[2015-09-01] Απόφαση της Πολιτικής Επιτροπής (23-8-2015)

1. Η παγκόσμια οικονομία

Η διεθνής καπιταλιστική κρίση τείνει να πάρει παγκόσμια χαρακτηριστικά, αγκαλιάζοντας και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Ρωσία, Βραζιλία, Μεξικό, Ν. Αφρική κτλ), οι οποίες έχουν μπει σε επιβράδυνση (η πρόβλεψη του ΔΝΤ είναι πως η ανάπτυξη στις αναδυόμενες οικονομίες θα επιβραδυνθεί σε 4,2% το 2015 από το 4,6% το 2014). Το ΔΝΤ θεωρεί ότι αυτή η εξέλιξη οφείλεται σε πολιτικούς παράγοντες (τις συγκρούσεις στη Μ. Ανατολή, το εμπάργκο στη Ρωσία) και επιμένει ότι αυτά θα τελειώσουν (πώς άραγε;) μέσα στο 2016.

Στις αναπτυγμένες οικονομίες, οι επιχειρηματικές επενδύσεις ήταν 13% χαμηλότερες την περίοδο 2008-2014 από ότι αναμενόταν την άνοιξη του 2007, πριν την κρίση. Για τις ΗΠΑ το χάσμα είναι ακόμη μεγαλύτερο στο 16% και για την Ιαπωνία στο 18%. Το γιατί οι επενδύσεις δεν επανακάμπτουν στα προηγούμενα επίπεδα, ενώ οι συνθήκες δανεισμού για τους καπιταλιστές είναι ιδιαίτερα ευνοϊκές, καθώς όλα τα αναπτυγμένα καπιταλιστικά κράτη, και πρόσφατα και η Ευρωζώνη, διαθέτουν δισ. σε εκτυπωμένο χρήμα με σχεδόν μηδενικά επιτόκια δανεισμού (τα λεγόμενα προγράμματα «ποσοτικής χαλάρωσης») οφείλεται στην πτώση του ποσοστού κέρδους σε επίπεδα τέτοια που να καθιστούν δυσχερή την κινητοποίηση κεφαλαίων για παραγωγικές επενδύσεις.

 

 Το αποτέλεσμα είναι παραγωγικές και χρηματιστικές εταιρίες να προτιμούν να διατηρούν ασφαλή στοιχεία ενεργητικού, όπως κρατικά ομόλογα, παρά να επενδύουν στην παραγωγή. Π.χ. να επενδύουν κεφάλαια σε γερμανικά ομόλογα, ακόμα και όταν αναμένουν αρνητικό επιτόκιο.

Ο άλλος παράγοντας που διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στους χαμηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης της παγκόσμιας οικονομίας είναι ο ρόλος του χρέους. Το χρέος μετά το 2007 αντί να μειωθεί έχει αυξηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο.

Ο συνολικός όγκος του παγκόσμιου χρέους, ιδιωτικού και δημόσιου, αυξήθηκε από το 160% του εθνικού εισοδήματος το 2001 σε σχεδόν 200% το 2009 στο χαμηλότερο σημείο της κρίσης. Αλλά η ύφεση δεν απέδωσε κάποια απομόχλευση και το συνολικό χρέος αυξήθηκε περισσότερο, φτάνοντας στο 215% το 2013.

Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες οι τράπεζες διασώθηκαν με χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα, η οποία προήλθε από δανεισμό. Έτσι, ενώ το χρέος του χρηματοπιστωτικού τομέα «διαγράφηκε», αντικαταστάθηκε από το χρέος του δημόσιου τομέα έτσι ώστε να μην βγουν χαμένες οι τράπεζες. Παράλληλα, στην περίοδο «ανάκαμψης» μετά το 2009, η αύξηση του χρέους εμφανίζεται κυρίως στις αναδυόμενες οικονομίες. Οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες είχαν επίπεδα χρέους (δηλαδή, κρατικό, νοικοκυριών και επιχειρήσεων με την εξαίρεση του τραπεζικού τομέα) κοντά στο 260% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος το 2009, ενώ οι αναδυόμενες οικονομίες βρίσκονταν κοντά στο μισό αυτού του λόγου, αλλά τώρα κινούνται ανοδικά (κυρίως η Κίνα).

Μέχρι τώρα, εξαιτίας της ποσοτικής χαλάρωσης των Κεντρικών Τραπεζών και τα πολύ χαμηλά επιτόκια δανεισμού, οι επιχειρήσεις ήταν σε θέση να εξυπηρετούν τα χρέη τους σχετικά εύκολα. Στην πραγματικότητα, τα χαμηλά επιτόκια ενθάρρυναν τις μεγάλες εταιρίες να δανειστούν περισσότερο και να χρησιμοποιήσουν το ρευστό για επαναγορά των μετοχών τους ή για να αυξήσουν τα μερίσματα στους μετόχους τους, δηλαδή για μη παραγωγικές επενδύσεις. Έτσι, τα χρηματιστήρια μετοχών είχαν αυξημένη ζήτηση και βρέθηκαν στα ύψη.

Το ζήτημα, ωστόσο, παραμένει ότι οι Αμερικάνικες εταιρίες δανείζονται χρήματα γρηγορότερα από ότι οι εισροές εσόδων που έχουν και το κάνουν αυτό με πιο γρήγορο ρυθμό στην περίοδο που ακολούθησε την κρίση. Οι επαναγορές μετοχών άγγιξαν το υψηλότερο σημείο τους πέρυσι και ο όγκος των παγκόσμιων συγχωνεύσεων και εξαγορών που ανακοινώθηκαν μόνο για φέτος κάνει αυτή τη χρονιά τη δεύτερη πιο κινητική στον τομέα αυτό. Αυτό σημαίνει ότι ο δανεισμός δεν κατευθύνεται σε παραγωγικές επενδύσεις και την ίδια στιγμή το χρέος συσσωρεύεται εμποδίζοντας νέες επενδύσεις, καθώς θα πρέπει πρώτα να εξυπηρετηθεί. Το συνολικό αποτέλεσμα αυτού του κύκλου χαμηλής κερδοφορίας και υψηλού χρέους είναι η σχετική στασιμότητα της παγκοσμίας οικονομίας. Μια μικρή αύξηση των επιτοκίων δανεισμού θα οδηγήσει πολλές επιχειρήσεις στην χρεοκοπία και θα σημαίνει την επιστροφή στην ύφεση.

Φυσικά, ποιανού το χρέος (δηλ. κεφάλαιο σε χρηματική μορφή που ένας κεφαλαιοκράτης —ή καπιταλιστικό κράτος— έχει δανείσει σε άλλο κεφαλαιοκράτη —ή καπιταλιστικό κράτος) θα καταστραφεί είναι το ζήτημα που γεννά και οξύνει τις συγκρούσεις σε παγκόσμια και εθνική κλίμακα.

 

2. Η εσωτερική κατάσταση, οι πολιτικές εξελίξεις

 Η διεθνής καπιταλιστική κρίση επιδρά και στην ελληνική οικονομία, δυσκολεύοντας τις προσπάθειες για ανάκαμψη. Η διάψευση των προσδοκιών για επιστροφή σε - αναιμική έστω -ανάπτυξη, δείχνουν πόσο εύθραυστη είναι η κατάσταση. Το κλίμα πολιτικής αβεβαιότητας που δημιουργήθηκε μετά τις εκλογές του Γενάρη, εξανέμισε την όποια αναπτυξιακή δυναμική είχε εμφανιστεί στα τέλη του 2014.

Η επιδείνωση του οικονομικού κλίματος δεν φαίνεται να έχει επηρεάσει την εκτέλεση του προϋπολογισμού, με βάση τα στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του 2015. Μπορεί τα έσοδα να εμφανίζουν υστέρηση 14% έναντι του στόχου, όμως καταγράφεται μείωση του ελλείμματος, καθώς ακόμα μεγαλύτερη ήταν η μείωση στις κρατικές δαπάνες και στις δαπάνες του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, καθώς και η κυβέρνηση Τσίπρα συνέχισε την πολιτική κοινωνικής καταστροφής και σφαγιασμού των κοινωνικών δαπανών προς χάριν της εξυπηρέτησης του χρέους.

Τα στοιχεία δεν δημιουργούν καμία αισιοδοξία για το μέλλον του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ είναι πλέον φανερό ότι η εφαρμογή του 3ου μνημονίου θα οδηγήσει σε νέα βύθιση την οικονομική δραστηριότητα.

 

Το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη

Η προσφυγή της κυβέρνησης σε δημοψήφισμα για την αποδοχή της πρότασης της τρόικας, ήταν μια απροσδόκητη – για μας – εξέλιξη, καθώς σωστά εκτιμούσαμε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν από τη μεριά της κυβέρνησης ένα σοβαρό λάθος το οποίο πιστεύαμε ότι θα απέφευγε.

Η μάχη του δημοψηφίσματος έδωσε αφορμή για να σχηματιστεί ένα πλατύ μέτωπο δυνάμεων υπέρ του ΟΧΙ, δίχασε ταξικά την κοινωνία με την εργατική τάξη να τάσσεται σχεδόν σύσσωμη υπέρ του ΟΧΙ και απαξίωσε ακόμα περισσότερο το αστικό πολιτικό προσωπικό που σύσσωμο έδωσε λυσσαλέα τη μάχη για την επικράτηση του ΝΑΙ από κοινού με τα ΜΜΕ, τους κεφαλαιοκράτες, την εκκλησία και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Το άτυπο μέτωπο του ΟΧΙ έδωσε τη μάχη χωρίς – επί της ουσίας – πολιτική ηγεσία, καθώς ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ κράτησε αμφιταλαντευόμενη – και τμήμα του ακόμα κι εχθρική – στάση, απέναντι στη λαϊκή απαίτηση για απόρριψη της πρότασης των δανειστών. Ο συνεχής βομβαρδισμός από τα ΜΜΕ και η – απολύτως σωστή - ταύτιση της απόρριψης της συμφωνίας με την έξοδο από την ευρωζώνη και την Ε.Ε. από μεριάς των συστημικών δυνάμεων, πυροδότησε μια συζήτηση πάνω σε αυτά τα ζητήματα που ενέπλεξε την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, με τρόπο που δεν είχε κατορθωθεί ποτέ πριν.

Την επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος με το θριαμβευτικό 61,3% υπέρ του ΟΧΙ, είχαμε:

-Το αστικό κομματικό σύστημα βαριά τραυματισμένο, καθώς παρά τη συμπαράταξή του και παρά την αρωγή όλων των μέσων προπαγάνδας, κατέγραφε μια βαριά ήττα, αποδεικνύοντας την αδυναμία του να διαχειριστεί την κατάσταση σε συνθήκες κρίσης. Η παραίτηση Σαμαρά το βράδυ της 5ης Ιούλη ήταν ενδεικτική της κατάστασης πανικού που επικρατούσε στα αστικά επιτελεία εκείνες τις ώρες.

-Το ΚΚΕ να έχει υποστεί άνευ προηγουμένου διασυρμό, τόσο με τη στάση του την εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα και τις δηλώσεις Κουτσούμπα που έφτασε στο έσχατο σημείο εξευτελισμού να διεκδικεί ακόμα και την αποχή, όσο και με τα αποτελέσματα που έδειχναν ότι η μεγάλη πλειοψηφία της εκλογικής του βάσης, του γύρισε την πλάτη.

-Την κυβέρνηση να έχει ένα ακόμα πρόβλημα, καθώς πέρα από το ότι αντιμετώπιζε το ίδιο δίλημμα με την πρώτη μέρα που ανέλαβε (υποταγή στο μνημόνιο ή ρήξη), το 61,3% την απειλούσε με κατάρρευση και τον ΣΥΡΙΖΑ με διάλυση, σε περίπτωση συμβιβασμού με τους δανειστές.

-Τον Τσίπρα να βγαίνει ενισχυμένος και να είναι ο μοναδικός πολιτικός αρχηγός με κύρος και λαϊκή αποδοχή.

-Την εργατική συνείδηση να έχει κάνει άλματα και τις θέσεις για έξοδο από την ευρωζώνη και την Ε.Ε. να έχουν κερδίσει έδαφος.

Ωστόσο, το κύρος του Τσίπρα δεν αρκούσε για να εξισορροπηθεί η κατάσταση. Οι κινήσεις της ομάδας Τσίπρα από την επόμενη κιόλας μέρα του δημοψηφίσματος, δείχνανε ότι υπήρχαν ήδη ειλημμένες αποφάσεις για συμφωνία με τους δανειστές. Ο θίασος του Μαξίμου φάνηκε να παίζει σε μια καλά σκηνοθετημένη παράσταση, όπου όμως ο βασικός πρωταγωνιστής είχε βρεθεί εκτός σεναρίου με αυτό το καταραμένο 61,3%.

Το δίλημμα «μνημόνιο ή ρήξη», το πραγματικό δίλημμα που υπάρχει ήδη από το 2010, έπρεπε επιτέλους να απαντηθεί από την κυβέρνηση Τσίπρα και φυσικά αυτή η κυβέρνηση – μια και δεν μπορούσε να ηγηθεί της ρήξης - δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να υποταχθεί στο μνημονιακό πλαίσιο.

Πρέπει τέλος, να σημειωθεί η αντίδραση της αστικής τάξης μπροστά στο ενδεχόμενο να μην προκύψει συμφωνία και να πεταχτεί η χώρα έξω από το ευρώ. Οι δηλώσεις Μεϊμαράκη για τον κόσμο της αστικής τάξης που θα αντιδράσει και οι οπερετικές κινήσεις Τζήμερου για πραξικόπημα, είναι η κορυφή του παγόβουνου και δείχνουν ότι η αστική τάξη θα υπερασπιστεί τα προνόμιά της με κάθε τρόπο και δεν θα σεβαστεί κανέναν κοινοβουλευτισμό και καμία δημοκρατική διαδικασία για να διατηρήσει την κυριαρχία της.

 

Από τη συμφωνία της 12ης Ιούλη στις εκλογές

Οι ραγδαίες εξελίξεις που ακολούθησαν το δημοψήφισμα της 5ης Ιούλη, επιβεβαίωσαν απόλυτα τις βασικές εκτιμήσεις μας, τόσο σε σχέση με την υποταγή του ΣΥΡΙΖΑ στο μνημονιακό πλαίσιο και της αδυναμίας εφαρμογής του παραμικρού φιλολαϊκού μέτρου, όσο και σε σχέση με την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ μετά την υποταγή στο μνημόνιο.

 

«Έχουμε ήδη μπει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο με ενδιάμεσο σταθμό τις εκλογές για τοπική διοίκηση και τις ευρωεκλογές. Η περίοδος αυτή εγκυμονεί πολιτική αστάθεια και κοινωνική αναταραχή, η οποία θα πυροδοτηθεί από την ενδεχόμενη ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε βασικό κορμό του επόμενου κυβερνητικού σχήματος. Αιτία γι’ αυτό είναι η προφανής αντίφαση ανάμεσα στη διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ για κατάργηση του μνημονίου και στις φιλοΕΕ θέσεις του.» (Απόφαση Πολιτικής Επιτροπής κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, 16-2-2014)

 

 «Το ενδεχόμενο της εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ και σχηματισμού κυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν αποτελεί επομένως μια συνηθισμένη κυβερνητική εναλλαγή, όπως αυτές που μέχρι τώρα γνωρίσαμε, αλλά μια εξέλιξη ανεπιθύμητη για την αστική τάξη. Η εξέλιξη αυτή οδηγεί σε πολιτική αστάθεια […]» (Απόφαση 4ης συνδιάσκεψης κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, Μάης 2014)

 

«Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση θα είναι η αρχή του τέλους του και έναρξη μιας περιόδου πολιτικής αστάθειας με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.» (Άρθρο στην Εργατική Πολιτική, Ιούλιος 2014)

 

Η μνημονιακή συμφωνία που υπογράφτηκε με τους δανειστές, είναι επαχθής για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Δεν είναι όμως καλή ούτε για την αστική τάξη. Οι έλληνες κεφαλαιοκράτες μπορεί να διασφάλισαν το βασικό που είναι η παραμονή στην ευρωζώνη, δεν κατάφεραν όμως να πάρουν τίποτε παραπάνω. Ούτε «δημοσιονομικό χώρο» για να κινητοποιηθεί η οικονομική ανάπτυξη, ούτε ρύθμιση του χρέους. Στην ουσία πληρώνουν την αδυναμία τους να διαχειριστούν τις υποθέσεις τους, δηλαδή την αδυναμία του πολιτικού τους προσωπικού και του αστικού κομματικού συστήματος να συγκρατήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να επουλώσει τις πληγές από τη διάρρηξη των κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης με τα μεσαία στρώματα και τμήματα των μισθωτών. Η κρίση αποκάλυψε τη γύμνια ενός κομματικού συστήματος που επιβίωνε από «τον λουφέ του κράτους», με πελατειακές σχέσεις και εξυπηρέτηση μικρών και μεγάλων συμφερόντων. Η αστική τάξη μετά το δημοψήφισμα ξέμεινε από πολιτικές – κομματικές εφεδρείες και έμεινε με μοναδικό εκπρόσωπο τον Τσίπρα. Το νέο μνημόνιο σηματοδοτεί την περαιτέρω υποβάθμισή της στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, αφήνοντάς της σαν μοναδικό δρόμο για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, την άγρια επίθεση στα εργατικά δικαιώματα και την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Η υπογραφή της συμφωνίας υποταγής στους δανειστές, ήταν ο πυροκροτητής της αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης και της διαδικασίας διάλυσης του ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση παραβίασε τόσο τη λαϊκή εντολή της 25ης Γενάρη, όσο και την πολύ πρόσφατη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος. Το εύρος των αντιδράσεων στην ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ στη χορεία των μνημονιακών κομμάτων, καθορίστηκε σε πολύ μεγάλο βαθμό από το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Είναι αμφίβολο αν θα είχαμε τέτοιας έκτασης διάσπαση στην κοινοβουλευτική ομάδα και τόσο πολλές αποχωρήσεις από τις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν είχε προηγηθεί ο θρίαμβος του 61,3%.

Η παραίτηση της κυβέρνησης προέκυψε σαν αποτέλεσμα της διάσπασης της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ και της εσωκομματικής αναταραχής. Ο Τσίπρας με την υπογραφή της συμφωνίας, έκλεισε την αριστερή παρένθεση και οδήγησε το κόμμα του σε διάλυση και την κυβέρνησή του σε κατάρρευση.

 

Για το νέο μέτωπο

Σήμερα, η περίοδος πολιτικής αστάθειας και αποσταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος βρίσκεται σε εξέλιξη. Με σημείο έναρξης την υπογραφή της νέας μνημονιακής συμφωνίας που κατέρριψε τις αυταπάτες για ένα εύκολο και αναίμακτο κλείσιμο της μνημονιακής περιόδου και απέδειξε τη χρεοκοπία της στρατηγικής του ρεφορμισμού και ιδιαίτερα του ευρωκομμουνισμού, έχει ανοίξει μια νέα περίοδος διεκδίκησης της ταξικής εξουσίας. Κομβική εξέλιξη αποτελεί ο σχηματισμός του νέου πολιτικού μετώπου, το οποίο έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά που επιδιώκαμε από το 2010, με τη διαφορά ότι οικοδομείται με πρωτοβουλία των ρεφορμιστών και όχι των κομμουνιστών, οι οποίοι αδιαφόρησαν για τη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας και σήμερα πληρώνουν το τίμημα της αδιαφορίας τους.

Η συμμετοχή μας σε αυτό το μέτωπο και η συμμετοχή στις εκλογές μέσα από αυτό αποτελεί υλοποίηση της απόφασης της 3ης συνδιάσκεψής μας, στην οποία γράφαμε:

«Απευθυνόμαστε σε όλες τις δυνάμεις που κινούνται στην κατεύθυνση αμφισβήτησης του δικαιώματος των καπιταλιστών – δανειστών να πάρουν πίσω τα κεφάλαια τους και προτείνουμε τη διαμόρφωση μετώπου στη βάση συγκεκριμένων στόχων με κεντρικό την αντιμετώπιση του ζητήματος του χρέους. Διακηρύττουμε ανοιχτά ότι η λύση του ζητήματος αυτού, η εκπλήρωση του στόχου που υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα – η διαγραφή και ότι αυτό συνεπάγεται - δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο με επανάσταση. Συνεργαζόμαστε ωστόσο, με δυνάμεις που έχουν κοινοβουλευτικές αυταπάτες ή ρεφορμιστικές καταβολές πάνω σε αυτό το μίνιμουμ πρόγραμμα, εκτιμώντας ότι το πρόγραμμα αυτό μπορεί να απαντήσει στις ανάγκες της εργατικής τάξης και να κερδίσει πλατιές μάζες. Ταυτόχρονα διεκδικούμε τον προσανατολισμό του πολιτικού μετώπου σε επαναστατική κατεύθυνση.»

«Πρέπει συνεπώς να προτείνουμε ένα τέτοιο πρόγραμμα πάλης στην αγωνιζόμενη εργατική τάξη και να επιχειρήσουμε την πλατύτερη δυνατή συμμαχία πολιτικών δυνάμεων που θα παλέψει για την υλοποίησή του. Γνωρίζουμε ότι σε αυτό το μέτωπο θα συνεβρεθούμε με εργάτες όλων των πολιτικών αποχρώσεων και ότι η επιδιωκόμενη πολιτική συμμαχία σ’ αυτή τη βάση μπορεί να γίνει μεταξύ κομμουνιστών, άλλων αριστερών ακόμη και σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, αποκλείοντας όλα τα πολιτικά στελέχη που συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις ή κατείχαν θέσεις κυβερνητικής ευθύνης. Γιατί στο πρόγραμμα αυτό, στο οποίο εμείς αναγνωρίζουμε τη μεταβατικότητά του, την ανάγκη να υπάρξει συνολική ανατροπή του καπιταλισμού για να υλοποιηθεί καθ’ ολοκληρίαν, άλλοι θα αναζητήσουν μόνο την άμεση υπεράσπιση συμφερόντων μικροαστικών στρωμάτων και άλλοι τη σωτηρία τελικά της αστικής δημοκρατίας. Ακόμα και αν δεν υπάρξει φανερή σοσιαλδημοκρατική τάση στην πολιτική συμμαχία που θα υποστηρίξει μία τέτοια εργατική κυβέρνηση, θα υπάρξουν σίγουρα μικροαστικές τάσεις που θα αντιμάχονται την εργατική δημοκρατία μέσα στο ίδιο το κίνημα.

Για τους κομμουνιστές είναι ξεκάθαρο ότι μια εργατική κυβέρνηση με αυτό το πρόγραμμα μπορεί να νοηθεί μόνο ως η αφετηρία της επανάστασης και ότι όλα κρίνονται από τη δυνατότητα του κινήματος που την επέβαλε να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό και να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι την οριστική εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο, δεν μπορούμε να προαπαιτήσουμε ούτε από το σύνολο των αγωνιζόμενων εργατών ούτε από τις πολιτικές δυνάμεις που θα συμμαχήσουν με τους κομμουνιστές, να αποδεχθούν τις αρχές και τους σκοπούς της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή το στόχο της πλήρους κατάργησης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και το τσάκισμα του αστικού κράτους. Τότε, το μόνο που θα καταφέρναμε να καταργήσουμε, θα ήταν η δυνατότητά μας να οικοδομήσουμε το Ενιαίο Μέτωπο. Το μόνο που θα οικοδομούσαμε, θα ήταν μία σέχτα, αποκομμένη από το σύνολο των αγωνιζόμενων που αναζητούν προοπτική στον αγώνα τους, χωρίς να έχουν ακόμα συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα της επανάστασης.»

 

Το νέο πολιτικό μέτωπο θα αλλάξει ριζικά το πολιτικό σκηνικό και στις σημερινές συνθήκες πολιτικής ρευστότητας μπορεί να διεκδικήσει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το βασικό του πολιτικό πλεονέκτημα είναι ότι αποτελεί τη μοναδική πολιτική δύναμη που μπορεί να βροντοφωνάξει το σύνθημα «Κάτω η κυβέρνηση», όποιος και αν νικήσει στις επερχόμενες εκλογές, καθώς έχει συγκεκριμένη πρόταση για το τι θα την αντικαταστήσει, αφού διεκδικεί και σήμερα, αλλά και αύριο τη λαϊκή εντολή που πρόδωσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η προνομιακή του θέση στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, πιέζει όλες τις υπόλοιπες δυνάμεις: το ΚΚΕ που διαβλέπει τον κίνδυνο να βγει εκτός βουλής και επιτίθεται πανικόβλητο έχοντας αναγορεύσει τη «Λαϊκή Ενότητα» σε υπ’ αριθμόν 1 εχθρό, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έχει ήδη υποστεί διάσπαση […], τις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που είτε πρέπει να […] συνεργαστούν με τον καινούργιο σχηματισμό είτε να πιουν το πικρό ποτήρι της πολιτικής τους περιθωριοποίησης, τις υπόλοιπες ομάδες του εξωκοινοβουλίου […].

Στο μέτωπο αυτό, κυριαρχούν οι ρεφορμιστές και αυτοί δεν είναι μόνο η ομάδα της αριστερής πλατφόρμας. Η βασική αντίληψη με την οποία θα αναμετρηθούμε στα πλαίσια του μετώπου, είναι η διαστρέβλωση του μεταβατικού προγράμματος σε πρόγραμμα το οποίο δεν καταργεί την αστική κυριαρχία, αλλά επιβάλει μεταρρυθμίσεις στα πλαίσιά της, «προετοιμάζοντας» τη μετάβαση στο «σοσιαλισμό» (όπως ονομάζουν οι ρεφορμιστές τη δικτατορία του προλεταριάτου). Για μας είναι καθαρό ότι το μεταβατικό πρόγραμμα περιγράφει τη δικτατορία και μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από αυτήν, όπως είναι καθαρό ότι σε συνθήκες κρίσης ακόμα και απλά μέτρα βελτίωσης της ζωής των εργαζόμενων τάξεων απαιτούν τη δικτατορία του προλεταριάτου ή την απειλή της.

Η βασική διαχωριστική γραμμή που αναδεικνύεται στο εσωτερικό του νέου μετωπικού σχηματισμού είναι ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις που κατανοούν τις πολιτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του προγράμματος και σε εκείνες τις δυνάμεις που φαντασιώνονται ότι ένα τέτοιο πρόγραμμα μπορεί να επιβληθεί ομαλά – κοινοβουλευτικά. Έναν τέτοιο διαχωρισμό προβλέπαμε άλλωστε ήδη από το 2010 και την 3η συνδιάσκεψη. Τα χαρακτηριστικά του νέου μετώπου απαιτούν τη στενότερη συνεργασία μας με δυνάμεις που κατανοούν τις αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις εφαρμογής του προγράμματός μας, την ένταση της προσπάθειας για ένταξη κομμουνιστών στο νέο μέτωπο, αλλά και την πλατύτερη ζύμωση με στόχο τη μετατόπιση αγωνιστών στο στρατόπεδο της επαναστατικής πάλης.

 

[…]

 

Η Πολιτική Επιτροπή, 23-8-2015