[2019-08-26] Για τα εκλογικά αποτελέσματα της 7ης Ιουλίου

Για τα εκλογικά αποτελέσματα της 7ης Ιουλίου

Ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης που προέκυψε από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου και τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, δείχνει ότι η αστική τάξη πήρε μαθήματα από τη δεκαετία της κρίσης και προσπαθεί να θωρακιστεί απέναντι σε μελλοντικούς κινδύνους.

Ο μεγαλύτερος κίνδυνος που αντιμετώπισε η αστική τάξη την περασμένη δεκαετία ήταν ο κίνδυνος της εργατικής επανάστασης. Ο κίνδυνος αυτός αναδύθηκε με τη μορφή της επαναστατικής κατάστασης, στα τέλη του 2011.

Το φαινόμενο της «διάστασης στις κορυφές» που αποτελεί όρο για την εμφάνιση της επαναστατικής κατάστασης, εμφανίστηκε στην αρχή της κρίσης με τον διχασμό του αστικού πολιτικού προσωπικού ανάμεσα στους υποστηρικτές και εφαρμοστές του μνημονιακού προγράμματος από τη μια μεριά και τους επικριτές του από την άλλη. Η διάσταση αυτή ενίσχυσε το κίνημα και τους αγώνες ενάντια στη μνημονιακή πολιτική, οδηγώντας τις μάζες σε μια ασυνήθιστα υψηλή αγωνιστική δραστηριότητα, σαν αποτέλεσμα και της απότομης πτώσης του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Η επαναστατική κατάσταση του 2011-2012 ήταν αποτέλεσμα –όπως είναι πάντα οι επαναστατικές καταστάσεις– του συνδυασμού αυτών των στοιχείων: απότομη πτώση του βιοτικού επιπέδου, ασυνήθιστη δραστηριότητα των μαζών, διάσταση στις κορυφές. Όπως επίσης και η ήττα που υπέστη η αστική τάξη το 2015 στο δημοψήφισμα, μέσα στο γήπεδό της από την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα.

Το αστικό πολιτικό προσωπικό έχοντας συνηθίσει να κάνει πολιτική με τα λάφυρα της εξουσίας, βρέθηκε εντελώς ανέτοιμο μπροστά στην κρίση. Απέτυχε να συνταχθεί πίσω από τη μοναδική λύση σωτηρίας για την αστική τάξη και διχάστηκε, με σημαντικό τμήμα του πολιτικού κόσμου να κινείται κοντόφθαλμα προσδοκώντας μικροκομματικά οφέλη. Έτσι, με το ξέσπασμα της κρίσης, εμφανίστηκε να παίρνει αντιμνημονιακή θέση τόσο η Νέα Δημοκρατία που ήταν τότε αξιωματική αντιπολίτευση (παρόλο που ο Καραμανλής έδωσε την εκλογική μάχη του 2009 τονίζοντας την ανάγκη για αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας), όσο και μεγάλο τμήμα του στελεχικού δυναμικού του ΠΑΣΟΚ που ήταν τότε στην κυβέρνηση. Αυτό οφειλόταν στην αδυναμία κατανόησης του βάθους της κρίσης και των υπαρξιακών ζητημάτων που έθετε για τη διατήρηση της αστικής κυριαρχίας.

Η νέα κυβέρνηση που σχηματίστηκε από τη Νέα Δημοκρατία, παρουσιάζεται σαν απρόσβλητη από τις λαϊκές αντιδράσεις με τη μεγάλη συμμετοχή μη εκλεγμένων τεχνοκρατών. Επίσης, το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και η νέα κοινοβουλευτική της ομάδα, δείχνει να έχει ξεπεράσει τις παιδικές ασθένειες της περιόδου του «αντιμνημονιακού αγώνα». Αυτό εξασφαλίζει ότι στην περίπτωση υποτροπής της διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, η αστική τάξη μπορεί να υπολογίζει ότι θα έχει τουλάχιστον έναν συμπαγή πολιτικό φορέα που θα εφαρμόσει την αναγκαία αστική αντιλαϊκή πολιτική χωρίς ταλαντεύσεις.

Από τις εκλογές της 7ης Ιουλίου, προέκυψε όχι μόνο μια αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά από 10 χρόνια θρυμματισμού των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αποτέλεσμα της θραύσης των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα, αλλά και μια πολύ πιο τιθασευμένη αντιπολίτευση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και ο ασταθής πόλος του αναδυόμενου δικομματισμού, βρίσκεται σε διαδικασία νέας μετάλλαξης: το ζητούμενο από την πλευρά της αστικής τάξης είναι ένα πολιτικό μόρφωμα που σε μια νέα κρίση θα μπορέσει να συνταχθεί με το «εθνικό συμφέρον» και δεν θα «διχάσει». Η ηγεσία του δεν φαίνεται να έχει αντιρρήσεις για έναν τέτοιο ρόλο. Είναι ωστόσο, αμφίβολο αν έχει την ισχύ και τις αντοχές να πάρει μια τέτοια θέση. Παρά την εντυπωσιακή του εκλογική επίδοση, που του δίνει προβάδισμα στη μάχη για την επικράτηση στο χώρο της κεντροαριστεράς και για την εδραίωσή του σαν δεύτερου πόλου του αστικού κομματικού συστήματος, παραμένει ένα κόμμα χωρίς οργανωτικό βάθος. Οι πολιτικά επαμφοτερίζουσες θέσεις του και το γεγονός ότι έχει βεβαρημένο κυβερνητικό παρελθόν, όντας κυβέρνηση που εφάρμοσε απαρέγκλιτα την αντιλαϊκή μνημονιακή πολιτική, του δημιουργεί πρόβλημα πολιτικού προσδιορισμού. Τον διασώζει η ανυπαρξία πίεσης από τα Αριστερά, όμως παραμένει ο αδύναμος κρίκος του δικομματισμού, όπως αυτός διαμορφώθηκε μετά τις εκλογές.

 

Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας σημειώθηκε σε μια εκλογική αναμέτρηση στην οποία το μνημονιακό μπλοκ πέτυχε σαρωτική νίκη. Τα μνημονιακά κόμματα μαζί με την άκρα δεξιά ψηφίστηκαν από περίπου το 55% των εγγεγραμμένων και από το 87% όσων επέλεξαν να ρίξουν έγκυρο ψηφοδέλτιο στην κάλπη.

Τα κόμματα που στο δημοψήφισμα του 2015 στήριξαν το ΝΑΙ καταγράφουν περίπου  2.800.000 ψήφους και σχεδόν 50% των έγκυρων. Παίρνουν επιπλέον 600.000 ψήφους σε σχέση με τους ψήφους του ΝΑΙ. Αυτό το στοιχείο, δείχνει μετατόπιση ενός σημαντικού ποσοστού (6%) του εκλογικού σώματος, από τους «αντιμνημονιακούς» (ή πρώην αντιμνημονιακούς) σχηματισμούς προς τα κόμματα που υποστηρίζουν αταλάντευτα το πολιτικό πλαίσιο του μνημονίου. Αποτυπώνει την ιδεολογική νίκη της δεξιάς απέναντι στην Αριστερά του «τρίτου δρόμου», δηλαδή την Αριστερά που υποστήριζε ότι μπορεί να υπάρξει φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού μέσα στην κρίση και να χαραχτεί ένας τρίτος δρόμος ανάμεσα στο μνημόνιο και την επανάσταση. Δείγμα της νίκης αυτής είναι η εξαφάνιση από τη δημόσια συζήτηση πολιτικών στόχων όπως η διαγραφή του χρέους και η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και η μετατόπιση της συζήτησης στις διαφορετικές εκδοχές διαχείρισης εντός του μνημονιακού πλαισίου. Η νίκη αυτή καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το εκλογικό αποτέλεσμα: την επικράτηση της ΝΔ, την εκλογική συμπίεση της Αριστεράς του «τρίτου δρόμου», τις χαμηλές επιδόσεις των αστικών αντιμνημονιακών μορφωμάτων (Μερα25, Πλεύση Ελευθερίας που πήραν τη θέση ΑΝΕΛ και λοιπών).

Στο 87% των έγκυρων που στήριξαν τα μνημονιακά κόμματα, αθροίζεται σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, η οποία κατά πλειοψηφία στήριξε τον ΣΥΡΙΖΑ. Για την ακρίβεια, όσοι από τους μισθωτούς εργαζόμενους επέλεξαν κάποιο έγκυρο ψηφοδέλτιο στην κάλπη, στη μεγάλη τους πλειοψηφία επέλεξαν τον ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς αυτό να σημαίνει υποστήριξη της μνημονιακής πολιτικής. Αυτή η εκλογική συμπεριφορά της εργατικής τάξης ήταν αναμενόμενη, ελλείψει άλλης πρότασης.

Απέναντι στο 55% του εκλογικού σώματος που επέλεξε ψηφοδέλτια του μνημονιακού μπλοκ, υπάρχει ένα σημαντικό ποσοστό που είναι διασκορπισμένο στην αποχή, το άκυρο, το λευκό και τα ψηφοδέλτια διαμαρτυρίας. Και σε αυτήν την εκλογική αναμέτρηση, η αποχή έχει ταξικό πρόσημο και είναι ενισχυμένη στις εργατικές περιοχές. Η εργατική τάξη και οι εργαζόμενοι μικροαστοί που στοιχήθηκαν πίσω από το ΟΧΙ στο δημοψήφισμα του 2015, εμφανίζονται τώρα διασκορπισμένοι κάτω από την επίδραση της ήττας του εργατικού κινήματος.

Η  Αριστερά παίρνει 350.000 ψήφους από 515.000 το Σεπτέμβρη του 2015, πέφτοντας στο 6,25% –κάτω και από το ποσοστό του 1993. Υπήρξε εσωτερική μετατόπιση από άλλα ψηφοδέλτια προς το ΚΚΕ, ενώ συνολικά ο χώρος λεηλατήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ. Το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής πτώσης, οφείλεται στην εξαΰλωση της ΛΑΕ, από την οποία δεν επωφελήθηκε καθόλου το ΚΚΕ, το οποίο σημειώνει μικρή πτώση.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της Αριστεράς, αποτελεί εκδήλωση της ήττας του 2011–2012, όταν και απέτυχε να δώσει προοπτική στον παλλαϊκό ξεσηκωμό της περιόδου εκείνης. Είναι φανερό, ότι αν η αστική τάξη πήρε το μάθημα της από την κρίση που ξέσπασε το 2010 και έχει επιτύχει τη στοίχιση των κομμάτων της πίσω από το μνημονιακό πρόγραμμα, η Αριστερά δεν έχει βγάλει κανένα χρήσιμο συμπέρασμα από την ήττα της. Κυρίως, δεν έχει κατανοήσει ότι η κρίση είναι η μήτρα της επανάστασης και ότι οποιοδήποτε πρόγραμμα διεκδικήσεων ενάντια στην επίθεση που εξαπολύει η αστική τάξη στην περίοδο κρίσης δεν μπορεί να απαντηθεί γενικά με αγώνες και με κίνημα. Οι αγώνες και το κίνημα πρέπει να διεκδικήσουν την ανατροπή της ίδιας της αστικής τάξης, την ανατροπή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Το δίλημμα που έθεσε η κρίση ήταν ξεκάθαρο: μνημόνια ή επανάσταση. Η αριστερά απέδειξε στην πράξη ότι με το δεύτερο μέρος του διλήμματος έχει κατά βάση φιλολογικές σχέσεις. Η συνέπεια της αδυναμίας της Αριστεράς να απαντήσει στην οικονομική και πολιτική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού με επαναστατικό τρόπο μεταφέρει την κρίση στο εσωτερικό της ίδιας της Αριστεράς. Η κρίση στις δυνάμεις της επαναστατικής αριστεράς και ο κατακερματισμός των δυνάμεων της εργατικής τάξης είναι ήδη έντονος και πιθανότητα θα ενταθεί.

Η άκρα δεξιά (ΧΑ και Βελόπουλος) πήρε 375.000 ψήφους και 6,63% των εγκύρων. Δηλαδή, περίπου το παλιό ποσοστό της Χρυσής Αυγής. Εμφανίζεται συμπιεσμένη, καθώς παλιότερα εμφανίζονταν και άλλοι σχηματισμοί που τώρα στήριξαν διακριτικά τη ΝΔ (π.χ. ΛΑΟΣ). Η έξοδος της ΧΑ από τη Βουλή είναι οπωσδήποτε θετική. Αδυνατίζει τους ναζί, οικονομικά, πολιτικά και οργανωτικά. Είναι επίσης σαφές ότι η αστική τάξη δεν έχει πλέον ανάγκη των υπηρεσιών της ναζιστικής εμπροσθοφυλακής, καθώς αισθάνεται ότι δεν κινδυνεύει η εξουσία της από επαναστατική ανατροπή και φυσικά δεν φοβάται μια ανυπόληπτη και ξεκομμένη από την εργατική τάξη Αριστερά. Όμως, η περαιτέρω διάλυση της ναζιστικής συμμορίας, είναι δουλειά του κινήματος και απαιτεί καθημερινή δουλειά για να τους αφαιρεθεί κάθε χώρος επιρροής. Μετά το εκλογικό αποτέλεσμα, εμφανίζονται έντονα διαλυτικά φαινόμενα στις τάξεις των ναζί, με αποχωρήσεις στελεχών και κλείσιμο γραφείων. Τα εκατοντάδες μεσαία και κατώτερα στελέχη των ναζί, αυτοί που αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά της οργάνωσής τους, η «ανθρώπινη σκόνη» που όπλισε τα χέρια των δολοφόνων και που στήριξε ή συμμετείχε στις χιλιάδες ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα, πλέον τρέχει πανικόβλητη να κρυφτεί και να αποκρύψει την ένταξη στη Χ.Α. Η κατάργηση της ιστοσελίδας των ναζί, βοηθάει αυτόν τον εσμό να καλύψει τα ίχνη του, με την εξαφάνιση των ιστοσελίδων στις οποίες ήταν αναρτημένες φωτογραφίες πολλών από αυτούς.

Το βασικό μέτωπο της περιόδου παραμένει η πάλη ενάντια στο μνημονιακό καθεστώς, το οποίο σήμερα εκπροσωπεί η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Οι κομμουνιστές πρέπει σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες να οργανώσουν τις δυνάμεις της εργατικής τάξης με την πολιτική του ενιαίου μετώπου, δηλ. την ενότητα των πλατιών εργατικών μαζών με βάση τα καθημερινά τους προβλήματα ενάντια στον καπιταλισμό. Καθώς είναι σίγουρο ότι η επίθεση των καπιταλιστών και της νέας τους κυβέρνησης θα συνεχιστεί, ειδικά όσο θα γίνεται ορατό ότι λόγω της πιθανότητας υποτροπής της καπιταλιστικής κρίσης τα παχιά λόγια για μια «νέα σελίδα» είναι μονάχα λόγια, οι κομμουνιστές πρέπει να συμβάλλουν με τη δράση τους στην ανασυγκρότηση του υπάρχοντος συνδικαλιστικού κινήματος, και τη δημιουργία μιας διακριτής και συνεκτικής επαναστατικής δύναμης μέσα σ’ αυτό που θα μπορέσει να κάνει στην πράξη το εργατικό κίνημα απειλητικό για την αστική εξουσία. Αυτό σημαίνει όχι μόνο την ενεργή συμβολή να αποκτούν οι αγώνες ένα συνεκτικό πρόγραμμα διεκδικήσεων, εναρμονισμένο με την εργατική απελευθερωτική προοπτική αλλά και συστηματική προσπάθεια απόκρουσης της αποσάθρωσης του συνδικαλιστικού κινήματος, για να προχωράει η ενιαία δράση της ίδιας της εργατικής τάξης ενάντια στη ρεφορμιστική χαλαρότητα και τη σεχταριστική περιχαράκωση.

Η αναγέννηση των συνδικάτων δεν θα προκύψει από παρθενογέννεση, ούτε από την εγκατάλειψη των παλιών συνδικάτων. Θα επιτευχθεί με την οργάνωση της πάλης μέσα στο υπάρχον συνδικαλιστικό κίνημα, ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση, το ρεφορμισμό και το σεχταρισμό. Οι κομμουνιστές, όπου κι αν βρίσκονται, πρέπει να παίξουν ενεργό ρόλο για τη συμμετοχή των ίδιων των εργαζομένων στα σωματεία, το πάρσιμο των αποφάσεων με αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες, ενάντια στην γραφειοκρατικοποίησή τους και την κοινοβουλευτικοποίησή τους. Μέσα από τη δημοκρατικοποίηση της συνδικαλιστικής ζωής και ενίσχυσης της αγωνιστικής διεκδίκησης πρέπει να αποκρουστούν οι διαλυτικές τάσεις και οι ενέργειες που οδηγούν στη διάσπαση του συνδικαλιστικού κινήματος, με στόχο:

-ένα Συνδικάτο σε κάθε χώρο παραγωγής,

-μια Ομοσπονδία σε κάθε κλάδο παραγωγής,

ένα Εργατικό Κέντρο σε κάθε νομό ή μεγάλη πόλη,

-μία ΓΣΕΕ, όργανο στα χέρια των εργατών, έξω από κάθε αστική επιρροή.

Για συνδικάτα μαζικά, ενωτικά, αγωνιστικά, αυτοτελή και ανεξάρτητα από το κράτος και τους καπιταλιστές που θα οργανώνουν στις γραμμές τους όλους τους εργάτες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, μόνιμους και συμβασιούχους, άνεργους, 8μηνίτες του ΟΑΕΔ, 4ωρίτες κλπ, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, θρησκεία, από πολιτικά και ιδεολογικά πιστεύω.

Στη συγκεκριμένη κατάσταση, για να αποκρουσθεί η απροθυμία των ηγεσιών της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και δευτεροβάθμιων Ομοσπονδιών να οργανώσουν την αγωνιστική κινητοποίηση των εργαζομένων, προκρίνουμε τον συντονισμό σωματείων-Εργατικών Κέντρων-Ομοσπονδιών, χωρίς να ξεπέσει αυτός σε διασπαστικές πρακτικές. Ο συντονισμός αυτός μπορεί να προσφέρει αγωνιστική διέξοδο, αρκεί να μην αποφασίζεται γραφειοκρατικά και από τα πάνω, αλλά να είναι αποτέλεσμα δημοκρατικών διαδικασιών της βάσης.

Ταυτόχρονα, οι κομμουνιστές, όπου κι αν βρίσκονται, πρέπει να παίξουν ενεργό ρόλο, καταρχήν εντός των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς στις οποίες βρίσκονται, στην καταπολέμηση του ρεφορμισμού αυτών των δυνάμεων. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς εξήγηση των αιτιών των σημερινών αδιεξόδων στις οποίες βρίσκονται οι δυνάμεις με αναφορά στην εργατική τάξη και την κοινωνική επανάσταση, ξεκινώντας από τον απολογισμό της δράσης της τελευταίας δεκαετίας αλλά ωθώντας τη συζήτηση και στα βαθύτερα αίτια, την επίδραση της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής στο κίνημά μας. Οι ηγεσίες όλων των δυνάμεων της αριστεράς προσπαθούν να μεταθέσουν τις ευθύνες για την κρίση στη σημερινή επαναστατική Αριστερά σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την ίδια τη ρεφορμιστική γραμμή που ακολουθούν εδώ και χρόνια («φταίει ο ΣΥΡΙΖΑ», η «ανωριμότητα της εργατικής τάξη και του λαού», κτλ). Όσοι θέλουν να παραμείνουν κομμουνιστές πρέπει να αντισταθούν στις εύκολες απαντήσεις, να απαιτήσουν να τεθούν σε κριτική οι βασικές παραδοχές του κυρίαρχου ρεφορμισμού, να απαιτήσουν τη λογοδοσία των κυρίαρχων ηγεσιών των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς. Αυτό απαιτεί την οργάνωση μιας ξεχωριστής προσπάθειας επανακατάκτησης της επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής, υπεράσπισης, παραπέρα ανάπτυξης και διάδοσης του μαρξισμού-λενινισμού μέσα στην εργατική τάξη και το μαζικό λαϊκό κίνημα. Απαιτείται ο επαναπροσδιορισμός των επαναστατικών αρχών, το ξεκαθάρισμα και ο επανακαθορισμός επαναστατικών εννοιών που δεινοπάθησαν και δεινοπαθούν και ο επανακαθορισμός τους με την άρση τους ως το ύψος που τους έδιναν οι κλασικοί του μαρξισμού.

Η συζήτηση αυτή σήμερα, δεν γίνεται εν κενώ ή αποσπασμένη από την πραγματικότητα. Η μνημονιακή δεκαετία μάς προσφέρει αρκετό υλικό για μελέτη και ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν, με στόχο να κατανοηθεί το γιατί υπήρξαμε όλοι μας κατώτεροι των περιστάσεων. Η εξαγωγή συμπερασμάτων πρέπει να αξιοποιηθεί για την καλύτερη διάταξη δυνάμεων εν’ όψει της νέας υποτροπής της διεθνούς κρίσης, για την οποία ετοιμάζονται κεφαλαιοκράτες, κρατικοί μηχανισμοί και αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Π.Ε. της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

26.8.2019