[2020-02-05] Οι Ελληνοτουρκικές διαφορές, ο πολεμικός κίνδυνος και η εργατική απάντηση

Οι Ελληνοτουρκικές διαφορές, ο πολεμικός κίνδυνος και η εργατική απάντηση

Οι διαφορές ανάμεσα στις άρχουσες τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας οξύνονται επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια. Ο κίνδυνος θερμού επεισοδίου προδιαγράφεται από τα ίδια τα πράγματα: η Τουρκία επιχειρεί ή έχει την πρόθεση να επιχειρήσει γεωτρήσεις εντός της κυπριακής ή ελληνικής ΑΟΖ (όπως αυτές ορίζονται από την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελλάδα), η Ελλάδα ετοιμάζεται να βοηθήσει τον Χαφτάρ στη Λιβύη ενάντια στον Σαράτζ που στηρίζεται από την Τουρκία, ο αγωγός EastMed πολύ δύσκολα μπορεί να κατασκευαστεί χωρίς να περιφρουρηθεί στρατιωτικά, οι στρατιωτικοί εξοπλισμοί εντείνονται, κτλ. Οι αστικές τάξεις και των δύο χωρών μέσω των κυβερνήσεων τους προετοιμάζουν τις εργατικές τάξεις καλλιεργώντας την ίδια λογική: «θέλουμε ειρήνη και δίκαια λύση στις διαφωνίες μας αλλά είμαστε έτοιμοι να υπερασπιστούμε με κάθε μέσο, (εννοείται στρατιωτικά), τα ‘κυριαρχικά δικαιώματα’».

Οι σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία έχουν ενταθεί ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω των ανακαλύψεων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο, το μοίρασμα οικοπέδων στην περιοχή και τις συμφωνίες Κύπρου, Ελλάδας, Ισραήλ, Αιγύπτου με την υψηλή εποπτεία των ΗΠΑ και τη συμμετοχή γαλλικών και ιταλικών πετρελαϊκών εταιρειών για την εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων παραμερίζοντας την Τουρκία (όπως επίσης και τους Παλαιστίνιους, και τον Λίβανο). Αυτή η κατάσταση οδηγεί σε αύξηση της ισχύος του ελληνικού καπιταλισμού σε βάρος του τουρκικού. Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας είναι «φυσικό» να αντιδράσει σ’ αυτήν την εξέλιξη.

Βέβαια, τίποτα δεν είναι «φυσικό» σε συνθήκες καπιταλισμού και μάλιστα στο τελευταίο του στάδιο, του ιμπεριαλισμού. Η ανακάλυψη κοιτασμάτων φυσικού αερίου σε μια περίοδο που βρισκόμαστε κοντά στο τέλος του πετρελαίου (όχι όμως άμεσα) και ο πλανήτης κινδυνεύει από την κλιματική αλλαγή, θα έπρεπε να είναι ευλογία για τους ανθρώπους. Όμως, στον καπιταλισμό τίποτα δεν γίνεται για να ικανοποιηθούν οι ανάγκες των ανθρώπων γενικά. Στον καπιταλισμό κάθε εμπόρευμα παράγεται για να αυξήσει τα κέρδη των καπιταλιστών. Στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, τα μονοπώλια γίνονται κυρίαρχα στην παραγωγή και οι πιο ισχυρές χώρες έχουν μοιράσει και πρέπει να μοιράσουν ξανά και ξανά τον πλανήτη για να εξασφαλίσουν τα κέρδη των δικών τους μονοπωλίων έναντι των άλλων. Το μοίρασμα των υδρογονανθράκων όμως απαιτεί το αίμα των λαών. Αυτό είναι το «φυσικό» στον ιμπεριαλισμό.

Μαζί με την ένταση που δημιουργεί το μοίρασμα των κοιτασμάτων της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και η χάραξη των αγωγών μεταφοράς τους, ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική αστική τάξη για το κομμάτι της λείας που θα πάρει η καθεμιά, πρέπει να προσθέσουμε ότι η ένταση ανάμεσα στις αστικές τάξεις προϋπήρχε και αφορούσε το μοίρασμα του Αιγαίου.

 

Οι αιτίες της όξυνσης

Ας δούμε σύντομα τα σημεία διαμάχης ανάμεσα στις δύο χώρες:

1. Η επέκταση των χωρικών υδάτων από τα 6 στα 12 ναυτικά μίλια. Αυτό, από την άποψη του διεθνούς δικαίου, είναι μονομερές δικαίωμα μιας χώρας. Η Ελλάδα θα μπορούσε να το ασκήσει, τυπικά χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Όμως, η Τουρκία θεωρεί την άσκηση αυτού του δικαιώματος causus belli (δηλαδή, αιτία πολέμου). Έτσι, η ελληνική αστική τάξη, μέσω των κυβερνήσεων της, δεν κάνει τίποτα επ’ αυτού εκτός από το να δηλώνει ότι διατηρεί αυτό το δικαίωμα αλλά θα το ασκήσει όταν αυτή κρίνει σκόπιμο. Μάλλον δεν θα το ασκήσει ποτέ, όχι γιατί φοβάται τον πόλεμο με την Τουρκία αλλά γιατί οι Έλληνες εφοπλιστές (αλλά και οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές) θέλουν όσο γίνεται μικρότερα χωρικά ύδατα για να κάνουν μπίζνες στην υδρόγειο, και ως γνωστόν το εφοπλιστικό κεφάλαιο είναι το ισχυρότερο τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα.

2. Η σχέση χωρικών υδάτων και εναέριου χώρου. Η Ελλάδα αναγνωρίζει στον εαυτό της εναέριο χώρο 10 ναυτικών μιλίων (ν.μ.), ενώ τα χωρικά της ύδατα είναι 6 ν.μ. Αυτό δεν το αναγνωρίζει κανείς άλλος στον κόσμο (ούτε το ΝΑΤΟ).

3. Το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας. Η υφαλοκρηπίδα αναφέρεται στο βυθό της θάλασσας και το υπέδαφος των θαλάσσιων περιοχών πέρα από τα χωρικά ύδατα, στην πραγματικότητα μέχρι εκεί που αυτά μπορούν να γίνουν εκμεταλλεύσιμα από τους καπιταλιστές (η γεωγραφική έννοια της υφαλοκρηπίδας –η προέκταση της ακτής, σε μικρή κλίση, κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας– δεν ενδιαφέρει εδώ). Η Τουρκία θεωρεί ότι τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου «κάθονται» πάνω στην δική της υφαλοκρηπίδα, δηλαδή στην προέκταση της υφαλοκρηπίδας της χερσονήσου της Ανατολίας. Αναγνωρίζει λοιπόν σ’ αυτά χωρικά ύδατα (6 ν.μ.) και τίποτα περισσότερο. Από κει πέρα θεωρεί ότι το Αιγαίο πρέπει να μοιραστεί στη μέση, με βάση τη γραμμή μέσης απόστασης ανάμεσα στην ηπειρωτική Ελλάδα και στην ηπειρωτική Τουρκία.

4. Η αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων. Με τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων (1947), τα Δωδεκάνησα ενσωματώνονται στην Ελλάδα με τον όρο να είναι αποστρατικοποιημένα. Όπως γνωρίζουν όλοι, δεν είναι. Η Τουρκία απαιτεί την απομάκρυνση του στρατού, καθώς θεωρεί ότι παραβιάζει τις διεθνείς συνθήκες. Η ελληνική πλευρά έχει τα δικά της επιχειρήματα για το ότι δεν έχει παραβιαστεί καμιά συνθήκη. Η συζήτηση σ’ αυτό το επίπεδο το μόνο που αποδεικνύει είναι ότι σε ζητήματα διεθνούς δικαίου, πρώτα ένα κράτος αποφασίζει ποιο είναι το συμφέρον του και κατόπιν βρίσκει εκείνο το νομικό επιχείρημα που επιτρέπει την άσκησή του. Η ουσία σε τελική ανάλυση είναι ότι τόσο τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου όσο και η απέναντι ακτή της Τουρκίας είναι στρατικοποιημένα.

5. Οι γκρίζες ζώνες. Η Τουρκία θεωρεί ότι υπάρχουν διάφορες βραχονησίδες και νησάκια που δεν πρέπει να θεωρούνται αυτοδίκαια ελληνικά (ή τουρκικά).

6. Ο καθορισμός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ). Για την ελληνική αστική τάξη όλο το Αιγαίο είναι δική της ΑΟΖ, ενώ ΑΟΖ διαθέτουν όχι μόνο η Κρήτη, η Ρόδος, η Κάρπαθος αλλά και το Καστελλόριζο. Η Τουρκία δεν το δέχεται αυτό, ειδικά για τα νησιά. Σ’ αυτά αναγνωρίζει μόνο χωρικά ύδατα. Κατά τα λοιπά, θεωρεί ότι ο υπόλοιπος θαλάσσιος χώρος νοτιοανατολικά της Κρήτης, της Καρπάθου, της Ρόδου και νότια του Καστελλόριζου είναι δικής της ΑΟΖ. Επομένως, θεωρεί ότι δικαιούται να κάνεις έρευνες για υδρογονάνθρακες στην περιοχή ή στρατιωτικά γυμνάσια.

Από τα ζητήματα αυτά: το ζήτημα 1 είναι το ουσιαστικό καθώς, αν γίνει επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ., η Ελλάδα αυξάνει την κυριαρχία της στο Αιγαίο κατά 30% σε σχέση με τη σημερινή ζώνη των 6 ν.μ., ενώ η Τουρκία μόλις κατά 1%. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιπες συγκρούσεις για την υφαλοκρηπίδα (ζήτημα 3) και για την ΑΟΖ (ζήτημα 6) είναι άνευ σημασίας, σε σχέση με το Αιγαίο τουλάχιστον, καθώς, με την επέκταση των χωρικών υδάτων, το Αιγαίο μετατρέπεται σε ελληνική λίμνη. Τα ζητήματα 2 και 4 είναι ζητήματα στα οποία η Ελλάδα παραβιάζει το διεθνές δίκαιο, αλλά η άρχουσα τάξη και οι εκπρόσωποί της κάνουν ότι δεν το βλέπουν αυτό ή το δικαιολογούν όπως τους αρέσει (είπαμε ήδη ότι το διεθνές δίκαιο μπορεί να γίνει συμβατό με όποια συμφέροντα έχει το κάθε κράτος). Ακόμα και στα ζητήματα αυτά που το ελληνικό κράτος «αρνείται τη δικαιοδοσία του διεθνούς δικαίου», ακόμα και αυτά χαρακτηρίζονται «κυριαρχικά δικαιώματα». Βλέπουμε τον χαρακτήρα και το περιεχόμενο των κυριαρχικών δικαιωμάτων σε όλο τους το μεγαλείο. Τέλος, το ζήτημα των γκρίζων ζωνών πάλι σχετίζεται με το γεγονός ότι οι βραχονησίδες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην επέκταση των χωρικών υδάτων. Η εκτίμηση όμως της αστικής σκέψης στην Ελλάδα είναι ότι η Τουρκία θέτει αυτό ζήτημα για να ζητήσει ανταλλάγματα για τα πιο σημαντικά πράγματα (εκμετάλλευση υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ, κτλ).

Η ελληνική πλευρά θεωρεί ότι μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ είναι προς συζήτηση (από τυπική άποψη αυτό ακούγεται σωστό: η οριοθέτησή τους δεν μπορεί να γίνει μονομερώς). Η τουρκική πλευρά θέτει τα πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ή, σύμφωνα με τους αστούς αναλυτές, θα θέσει τα πάντα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το πραγματικό ζήτημα είναι η επέκταση των χωρικών υδάτων, που μόνο στρατιωτικά μπορεί να καταλήξει προς τη μια ή την άλλη τελική λύση (όσο υπάρχουν τέτοιες στο καπιταλισμό). Η ταξική ουσία όλων αυτών είναι πως όλα αυτά τα ζητήματα δεν αφορούν κυριαρχικά δικαιώματα κανενός: αποτελούν διεκδικήσεις των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας.

Το ότι τίθενται σαν ζητήματα για τα οποία οι δύο χώρες μπορούν να εμπλακούν στον όλεθρο του πολέμου έχει επίσης βαθύτερες ταξικές αιτίες.

Το νομικό καθεστώς που καθορίζει τα σύνορα και τα ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο και στις θάλασσες γενικά καθορίζεται από συνθήκες, όπως αυτή της Λωζάννης ή τη συνθήκη για το δίκαιο των θαλασσών, οι οποίες είναι αποτελέσματα του συσχετισμού δυνάμεων. Η συνθήκη της Λωζάννης υπογράφτηκε όταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε καταρρεύσει και αντανακλούσε ένα συσχετισμό δυνάμεων όπου η Τουρκία ήταν πολύ πιο αδύναμη. Σήμερα τα πράγματα δεν είναι έτσι.

Η όξυνση της έντασης πρέπει να αναζητηθεί στις εξής εξελίξεις:

1. Αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Η Τουρκία έχει αντικειμενικά ισχυροποιηθεί. Το 1970 είχε πληθυσμό 35 εκ. Το 2010, ο πληθυσμός της ήταν 75 εκ. και αυξάνει (σήμερα βρίσκεται στα 80 εκ). Η Ελλάδα από τα 8,5 εκ. το 1971 πήγε στα 11 εκ. το 2011 και μειώνεται. Στην Τουρκία το 2018 κατασκευαζόταν το 14% της παγκόσμιας παραγωγής οχημάτων. Έχει δική της ισχυρή πολεμική βιομηχανία. Διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατό στο ΝΑΤΟ. Όλα αυτά και άλλα τέτοια σημαίνουν ότι τα μονοπώλια της Τουρκίας έχουν κάθε λόγο να διεκδικήσουν μια καλύτερη θέση, όπως συμβαίνει με κάθε δύναμη που αυξάνεται η ισχύς της.

2. Οι ενεργειακές ανάγκες. Η Τουρκία έχει μεγάλες ενεργειακές ανάγκες τις οποίες τις καλύπτει με εισαγωγές. Η Ελλάδα επίσης καλύπτει τις ενεργειακές της ανάγκες με εισαγωγές. Είναι ζήτημα επιβίωσης για την Τουρκία, όπως και για την Ελλάδα, η ενεργειακή αυτονομία. Αυτό κάνει το Αιγαίο επίζηλο και για τις δύο αστικές τάξεις, καθώς υπάρχει η πιθανότητα για εξεύρεση κοιτασμάτων. Η Τουρκία γνωρίζει ότι επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια θα τελειώσει αυτή τη συζήτηση με νίκη της Ελλάδας. Γι’ αυτό αντιδρά (με το causus belli) και προτείνει το μοίρασμα στη μέση της υφαλοκρηπίδας. Η σύγκρουση για τον πιθανό πλούτο που μπορεί να κρύβεται στα βάθη του Αιγαίου βγήκε στην επιφάνεια με δραματικό τρόπο το 1987 με την κάθοδο του Σισμίκ στο Αιγαίο, κατά την οποία οι δύο χώρες οδηγήθηκαν σχεδόν στην ένοπλη σύγκρουση. Αιτία του συμβάντος ήταν οι γεωτρήσεις ανατολικά της Θάσου από την πλευρά της Ελλάδας. Από τότε, μέσα από διαπραγματεύσεις, η ελληνική αστική τάξη και οι κυβερνήσεις της έχουν επιδείξει περισσότερη διαλλακτικότητα. Σ’ αυτό ίσως έπαιξε ρόλο ότι για κάποιο διάστημα η Τουρκία προσπαθούσε να εισέλθει στην Ευρωπαϊκή Ένωση και οι δύο χώρες μοίραζαν μεταξύ τους την εκμετάλλευση των Βαλκανίων και των Παρευξείνιων χωρών. Τα ζητήματα αυτά όμως επανήλθαν πιο οξυμένα μετά την αποτυχία της Τουρκίας να εισέλθει στην ΕΕ αλλά και την οικονομική κρίση που οδηγεί και τους μικρούς ιμπεριαλιστές, όπως η Ελλάδα και η Τουρκία, να διεκδικούν ένα μεγαλύτερο κομμάτι από τη συρρικνώμενη πίτα.

3. Η ανακάλυψη κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτό το γεγονός ισχυροποιεί την Κύπρο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, όλοι αντίπαλοι της Τουρκίας, και η ελληνική αστική τάξη βρήκε την ευκαιρία να εξασφαλίζει κάποια κέρδη για την ίδια: διεκδικεί να περάσει ο αγωγός από την Κρήτη και την Ελλάδα, να έχει την στήριξη των Αμερικανών, Γάλλων, Ιταλών κτλ. Προσπαθεί να αξιοποιήσει αυτό το γεγονός στο έπακρο, προκαλώντας φυσικά τις αντιδράσεις της Τουρκίας. Η Τουρκία δεν πρόκειται να σταματήσει να «προκαλεί». Είναι για την ίδια ζωτικό ζήτημα να αποκτήσει μερίδιο από τα κοιτάσματα και να διαφυλάξει τα συμφέροντά της ως γεωπολιτική δύναμη στην περιοχής. Εκτός από τα κοιτάσματα, υπάρχουν και άλλοι λόγοι που αντιδρά η Τουρκία: της κόβεται η έξοδος προς την Ερυθρά Θάλασσα, ισχυροποιούνται οι αντίπαλοί της, κτλ. Η αντίδρασή της θα κλιμακωθεί όχι μόνο σε σχέση με τα κοιτάσματα στην Ανατολική Μεσόγειο αλλά και σε σχέση με το Αιγαίο. Η Τουρκία δεν έχει πολλούς τρόπους να αντιδράσει: η στρατιωτική παρουσία και οι γεωτρήσεις χωρίς άδεια είναι ο μόνος τρόπος για να επιβάλλει την αναγνώριση των δικών της συμφερόντων στην περιοχή. Δεν είναι μέλος της ΕΕ και έχει λόγους να μην εμπιστεύεται τους Αμερικανούς (λόγω της στάση τους απέναντι στους Κούρδους, την πιθανότητα να επιθυμήσουν να ανατρέψουν το καθεστώς Ερντογάν, όπως έχουν κάνει και με άλλους, κτλ). Οπότε θα διεκδικήσει τη βελτίωση της θέσης της στηρίζοντας την όποια διπλωματική και νομική θέση της στην ισχύ των όπλων και προσπαθώντας να κερδίσει την εύνοια πιο ισχυρών ιμπεριαλιστών. Υπάρχει λοιπόν μια πραγματική βάση σ’ αυτό που αντιλαμβάνονται αρκετοί, δηλαδή ότι η Τουρκία είναι πιο επιθετική. Όσοι όμως το λένε αυτό, ξεχνάνε απλώς ότι η επιθετικότητα της ελληνικής αστικής τάξης εκφράζεται μέσα από τη συμμετοχή της στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς. Μέσα από αυτούς, η Ελλάδα, αποστέλλει φρεγάτες και στρατό σε διάφορα μέρη του πλανήτη (Κέρας της Αφρικής, Κόσσοβο, Μαυροβούνιο, Αφγανιστάν, και αλλού), και διεκδικεί για τα δικά της μονοπώλια κομμάτι από τα έργα ανοικοδόμησης (βλ. Ιράκ και Λιβύη). Η εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς δεν γίνεται με άσκηση βίας πάνω στην αστική τάξη της Ελλάδας αλλά είναι η επιλογή της για να ασκήσει και η ίδια ιμπεριαλιστική πολιτική.

4. Η γενικότερη όξυνση των ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων. Ο καπιταλισμός εδώ και ένα αιώνα έχει μπει στο τελευταίο στάδιο του, στο στάδιο σήψης και παρακμής του ιμπεριαλισμού. Δεν έχει να προσφέρει τίποτα στους εργαζόμενους όλου του κόσμου εκτός από ένταση της εκμετάλλευσης της εξαθλίωσης, πολέμους, προσφυγιά, καταστολή και αυταρχισμό. Καθώς οι πλουτοπαραγωγικές πηγές μειώνονται και η δυνατότητα εκμετάλλευσης νέων πόρων ελαττώνεται, οι καπιταλιστές, τα μεγάλα μονοπώλια, και τα κράτη που τα εκπροσωπούν, είναι υποχρεωμένοι να διατρέξουν κάθε γωνιά του πλανήτη και να την υποτάξουν στην εκμετάλλευσή τους. Αυτό φέρνει τους ιμπεριαλιστές σε συνεχή σύγκρουση τον έναν ενάντια στον άλλον για το μοίρασμα εδαφών, πόρων, οικονομικής, στρατιωτικής, πολιτικής επιρροής, κτλ.

Η γειτονιά της Μέσης Ανατολής και της Ανατολικής Μεσογείου αναδεικνύεται σε κρίσιμο μέτωπο, καθώς διαθέτει πλουτοπαραγωγικό πλούτο και σημαίνουσα γεωστρατηγική θέση. Οι μεγάλοι ιμπεριαλιστές, δηλ. η ΗΠΑ, η Κίνα, η Ρωσία, συγκρούονται στη γειτονιά μας, όπως και αλλού (π.χ., νότια Σινική Θάλασσα, Ουκρανία, ακόμα και στο Βόρειο Πόλο), για αύξηση της επιρροής και του κομματιού της λείας. Το μοίρασμα αυτό το έχουν ήδη πληρώσει ακριβά οι λαοί του Αφγανιστάν, του Ιράκ, της Συρίας, της Υεμένης, του Σουδάν, της Λιβύης, της Ουκρανίας, λίγο παλιότερα της Γιουγκοσλαβίας. Η ελληνική αστική τάξη έχει διαλέξει από παλιά στρατόπεδο (στο πλευρό του αγγλο-αμερικανικού και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού) και η αντικειμενική υλική βάση του ελληνικού καπιταλισμού (οι εμπορικές/οικονομικές/στρατιωτικές σχέσεις του) καθορίζουν και ποιανού το μέρος θα πάρει σήμερα. Η Ελλάδα, όπως και η Τουρκία, ως μικρότεροι ιμπεριαλιστές, πρέπει να στηρίζουν τη δική τους εξουσία στη συμμαχία και εξάρτηση από κάποιον μεγαλύτερο ιμπεριαλιστή. Η Ελλάδα έκανε τα πάντα την τελευταία δεκαετία για να εξυπηρετήσει τους Ευρωπαίους και Αμερικανούς ιμπεριαλιστές προσδοκώντας ένα κομμάτι από τη μοιρασιά της πίτας (πρόσβαση σε πρώτες ύλες, εργατικό δυναμικό, αγορές). Από την ίδια πίτα διεκδικεί και η Τουρκία. Οι αστικές τάξεις των δύο χωρών διεκδικούν και αυτές με την ένταξή τους σε στρατόπεδα να πάρουν δικό τους μερίδιο στη γενικότερη μοιρασιά που ξαναρχίζει από την αρχή στην περιοχή μας, κάτι που συμβαίνει συχνά στον ιμπεριαλισμό, καθώς η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών κρατών δημιουργεί μια συνεχή αλλαγή συσχετισμών. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αυτό μετατρέπει την Ελλάδα σε προκεχωρημένο φυλάκιο του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στην προσπάθεια του να εμποδίσει την επέκταση του κινέζικου και ρωσικού ιμπεριαλισμού. Στην πραγματικότητα, η ουσία των δηλώσεων όλων των πρωθυπουργών της Ελλάδας την τελευταία δεκαετία περί του πυλώνα σταθερότητας που αποτελεί η Ελλάδα στην περιοχή, δεν είναι τίποτα άλλο παρά διαφήμιση προς τους αμερικανούς και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές να μας επιλέξουν ως τη δύναμη επιβολής των ιμπεριαλιστικών σχεδίων στην περιοχή, προσδοκώντας φυσικά και κάποιο μερίδιο από τα κέρδη για τα ελληνικά μονοπώλια. Η Τουρκία, από την άλλη, πιέζεται να διαλέξει στρατόπεδο, τα συμφέροντά της δεν ταυτίζονται πάντα με τα ευρω-ατλαντικά, πράγμα που τη φέρνει, τουλάχιστον προς ώρας, πιο κοντά στους Ρώσους.

 

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι όσο παραμένει το σύστημα του ιμπεριαλισμού, όσο καμιά από τις χώρες της περιοχής δεν σπάει την ιμπεριαλιστική αλυσίδα, οι περιπέτειες των λαών της περιοχής θα συνεχιστούν, το μέλλον τους θα προδιαγράφεται ζοφερό, υπό την απειλή του πολέμου και των συγκρούσεων. Ακόμα και όταν οι διαμάχες δεν καταλήγουν σε πόλεμο, οι λαοί της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Κύπρου και όλοι οι άλλοι λαοί της περιοχής, θα πληρώνουν με τη χειροτέρευση των όρων διαβίωσής τους την απειλή της σύγκρουσης.

 

Εργατική απάντηση στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό και τον πόλεμο

Η γραμμή της ελληνικής αστικής τάξης, ιδίως μετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο τον Ιούλιο του 1974, είναι ότι η Τουρκία επιβουλεύεται τα «κυριαρχικά μας δικαιώματα». Αυτό δεν είναι έτσι, καθώς η επέκταση του εναέριου χώρου στα δέκα ναυτικά μίλια και η στρατικοποίηση των Δωδεκανήσων είναι αυθαιρεσίες από την πλευρά της ελληνικής αστικής τάξης. Από την πλευρά της τουρκικής αστικής τάξης, υπάρχει η ίδια αυθαιρεσία. Και οι δύο εμφανίζονται ως αδικημένες όταν μιλάνε στο εσωτερικό τους ακροατήριο και το αντίπαλο κράτος ως επιτιθέμενο και επεκτατικό. Είναι ακριβώς αυτή τη λογική που πρέπει να σπάσουν οι εργατικές τάξεις και των δύο χωρών και οι πολιτικές δυνάμεις που έχουν εργατική αναφορά

Στην Ελλάδα, σύσσωμα όλα τα κόμματα της Βουλής συμφωνούν σε σχέση με την «επιθετικότητα της Τουρκίας» και έχουν ενσωματώσει στον καθημερινό τους λόγο αυτήν την έκφραση. Έχουν βέβαια διαφορές που οφείλονται και στο πώς βλέπουν να λύνεται η διαμάχη με την Τουρκία, αλλά δεν αμφισβητούν το βασικό, ότι πρόκειται δηλαδή για «κυριαρχικά δικαιώματα» της Ελλάδας, τα οποία αμφισβητεί η επιθετική Τουρκία.

Όλα τα κόμματα της Βουλής αναπαράγουν ακριβώς αυτήν την αστική οπτική ως προς τα «δίκαιο» και τα «κυριαρχικά δικαιώματα» σε σχέση με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αυτή είναι η ουσία της εθνικής πολιτικής. Τι είναι όμως αυτή η εθνική πολιτική και η εθνική ενότητα; Τίποτα περισσότερο από τα πολιτικά (και οικονομικά) συμφέροντα της κεφαλαιοκρατίας που εξουσιάζει στην Ελλάδα, τίποτα περισσότερο από την ενότητα όλου του έθνους, δηλαδή και των εκμεταλλευόμενων, στη βάση των συμφερόντων των εκμεταλλευτών.

Αυτό που αποκαλείται «διεθνές δίκαιο», το οποίο καταπατά η Τουρκία και υπερασπίζεται η Ελλάδα, δεν είναι παρά η έκφραση της ισχύος ανάμεσα σε ανταγωνιστικά καπιταλιστικά κράτη. Το ίδιο το διεθνές δίκαιο είναι έτσι διατυπωμένο που ο καθένας μπορεί να το ερμηνεύσει όπως θέλει, δηλαδή, εν τέλει στη βάση του επιπέδου ισχύος που διαθέτει. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ που είναι νεότερες επινοήσεις και θέτουν στους καπιταλιστές το ζήτημα πώς θα εκμεταλλευτούν τη θάλασσα και ιδιαίτερα το υπέδαφος της. Αυτό το καταλαβαίνουν πολύ καλά και οι δύο αστικές τάξεις και γι’ αυτό η επίκληση του διεθνούς δικαίου γίνεται για εσωτερική κατανάλωση, δηλαδή, για να παγιδευτεί η εργατική τάξη και να στοιχηθεί χωρίς αντιδράσεις πίσω από τα συμφέροντα της άρχουσας τάξης. Στην πράξη, και οι δύο αστικές τάξεις κατανοούν ότι η διευθέτηση των διακυβευόμενων ζητημάτων (αιγιαλίτιδα ζώνη, υφαλοκρηπίδα, ΑΟΖ) είναι καθαρά ζητήματα ισχύος και είναι αυτήν την ισχύ που προσπαθούν να αυξήσουν και οι δύο, με το δικό τους τρόπο η καθεμιά.

Η αντίληψη ότι η Ελλάδα θέλει να ζήσει ειρηνικά με την Τουρκία αλλά η Τουρκία έχει βλέψεις, είναι επιθετική, καταπατά το διεθνές δίκαιο και τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας είναι μέρος της μυθολογίας της ελληνικής αστικής τάξης. Η ίδια η αστική τάξη δεν έδειξε καμία ειρηνόφιλη διάθεση όταν εισέβαλε στα Μικρασιατικά παράλια και διεκδικούσε τα εδάφη αυτά από την παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία με τις πλάτες των Άγγλων ιμπεριαλιστών. Ούτε ενδιαφέρεται για τα κυριαρχικά δικαιώματα στην πρόσφατη κρίση, τα οποία ξεπούλησε ευχαρίστως σε ευρωπαϊκό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να διασώσει τη δική της κυριαρχία. Δεν ένοιαξαν τους καπιταλιστές και τους πολιτικούς τους εκπροσώπους τα κυριαρχικά δικαιώματα όταν υπέγραφαν τα μνημόνια. Δεν είχαν κανένα πρόβλημα όλοι αυτοί που μιλάνε για τα «κυριαρχικά δικαιώματα» να τα παραχωρούνε στους αμερικανούς μέσα από τις συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας. Η τελευταία που κυρώνεται αυτές τις μέρες μετατρέπει πρακτικά όλη την Ελλάδα σε στρατόπεδο των Αμερικανών. Οι ίδιοι οι άνθρωποι που οδήγησαν την εργατική τάξη στο σφαγείο των μνημονίων, δηλαδή, της φτώχειας, της εξαθλίωσης, της μετανάστευσης, για να διασώσουν τα κέρδη των καπιταλιστών, ανακαλύπτουν τον εχθρό του λαού στην επεκτατική πολιτική της Τουρκίας και στον λαό της Τουρκίας. Αυτοί που καθημερινά ζουν από τον ιδρώτα και το αίμα των εργαζομένων της Ελλάδας απαιτούν τώρα να δώσουν οι εργαζόμενοι το αίμα τους και στα πεδία των μαχών για να διαφυλάξουν τα προνόμιά τους, δηλαδή, το δικαίωμα να συνεχίσουν να παρασιτούν σε βάρος της εργατικής τάξης. Και φυσικά τίποτα φιλειρηνικό δεν έχει η συμμετοχή σε κοινά γυμνάσια με Αμερικανούς και Γάλλους, η συνοδεία του γαλλικού αεροπλανοφόρου Σάρλ ντε Γκώλ από ελληνική φρεγάτα, η παροχή πυραύλων Patriot μαζί με το προσωπικό που τους χειρίζεται στο αντιδραστικό καθεστώς της Σαουδικής Αραβίας, ή η συμμετοχή στον πόλεμο της Λιβύης.

Μια απάντηση από την πλευρά της εργατικής τάξης πρέπει να εκκινεί από τα δικά της ταξικά συμφέροντα και τη δική της ιστορική αποστολή, την ανατροπή του καπιταλισμού και την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Αυτό υποδεικνύει και το καθήκον της ελληνικής, όπως και της τουρκικής, εργατικής τάξης: ο εχθρός δεν βρίσκεται απέναντι αλλά μέσα στην ίδια τη χώρα.  Ο εχθρός της ελληνικής εργατικής τάξης δεν είναι οι Τούρκοι: είναι οι έλληνες καπιταλιστές (εφοπλιστές, τραπεζίτες, βιομήχανοι, Εκκλησία) και οι κυβερνήσεις τους που επέβαλαν τη λιτότητα σε βάρος της εργαζομένων, που οδήγησαν χιλιάδες στην ανεργία, στη φτώχεια, στη μετανάστευση, στην απελπισία· που απαιτούν συνεχώς «θυσίες» από την εργαζόμενους για να συντηρούν τα προνόμια τους (τη φορολογική τους ασυλία, τα κέρδη τους, την τεράστια έγγεια περιουσία τους, το δικαίωμα να εξουσιάζουν)· που πουλάνε πατριωτισμό και ορθοδοξία την ίδια ώρα που ξεπουλάνε τη χώρα στους Αμερικανούς, τους Γερμανούς, τους Γάλλους ιμπεριαλιστές, κτλ· που ενώ σκέφτονται πώς θα αυξήσουν τα κέρδη τους από την εκμετάλλευση του πόρων των θαλασσών και την εισβολή τους στις άλλες χώρες τα παρουσιάζουν όλα αυτά ως «κυριαρχικά δικαιώματα».

Απέναντι στην εθνική ενότητα και το (μικρο)αστικό πατριωτισμό η εργατική τάξη πρέπει να αντιτάξει την ταξική ενότητα και τον προλεταριακό διεθνισμό.

Οι στόχοι της πρέπει να είναι η ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και του συστήματος του ιμπεριαλισμού. Γι’ αυτό, όταν η αστική τάξη και τα κόμματά της μας καλούν να κάνουμε θυσίες για να αγοράσουμε γαλλικές φρεγάτες και αμερικανικά αεροπλάνα, εμείς πρέπει να διεκδικήσουμε χρήματα για αυξήσεις στους μισθούς και τις συντάξεις, δαπάνες για σχολεία και νοσοκομεία. Όταν μας ζητάνε να συναινέσουμε για την αποστολή στρατευμάτων στη Λιβύη, στην Ερυθρά Θάλασσα, στα Στενά του Ορμούζ, θα πρέπει να απαιτήσουμε την επιστροφή όλων των στρατευμένων στην Ελλάδα. Όταν μας ζητάνε να μετατραπούν τα λιμάνια, τα αεροδρόμια και τα στρατόπεδα σε βάσεις εξόρμησης των αμερικανονατοϊκών στρατευμάτων, πρέπει να διεκδικήσουμε το κλείσιμο των ξένων βάσεων, την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.

Δυστυχώς, στη σημερινή Βουλή δεν υπάρχει κόμμα που να μην έχει τσιμπήσει το δόλωμα των «κυριαρχικών δικαιωμάτων» και της επιθετικότητας της Τουρκίας.

Ιδιαίτερα αλγεινή εντύπωση προκαλεί σε κάθε κομμουνιστή που θέλει να πατάει στο έδαφος της μαρξιστικής θεωρίας και των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης το τρόπος που η ηγεσία του ΚΚΕ, του κόμματος που διατείνεται ότι είναι το κόμμα της εργατικής τάξης, προσεγγίζει το ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών. Η βασική γραμμή του για το ζήτημα των ελληνοτουρκικών διαφορών περιγράφεται ως εξής:

1. Το δίλημμα «συνεκμετάλλευση του Αιγαίου ή πολεμική εμπλοκή» είναι ψευτοδίλημμα που θέτει η αστική τάξη για να επιτύχει τελικά τη συναίνεση του λαού στη συνεκμετάλλευση και την παράδοση κυριαρχικών δικαιωμάτων στην Τουρκία.

Ο Ριζοσπάστης (25-26 Γενάρη 2020) στη σελίδες 8-9 περιλαμβάνει άρθρο που απαντά στα «διάφορα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν τα αστικά κόμματα και τα επιτελεία για να στοιχίσουν το λαό στα επικίνδυνα σχέδια της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής». (Ο τίτλος του άρθρου είναι «Επιθετική απάντηση στην προπαγάνδα εμπλοκής και των επικίνδυνων διευθετήσεων»). Η απάντηση στο επιχείρημα «συμβιβασμός και συνεκμετάλλευση με την Τουρκία ή θερμό επεισόδιο και πολεμική εμπλοκή» θεωρείται

«προβληματισμός που αφορά την αστική τάξη και επικεντρώνεται στο με ποιους όρους θα επέλθει ο συμβιβασμός με τη γειτονική αστική τάξη, ώστε να κλιμακωθεί το φαγοπότι γύρω από τους ενεργειακούς πόρους».

Μάλιστα, όπως εξηγεί και το άρθρο αυτό αλλά και ο ΓΓ του κόμματος στο ίδιο φύλλο δύο σελίδες παρακάτω, όπου αναπαράγεται η συνέντευξή του στο news247, το δίλημμα είναι πλαστό γιατί

«Η ‘στρατιωτική σύγκρουση’ μπορεί να οδηγήσει σε ‘συνεκμετάλλευση’ και η ‘συνεκμετάλλευση’ και πάλι μπορεί να οδηγήσει σε ‘στρατιωτική σύγκρουση’». (Ο Ριζοσπάστης γράφει τη συνεκμετάλλευση και την πολεμική σύγκρουση εντός εισαγωγικών, λες και αυτές δεν είναι πραγματικές δυνατότητες αλλά σχήματα λόγου).

Το πρόβλημα δηλαδή για την ηγεσία του ΚΚΕ είναι αυτή καθαυτή η συνεκμετάλλευση. Και τι κακό μπορεί να έχει η συνεκμετάλλευση; Δεν είναι μήπως προτιμότερη από το να χύσει το αίμα της η εργατική τάξη της χώρας σε ένα καταστρεπτικό πόλεμο; Όχι, γιατί , σύμφωνα με τον Κουτσούμπα,

«τη συνεκμετάλλευση, δεν θα την κάνουν οι λαοί και για δικό τους όφελος, αλλά οι πολυεθνικές εταιρείες, τα μονοπώλια, οι ‘καρχαρίες’ της καπιταλιστικής οικονομίας, σε βάρος των λαών και του περιβάλλοντος. Αυτή η ‘συνεκμετάλλευση’ πάντα θα αφήνει και μια ‘αγέλη’ εταιρειών ανικανοποίητη, που με την πρώτη ευκαιρία θα οδηγήσει τα πράγματα σε νέο μακελειό. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Λιβύης …».

Ας αφήσουμε την ατυχή αναφορά στο παράδειγμα της Λιβύης. Η Λιβύη δεν συνδιαχειριζόταν τα πετρέλαια της με κάποιο άλλο κράτος. (Οι ιμπεριαλιστές που τσακώνονται πάνω από το κουφάρι της, τσακώνονται για μια υπαρκτή λεία και δεν ζητούν συνδιαχείριση. Μια συμφωνία για «συνδιαχείριση» αυτής της λείας ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές σίγουρα είναι προτιμότερη από τη συνέχιση του εμφυλίου. Ακόμα προτιμότερο βέβαια, από τη σκοπιά του παγκόσμιου προλεταριάτου, θα ήταν η εκδίωξη όλων των ιμπεριαλιστών από τη Λιβύη αλλά και των καπιταλιστών από την εργατική τάξη της Λιβύης, αλλά αυτό φαίνεται εντελώς απίθανο αυτή τη στιγμή αφού δεν υπάρχει δύναμη στη Λιβύη που να διεκδικεί κάτι τέτοιο.)

Θα νόμιζε κανείς ότι η ηγέτης του ΚΚΕ καλεί την εργατική τάξη της χώρας να καταλάβει την εξουσία γιατί μόνο τότε θα είχε νόημα η συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων. Όχι βέβαια. Γιατί όπως πληροφορούμαστε από το όργανο της ΚΕ του ΚΚΕ, στο ίδιο άρθρο που αναφέραμε παραπάνω, το σύνθημα «να αποφασίσουν οι λαοί αν και πώς θα εκμεταλλευτούν του πόρους» είναι σύνθημα του οπορτουνισμού (ο Ριζοσπάστης δεν αναφέρει ποιοι είναι αυτοί οι οπορτουνιστές, ούτε από πού προέρχεται αυτό το σύνθημα) και, όπως γράφει,

«έχει νόημα να το συζητάει κανείς μόνο σε συνθήκες που η εργατική εξουσία θα επικρατήσει όχι μόνο σε μια χώρα, αλλά σε μια ομάδα γειτονικών χώρων».

Εννοείται βέβαια, η ηγεσία του ΚΚΕ το έχει πει και γράψει πολλές φορές, ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για επανάσταση και επομένως η εργατική εξουσία είναι ακόμα μακριά, οπότε η διεκδίκηση να αποφασίσουν οι λαοί πώς θα εκμεταλλευτούν τους πόρους σιγοντάρει την αστική πρόταση της «συνδιαχείρισης» στο Αιγαίο.

Δεν γνωρίζουμε κανέναν μαρξιστή, κανέναν επαναστάτη που να επιχειρηματολόγησε ποτέ εμπρός στην εργατική τάξη ότι η συνεκμετάλλευση ενός πόρου από τους καπιταλιστές δύο εθνών είναι κακή γιατί θα είναι καπιταλιστική/ιμπεριαλιστική. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι; Αυτό έχει νόημα να το πει ο κομμουνιστής γενικά για κάθε καπιταλιστική επένδυση, αφού οι κομμουνιστές είναι ενάντια στην εκμετάλλευση, είτε αυτή είναι εθνική είτε διεθνική. Τι το ιδιαίτερο έχει να το θυμηθούμε αυτό τώρα;

Τι σχέση έχει αυτό, δηλαδή, η πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στην εκμετάλλευση που διαπερνάει κάθε σύγκρουση της ταξικής πάλης στον καπιταλισμό, με το συγκεκριμένο δίλημμα που θέτει η αστική τάξη «συνεκμετάλλευση ή πόλεμος»; Καμία.

Η ηγεσία του ΚΚΕ δεν αντιτάσσεται στη συνεκμετάλλευση γιατί είναι καπιταλιστική ή ιμπεριαλιστική. Αν το έκανε, θα έπρεπε να βάλει ως βασικό στόχο, και να μπει μπροστά στην πάλη για, την ανατροπή του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού, που στην περίπτωση της Ελλάδας σημαίνει την απόσπαση της Ελλάδας από την ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Η ηγεσία του ΚΚΕ όμως, όπως έδειξε η εμπειρία της οξυμένης καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα την περίοδο 2010-2012, αρνήθηκε ακριβώς τη δυνατότητα να αξιοποιήσει την επαναστατική κατάσταση που δημιουργήθηκε αντικειμενικά στην Ελλάδα και να την οδηγήσει σε επαναστατική κρίση. Η ηγεσία ΚΚΕ αντιδρά στη συνεκμετάλλευση όχι γιατί είναι καπιταλιστική αλλά γιατί είναι συνεκμετάλλευση. Η αλήθεια προκύπτει και στο άρθρο και στη συνέντευξη του Κουτσούμπα αμέσως μόλις τελειώνουν με τις γενικόλογες διακηρύξεις ότι η συνεκμετάλλευση είναι καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική (λες και η σκέτη εκμετάλλευση δεν είναι). Αυτό που ακολουθεί είναι το εξής:

«Το ΚΚΕ τάσσεται υπέρ της προάσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας, που δεν μπορεί να γίνει με επιτυχία και υπέρ των συμφερόντων των εργαζομένων όσο η χώρα είναι μέσα στη ‘στρούγκα’ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, όσο ‘βυθιζόμαστε’ στη ‘δίνη’ των ανταγωνισμών».

Και ο ΓΓ του ΚΚΕ καταλήγει την απάντησή του στο ερώτημα «στρατιωτική σύγκρουση ή συνεκμετάλλευση» ως εξής:

«Το ΚΚΕ υποστηρίζει τη μη παραβίαση των συνόρων και τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας».

Έτσι καταλήγει και το άρθρο του Ριζοσπάστη που φαίνεται να έχει γραφτεί για να εξοπλίσει τα μέλη του κόμματος με επιχειρήματα για τα ελληνοτουρκικά, προφανώς γιατί τα μέλη του δεν πείθονται με τη γραμμή του κόμματος και αναρωτιούνται μήπως το ΚΚΕ γίνεται ουρά της αστικής τάξης στη διένεξή της με την τουρκική αστική τάξη.

Και έχουν δίκαιο να αναρωτιούνται. Η ηγεσία του ΚΚΕ θα πρέπει να εξηγήσει ποια είναι αυτά τα κυριαρχικά δικαιώματα που πλήττονται από τη «συνεκμετάλλευση». Τα χωρικά ύδατα, τα όρια της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ; Ή μήπως η όρεξη της αστική τάξης της Τουρκίας θα ανοίξει, αν δεχθεί η ελληνική αστική τάξη να συνεκμεταλλευθεί το Αιγαίο μαζί της, και απαιτήσει και την κυριαρχία επί των ελληνικών νησιών του Αιγαίου ή επί της Θράκης; Στην πραγματικότητα, η επέκταση των χωρικών υδάτων, ο καθορισμός υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ δεν είναι κυριαρχικά δικαιώματα αλλά διεκδικήσεις.

Η πολεμική σύγκρουση, που είναι το ένα σκέλος του διλήμματος, αφορά διεκδικήσεις των αστικών τάξεων Τουρκίας και Ελλάδας στο Αιγαίο αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αν βλέπει κάτι άλλο από αυτά, η ηγεσία του ΚΚΕ οφείλει να το πει με σαφή και ξεκάθαρο τρόπο. Διαφορετικά, κινδυνολογεί και σπρώχνει αντικειμενικά τα πράγματα στο σκέλος της πολεμικής σύγκρουσης του διλήμματος, παίρνοντας το μέρος της αστικής τάξης στην σύγκρουση που θα προκύψει.

2. Όταν ο ΓΓ του ΚΚΕ και ο Ριζοσπάστης προβάλλουν τη μη παραβίαση των συνόρων και τον καθορισμό των ζωνών με βάση το διεθνές δίκαιο δεν κάνουν τίποτα περισσότερο από το να απαιτούν για λογαριασμό της αστικής τάξης να επιβάλλει τις διεκδικήσεις της με κάθε μέσο. Γίνονται βασιλικότεροι του βασιλέως.

Ακόμα και ο αντι-ιμπεριαλισμός του ΚΚΕ είναι ρηχός. Το ΚΚΕ είναι ενάντια στη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ γιατί εν τέλει «τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα είναι ‘βαρίδι’ για τη ‘Συμμαχία’ , αφού αποτελούν σημείο τριβής με την Τουρκία». Για το ΚΚΕ, η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ είναι ολέθρια γιατί το ΝΑΤΟ, και ειδικότερα οι Αμερικανοί, στη σύγκρουσή τους με τη Ρωσία, έχουν περισσότερη ανάγκη την Τουρκία, επιθυμούν να μειωθούν οι τριβές της Τουρκίας με την Ελλάδα «βάζοντας στον ντορβά τα κυριαρχικά δικαιώματα του λαού μας». Το πρόβλημα με τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ δεν είναι, λοιπόν, ότι σημαίνει έτσι και αλλιώς απώλεια αστικής κυριαρχίας, ότι ο ελληνικός λαός γίνεται διπλά εκμεταλλευόμενος και από τους Έλληνες και από τους νατοϊκούς εκμεταλλευτές, ότι αυτή η συμμετοχή στρέφεται ενάντια στις εργατικές τάξεις και της Ελλάδας (το ΝΑΤΟ, όπως και η ΕΕ, είναι σημαντικά στηρίγματα της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα) αλλά και εναντίον των εργατικών τάξεων άλλων χωρών. Όχι, το πρόβλημα είναι η απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού μας (τώρα οι αστικές διεκδικήσεις έγιναν και δικαιώματα του λαού μας, δηλαδή και της εργατικής τάξης).

Η συμμετοχή της ελληνικής αστικής τάξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ είναι στρατηγική επιλογή της ίδιας, δεν είναι κάτι που της επιβλήθηκε. Ο μοναδικός τρόπος να απεγκλωβιστεί η χώρα από το ΝΑΤΟ είναι η ανατροπή της αστικής εξουσίας, δηλαδή, η προλεταριακή επανάσταση. Η επιχειρηματολογία του ΚΚΕ αντιμετωπίζει τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ και τη σύγκρουση με την Τουρκία σαν να ήταν η Ελλάδα κάποια αδύναμη αποικιοκρατούμενη χώρα, το ΝΑΤΟ και η Τουρκία δυνάμεις που έχουν επιβάλλει κατοχή και στερούν το λαό από τα δικαιώματά του, ή ετοιμάζονται να επιβάλλουν κατοχή, και ο λαός θα πρέπει να οργανώσει κάποιου είδους εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα, διότι η άρχουσα τάξη του επιδεικνύει ενδοτικότητα και εθελοδουλία (παράδειγμα: ετοιμάζεται, άκουσον-άκουσον, για συνεκμετάλλευση του Αιγαίου) και, επομένως, δεν μπορεί να ηγηθεί του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Καλύτερο συνεργάτη δεν θα μπορούσε να φανταστεί η αστική τάξη.

Με τη γραμμή του ΚΚΕ, η αστική τάξη και η κυριαρχία της μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, τα «κυριαρχικά δικαιώματα του λαού», δηλαδή, οι διεκδικήσεις της αστικής τάξης, που οδηγούν απευθείας σε πόλεμο, μπαίνουν σε πρώτο πλάνο: για να το πούμε απλά, η γραμμή του ΚΚΕ είναι γραμμή που σέρνεται πίσω από τα συμφέροντα της αστικής τάξης, η οποία όμως παρουσιάζεται ως αντι-ιμπεριαλιστική γραμμή. Η γραμμή του ΚΚΕ βοηθά να κτιστεί η εθνική ενότητα που έχει ανάγκη η αστική τάξη για να επιβάλλει τη θέλησή της και στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. Καθόλου περίεργο που μια τέτοια γραμμή βρίσκει κοινό τόπο με τα αστικά κόμματα στην καταγγελία της τουρκικής επιθετικότητας.

Μια τέτοια γραμμή, δηλαδή, από τη μια, υιοθέτησης της αστικής αντίληψης για «κυριαρχικά δικαιώματα» και περί επιθετικότητας της Τουρκίας, και από τη άλλη, η εμφάνισή της ως αριστερή προλεταριακή γραμμή, είναι φυσικό να σκοντάφτει σε αντιφάσεις.

Γράφει το άρθρο του Ριζοσπάστη προσπαθώντας να απαντήσει στην εύλογη κριτική ότι η ανάδειξη μονομερώς της τουρκικής επιθετικότητας αθωώνει την ελληνική αστική τάξη και στέλνει στα σκουπίδια τον διεθνισμό:

«…Όμως δεν είναι ‘διεθνισμός’ να αποσιωπάς το γεγονός ότι η τουρκική αστική τάξη αμφισβητεί Συνθήκες, σύνορα και κυριαρχικά δικαιώματα, να υποβαθμίζεις την επιθετικότητα της τουρκικής αστικής τάξης, που σήμερα διατηρεί στρατό κατοχής σε τέσσερις χώρες (Συρία, Κύπρο, Ιράκ, Λιβύη). Να αδιαφορείς για τα σχέδια αλλαγής συνόρων με ΝΑΤΟική επιδιαιτησία. Ποιον θα διευκόλυνε μια τέτοια στάση, αν όχι τους αμερικανοΝΑΤΟικούς σχεδιασμούς στην περιοχή, στους οποίους διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο η ελληνική αστική τάξη και η οποία ταυτίζεται με το στόχο παραμονής της Τουρκίας στο ΝΑΤΟικό στρατόπεδο;»

(«Επιθετική απάντηση στην προπαγάνδα της εμπλοκής και των επικίνδυνων διευθετήσεων», Ριζοσπάστης, Σάββατο 25 Γενάρη 2020 - Κυριακή 26 Γενάρη 2020, σελ. 9)

Όσον αφορά στη Λιβύη, η Τουρκία δεν διατηρεί «στρατό κατοχής» ακόμα. Ούτε υπάρχει κάποια ρητή διεκδίκηση της Τουρκίας για αλλαγή συνόρων.

Αλλαγή συνόρων, ή καλύτερα χάραξη νέων συνόρων στην προκειμένη περίπτωση, δεν έχουμε μόνο από την Τουρκία αλλά από πάρα πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, και αυτό έχει να κάνει με τα θαλάσσια σύνορα, τις ΑΟΖ, πράγμα που δεν ορίζεται από τη συνθήκη της Λωζάννης αλλά πρόκειται για νεότερη εφεύρεση από τη στιγμή που οι καπιταλιστές είδαν ότι στις θάλασσες υπάρχει πεδίο νέας κερδοφορίας για αυτούς, και είπαν να ξαναχαράξουν τα σύνορα με το αίμα των λαών για να διακρίνονται καλύτερα.

Οι ΑΟΖ, τις οποίες δέχεται η ηγεσία του ΚΚΕ και θεωρεί την ανακήρυξή τους «κυριαρχικό δικαίωμα της χώρας», είναι η νέα χάραξη συνόρων. Η ηγεσία του ΚΚΕ αντιφάσκει. Ενώ από τη μία δηλώνει πως είναι ενάντια στην αλλαγή των συνόρων, από την άλλη είναι υπέρ της ανακήρυξης ΑΟΖ, δηλαδή υπέρ της επαναχάραξης και της αλλαγής των συνόρων!

Μια ακόμα περίπτωση αντίφασης, προκύπτει από την παρακάτω αποστροφή του ΓΓ του ΚΚΕ στην συνέντευξή του στο news247:

«Η ‘ιμπεριαλιστική ειρήνη’, με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών, δεν μπορεί να εξασφαλίσει πραγματική ειρήνη για τον λαό της Λιβύης. Αντίθετα, περιέχει το σπέρμα της όξυνσης της κατάστασης και της κλιμάκωσης του πολέμου. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες που περιπλέκονται με την τουρκική επιθετικότητα και την απαράδεκτη τουρκο-λιβυκή συμφωνία για τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών, η κυβέρνηση της ΝΔ, συνεχίζοντας την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, εμπλέκει πιο βαθιά τη χώρα στον ‘φαύλο κύκλο’ των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών.» (Υπογράμμιση δική μας)

Από τη μία, λοιπόν, έχουμε «την τουρκική επιθετικότητα», και από την άλλη την κυβέρνηση της ΝΔ η οποία «εμπλέκει πιο βαθιά τη χώρα στον ‘φαύλο κύκλο’ των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών».

Η δήλωση της Αλέκας Παπαρήγα, μιλώντας στη Βουλή στη συζήτηση για την ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις, ότι « Η Ελλάδα δεν είναι φιλειρηνική δύναμη. Δεν υπάρχει πόλεμος στον οποίο δεν έχει πάρει μέρος. Είναι αλήθεια ότι δεν διεκδικεί εδάφη, αυτό δεν την κάνει λιγότερο επικίνδυνη για τον δικό της τον λαό και για τους λαούς της περιοχής», και πάλι δεν ισοσταθμίζει τα πράγματα. Υπολείπεται της «τουρκικής επιθετικότητας στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας».

Με τον τρόπο αυτό, η ηγεσία του ΚΚΕ, διευκολύνει στο να εμπεδωθεί στην εργατική τάξη η αίσθηση που συνειδητά καλλιεργεί η άρχουσα αστική τάξη, τα ΜΜΕ και οι κυβερνήσεις της, πως η Τουρκία επιτίθεται στην Ελλάδα, η οποία βρίσκεται σε θέση άμυνας, έστω και αν η κυβέρνησή της «εμπλέκει πιο βαθιά τη χώρα στον ‘φαύλο κύκλο’ των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών». Η ηγεσία του ΚΚΕ φαίνεται να μη καταλαβαίνει ότι η διαπλοκή της αστικής τάξης με τους πιο ισχυρούς ιμπεριαλιστές είναι ο τρόπος που εκφράζεται η επιθετικότητα του ελληνικού κεφαλαίου.

Με αυτό το επιχείρημα, η αστική τάξη προσπαθεί να συσπειρώσει την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό γύρω της, γύρω από την υπεράσπιση των δικών της διεκδικήσεων. Έτσι, σε μια πιθανή πολεμική σύρραξη ή σε κάποιο πολεμικό επεισόδιο, στη συνείδηση της εργατικής τάξης θα έχει εγγραφεί ότι η Τουρκία θα είναι η επιτιθέμενη και η Ελλάδα η αμυνόμενη χώρα. Η Τουρκία ο θύτης και η Ελλάδα το θύμα. Μόνο έτσι, η εργατική τάξη, θα δώσει τις δυνάμεις και το αίμα της για την υπεράσπιση των «κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας», όπως τα προσδιόρισε η αστική τάξη.

Με την πολιτική της πρακτική, η ηγεσία του ΚΚΕ ακυρώνει τη θέση του ίδιου του ΚΚΕ, όπως αυτή εκφράστηκε και στο 20ο Συνέδριό του: «Το Πρόγραμμα του Κόμματος έχει καθορίσει τη θέση μας για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και τη γραμμή της δράσης μας. Είναι καθήκον της πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, του ΚΚΕ, συνεχώς να προσαρμόζει, να εξειδικεύει, να κλιμακώνει τα συνθήματα πάλης, χωρίς να χάνει το κύριο που είναι ο χαρακτήρας του πολέμου, ο οποίος είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, ασχέτως ποιος είναι πρώτος επιτιθέμενος.» (Υπογράμμιση δική μας)

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, και έτσι έχουν, τότε το καθήκον των κομμάτων που έχουν αναφορά στην εργατική τάξη είναι: η υπονόμευση των αστικών επιχειρημάτων περί μονομερούς επιθετικότητας της Τουρκίας στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, στην κατεύθυνση της αποτροπής της συσπείρωσης της εργατικής τάξης στο πλευρό της αστικής και της αποτροπής του πολέμου, και αν αυτός ξεσπάσει, η πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης του πολέμου και για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτά τα καθήκοντα προκύπτουν εκ των πραγμάτων για τα εργατικά κόμματα και τις οργανώσεις.

Σε διαφορετική περίπτωση, η στάση του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα βρει μιμητές.

Καθόλου περίεργο λοιπόν που ο ΓΓ του ΚΚΕ σε ερώτηση αν συμφωνεί με το ότι η χώρα πρέπει να εξοπλιστεί, απαντά με το εξής τρόπο:

«Το θέμα είναι ο προσανατολισμός των εξοπλισμών... [ακολουθεί μια ανάλυση ότι τα χρήματα που δαπανώνται στους εξοπλισμούς εξυπηρετούν τις ανάγκες του ΝΑΤΟ που είναι «το δολοφονικό χέρι του αμερικανικού ιμπεριαλισμού», αφαιρούνται από τις κοινωνικές δαπάνες, και «δεν παρέχουν εγγύηση για την όποια συμβολή στην άμυνα της χώρα»].... Η αμυντική ικανότητα της χώρας υπονομεύεται από την ίδια τη συμμετοχή στο ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ σημαίνει μονομέρεια στην προμήθεια εξοπλισμών

Δηλαδή, αν κάποιος εγγυόταν ότι οι εξοπλισμοί έχουν καλό προσανατολισμό, δηλαδή, δεν εξυπηρετούν τις ανάγκες του ΝΑΤΟ αλλά, ας πούμε, τις αμυντικές ανάγκες του ελλαδικού χώρου, όλα θα ήταν καλά και οι βουλευτές του ΚΚΕ θα τις ψήφιζαν; Ή, μήπως αν προμηθευόμασταν οπλικά συστήματα και από χώρες εκτός ΝΑΤΟ (βλ. Κίνα, Ρωσία), θα ήταν όλα καλά; Η ψήφιση των πολεμικών πιστώσεων ήταν το κριτήριο του διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων από τις σοσιαλσωβινιστικές στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη συμμετέχουν όλες οι μεγάλες και μικρότερες ιμπεριαλιστικές χώρες. Είτε μέσα από τη συμμετοχή τους στους διάφορους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (ΝΑΤΟ-ΕΕ), είτε με την ανάπτυξη οικονομικών και πολιτικών σχέσεων με μεγαλύτερες δυνάμεις, οι ιμπεριαλιστικές χώρες επιχειρούν να προωθήσουν τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στην παγκόσμια αγορά και τις σφαίρες επιρροής. Οι συμμαχίες όμως μεταξύ των ιμπεριαλιστών γίνονται στη βάση της οικονομικής και πολιτικοστρατιωτικής δύναμης και γι’ αυτό όλες οι συμμαχίες γίνονται μέσα από εκβιασμούς, συγκρούσεις και υποχωρήσεις. Μ’ αυτό τον τρόπο συγκροτείται μια ιμπεριαλιστική κλίμακα από δυνάμεις που αναζητούν θέση στην ιμπεριαλιστική μοιρασιά. Κυριαρχούν οι ανταγωνισμοί μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων για το μοίρασμα της ηγεμονίας στον πλανήτη και παράλληλα αναπτύσσονται ανταγωνισμοί και συγκρούσεις και μεταξύ μικρότερων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων για την οικονομική και γεωπολιτική τους επέκταση. Τα σχέδια όμως των μικρότερων δυνάμεων έχουν θέση μόνο εντασσόμενα κάτω από την σκέπη κάποιου ιμπεριαλιστικού κέντρου.

Αυτό είναι το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο κινούνται σήμερα οι αστικές τάξεις, και οι κυβερνήσεις τους σε Ελλάδα και Τουρκία, και είναι αμφότερες εξίσου επιθετικές.

Η πάλη για την εκδίωξη των ιμπεριαλιστών, η παγκόσμια πάλη ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τους εξοπλισμούς, η πάλη του κάθε λαού ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις της «δικής του» αστικής τάξης, είναι, μαζί με την πάλη του προλεταριάτου για την ανατροπή του καπιταλισμού και της αστικής εξουσίας σε κάθε χώρα, βασικές συνιστώσες της παγκόσμιας επαναστατικής πάλης.

Τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας της Ελλάδας, βρίσκονται στον αντίποδα της εφαρμοζόμενης πολιτικής. Για περισσότερα από 10 χρόνια δέχονται απανωτά χτυπήματα στο σύνολο των δικαιωμάτων και των κατακτήσεών τους, εργασιακών, κοινωνικών, δημοκρατικών και πολιτικών. Στο όνομα της κρίσης υπέστησαν πάμπολλες στερήσεις. Η συνέχιση και η διαιώνιση των στερήσεων αυτών στο όνομα κάποιου εξωτερικού κινδύνου, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή με κανένα τρόπο. Αντίθετα, η διεκδίκηση της υλοποίησης μιας άλλης πολιτικής που θα βρίσκεται στον αντίποδα της πολιτικής της κυβέρνησης Μητσοτάκη αποκτά επείγοντα χαρακτήρα και πρέπει να στοχεύει στην καρδιά της σημερινής πολιτικής, στην υπονόμευση της αστικής προπαγάνδας, στην αποτροπή του πολέμου, στην ανατροπή της κυβέρνησης που εμπλέκει ή θα εμπλέξει τη χώρα σε πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς και στην επαναστατική αναγέννηση της χώρας σε όλους τους τομείς της κοινωνικής, πολιτιστικής και πολιτικής ζωής.

Διότι, όπως αποδείχθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, οι μεσοβέζικες απαντήσεις και η διαχειριστική λογική του μικρότερου κακού δεν αποτελούν λύση στα οξυμένα και συσσωρευμένα εργατικά και λαϊκά προβλήματα, αλλά οδηγούν στην ανακύκλωση των πολιτικών εκείνων που ευθύνονται για αυτά τα προβλήματα και τη διαιώνιση τους.

Β.Π

Δ.Κ