[2024-07-21] Οι ευρωεκλογές, τα αποτελέσματα και οι συνέπειές τους
Οι ευρωεκλογές, τα αποτελέσματα και οι συνέπειές τους
Είναι αξιοπερίεργο ότι οι εκλογές που συγκινούν λιγότερο από οποιεσδήποτε άλλες την εργατική τάξη μπορούν να προκαλέσουν τόση αναταραχή. Οι ευρωεκλογές του 2024, ενώ συνοδεύτηκαν από μεγάλη αποχή, πυροδοτούν εξελίξεις στην ΕΕ αλλά και στην Ελλάδα.
Στην ΕΕ η άνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία (το κόμμα της Λε Πεν: 31,37% από 23,34% στις ευρωεκλογές του 2019), στη Γερμανία (το κατά βάση ναζιστικής ιδεολογίας AfD: 15,20% από 10,98) και στην Αυστρία (το FPO: 25,40 από 19,7%) έκανε μεγάλη αίσθηση. Στη Γαλλία, ο Μακρόν αναγκάστηκε να προκηρύξει εκλογές, ενώ στη Γερμανία, η δημοτικότητα του καγκελάριου Σολτς βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Ωστόσο, άλλα στοιχεία δείχνουν ότι αυτή η άνοδος δεν είναι ομοιόμορφη σε όλη την ΕΕ. Στη Φιλανδία, το εθνικιστικό κόμμα (The Finns Party) το οποίο είχε έρθει δεύτερο στις βουλευτικές εκλογές ένα χρόνο πριν με ποσοστό 20,06% και συμμετείχε στην κυβέρνηση, έπεσε στο 7,60%, ενώ ανέβηκε η Αριστερή Συμμαχία (κόμμα κατά τα πρότυπα του ΣΥΡΙΖΑ), η οποία βγήκε δεύτερη δύναμη με 17,32%. Στη Δανία, επίσης, το ακροδεξιό Λαϊκό κόμμα που είχε φτάσει το 2015 να καταγράφει 21,1% βρίσκεται σε κάθετη πτώση και στις 9 Ιούνη πήρε 6,4%. Την πρώτη θέση κατέκτησε το κόμμα της Πράσινης Αριστεράς με 17,4%.
Το γενικότερο συμπέρασμα είναι ότι στις ευρωεκλογές ευνοήθηκαν οι αντιπολιτεύσεις, δεξιές-ακροδεξιές ή (light) αριστερές, σε βάρος κυβερνώντων κομμάτων που σήκωσαν το βάρος αντιλαϊκών πολιτικών.
Αυτό δείχνουν και τα αποτελέσματα στη Μ. Βρετανία, όπου το Συντηρητικό κόμμα έχασε 20 ποσοστιαίες μονάδες και 6,5 εκατομμύρια ψήφους, προς όφελος κυρίως του ακροδεξιού Φάρατζ, ενώ το Εργατικό κόμμα έχασε μισό εκατομμύριο ψήφους και ανέβηκε μόλις 2%, απέχοντας πολύ από το 40% που είχε κερδίσει το 2017 υπό την ηγεσία του Κόρμπιν. Η νίκη των εργατικών ήταν σαρωτική μόνο στις έδρες που κατέκτησαν λόγω του πλειοψηφικού εκλογικού συστήματος. Στη λαϊκή ψήφο, ο πολυδιαφημισμένος μετριοπαθής Στάρμερ απέτυχε παταγωδώς.
Κύρια εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα είναι η Ιταλία. Τα κόμμα της Μελόνι αύξησε το ποσοστό του από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές (του 2022) και το ίδιο έγινε με τους ακροδεξιούς συμμάχους της.
Μια προσεκτικότερη ματιά, δείχνει ότι το κόμμα της Μελόνι, όπως και αυτό της Λε Πεν, αναπληρώνουν ένα κενό δεξιών κομμάτων (Χριστιανοδημοκρατικών, Ρεπουμπλικανικών, κ.τ.λ.), τα οποία οδηγήθηκαν σε σοβαρή μείωση, μέχρι εξαφάνισης, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ωστόσο, τα κόμματα αυτά μόλις έρχονται στην εξουσία, οι αντι-ΕΕ κορόνες τους πάνε περίπατο και γίνονται βασικοί υποστηρικτές μιας ΕΕ πιο επιθετικής απέναντι στους μετανάστες και στην εργατική τάξη, ενώ βαθαίνουν τις σχέσεις των χωρών τους με τις ΗΠΑ.
Η βάση αυτών των πολιτικών τάσεων, είναι ότι η ΕΕ συνολικά έχει αποδυναμωθεί, ιδιαίτερα μετά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση του 2008-9. Ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ της Ευρωζώνης τα τελευταία δύο έτη κινείται λίγο πάνω ή λίγο κάτω από το μηδέν, δηλαδή, είναι στάσιμος. Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη παραμένει 15% κάτω από αυτόν που είχε πριν από την κρίση του 2008-9. Ειδικότερα, η λεγόμενη ατμομηχανή της ΕΕ, η γερμανική οικονομία, φαίνεται να έχει τα σοβαρότερα προβλήματα παρουσιάζοντας πολύ συχνά τα τελευταία τρία χρόνια μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ αντί για αύξηση. Αυτό εκφράζεται κυρίως στον τομέα της μεταποίησης, που έχει υποχωρήσει σχεδόν στο ίδιο επίπεδο μ’ αυτό της πανδημίας, παρόλο που δεν υπάρχει πλέον πανδημία. Οι πραγματικοί μισθοί στη Γερμανία εμφανίζονται μειωμένοι κατά 6% σε σχέση με το 2019. Η συμμετοχή του γερμανικού ΑΕΠ στο παγκόσμιο βρίσκεται σε υποχώρηση (3,45% το 2019, 3,15% το 2023). Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και για τη Γαλλία και για την Ιταλία. Επιπλέον: η Γαλλία έχει ένα δημόσιο χρέος 2,3 τρισ. ευρώ, περίπου 110% του ΑΕΠ, ενώ το χρέος των επιχειρήσεων της είναι κοντά στο 160% του ΑΕΠ, ο χειρότερος δείκτης από οποιαδήποτε άλλη αναπτυγμένη χώρα. Η Ιταλία έχει δημόσιο χρέος στο 139% του ΑΕΠ. Η υποβάθμιση αυτών των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων οδηγεί σε μια έξαρση του εθνικισμού, το όπλο που χρησιμοποιούν οι αστικές τάξεις για να πετύχουν τη στοίχιση των εργαζόμενων μαζών πίσω από τα μεγαλεπήβολά σχέδια τους. Η έξαρση του εθνικισμού βέβαια στρέφεται τελικά ενάντια στην ίδια την εργατική τάξη που θα πρέπει να κάνει «θυσίες» για να στηρίξει τη μεγαλοσύνη του γαλλικού, του γερμανικού, του ιταλικού, κ.ο.κ., έθνους.
Πρόσφατες εξελίξεις επιδεινώνουν περαιτέρω τη θέση των ευρωπαίων καπιταλιστών. Ο πόλεμος στην Ουκρανία τους υποχρεώνει να σταματήσουν τις επενδύσεις τους στη Ρωσία και να αγοράζουν ακριβότερο φυσικό αέριο από τις ΗΠΑ. Οι κυρώσεις και οι δασμοί των ΗΠΑ σε βάρος της Κίνας επίσης επηρεάζει αρνητικά την καπιταλιστική Ευρώπη που πρέπει να αποσύρει επενδύσεις από τη μεγάλη αγορά της Κίνας. Γενικά, ο ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας συνθλίβει τους Ευρωπαίους καπιταλιστές.
Ένας γενικός δείκτης της αποδυνάμωσης της ΕΕ είναι ότι το κοινό νόμισμα της Ευρωζώνης, το ευρώ, αποτελούσε το 27,6% των παγκόσμιων αποθεματικών σε συνάλλαγμα το 2009, αλλά έχει μειωθεί λίγο κάτω από το 20% το 2023.
Επιπλέον, όλη η ΕΕ, και η αναπτυγμένη, αλλά ακόμα περισσότερο, οι χώρες της ανατολικής Ευρώπης που είναι μέλη της ΕΕ, αντιμετωπίζουν μεγάλη δημογραφική πίεση. Η μείωση του πληθυσμού και ο γηρασμός της Γηραιάς Ηπείρου είναι γεγονός. Η απάντηση σε αυτό θα ήταν μόνο μια σοβαρή άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας ή η είσοδος ξένου εργατικού δυναμικού στην ΕΕ. Το πρώτο δεν φαίνεται να γίνεται, καθώς οι επενδύσεις εμφανίζουν κάμψη σε όλη την ΕΕ, ενώ το δεύτερο είναι το βασικό προπαγανδιστικό εργαλείο που χρησιμοποιεί η ακροδεξιά και ο εθνικισμός για την άνοδό του.
Όλα τα παραπάνω είναι ενδείξεις ότι ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός βρίσκεται σε παρακμή και σήψη. Αδυνατεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες της εργατικής τάξης. Ως αποτέλεσμα, γίνεται πιο επιθετικός σε βάρος της και τον τελευταίο καιρό καταφεύγει στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών για να αντιμετωπίσει την κρίση του. Η αδυναμία της εργατικής τάξης σε ευρωπαϊκή κλίμακα να αναλάβει την πρωτοβουλία για την ανατροπή του καπιταλισμού δίνει την ευκαιρία σε ακροδεξιές και φασιστικές δυνάμεις να ενισχυθούν.
Η συμμετοχή στις ευρωεκλογές στην Ελλάδα, καταγράφηκε στο 41,39% που είναι ιστορικό χαμηλό για συμμετοχή σε οποιαδήποτε εκλογική αναμέτρηση. Είναι η πρώτη φορά που όσοι πήγαν να ψηφίσουν είναι λιγότεροι από όσους δεν πήγαν. Στην κάλπη πήγαν 4.062.092 ψηφοφόροι και τα έγκυρα ήταν 3.976.085. Για να έχουμε μέτρο σύγκρισης, στο δημοψήφισμα του 2015, μόνο οι ψηφοφόροι του ΟΧΙ ήταν 3.558.864, δηλαδή μόλις 400 χιλιάδες λιγότεροι από όσους επέλεξαν κάποιο ψηφοδέλτιο την 9η Ιούνη. Το 2015 πήγαν στην κάλπη 6.161.338, περίπου ίσοι με όσους ψήφισαν το Μάη του 2023 (6.061.040). Η συμμετοχή μειώθηκε μεταξύ Μάη και Ιούνη 2023 κατά περίπου 800 χιλιάδες ψήφους, γεγονός που ερμηνεύεται από: α. Το σοκ που προκάλεσε η θριαμβευτική νίκη της ΝΔ και η επακόλουθη αποσυσπείρωση της αντιπολίτευσης, β. Την βεβαιότητα για τον τελικό νικητή και γ. Από την απουσία από τη μάχη των βουλευτικών μηχανισμών, οι οποίοι έδωσαν τη μάχη το Μάη, αλλά όχι τον Ιούνη, καθώς οι εκλογές έγιναν με λίστα.
Η τεράστια αποχή είναι το κλειδί για να εξηγηθεί το εκλογικό αποτέλεσμα.
Η μεταβολή στη συμμετοχή σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του 2019 είναι 17,3% και σε σύγκριση με τον Μάη του 2023 είναι 12,35%. Η μείωση στη συμμετοχή φαίνεται να είναι ομοιόμορφη με μικρές διακυμάνσεις. Μικρότερη πτώση της συμμετοχής έχουμε μόνο στην Α’ Αθήνας με -8,33%, όπου όμως η συμμετοχή πέφτει κάτω από το πανελλαδικό ποσοστό στο 39,7%, κάτι που δείχνει ότι ήταν ήδη πολύ χαμηλά. Στο υπόλοιπο Λεκανοπέδιο, τόσο στις εργατικές περιοχές, όπου η συμμετοχή είναι στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις σημαντικά χαμηλότερη από τον πανελλαδικό μέσο όρο, όσο και στις ενδιάμεσες, αλλά και τις καθαρά αστικές–μικροαστικές περιοχές, η πτώση είναι ομοιόμορφη. Στα αστικά κέντρα που βρίσκεται συγκεντρωμένη η εργατική τάξη είναι μεγαλύτερη η αποχή και καταγράφουν μεγαλύτερα ποσοστά ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ, ενώ στις αγροτικές περιοχές παρατηρείται ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ και της άκρας δεξιάς.
Από τα στοιχεία δεν φαίνεται κάποιο ιδιαίτερο ταξικό χαρακτηριστικό της αύξησης της αποχής. Ωστόσο, η αποχή γενικά φαίνεται να έχει ταξικό πρόσημο και να είναι ενισχυμένη στις εργατικές περιοχές.
Πέρα από τους γενικούς λόγους που κρατάνε ψηλά την αποχή σε πολλές χώρες της ΕΕ, υπάρχουν ιδιαίτεροι «εθνικοί» λόγοι που εξηγούν το ιστορικό χαμηλό της 9ης Ιούνη. Αυτοί είναι: α. Η μικρή χρονική απόσταση από την προηγούμενη εθνική κάλπη. Ευρωεκλογές που είχαν μεγάλο «εθνικό ενδιαφέρον» ήταν αυτές που γίνονταν λίγο πριν από προγραμματισμένες εκλογές και η αντιπολίτευση προσδοκούσε ανατροπή. Τέτοιες ήταν το 1984 (που η ΝΔ υπό τον Αβέρωφ ήλπιζε σε νίκη ώστε ο ΠτΔ Καραμανλής να ανατρέψει άμεσα την κυβέρνηση), το 1999 (νίκη ΝΔ που όμως ανατράπηκε από το ΠΑΣΟΚ την επόμενη χρονιά), το 2009 (βαριά ήττα ΝΔ που ανάγκασε τον Καραμανλή να προσφύγει τον Οκτώβρη σε κάλπες), το 2014 (πρώτη φορά Αριστερά 1η δύναμη σε εθνικές κάλπες –πρόκριμα για το 2015) και το 2019 (ευρεία νίκη ΝΔ που οδήγησε την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ σε παραίτηση). Αντίθετα, ευρωεκλογές που γίνονταν μετά από βουλευτικές εκλογές είχαν περιορισμένο ενδιαφέρον και συμμετοχή. Τέτοιες ήταν το 2004 (συμμετοχή 63% από 76% στις βουλευτικές μόλις 3 μήνες πριν) και το 1994 (συμμετοχή 71% από 79% στις βουλευτικές 8 μήνες πριν, ενώ ήταν επίσης οι πρώτες εκλογές που υπήρξε τόσο μεγάλη διασπορά ψήφου σε μικρά κόμματα –τα κόμματα κάτω από 3% άθροισαν 8,38%, ποσοστό πρωτοφανές για τα τότε δεδομένα των μαζικών πολιτικών ρευμάτων και των ισχυρών κομματικών μηχανισμών).
β. Η απουσία πολιτικού διακυβεύματος. Το δίλημμα Μητσοτάκη «ΝΔ ή αστάθεια» δεν έπεισε κανέναν. Δεν έπεισε ούτε τους «φίλους» που δεν αισθάνθηκαν ότι η σταθερότητα της κυβέρνησης απειλείται, αλλά ούτε τους «εχθρούς» που επίσης δεν πίστευαν ότι μπορούν να απειλήσουν τη σταθερότητα της κυβέρνησης. Η μεγάλη πτώση της ΝΔ σε ψήφους και ποσοστά με την ταυτόχρονη πτώση σε ψήφους και των άλλων κομμάτων δείχνει ότι δεν πήγαν στην κάλπη μαζικά ούτε οι «φίλοι», ούτε οι «εχθροί». Η εργατική τάξη δεν είχε καμία ελπίδα και οι μικροαστοί και οι αστοί δεν ένιωθαν απειλή. Από μια άποψη, η ΝΔ έπεσε θύμα της ίδιας της της επιτυχίας. Η πολιτική κυριαρχία της καθησύχασε τους «φίλους» και αποθάρρυνε τους «εχθρούς».
Η μεγάλη πτώση της Νέας Δημοκρατίας
Η πολιτική φθορά δεν υπάρχει γενικώς και αορίστως, αλλά χρειάζεται κάποιον να την υποδεχτεί. Η δυσαρέσκεια από την κυβέρνηση δεν συνεπάγεται απαραίτητα πολιτική φθορά για το κυβερνών κόμμα. Όσο δεν υπάρχει πολιτικός φορέας να υποδεχτεί τη δυσαρέσκεια, αυτή δεν θα μετατρέπεται σε πολιτική φθορά. Αυτό που είδαμε την 9η Ιουνίου δεν είναι δείγμα πολιτικής φθοράς της ΝΔ, αλλά εκδήλωση της δυσαρέσκειας, προερχόμενη σε μεγάλο βαθμό από τα μεσαία στρώματα που στήριξαν τη ΝΔ, αλλά πλήττονται από τα φορολογικά μέτρα. Από αυτή την εκδήλωση δυσαρέσκειας δεν αναδείχτηκε κάποιος διεκδικητής της κυβέρνησης. Η ΝΔ παραμένει κυρίαρχο κόμμα και το αστικό κομματικό σύστημα παραμένει στον αστερισμό του κυρίαρχου κόμματος.
Ωστόσο, το αποτέλεσμα της 9ης Ιούνη τελειώνει το επιχείρημα του 41% και δημιουργεί πίεση στην κυβέρνηση, ενώ διευκολύνει την εκδήλωση διαφωνιών και τη συγκρότηση εσωκομματικής αντιπολίτευσης.
Σε κάθε περίπτωση, παρά την μεγάλη πτώση σε ψήφους και ποσοστά, είναι η 5η συνεχόμενη νίκη της ΝΔ σε εθνικές κάλπες από το 2019 (Ευρωεκλογές 2019, βουλευτικές 2019, βουλευτικές Μάη και Ιούνη 2023 και ευρωεκλογές 2023) και παρά την πίεση που ασκεί το εκλογικό αποτέλεσμα στη ΝΔ, είναι πιθανό να κλείσει μια γεμάτη οκταετία στην κυβέρνηση το 2027, και μάλιστα με καλές πιθανότητες να την επεκτείνει περαιτέρω.
Αναδεικνύονται ωστόσο και τα αδύναμα σημεία αυτής της κυριαρχίας. Η ΝΔ δεν έχει καταφέρει να συγκροτήσει ένα ισχυρό πολιτικο-ιδεολογικό ρεύμα που θα στήριζε την εκλογική της παρουσία. Στηρίζεται σε έναν συνασπισμό συμφερόντων, σε μια ισχυρή ταξική συμμαχία που ενεργοποιείται όταν κρίνεται πραγματικά η κυβερνητική εξουσία. Αυτή η ταξική συμμαχία έμεινε αδρανής στις 9 Ιούνη, αλλά η ΝΔ μπορεί να ελπίζει στην ενεργοποίησή της το 2027 ή όποτε ξαναγίνουν εκλογές.
Η συνολική εικόνα των αποτελεσμάτων
Το βράδυ των ευρωεκλογών στην Ελλάδα, θα νόμιζε κανείς ότι (σχεδόν) όλοι κέρδισαν. Παρόλο που καμιά από τις υποτίθεται κυβερνητικές δυνάμεις δεν έπιασε τους στόχους της, όλοι βρήκαν κάποιο θετικό στοιχείο να προβάλουν. Η ΝΔ πανηγύρισε την πρωτιά, ο ΣΥΡΙΖΑ τη διατήρηση της 2ης θέσης και το ΠΑΣΟΚ την αύξηση των ποσοστών του.
Παρά την συνολική υποχώρηση σε ψήφους που παρουσίασαν τα μνημονιακά κόμματα, είναι σαφές ότι το εκλογικό αποτέλεσμα αποτελεί νίκη για την αστική τάξη, καθώς εξακολουθεί να ελέγχει πλήρως το πολιτικό παιχνίδι.
Η ΝΔ συνεχίζει να μην αντιμετωπίζει πίεση από κάποιον διεκδικητή της εξουσίας αλλά φαίνεται να έχει διαρροές κυρίως προς τα δεξιά της. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, παρά τους πανηγυρισμούς των ηγετικών ομάδων τους, μπήκαν σε εσωκομματική κρίση. Ο Ανδρουλάκης αμφισβητήθηκε ευθέως και αναγκάστηκε να συναινέσει σε νέα εκλογή ηγεσίας, ενώ ανάλογη κρίση περνάει και ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που κανείς δεν τολμάει να αμφισβητήσει την ηγεσία Κασσελάκη.
Το κυρίαρχο θέμα στη λεγόμενη «κεντροαριστερά» είναι η συνεργασία για την οικοδόμηση ενός μεγαλύτερου φορέα ή ενός ισχυρότερου ψηφοδελτίου που να μπορεί να αμφισβητήσει την κυριαρχία της ΝΔ. Το πρόβλημα όμως, για αυτόν τον χώρο δεν είναι η πολυδιάσπαση, αλλά η αδυναμία του να πει κάτι διαφορετικό από τη ΝΔ. Η πολυδιάσπαση και η περιορισμένη εκλογική εμβέλεια, είναι συμπτώματα της προγραμματικής ένδειας.
Στασιμότητα σε ψήφους, αλλά αύξηση ποσοστών λόγω αποχής παρουσίασε η Αριστερά, η οποία σε όλες της τις εκδοχές παραμένει χωρίς πρόταση εξουσίας, καθιστώντας την όποια εκλογική της επίδοση αδιάφορη και ακίνδυνη για την αστική κυριαρχία.