμένη διατύπωση του προγράμματος, ως αναγκαία εγγύηση για τον εργατικό χαρακτήρα του προγράμματος. Τα προγράμματα δεν είναι συμβολαιογραφικές πράξεις, είναι επιστημονική αποτύπωση ταξικών συμφερόντων.

Η κρίση δεν είναι απλά αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας στην ευρωζώνη, ούτε θα λυθεί με “ριζοσπαστικές/δημοκρατικές αλλαγές στην οικονομία, την πολιτική, την κοινωνία, το κράτος”. Ενιαιομετωπική πρακτική σημαίνει να δεσμεύεσαι για ότι συμφωνείς από κοινού και όχι να αναγνωρίζεις ως μίνιμουμ μια συμφωνίας τα ρεφορμιστικά συνθήματα “εκδημοκρατισμού του κράτους”. Πολιτικές συμμαχίες μπορείς να κάνεις καθορίζοντας σαφώς προγραμματικές συμφωνίες και προγραμματικές διαφορές και όχι βάζοντας κάτω από την ταμπέλα του μεταβατικού προγράμματος ως ένα και το αυτό, την “αντικαπιταλιστική ανατροπή”, το “Σχέδιο Β”, το “πρόγραμμα ανασυγκρότησης και φιλολαϊκής διεξόδου” και το “αντιιμπεριαλιστικό, αντιμονοπωλιακό, δημοκρατικό μέτωπο”. Με αυτό τον τρόπο η ενιαιομετωπική τακτική και το επαναστατικό μεταβατικό πρόγραμμα ακυρώνεται και η αναφορά σ' αυτά γίνεται το φύλλο συκής για την υποταγή σε ένα ρεφορμιστικό πρόγραμμα λαϊκομετωπικής κατεύθυνσης.

Η “συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών...”αποτελεί μια άτσαλη προσπάθεια να χωρέσουν τρία προγράμματα σε ένα: το ρεφορμιστικό “Σχέδιο Β” του ΜΑΑ, το ταλαντευόμενο πρόγραμμα και η αντίληψη συμμαχιών της ΑΡΑΣ και της ΑΡΑΝ και το μεταβατικό πρόγραμμα. Η προγραμματική και πολιτική κατεύθυνση της “συμπόρευσης”στην πράξη μπορεί να λειτουργήσει μόνο ως μια από τις πιθανές εναλλακτικές καταστάσεις αριστερής ρεφορμιστικής διαχείρισης μιας πιθανής εξόδου απ το ευρώ, στην περίπτωση που η αστική τάξη αποτύχει στην προσπάθεια που καταβάλλει να διασώσει τη θέση της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αν δηλαδή η άτακτη χρεοκοπία και η έξοδος από το ευρώ δεν αποφευχθεί.

Το πραγματικό πολιτικό αποτέλεσμα της συμμετοχής στη “συμπόρευση” είναι η προσχώρηση μας σε ένα ρεφορμιστικό προγραμματικό και πολιτικό σχέδιο. Η προσχώρηση αυτή σηματοδοτεί ιδεολογική και πολιτική υποταγή στο δεξιό οπορτουνισμό και τον λαϊκομετωπικό ρεφορμισμό.

Η πολιτική αυτή επιχειρείται να δικαιολογηθεί με ιδεολογικές και ιστορικές αναφορές στον Τέλμαν, το ΕΑΜ, το ΚΚ Ν. Αφρικής, το ΚΚ Χιλής και την κυβέρνηση Αλιέντε. Η διατυπωμένη επιχειρηματολογία για το ΚΚ Χιλής και την κυβέρνηση Αλιέντε αρκεί προκειμένου να καταδείξουμε ότι σηματοδοτεί ιδεολογική προσχώρηση σε αντιλήψεις ξένες προς τις θεμελιακές – ιδρυτικές θέσεις της κ.ο. Ανασύνταξη.

Η πολιτική συμμετοχής του ΚΚ Χιλής στη “Λαϊκή Ενότητα” και η κυβέρνηση Αλιέντε παρουσιάζεται ως εργατοαγροτική κυβέρνηση....πραγματική απόρροια της τακτικής ενιαίου μετώπου την οποία ακολούθησε το ΚΚ Χιλής”. Ωστόσο η “Λαϊκή Ενότητα” και η κυβέρνηση Αλιέντε ήταν πραγματική απόρροια της ρεφορμιστικής στρατηγικής του ΚΚ Χιλής που στηριζόταν στη βαθμιαία κατάκτηση του κρατικού μηχανισμού και τη σταδιακή μεταμόρφωση του προς το συμφέρον της παραπέρα εξέλιξης της επανάστασης” και μιας αντίστοιχης λαϊκομετωπικής τακτικής που βρίσκεται στον αντίποδα της επαναστατικής τακτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου.

Το πρόγραμμα της “Λαϊκής Ενότητας” ήταν ένα ριζοσπαστικό ρεφορμιστικό πρόγραμμα λαϊκομετωπικής διαταξικής συνεργασίας και όχι ένα επαναστατικό μεταβατικό πρόγραμμα ενιαίου εργατικού μετώπου.

Η ίδια η συγκρότηση της κυβέρνησης Αλιέντε έγινε δυνατή στη βάση της δέσμευσης της για διατήρηση του υπάρχοντος πολιτικού και νομικού συστήματος με την εγγύηση των ένοπλων δυνάμεων και της αστυνομίας”.Η κυβέρνηση Αλιέντε και το ίδιο το ΚΚ Χιλής, όχι μόνο δεν στηρίχτηκε αλλά εν πολλοίς αντιστρατεύτηκε τα εργοστασιακά συμβούλια και άλλα όργανα αυτοοργάνωσης των μαζών που ξεπήδησαν κατά τη θητεία της. Η κυβέρνηση Αλιέντε δεν ήταν μια εργατοαγροτική κυβέρνηση, απόρροια μιας επαναστατικής ενιαιομετωπικής τακτικής. Ήταν μια αριστερή σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση, που ενδεχομένως θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια “φαινομενικά” εργατική κυβέρνηση, απόρροια μιας ρεφορμιστικής λαϊκομετωπικής τακτικής.

Η επιλογή της περίπτωσης της Χιλής ως ιστορικής αναφοράς για την τακτική του ενιαίου μετώπου σηματοδοτεί την ιδεολογική προσχώρηση στις θέσεις του 7ου συνεδρίου της ΚΔγια τα Λαϊκά Μέτωπα, η οποία με τη σειρά της σηματοδοτούσε την οριστική ρήξη της ΚΔ με τις επαναστατικές θέσεις των τεσσάρων πρώτων συνεδρίων της. Η ρήξη εκείνη βέβαια δεν έγινε παρά στο όνομα των αποφάσεων του 3ου και 4ου συνεδρίου της ΚΔ και ως “δημιουργική” ανάπτυξη τους, στο όνομα της τακτικής του ενιαίου μετώπου.

Οι επιδοκιμαστικές αναφορές στην “αυτοκριτική” του ΚΚ Χιλής ως πηγή διδαγμάτων “για τη μη έγκαιρη και σωστή κατανόηση” εκ μέρους του ΚΚ Χιλής της μαρξιστικής στρατηγικής της διαρκούς επανάστασης, αποτελεί στην πραγματικότητα μια παραχάραξη της ουσίας της διαρκούς επανάστασης, τη μετατροπή της σε μια καρικατούρα της θεωρίας των σταδίων στο όνομα της “ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας”.

Το ΚΚ Χιλής δεν είχε δίκιο όταν υποστήριζε ότι με την ανάδειξη της κυβέρνησης Αλιέντεείχε ξεκινήσει η επαναστατική διαδικασία της οποίας πρώτο στάδιο ήταν η αντιιμπεριαλιστική, αντιολιγαρχική, δημοκρατική επανάσταση και το δεύτερο θα ήταν η καθαυτό σοσιαλιστική επανάσταση”.Η “αυτοκριτική” του ΚΚ Χιλής δεν είναι παράεπιβεβαίωση της απόρριψης της διαρκούς επανάστασης. Δεν είναι παρά η επιβεβαίωση της “κατασκευής”, της “εφεύρεσης” ενός αντιμονοπωλιακού σταδίου πριν την προλεταριακή επανάσταση.

Η “κριτική” ότι το ΚΚ Χιλής “στην πράξη χώρισε με τείχη τα στάδια αυτά μην έχοντας κατανοήσει τη διαρκή επανάσταση, την ενιαία επαναστατική διαδικασία” δεν είναι παρά διαστρέβλωση της ουσίας της διαρκούς επανάστασης. Η διαρκής επανάσταση, ιδιαίτερα για την περίπτωση της Χιλής, δεν συνίστατο στο να “αλλάξουμε γρήγορα στάδιο, χωρίς σινικά τείχη”. Συνίστατο στο ότι μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορούσε στο διάβα της να λύσει τα όποια άλυτα “δημοκρατικά” ζητήματα. Θεωρητικά, η ανάδειξη μιας πραγματικά -κι όχι φαινομενικά- εργατικής κυβέρνησης, στη βάση ενός επαναστατικού μεταβατικού -κι όχι ριζοσπαστικού ρεφορμιστικού- προγράμματος, εφόσον προέκυπτε, θα μπορούσε να οδηγήσει σε παροξυσμό την ταξική πάλη και σύγκρουση και να πυροδοτήσει την προλεταριακή επανάσταση, στηριγμένη στα εργοστασιακά συμβούλια που ξεπήδησαν αυθόρμητα.

Στην πράξη η κυβέρνηση Αλιέντε, προσπάθησε να μετριάσει την ταξική σύγκρουση και έπαιξε πυροσβεστικό ρόλο για την προλεταριακή επανάσταση. Κι αυτό δεν οφειλόταν σε κάποια “ολιγωρία” του ΚΚ Χιλής. Αντιθέτως, το ΚΚ Χιλής πρωταγωνιστούσε σ' αυτήν την πολιτική. Οφειλόταν ακριβώς στη ρεφορμιστική στρατηγική του “ειρηνικού δρόμου για το σοσιαλισμό” και τη λαϊκομετωπική τακτική συνεργασίας των τάξεων.

Η συγκεκριμένη επιχειρηματολογία για την περίπτωση της Χιλής ως “υπερασπιστική γραμμή” για τη συμμετοχή στη “συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών” καταμαρτυρεί ότι η πολιτική αυτή επιλογή και ο γενικότερος προσανατολισμός της οργάνωσης με βάση τις τελευταίες αποφάσεις και τη σχετική αρθρογραφία, βρίσκεται σε κατάφωρη αντίφαση με θεμελιακές – ιδρυτικές θέσεις της κ.ο. Ανασύνταξη.

Η κ.ο Ανασύνταξη στηρίζεται θεμελιακά στην επαναστατική ενιαιομετωπική τακτική, κόντρα και σε αντιπαράθεση με τη λαϊκομετωπική τακτική του γραφειοκρατικοποιημένου και σοσιαλδημοκρατικά εκφυλισμένου μεταλενινιστικού τριτοδιεθνιστικού κομμουνιστικού κινήματος. Η ιδεολογική αναδίπλωση -δια μέσου...Χιλής- στα Λαϊκά Μέτωπα παραβιάζει κατάφωρα ιδρυτικούς θεμέλιους λίθους της οργάνωσης.

Η κ.ο. Ανασύνταξη στηρίζεται θεμελιακά στη μαρξιστική στρατηγική της διαρκούςπαγκόσμιας επανάστασης, κόντρα στη θεωρία και πρακτική των σταδίων και του σοσιαλισμού “σε μια χώρα” του γραφειοκρατικοποιημένου και σοσιαλδημοκρατικά εκφυλισμένου μεταλενινιστικού τριτοδιεθνιστικού κομμουνιστικού κινήματος. Η ιδεολογική αναδίπλωση -δια μέσου...Χιλής και μετωπικής συμμαχίας με το ρεφορμιστικό “Σχέδιο Β”- σε παραλλαγές της θεωρίας των σταδίων με καμουφλάζ “ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας” και σε εθνικορεφορμιστικά προγράμματα και πολιτικά σχέδια στο όνομα του “ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου”, παραβιάζει επίσης κατάφωρα ιδρυτικούς θεμέλιους λίθους της οργάνωσης.

Η ενότητα δράσης μιας κομμουνιστικής οργάνωσης μπορεί να στοιχειοθετηθεί μόνο στη βάση μιας επαναστατικής στρατηγικής. Η επαναστατική στρατηγική της κ.ο Ανασύνταξη, μεταξύ άλλων, βασίζεται θεμελιακά στη στρατηγική της διαρκούς παγκόσμιας επανάστασης και της ενιαιομετωπικής τακτικής. Η ιδεολογική και πολιτική προσχώρηση της οργάνωσης στα Λαϊκά Μέτωπα ναρκοθετεί τον ίδιο το χαρακτήρα της οργάνωσης.

Η επόμενη τακτική συνδιάσκεψη της οργάνωσης, συζητώντας δημοκρατικά, αναλυτικά και επί της ουσίας τα κρίσιμα ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα, είναι αρμόδια να λάβει όλες τις σχετικές αποφάσεις.

 

 

Κοκκινόπουλος Στέλιος

Νασόπουλος Θοδωρής

Τσάκαλος Παναγιώτης