[2023-06-11] Εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 21ης Μάη

Εκτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος της 21ης Μάη

 

Α.  Τα αποτελέσματα των εκλογών της 21ης Μάη

1.  Οι εκλογές της 21ης Μάη χαρακτηρίστηκαν από τον ανεπανάληπτο θρίαμβο της Νέας Δημοκρατίας.  Ανεπανάληπτος, καθώς, για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση, κόμμα που ήδη κυβερνάει καταφέρνει μεταξύ δύο εκλογικών αναμετρήσεων να αυξήσει τις ψήφους του (+150.000 ψήφοι) και τα ποσοστά του (+0,95%).  Επίσης, γιατί αυτό το –πρωτοφανές στα χρόνια της μεταπολίτευσης αποτέλεσμα– συμπίπτει με το σπάνιο γεγονός της εκλογικής καθίζησης του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και βασικού διεκδικητή της κυβέρνησης.

Με βάση τα στοιχεία, η νίκη της ΝΔ δεν οφείλεται –όπως το 2019– στην αποσυσπείρωση της βάσης του ΣΥΡΙΖΑ και την αυξημένη αποχή στις εργατικές περιοχές.  Στις 21 Μάη, η –παλιά πλέον– εκλογική «βάση» του ΣΥΡΙΖΑ πήγε στην κάλπη και ψήφισε άλλα κόμματα και κατά προτεραιότητα Νέα Δημοκρατία.  Η πρωτιά της ΝΔ στην Β’ Πειραιά, με πρωτιά σε όλους τους δήμους της περιοχής και διαφορά 16% από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι χαρακτηριστική.

 

2.  Στις κάλπες πήγαν 291.000 παραπάνω ψηφοφόροι σε σχέση με τον Ιούλιο του 2019, αν και οι εγγεγραμμένοι ήταν λιγότεροι κατά 39.432 στους απηρχαιωμένους εκλογικούς καταλόγους που περιλαμβάνουν εκατοντάδες χιλιάδες αποβιώσαντες.  Με βάση τα επίσημα στοιχεία, η αποχή κινήθηκε στο 39%.  Με βάση, όμως, τα πραγματικά δημογραφικά στοιχεία της απογραφής του 2021, η αποχή υπολογίζεται κοντά στο 31% και η συμμετοχή περίπου στο 69%.

Παρά την αύξηση των ψηφισάντων κατά 291.000, είχαμε μόνο 253.000 παραπάνω έγκυρα ψηφοδέλτια, καθώς τα άκυρα αυξήθηκαν κατά 46.000, φτάνοντας τα 123.484 (2,04% των ψηφισάντων).  Αντίθετα, είχαμε μείωση στα λευκά κατά περίπου 8.000.  Το ποσοστό των άκυρων ψηφοδελτίων είναι το μεγαλύτερο που έχει καταγραφεί από τότε που υπάρχουν στοιχεία που καταχωρούν χωριστά τα λευκά και τα άκυρα (από το 2004) και συνδέεται με την απαγόρευση ορισμένων κομμάτων της άκρας δεξιάς.

Η δεξιά μαζί με την άκρα δεξιά συγκεντρώνουν πάνω από 3 εκατομμύρια ψήφους και 51,29%, ποσοστό που είναι το μεγαλύτερο από το 1974.  Αν σε αυτό αθροίσουμε δεξιόστροφα ψηφοδέλτια με πατριωτικές ως εθνικιστικές θέσεις και εμπλοκή με το αντιεμβολιαστικό κίνημα, όπως η Συμμαχία Ανατροπής και η Πλεύση Ελευθερίας, το ποσοστό ξεπερνάει το 55%.  Το 2019, η δεξιά συνολικά (μαζί με την άκρα δεξιά) κατέγραφε σχεδόν 48% και το 2015 μόλις 34%.

Από τα αποτελέσματα προκύπτει ότι οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ πάνε κατά προτεραιότητα στη ΝΔ, η οποία έχει απώλειες προς τα δεξιότερα κόμματα.  Η ΝΔ πέφτει σχεδόν σε ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, όπου εμφανίζεται ενισχυμένη η Ελληνική Λύση και η ΝΙΚΗ.

Οι απώλειες του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να συγκεντρώνονται κάπου, δηλαδή να υπάρχει ένας κύριος υποδοχέας των απωλειών του.  Οι ψηφοφόροι του διασκορπίζονται από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ μέχρι την Αριστερά.

Η Αριστερά στο σύνολό της παίρνει 632.000 ψήφους, από 547.000 το 2015, και 10,71%, από 9,68%.  Στο συνολικό αποτέλεσμα αθροίζεται η σημαντική άνοδος του ΚΚΕ, με τη μικρή άνοδο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και την πτώση της συνεργασίας ΜΕΡΑ25-ΛΑΕ κατά 55.000 ψήφους (σε σύγκριση με τις ψήφους που είχαν χωριστά το 2019).

Τα κόμματα που διεκδικούν την πολιτική εκπροσώπηση του 61% του ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 μετά βίας ξεπερνάνε το 25% (αν θεωρήσουμε ότι το μονοπρόσωπο «κόμμα» της Κωσταντοπούλου διεκδικεί και αυτό την εκπροσώπηση του ΟΧΙ), από 37% το 2019 και 39% το 2015.

Από τα αριθμητικά δεδομένα, είναι σαφής η μετατόπιση του εκλογικού σώματος προς τα δεξιά κόμματα.

 

Β.  Αποτίμηση

3.  Από το αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαΐου, όπως και από το αποτέλεσμα των επόμενων εκλογών, της 25ης Ιουνίου, η εργατική τάξη, ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία, δεν είχαν και εξακολουθούν να μην έχουν, τίποτα το θετικό να περιμένουν σε σχέση με τη βελτίωση της ζωής τους και την ικανοποίηση των αιτημάτων και διεκδικήσεών τους.  Αντίθετα, το μόνο που μπορούν να περιμένουν είναι η επισφράγιση της ήττας των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που είπαν ΟΧΙ στα μνημόνια και αντιστάθηκαν στις μνημονιακές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, διεκδικώντας την ανατροπή τους.

Είχαμε από πολύ νωρίς επισημάνει ότι η υποχώρηση και ο συμβιβασμός με τις μνημονιακές δυνάμεις και η υιοθέτηση των επιχειρημάτων τους για το τέλος του κόσμου, αν δεν ψηφιζόταν νέα συμφωνία με την Τρόικα και νέο μνημόνιο, με την ταυτόχρονη απουσία της επαναστατικής πρότασης –της μόνης βιώσιμης εναλλακτικής πρότασης– από την πλευρά των δυνάμεων εργατικής αναφοράς, οδήγησε στην ιδεολογική και πολιτική κυριαρχία του βασικού κόμματος της αστικής τάξης, της Ν.Δ.  Αυτή η απλή αλήθεια επιβεβαιώθηκε στις εκλογές και θα επιβεβαιωθεί, όπως όλα δείχνουν, και στις επόμενες.

Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι μια ακόμα εκδήλωση της γενικότερης ήττας του εργατικού κινήματος από το μνημονιακό καθεστώς.  Εκδήλωση της ίδιας ήττας ήταν και η ανέφελη πρώτη τετραετία Μητσοτάκη, χωρίς σημαντικές αντιστάσεις και κινητοποιήσεις, με την εξαίρεση των δύο πανεργατικών απεργιών το Μάρτη του 2023, μετά το κρατικό έγκλημα στα Τέμπη.

Ο κύριος λόγος της νίκης της ΝΔ είναι η απουσία άλλης πολιτικής πρότασης.  Τα κόμματα που έχουν δεσμευτεί στο μνημονιακό πλαίσιο δεν μπορούν να έχουν άλλο πρόγραμμα πέρα από αυτό της ΝΔ, με κάποιες πινελιές κοινωνικής ευαισθησίας.  Αυτό έγινε φανερό μετά το γεγονός των Τεμπών, όταν ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσαν να ψελλίσουν τίποτε διαφορετικό από αυτό που έλεγε η κυβέρνηση (διερεύνηση από τη δικαιοσύνη, τιμωρία των ενόχων, ολοκλήρωση της τηλεδιοίκησης).

Ο δεύτερος λόγος είναι η διαχείριση από την κυβέρνηση της δημοσιονομικής χαλάρωσης και των έκτακτων ενισχύσεων της ΕΕ, που της έδωσε τη δυνατότητα να «μοιράσει χρήμα» και να δημιουργήσει μια ζωηρή αντίθεση με την περιοριστική πολιτική του 2015-2019.  Μπόρεσε, δηλαδή, να εφαρμόσει μια επιδοματική πολιτική, την οποία καταδίκαζε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ.  Τμήμα της εργατικής τάξης επέλεξε τη ΝΔ, επιβραβεύοντας αυτήν την «κεϋνσιανή» πλευρά της πολιτικής της και όχι το συνολικό φιλελεύθερο αφήγημά της.

Και ο τρίτος βασικός λόγος είναι ότι η αστική τάξη στην Ελλάδα δεν έχει πλέον άλλο κυβερνητικό κόμμα και στοιχίζεται κυρίως πίσω από τη ΝΔ.  Το ΠΑΣΟΚ, μετά την κατάρρευση του 2012, δεν αποτελεί κυβερνητική λύση, αν και προσπαθεί να ξανακερδίσει την παλιά θέση του στο αστικό κομματικό σύστημα και στο τραπέζι των ολιγαρχών, ποντάροντας στην εμπειρία του και στην άνευ όρων υποταγή του στους κεφαλαιοκράτες.  Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που έδωσε «γη και ύδωρ» στην αστική τάξη, φέρει πάντα το στίγμα του 2015, δηλαδή του κόμματος που απείλησε να τινάξει στον αέρα βασικές κατακτήσεις των ελλήνων κεφαλαιοκρατών και έφερε τη χώρα ένα βήμα πριν τον εμφύλιο, αναγκάζοντας την αστική τάξη και τους μηχανισμούς της να προετοιμάζουν πραξικόπημα.  Επίσης, είναι ένα κόμμα που δεν μπορεί να αντέξει τη διαχείριση μιας νέας κρίσης, καθώς δεν έχει το πολιτικό δυναμικό, δεν έχει οργανωτικό βάθος και δεν μπορεί να ελέγξει την εκλογική του βάση.  Η στήριξη της αστικής τάξης στη ΝΔ μεταφράζεται σε στήριξη χωρίς όρια των ΜΜΕ προς την κυβέρνηση και σε σημαντικό πολιτικό πλεονέκτημα στο κυβερνητικό κόμμα, καθώς η –μικρή και μεγάλη– αστική τάξη, παρόλο που είναι κοινωνική μειοψηφία, έχει δυσανάλογα μεγάλη ισχύ και πολιτική επιρροή που περιλαμβάνει και τμήματα της εργατικής τάξης.

Το πολιτικό πλεονέκτημα της ΝΔ προέκυψε μέσα από την πολιτική σύγκρουση της μνημονιακής περιόδου.  Στη σύγκρουση αυτή, η Δεξιά (με την ευρεία έννοια) υποστήριξε ότι δεν υπήρχε άλλη λύση πέρα από τη βάρβαρη ταξική πολιτική που συμπυκνώθηκε στον όρο «μνημόνιο».  Και η Αριστερά –στη συντριπτική της πλειοψηφία– υποστήριξε ότι υπήρχε δυνατότητα άλλης φιλολαϊκής πολιτικής παρά την κρίση και τη χρεοκοπία.  Η σύγκρουση αυτή έληξε με θρίαμβο της Δεξιάς και συντριπτική ήττα της Αριστεράς, τόσο στην «κυβερνητική» εκδοχή που εκπροσώπησε ο ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στις κινηματίστικες εκφράσεις της ίδιας αντίληψης, όπως ότι «το κίνημα μπορεί να ανατρέψει τα μνημόνια», που είναι στην ουσία άλλες εκδοχές της ίδιας θέσης, ότι δηλαδή είναι δυνατόν να υπάρξει φιλολαϊκή πολιτική εν μέσω κρίσης και κρατικής χρεοκοπίας.

Η Νέα Δημοκρατία πάτησε στο μεγάλο πολιτικό της πλεονέκτημα και εκπροσώπησε την κανονικότητα και τη σταθερότητα.  Στις 21 Μάη, ψηφίστηκε η σταθερότητα και τα κόμματα που την εκπροσωπούσαν και καταψηφίστηκαν τα κόμματα που ταυτίστηκαν με την αστάθεια και τις πολιτικές περιπέτειες.  Φυσικά, σταθερότητα και κανονικότητα στον καπιταλισμό σημαίνει υποταγή της εργατικής τάξης στις ανάγκες του κεφαλαίου.

Αυτό ακριβώς εκφράζεται και στα οικονομικά στοιχεία που ευνοούν τη Νέα Δημοκρατία και τη διακυβέρνηση της χώρας από αυτήν.  Πράγματι, η ελληνική οικονομία παρουσίασε μια σχετική (έμφαση στο σχετική) ανάκαμψη στα χρόνια διακυβέρνησης από τη ΝΔ.  Ο μέσος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ την περίοδο 2019-2023 (1,8%) ήταν τριπλάσιος από ό,τι την περίοδο 2014-2018 (0,5%), και είναι υψηλότερος και από τον μέσο όρο της ΕΕ (1,3%).  Οι επενδύσεις ανέκαμψαν επίσης: από ένα μέσο ετήσιο ρυθμό 0,7% την περίοδο 2014-2018 έφτασαν στο 7,7% την περίοδο 2019-2022, ενώ ο μέσος ετήσιος ρυθμός στην ΕΕ έπεσε στα αντίστοιχα διαστήματα από 3,6% στο 2,2%.  Ακόμα κι αν ένα μεγάλο μέρος των επενδύσεων είναι σε μη παραγωγικούς τομείς που δεν παράγουν άμεσα νέα υπεραξία (τουρισμό, ακίνητα)·  ακόμα κι αν οι επενδύσεις ξεκινάνε από ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη χώρα της ΕΕ·  ακόμα κι αν η ελληνική οικονομία παραμένει κατά 20% μικρότερη σε σχέση με τα προ της οικονομικής κρίσης του 2009-2010 επίπεδα·  ακόμα κι αν τα ποσοστά ανεργίας και χρέους είναι τα υψηλότερα στην ΕΕ· ακόμα κι αν ισχύουν όλα τα παραπάνω, η ΝΔ στηρίζεται σ’ αυτήν την σχετική βελτίωση της οικονομίας για να κτίσει τις πολιτικές και κοινωνικές της συμμαχίες με στρώματα της μεγάλης και μικρής αστικής τάξης αλλά ακόμα και με στρώματα της εργατικής τάξης.  Φυσικά, όπως είπαμε, καμιά τέτοια ανάκαμψη δεν θα ήταν δυνατή, αν δεν είχε πρώτα ηττηθεί η εργατική τάξη και το κίνημά της.  Δηλαδή, αν δεν είχαν επιβληθεί τα μέτρα ελαστικοποίησης της εργασίας, απελευθέρωσης των απολύσεων, ιδιωτικοποιήσεων, ελέγχου και καταστολής της συνδικαλιστικής δράσης της περιόδου ψήφισης και εφαρμογής των μνημονίων.  Αυτή είναι η ουσία του «Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά», του κεντρικού συνθήματος της ΝΔ.

 

4. Σημαντικός λόγος της συνολικής μετατόπισης προς τα δεξιά, είναι η ατζέντα της περασμένης τετραετίας και το πώς απαντήθηκαν τα ζητήματα που προέκυψαν από τις πολιτικές δυνάμεις και ιδιαίτερα της Αριστεράς.

Στον πόλεμο της Ουκρανίας, ελάχιστες ήταν οι δυνάμεις της Αριστεράς που δεν αισθάνθηκαν την ανάγκη να καταγγείλουν τη Ρωσία, ακόμα κι όταν απέδιδαν τη βασική ευθύνη στο ΝΑΤΟ.  Μια τέτοια στάση, όμως, οδηγεί σε εγκλωβισμό στον ευρύχωρο εθνικό φιλοΝΑΤΟικό μέτωπο.  Μια δύναμη της Αριστεράς σε ΝΑΤΟική χώρα πρέπει να στρέψει τα πυρά της στο δικό της στρατόπεδο.

Ανάλογη –και χειρότερη– ήταν η στάση μεγάλου μέρους της Αριστεράς και στην περίοδο της έντασης στο Αιγαίο.  Τα ψέματα της αστικής τάξης που βάφτιζε ελληνική ΑΟΖ μια τεράστια περιοχή για την οποία δεν υφίσταται καμία συμφωνία, δεν βρήκαν ισχυρή αντίσταση.  Ακόμα και δυνάμεις της υποτιθέμενης «ριζοσπαστικής» ή «αντισυστημικής» αριστεράς, στοιχήθηκαν πίσω από το εθνικό αφήγημα, μιλώντας για ελληνικά «κυριαρχικά δικαιώματα» σε περιοχές που τέτοια δικαιώματα δεν υφίστανται.

Ακόμα πιο άθλια ήταν η στάση του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς στο μακεδονικό ζήτημα, που και αυτό αποτέλεσε θέμα της περασμένης τετραετίας.  «Ανακαλύφθηκε» αλυτρωτισμός στο Σύνταγμα της γειτονικής χώρας και αμφισβητήθηκε ο εθνικός αυτοπροσδιορισμός «Μακεδόνες».  Το ΚΚΕ, μάλιστα, προσπάθησε να στηρίξει τη θέση για την ανυπαρξία «μακεδονικού έθνους» με μια κατάπτυστη σειρά άρθρων στο Ριζοσπάστη, φτύνοντας κατάμουτρα την ίδια την ιστορία του ΚΚΕ και ξερνώντας εθνικιστικό δηλητήριο στους τάφους των χιλιάδων αγωνιστών του ΔΣΕ που δήλωναν εθνικά Μακεδόνες.

Τέλος, την περίοδο της πανδημίας, κυριάρχησαν φιλελεύθερες και νεοσυντηρητικές αντιλήψεις και στους χώρους της Αριστεράς, δημιουργώντας χώρο για ανορθολογικές–ψευδοεπιστημονικές αντιλήψεις, που πλέον έχουν και εκλογική έκφραση, διεκδικώντας είσοδο στη Βουλή.

Με αυτήν τη στάση της Αριστεράς, δεν είναι περίεργο που βασικές θέσεις της άκρας δεξιάς συναντούν ευρύτερη αποδοχή, όπως φάνηκε και στο εκλογικό αποτέλεσμα.

 

Γ.  Το νέο πολιτικό σκηνικό

5. Το αποτέλεσμα της 21ης Μάη αποτυπώνει ένα νέο πολιτικό σκηνικό.  Από το σύστημα του δικομματισμού και τον ανταγωνισμό δύο κομμάτων για την κυβέρνηση, βρισκόμαστε πλέον στο μοντέλο του «κυρίαρχου κόμματος», με ένα βασικό κυβερνητικό κόμμα και πολλά μικρότερα αντιπολιτευόμενα που μπορεί και να συμμετέχουν στην κυβέρνηση κατά περίπτωση.

Κυρίαρχο κόμμα είναι φυσικά η Νέα Δημοκρατία, στην οποία είναι πλέον απόλυτα κυρίαρχη η φιλελεύθερη πτέρυγα, ενώ η πλευρά της «λαϊκής δεξιάς» και των λεγόμενων «καραμανλικών» έχει περιθωριοποιηθεί.  Η σημερινή κυρίαρχη πτέρυγα της ΝΔ έχει αποδειχθεί ικανότερη και διορατικότερη και γι’ αυτό είναι και πιο επικίνδυνη για την εργατική τάξη και το κίνημά της.  Στην προηγούμενη κρίση, πήρε θέση υπέρ της στήριξης του πρώτου μνημονίου από τη ΝΔ, θέση που η Ντόρα Μπακογιάννη έφτασε στα άκρα υπερψηφίζοντας το μνημόνιο και αποχωρώντας από τη ΝΔ.  Η θέση αυτή αποδείχθηκε πιο διορατική από αυτήν του Σαμαρά, που έχοντας θέση το «να μην αφήσουμε το πεζοδρόμιο στην Αριστερά», έριξε τελικά λάδι στη φωτιά του κινήματος.

Το αποτέλεσμα είναι καταδικαστικό για τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αντιμετωπίζει δομικό–στρατηγικό πρόβλημα, το οποίο δεν μπορεί να κατανοήσει, ούτε φυσικά να το λύσει.  Είναι πλέον δεδομένο ότι δεν πρόκειται να ξανακερδίσει εκλογές.  Η συζήτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, από μέλη και ψηφοφόρους κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, δείχνει αδυναμία κατανόησης του αποτελέσματος και χαρακτηρίζεται από οργή για τη λαϊκή ψήφο και από προσβλητικούς χαρακτηρισμούς για τους ψηφοφόρους (κυρ Παντελήδες, «κοιτάνε την πάρτη τους», κ.λπ.).

Θα βοήθαγε ίσως τα μέλη και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να θυμηθούν ότι το 2015 ήταν πολλά τα –σημερινά προβεβλημένα– στελέχη τους που «κοίταξαν την πάρτη τους» και δεν δίστασαν καθόλου να προδώσουν τους συντρόφους τους μαζί με αρχές και αξίες, εξασφαλίζοντας τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς και το επαγγελματικό τους μέλλον, αποκτώντας ένα «βαρύ» βιογραφικό με έναν βαρύγδουπο τίτλο, όπως «Υπουργός», «Γενικός Γραμματέας Υπουργείου» ή «Σύμβουλος».  Ειδικότερα, ας προσέξουν τα νεότερα –και προβεβλημένα από τα ΜΜΕ– στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς δεν θα είναι περίεργο να επιδιώξουν να συνεχίσουν την καριέρα τους σε άλλους πολιτικούς χώρους, τώρα που τα πράγματα δυσκολεύουν για τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΠΑΣΟΚ επιβίωσε χάρη σε έναν συνδυασμό παραγόντων.  Κυρίως λόγω της δικτύωσής του στο συνδικαλιστικό κίνημα και στους ΟΤΑ, αλλά και επειδή δεν χρειάστηκε να «βάλει πλάτη» στον σχηματισμό κυβέρνησης ούτε το 2015, ούτε το 2019, πράγμα που θα ήταν καταδικαστικό για το μέλλον του.  Δύσκολα θα μπορέσει να ανταγωνιστεί τη ΝΔ και δεν μπορεί να προσδοκά τίποτε άλλο από το ρόλο του ελάσσονος κυβερνητικού εταίρου σε κάποια δύσκολη φάση, καθώς έχει το ίδιο προγραμματικό πρόβλημα με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Το ΚΚΕ κατάφερε να ξεκολλήσει από τα όρια της εκλογικής πανωλεθρίας του 2012, ανακτώντας τμήμα των ψηφοφόρων του.  Η ικανοποίηση μελών και στελεχών του είναι κατανοητή, αλλά οι δημόσιοι πανηγυρισμοί τη νύχτα των εκλογών, την ώρα που η δεξιά κατέγραφε το καλύτερο αθροιστικά ποσοστό της μετά το 1974, είναι ακατανόητοι και δείχνουν απέραντη ανοησία.  Είναι αξιοπρόσεχτη η διακριτική του μεταχείριση από τα ΜΜΕ, καθώς φάνηκε να έχει ασυλία στα δύσκολα ερωτήματα (π.χ., απλή αναλογική που ήταν κάποτε πάγια θέση του, εθνικά θέματα, πόλεμος), ενώ ακόμα και το αντικομμουνιστικό μένος ορισμένων στελεχών της ΝΔ δεν εκδηλωνόταν ποτέ απέναντι σε στελέχη του ΚΚΕ, αλλά μόνο σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.  Στις εκλογές της 25ης Ιούνη έχει εξασφαλισμένη κοινοβουλευτική παρουσία και από αυτήν την άποψη είναι μια ασφαλής επιλογή ψήφου διαμαρτυρίας για όσους θέλουν να περιορίσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ, ψηφίζοντας Αριστερά.

Το ΜΕΡΑ25 παρόλο που ήταν το μοναδικό κόμμα που κατέθεσε πολιτική κυβερνητική πρόταση άμεσης εφαρμογής, κατέγραψε ένα πολύ κακό αποτέλεσμα.  Ο μηχανισμός των ΜΜΕ το ταύτισε με την πολιτική αστάθεια που σε αυτήν την εκλογική μάχη ήταν συνταγή αποτυχίας.  Δεν κατάφερε, επίσης, να πείσει τον κόσμο της Αριστεράς με αυτό που πρόβαλε σαν βασικό του όπλο, το πρόγραμμά του, που όμως δεν ήταν συνεκτικό, αλλά με αντιφάσεις και κενά.  Στις 25 Ιούνη δίνει μια πολύ δύσκολη μάχη επιβίωσης.  Η ενδεχόμενη είσοδός του στη Βουλή, θα στερήσει 4 με 5 έδρες από τη ΝΔ και πιθανώς και την αυτοδυναμία, στην περίπτωση που ταυτόχρονα με το ΜΕΡΑ25 μπουν στη Βουλή τόσο η Πλεύση Ελευθερίας, όσο και η θρησκόληπτη ΝΙΚΗ.  Πέρα από την πίεση των ΜΜΕ, σε αυτές τις εκλογές θα έχει να αντιμετωπίσει και την πίεση των δημοσκοπήσεων, που μπορεί να λειτουργήσουν σαν «αυτοεκπληρούμενη προφητεία», δημιουργώντας αμφιβολίες για την αξία μιας ψήφου που μπορεί να καταλήξει να αθροίζεται στις ψήφους εκτός Βουλής.

Η εντυπωσιακή επίδοση της Πλεύσης Ελευθερίας διαμόρφωσε δυναμική εισόδου στη Βουλή για αυτό το προσωποκεντρικό μόρφωμα, το οποίο δεν έχει ούτε όργανα, ούτε οργανώσεις, αλλά ούτε και διαδικασίες.  Το αβαντάρισμα από τα ΜΜΕ –που κατηγορούν το ΜΕΡΑ25 σαν προσωποκέντρικό κόμμα, αλλά δεν φαίνεται να έχουν τέτοιες ευαισθησίες για το κόμμα της Κωσταντοπούλου– δείχνει ότι δεν ενοχλεί το «σύστημα Μητσοτάκη» μια τέτοια παρουσία στα κοινοβουλευτικά έδρανα.  Με υποψήφιους χωρίς πολιτική εμπειρία και χωρίς σχέση με το κίνημα, αναμένουμε μια κοινοβουλευτική ομάδα του τύπου «Η Ζωή και οι 7 νάνοι», που θα προσφέρεται για λεηλασία βουλευτών, αν η ΝΔ χρειαστεί, π.χ., μερικές κρίσιμες ψήφους για την αναθεώρηση του Συντάγματος.

Ο χώρος της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κατέγραψε μια μικρή ενίσχυση σε εκλογές που προσφέρονταν για ψήφο διαμαρτυρίας.  Η κάθοδος τους στις επόμενες εκλογές μπορεί να έχει ένα νόημα για την πολιτική τους επιβίωση (στο περιθώριο όμως της ταξικής πάλης), αλλά δεν έχει να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό, στο βαθμό που δεν υπάρχει καμιά κριτική αποτίμηση της μέχρι τώρα δράσης τους, στην ανασυγκρότηση της προλεταριακής πολιτικής, και πολύ περισσότερο στην ανάσχεση της δυναμικής της ΝΔ και τον περιορισμό της κοινοβουλευτικής της αυτοδυναμίας, στο βαθμό που αυτό είναι ένα ζητούμενο για τις επόμενες εκλογές.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εξακολουθεί να προβάλει ένα ασαφές «αντικαπιταλιστικό» πρόγραμμα, το οποίο επιμένει ότι μπορεί να αρχίσει να κατακτιέται από σήμερα, καθώς «στο σύνολό [...] μπορεί να το υλοποιήσει η εξουσία και η κυβέρνηση των εργαζόμενων», χωρίς να διευκρινίζει τι μπορεί να κατακτηθεί σε περιβάλλον αστικής κυριαρχίας και τι από «την εξουσία και την κυβέρνηση των εργαζομένων» στο μέλλον.  Στην προσπάθεια να απαντηθεί η πίεση που της ασκείται για το γεγονός ότι δεν έχει πολιτική πρόταση, στην Εργατική Αλληλεγγύη της 2/6, δημοσιεύτηκε άρθρο του Α. Χάγιου με τίτλο «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πρόταση εξουσίας που δεν είναι κυβερνητική».  Στο άρθρο επαναλαμβάνεται ο τίτλος: «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει πρόταση εξουσίας που δεν είναι κυβερνητική γιατί γνωρίζει πως ό,τι κατέκτησε ο λαός μας δεν έγινε από κυβερνήσεις [...]», επιμένοντας σε μια γραμμή αριστερού κινηματισμού και αποχής από τη διεκδίκηση της εξουσίας.

Φυσικά, δεν υπάρχει πρόταση εξουσίας που δεν είναι και κυβερνητική πρόταση.  Η κατάκτηση της εξουσίας συνεπάγεται και την κατάκτηση της κυβέρνησης.  Και σε σχέση με αυτά που «κατέκτησε ο λαός μας», πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν. Π.χ., ο αρθρογράφος εντάσσει και το 8ωρο σε αυτά που «κατέκτησε ο λαός μας»;  Μήπως αυτή η κατάκτηση διευκολύνθηκε από το ότι μια επαναστατική κυβέρνηση στη Ρωσία το θεσμοθέτησε πρώτη;

Σε προγραμματική αφωνία και μάλιστα εκούσια κινείται και ο μαοϊκός χώρος, ο οποίος κατηγορεί όποια δύναμη καταθέτει πολιτικό πρόγραμμα ότι είναι ρεφορμιστική και δημιουργεί αυταπάτες, όμως σταθερά προβάλει (και καλά κάνει) τα συνθήματα «Έξω από την ΕΕ» και «Έξω από το ΝΑΤΟ», που είναι βασικά στοιχεία ενός πολιτικού προγράμματος.  Κατά τα άλλα, επιμένει σταθερά στην επίκληση της αντίστασης με κείμενα και αφίσες που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί 10, 20 ή και 40 χρόνια πριν, απλά αλλάζοντας τα ονόματα και τις χρονολογίες.

Το ενδιαφέρον σύνθημα για μια κυβέρνηση των εργαζομένων επιλέγει σταθερά η ΟΚΔΕ στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις και αποτελεί τη μόνη δύναμη της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς που συμμετείχε στις εκλογές και μπορεί να προσφέρει κάτι ουσιαστικό στο διάλογο της Αριστερας.  Το ερώτημα που προκύπτει είναι, αν αυτό το σύνθημα είναι αντίστοιχο με ένα εκλογικό κατέβασμα που δεν ξεπερνάει τις 2.000 ψήφους.  Ίσως, οι σύντροφοι της ΟΚΔΕ να θεωρούν ότι δεν υπάρχει κάποια άλλη τακτική να ακολουθήσουν, αν κρίνουμε από το ότι σε ένα πιο ευνοϊκό πεδίο, όπως αυτό των δημοτικών εκλογών, το σύνθημα που επιλέγουν τα ψηφοδέλτια της ΟΚΔΕ είναι απόλυτα σωστό («Να μετατρέψουμε τους Δήμους σε όργανα πάλης»), χωρίς όμως και πάλι να απευθύνονται στις δυνάμεις της Αριστεράς για ένα πλατύτερο ψηφοδέλτιο, που θα μπορούσε να κάνει το σύνθημα αυτό πράξη, καταλήγοντας και πάλι σε ένα πολύ μειοψηφικό αποτέλεσμα.

Η κατάσταση που επικρατεί στο στρατόπεδο των κομμουνιστικών δυνάμεων και των δυνάμεων εργατικής αναφοράς είναι ίσως το πιο κρίσιμο πολιτικό ζήτημα για το επόμενο διάστημα, από την σκοπιά της συγκρότησης μιας νικηφόρας αντεπίθεσης από την πλευρά της εργατικής τάξης.  Το βασικό δυναμικό των πολιτικών δυνάμεων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη, ακόμα και κομμουνιστικές δυνάμεις, έχουν «λησμονήσει» εντελώς την ουσία της προλεταριακής πολιτικής.  Η ταξική πάλη είναι συνειδητή πάλη για την εξουσία.  Χωρίς συνειδητοποίηση αυτού του στόχου, χωρίς καθημερινή προσπάθεια για την εξουσία, δεν έχουμε πάλη ταξική, έχουμε τα πρώτα αδύναμα έμβρυά της, δεν έχουμε προλεταριακή πολιτική, αλλά συρρίκνωσή της σε πολιτική στα πλαίσια του συστήματος, πολιτική για μεταρρυθμίσεις, δηλαδή, αστική εργατική πολιτική.  Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, το πλαίσιο της αστικής εργατικής πολιτικής, συνεχίζει να βουλιάζει η πλειοψηφία των κομμουνιστικών δυνάμεων, παρά τις διαβεβαιώσεις τους για το αντίθετο.

 

6. Το αποτέλεσμα –όπως και κάθε εκλογικό αποτέλεσμα– αποτυπώνει αυτά που έχουν προηγηθεί, αλλά και καθορίζει σε κάποιο βαθμό αυτά που θα συμβούν.  Το συγκεκριμένο αποτέλεσμα είναι αποτύπωση της ήττας της μνημονιακής δεκαετίας, αλλά συνιστά και μια ακόμα ήττα για την εργατική τάξη.  Το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιούνη δεν μπορεί να είναι πολύ διαφορετικό, ωστόσο είναι μια μάχη που πρέπει να δοθεί στο πλάι όσων θα παλέψουν για να αποτρέψουν τον σχηματισμό μιας παντοδύναμης μνημονιακής κυβέρνησης.  Φυσικά, καμία ήττα δεν διαρκεί για πάντα και ούτε η εργατική τάξη μπορεί ποτέ να ενσωματωθεί ή να πάψει να αγωνίζεται.  Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι χιλιάδες εργαζόμενοι που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015 και ψήφιζαν κόμματα που ήταν ή δήλωναν τοποθετημένα στην Αριστερά, μετατοπίστηκαν σε δεξιά ψήφο.  Είναι οι ίδιοι που θα αναγκαστούν να βγουν στους δρόμους κάτω από την πίεση μιας νέας κρίσης και θα αναζητήσουν νέα πολιτική διέξοδο στα αδιέξοδα του καπιταλισμού.

Η όποια μικρή αύξηση των κομμάτων και οργανώσεων εργατικής αναφοράς που διεκδικούν μονίμως την αντιπολίτευση, δεν φτάνει επ’ ουδενί για να αλλάξει το τοπίο το οποίο επισκιάζει η βαριά ιδεολογική και πολιτική ήττα από τις αστικές και άλλες αντιδραστικές δυνάμεις, οι οποίες υπερβαίνουν σε εκλογικό ποσοστό το 50% των ψηφισάντων.

Και ακόμα-ακόμα, οι όποιοι πανηγυρισμοί, εκεί που υπήρξαν, από τις δυνάμεις εργατικής αναφοράς για την όποια αύξηση του ποσοστού τους, θυμίζουν τον τρελό του χωριού που περνούσε μπροστά του η κηδεία και αυτός έλεγε «πέντε-πέντε την ημέρα και εκατό την εβδομάδα».  Η απάντηση των δυνάμεων εργατικής αναφοράς σε αυτήν την ήττα δεν μπορεί να είναι άλλη από τη γενναία αυτοκριτική σε ότι αφορά τις ευθύνες τους/μας, την υιοθέτηση, τον ενστερνισμό και την προβολή του λεγόμενου μεταβατικού προγράμματος, το οποίο απαντάει στα εργατικά και λαϊκά προβλήματα από τη σκοπιά των συμφερόντων τους και η πολιτική ταχτική για την προπαγάνδιση και την εκλαΐκευση του, πράγμα που θα κατατείνει στην κατάχτηση της πολιτικής εξουσίας για την υλοποίηση αυτού του προγράμματος.

Οι κομμουνιστές, όπου και αν βρίσκονται, πρέπει να κατανοήσουν το μέγεθος και το βάθος της ήττας, να διασπαστούν από τον ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, να περιθωριοποιήσουν τους «τρελούς του χωριού» και να κινηθούν στην κατεύθυνση της ενότητάς τους για την αποτελεσματική προώθηση των παραπάνω στόχων.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μάη, κλείνει οριστικά τον πολιτικό κύκλο που ξεκίνησε με την προηγούμενη κρίση.  Η αστική τάξη έχει σήμερα στα χέρια της περισσότερα εργαλεία για να αντιμετωπίσει μια νέα οικονομική κρίση.  Τα εργαλεία αυτά είναι τρόπαιο της νίκης της επί του εργατικού κινήματος και επιβλήθηκαν με την εφαρμογή των μνημονίων.

Στη νέα κρίση που έρχεται, το ζήτημα της επανάστασης θα μπει και πάλι στην ημερήσια διάταξη.  Άλλωστε, η καπιταλιστική κρίση είναι μήτρα της επανάστασης.  Η αστική τάξη απέναντι στη νέα κρίση είναι καλύτερα προετοιμασμένη και πιο έμπειρη.  Η εργατική τάξη έχει κι αυτή πιο πλούσια εμπειρία, από τις μάχες που έδωσε την περασμένη δεκαετία, αντιμετωπίζει όμως την αυγή της επερχόμενης κρίσης με πιο αδύναμες οργανώσεις και λιγότερα όπλα στα χέρια της.  Το χτίσιμο αυτών των εργαλείων απαιτεί επίπονη και συστηματική προσπάθεια, εξαντλητική προγραμματική και θεωρητική συζήτηση.  Σε αυτό το καθήκον θα προσπαθήσουμε να ανταποκριθούμε.

κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

www.anasyntaxi.gr