[2018-11-12] Αναθεώρηση Συντάγματος: Στάχτη στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων οι προτάσεις της κυβέρνησης. Χωρίς ουσιαστικές αλλαγές οι διατάξεις που προστατεύουν τα συμφέροντα της αστικής τάξης.

1. Σχέσεις κράτους και εκκλησίας

 Οι προτεινόμενες αλλαγές που αφορούν στις σχέσεις εκκλησίας και κράτους φαίνεται να έχουν σαν σκοπό μάλλον να χαϊδέψουν τα αυτιά των αριστερών ψηφοφόρων εν όψει των επερχόμενων εκλογών, παρά να επιφέρουν διαφοροποιήσεις στο υπάρχον καθεστώς. Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται από την ίδια τη χλιαρή αντίδραση της εκκλησίας, η οποία αμέσως μετά τις εξαγγελίες της κυβέρνησης για την αναθεώρηση του Συντάγματος επιδόθηκε σε διαπραγματεύσεις προκειμένου να κατοχυρωθούν νομοθετικά τα συμφέροντά της – τα οποία σε καμία περίπτωση δεν πλήττονται από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις των συνταγματικών διατάξεων. Η δε κυβέρνηση εξακολουθεί να συνδιαλέγεται με τους εκπροσώπους του κλήρου, αντιμετωπίζοντάς τους ως ισότιμο συνομιλητή, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι καμία πρόθεση δεν έχει να πλήξει τα κεκτημένα τους.

Σύμφωνα με την πρόταση για τη συνταγματική αναθεώρηση, στο αρ. 3 του Συντάγματος προστίθεται το εδάφιο “Η Ελληνική Πολιτεία είναι θρησκευτικά ουδέτερη”, ενώ με άλλες διατάξεις επιβάλλεται η υποχρεωτική δόση πολιτικού όρκου από τους βουλευτές και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Και ναι μεν μέχρι σήμερα από το Σύνταγμα προβλέπεται υποχρεωτικός θρησκευτικός όρκος για τους βουλευτές και χριστιανικός ορθόδοξος όρκος για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, γεγονός το οποίο υποδηλώνει ότι μόνο ορθόδοξος Χριστιανός θα μπορούσε να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όμως στην πράξη αυτές τις διατάξεις έχει υπερβεί η ίδια η πραγματικότητα. Ήδη τα δικαστήρια της χώρας με πάγια νομολογία έχουν κάνει δεκτό ότι σύμφωνα με τα άρθρα 13 του Συντάγματος και 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου  ο καθένας δικαιούται αντί θρησκευτικού όρκου να δώσει, επικαλούμενος την τιμή και την συνείδησή του, ισότιμη, από πλευράς συνεπειών, με τον θρησκευτικό όρκο, σχετική διαβεβαίωση περί του συγκεκριμένου ζητήματος. Άλλωστε, παρόλο που δεν έτυχε μέχρι σήμερα Πρόεδρος της Δημοκρατίας να αρνηθεί να δώσει ορθόδοξο χριστιανικό όρκο, εντούτοις ουδεμία αντίδραση έχει υπάρξει στην επανειλημμένη ορκωμοσία με πολιτικό όρκο βουλευτών αριστερών (και αριστερίζοντων) κομμάτων.

Από μια προσεχτική ανάγνωση του Συντάγματος, όπως διαμορφώνεται μετά τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, καθίσταται σαφές ότι, παρά τις ανωτέρω παρεμβάσεις, δεν αμφισβητείται η πρωτοκαθεδρία της Ορθόδοξης Εκκλησίας σε σχέση με τα υπόλοιπα δόγματα, καθώς αυτή εξακολουθεί να αναγνωρίζεται από το άρθρο 3 ως επικρατούσα θρησκεία (και μάλιστα με ρητή διάταξη) και επιπλέον η πρώτη φράση του Συντάγματος  διατηρείται “Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος”.  Πολύ περισσότερο δεν αμφισβητείται η υποχρέωση του κράτους να προωθεί τη θρησκευτική διαπαιδαγώγηση, καθώς διατηρείται αναλλοίωτο το άρθρο 16 παρ. 2 του Σ που ορίζει ότι η παιδεία έχει σκοπό, μεταξύ άλλων, “... την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης ....”. Διατηρείται δηλαδή μία διατύπωση που, κατά πάγια ερμηνεία από έγκριτους συνταγματολόγους, καθιστά αντισυνταγματική την παροχή αντιθρησκευτικής ή αθεϊστικής εκπαίδευσης!

Επομένως, οι προτεινόμενες τροποποιήσεις σχετικά με το ζήτημα της εκκλησίας στην πραγματικότητα αποτελούν απλά ένα επικοινωνιακό τέχνασμα το οποίο σε καμία περίπτωση δεν θέτει υπό αμφισβήτηση τα κεκτημένα του κλήρου.

2.      Εργασιακά δικαιώματα και κοινωνικά αγαθά

Το κράτος  εγγυάται, σύμφωνα με την προτεινόμενη επαναδιατύπωση  των παραγράφων 1 και 3 του αρ. 21 του Συντάγματος, “... μέσω καθολικών κοινωνικών υπηρεσιών και εισοδηματικών ενισχύσεων, αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους. ...” και “ ... το δικαίωμα στην υγεία και υποχρεώνεται να παρέχει καθολική πρόσβαση σε αποτελεσματικές παροχές υγείας μέσω του Εθνικού Συστήματος Υγείας.” αντίστοιχα. Επιπλέον με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις του άρθρου 22, ορίζεται για πρώτη φορά ότι η απαγόρευση διακρίσεων στην εργασία καταλαμβάνει και τη διάκριση βάσει της ηλικίας. κατοχυρώνεται η δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία και απαγορεύεται πλέον συνταγματικά η επίταξη των υπηρεσιών ως μέτρο αντιμετώπισης της απεργίας.

Παρά το σε γενικές γραμμές ορθό προσανατολισμό των προτεινόμενων τροποποιήσεων στην κατεύθυνση της προστασίας των εργαζομένων και γενικότερα των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, εντούτοις δεν μπορούμε να μην παρατηρήσουμε ότι οι προτάσεις της κυβέρνησης έρχονται σε σύγκρουση με την έως τώρα πολιτική της, καθώς:

-Μέχρι σήμερα δεν έχει αμφισβητήσει με κανέναν τρόπο τις αντεργατικές διατάξεις που ψηφίστηκαν μετά την είσοδο της χώρας σε καθεστώς επιτήρησης, με τις οποίες διευκολύνθηκαν οι ομαδικές απολύσεις, απαξιώθηκαν οι συλλογικές διαπραγματεύσεις με περαιτέρω συνέπεια την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος και προωθήθηκαν οι ελαστικές σχέσεις απασχόλησης.

-Η κυβέρνηση μέχρι σήμερα έχει τηρήσει πιστά τις δεσμεύσεις της προς την τρόικα, μειώνοντας επανειλημμένα τις συντάξεις και αυξάνοντας τα ηλικιακά όρια συνταξιοδότησης.

-Η υπερφορολόγηση έχει οδηγήσει σε αύξηση των άμεσων και έμμεσων φόρων και συνακόλουθα σε μείωση του πραγματικού εισοδήματος των εργαζομένων και αύξηση του κόστους διαβίωσης.

-Μέσω διαφόρων τεχνασμάτων (πχ δια της θεσμοθέτησης των γενόσημων φαρμάκων) έχει αυξηθεί η συμμετοχή των ασφαλισμένων στα έξοδα για την ιατροφαρμακευτική τους περίθαλψη, ενώ αντίθετα η δημόσια υγεία εξακολουθεί να απαξιώνεται λόγω ελλιπούς χρηματοδότησης. Περαιτέρω προωθούνται ρυθμίσεις που πρόκειται να δυσχεράνουν εμμέσως ακόμα περισσότερο την πρόσβαση στη δημόσια υγεία (πχ οικογενειακός ιατρός).

Άλλωστε θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η συνταγματική κατοχύρωση της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία έχει μάλλον συμβολικό χαρακτήρα, καθώς ήδη το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ότι αντίκειται στις ισχύουσες συνταγματικές διατάξεις η απαγόρευση μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία που είχε επιβληθεί από την κυβέρνηση Παπανδρέου. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, χωρίς να μειώνουμε τη σημασία της συνταγματικής πρόβλεψης περί της απαγόρευσης επίταξης υπηρεσιών ως μέτρο αντιμετώπισης της απεργίας, εντούτοις αυτή μάλλον θα παραμείνει ευχή, καθώς μέχρι σήμερα η επίταξη των απεργών έβρισκε νομικό έρεισμα στον κίνδυνο για τη δημόσια υγεία που δημιουργούσε η απεργία (καθώς το Σύνταγμα προβλέπει τη δυνατότητα επίταξης σε περίπτωση κινδύνου για τη δημόσια υγεία), δημιουργώντας μας την εύλογη ανησυχία ότι θα εξακολουθήσει να συμβαίνει το ίδιο.

Όμως είναι η νέα παράγραφος 7 του άρθρου 21 που αποδεικνύει ότι η συνταγματική αναθεώρηση γίνεται στην παρούσα συγκυρία καθαρά για ψηφοθηρικούς λόγους η οποία προβλέπει “Βασικά κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια, και τα δίκτυα διανομής τους υπόκεινται σε καθεστώς δημόσιας υπηρεσίας και τελούν σε δημόσιο έλεγχο.”. Τούτο καθώς μόλις πριν από μερικούς μήνες η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ προχώρησε στην πώληση λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ, κάτι που οι προηγούμενες κυβερνήσεις δεν είχαν κατορθώσει να πραγματοποιήσουν υπό το βάρος των κινητοποιήσεων.  Απομένει λοιπόν να δούμε πώς η κυβέρνηση θα συμβιβάσει μία τέτοια διάταξη με τις πολιτικές επιλογές της, δεδομένου και του ότι η φράση “τελούν σε δημόσιο έλεγχο” επιδέχεται πολλών ερμηνειών.

           

3. Πολιτειακά ζητήματα

Μία από τις διατάξεις που παραδόξως έχουν μείνει ασχολίαστες μέχρι στιγμής είναι η ευθεία πρόβλεψη για μεταβίβαση κυριαρχικών δικαιωμάτων του κράτους σε τρίτους! Πράγματι με προσθήκη στην παρ. 2 του άρθρου 28 του Συντάγματος ορίζεται πλέον ρητά ότι “Εάν η συνθήκη ή συμφωνία προβλέπει μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων του κράτους, η κύρωσή της γίνεται με δημοψήφισμα”. Και ναι μεν ήδη προβλέπεται στην ίδια παράγραφο ότι “μπορεί να αναγνωρισθούν, με συνθήκη ή συμφωνία, σε όργανα διεθνών οργανισμών αρμοδιότητες που προβλέπονται από το Σύνταγμα”, όμως, κατά τη γνώμη που συμμερίζεται η γράφουσα, η δυνατότητα αυτή μέχρι σήμερα συναντά τα όριά της στην παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, σύμφωνα με την οποία η Ελλάδα μπορεί να προβαίνει υπό προϋποθέσεις “σε περιορισμούς ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της”. Και υπάρχει σημαντική νοηματική διαφορά ανάμεσα στην “επιβολή περιορισμών” στην εθνική κυριαρχία και στην “μεταβίβαση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων”, καθώς στην πρώτη περίπτωση τίθενται περιορισμοί στις ενέργειες της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας, οι οποίες όμως εξακολουθούν να λαμβάνουν τις αποφάσεις -τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο-, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι αποφάσεις λαμβάνονται απευθείας από τρίτους. Η δε πρόβλεψη ότι η μεταβίβαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων μπορεί να γίνεται μόνο με δημοψήφισμα δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για την προαναφερθείσα διάταξη, καθώς με αυτήν τίθενται οι βάσεις για ακόμα πιο αντιδραστικές τροποποιήσεις μελλοντικά.

Επιπλέον, παρόλο που η κυβέρνηση προσπαθεί να εμφανιστεί ως υπέρμαχος της αμεσοδημοκρατίας, εντούτοις οι αριθμητικοί περιορισμοί που τίθενται με τις προτεινόμενες διατάξεις προκειμένου να υποχρεωθεί να προκηρύξει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δημοψήφισμα είναι απαγορευτικοί: Ειδικότερα με την προτεινόμενη τροποποίηση της παρ. 2 του άρθρου 84 του Συντάγματος, προβλέπεται η δυνατότητα του λαού να επιβάλλει την προκήρυξη δημοψηφίσματος για κρίσιμα εθνικά θέματα μετά από αίτηση πεντακοσίων χιλιάδων πολιτών που έχουν εκλογικό δικαίωμα και, για ψηφισμένα νομοσχέδια που ρυθμίζουν σοβαρό κοινωνικό ζήτημα - εκτός από τα δημοσιονομικά-, μετά από αίτηση ενός εκατομμυρίου (!) πολιτών. Προκειμένου δε να κατανοήσουμε τα νούμερα, αξίζει να σημειωθεί ότι στην πρόταση του ΠΑΣΟΚ το έτος 2006 για τη συνταγματική αναθεώρηση, ο προτεινόμενος αριθμός των πολιτών που θα μπορούσαν να προτείνουν τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος ήταν 5% του εκλογικού σώματος (δεδομένου δε ότι το εκλογικό σώμα ανέρχεται σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση του έτους 2015 σε 9.808.760 άτομα, το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σήμερα σε 490.438 άτομα). Συνεπώς η πρόταση της “πρώτης αριστερής κυβέρνησης” θέτει σχεδόν ανυπέρβλητους περιορισμούς στην λαϊκή απαίτηση για τη διενέργεια δημοψηφίσματος, πιο αυστηρούς ακόμα από αυτούς που είχε προτείνει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το οποίο τελικά εισήγαγε τη χώρα σε καθεστώς μνημονίων, φανερώνοντας για ακόμα μια φορά ότι η συνταγματική αναθεώρηση πρόκειται μάλλον για επικοινωνιακό κόλπο. Δεν μπορούμε άλλωστε να μην κάνουμε ιδιαίτερη αναφορά στη ρητή εξαίρεση της δυνατότητας διενέργειας δημοψηφίσματος κατόπιν λαϊκής πίεσης για τα δημοσιονομικά ζητήματα (γιατί προφανώς ο περιορισμός του 1.000.000 υπογραφών δεν κρίθηκε αρκετά ικανοποιητικός), ο οποίος αποτελεί ευθεία και αδιαμφισβήτητη δήλωση δέσμευσης στα ψηφισμένα μνημόνια.

Επιπλέον, με τις προτεινόμενες τροποποιήσεις γίνονται προσπάθειες να ισχυροποιηθεί η εκτελεστική εξουσία, με τη δυσχερέστερη διάλυση της βουλής. Ειδικότερα μέχρι σήμερα προβλέπεται πως, αν δεν επιτευχθεί ούτε στην τρίτη κατά σειρά ψηφοφορία η αυξημένη πλειοψηφία που απαιτείται για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, η βουλή διαλύεται και προκηρύσσονται εκλογές. Στην προτεινόμενη παράγραφο 4 του άρθρου 32 του Συντάγματος προβλέπεται όμως ότι “Αν δεν επιτευχθεί ούτε και στην τρίτη ψηφοφορία η αυξημένη πλειοψηφία, οι ψηφοφορίες επαναλαμβάνονται ανά μήνα μέχρις ότου επιτευχθεί η πλειοψηφία των τριών πέμπτων ή μέχρι τη συμπλήρωση εξαμήνου από την έναρξη της διαδικασίας εκλογής. Μετά την παρέλευση του εξαμήνου, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται μεταξύ των δύο προσώπων που πλειοψήφησαν στην τελευταία ψηφοφορία, με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν εκλογικό δικαίωμα, όπως νόμος ορίζει.” Πέραν του προφανούς σκοπού της διάταξης, δηλαδή την αποφυγή της διάλυση της βουλής και την προστασία του εκάστοτε κυβερνητικού σχήματος, αυτή αντικατοπτρίζει και τον ερασιτεχνισμό της επιτροπής που συνέταξε τις προτεινόμενες τροποποιήσεις, καθώς, ούτε λίγο ούτε πολύ, συνεπάγεται ότι οι διαδικασίες για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας θα πρέπει να ξεκινούν τουλάχιστον οκτώ μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του.

Επιπλέον η προσθήκη στην παρ. 1 του άρθρου 54 ότι “Για την εκλογή βουλευτών εφαρμόζεται αναλογικό εκλογικό σύστημα.” δεν προσφέρει κάποια καινοτομία στο μέχρι σήμερα εκλογικό σύστημα της χώρας, αφού, όπως είναι γνωστό, και το σημερινό εκλογικό σύστημα αναλογικό θεωρείται. Με βάση όλη τη λογική που διαπερνά τις προτεινόμενες ρυθμίσεις, η οποία είναι ξεκάθαρα προεκλογική και ψηφοθηρική, εγείρονται σοβαρές αμφιβολίες ως προς το εάν η ερμηνευτική δήλωση “Εκλογικό σύστημα θεωρείται αναλογικό, εφόσον το τελικό ποσοστό κατανομής των βουλευτικών εδρών δεν αποκλίνει περισσότερο από δέκα τοις εκατό από το αντίστοιχο ποσοστό ψήφων που έλαβε κάθε συνδυασμός στο σύνολο της Επικράτειας. Επιτρέπεται η θέσπιση ελάχιστου ορίου ποσοστού ψήφων για την εκλογή βουλευτών, εφόσον αυτό δεν υπερβαίνει το τρία τοις εκατό.” θα παραμείνει ως έχει μέχρι το τέλος.

Άλλη μία διάταξη που μέχρι τη σύνταξη του παρόντος έχει μείνει ασχολίαστη στο δημόσιο διάλογο που έχει ξεκινήσει σχετικά με τη συνταγματική αναθεώρηση, είναι η πρόταση για τη  μετατροπή του πρώτου εδαφίου της πρώτης παραγράφου του άρθρου 62 του Συντάγματος από “Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος.” σε “Όσο διαρκεί η βουλευτική περίοδος και για αδικήματα που σχετίζονται άμεσα με την άσκηση των καθηκόντων του, ο βουλευτής δεν διώκεται ούτε συλλαμβάνεται ούτε φυλακίζεται ούτε με άλλο τρόπο περιορίζεται χωρίς άδεια του Σώματος.”. Πρόκειται για άλλη μία διάταξη που διαγράφει με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την προχειρότητα με την οποία συντάχθηκε η κυβερνητική πρόταση  για τη συνταγματική αναθεώρηση και την παντελή έλλειψη μελέτης των επιπτώσεων που μπορεί να έχουν οι προτεινόμενες τροποποιήσεις των συνταγματικών άρθρων. Τούτο καθώς, χωρίς σε καμία περίπτωση να θεωρούμε ότι υπήρξε σχετική πρόθεση από την κυβέρνηση, εντούτοις η προτεινόμενη διατύπωση αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο άσκησης κεκαλυμμένων πολιτικών διώξεων σε βάρος αγωνιστών βουλευτών. Πράγματι μία τέτοια διάταξη συνεπάγεται ότι ένας βουλευτής θα μπορεί να δικαστεί και να καταδικαστεί για μια σειρά αδικημάτων, φαινομενικά (ή ακόμα και ουσιαστικά) άσχετων με το λειτούργημά του, χωρίς να ακολουθηθεί η προβλεπόμενη διαδικασία στη βουλή, η οποία, πέρα από το πρακτικό κομμάτι της παροχής άδειας από το σώμα προκειμένου να κινηθεί η ποινική δίωξη, εμπεριέχει και το κομμάτι του δημόσιου διαλόγου και γενικότερα της δημοσιοποίησης του ζητήματος. Τέτοιες παρεμβάσεις απαιτούν τη μέγιστη προσοχή σε μία χώρα που οι πολιτικές διώξεις σε βάρος της Αριστεράς έχουν αποτελέσει σημαντικό εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης.

 

Ν. Μάρκου

 

 

Η επιτάχυνση της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος από την κυβέρνηση έχει άμεση σχέση με τη μακρά προεκλογική περίοδο στην οποία έχουμε μπει. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζοντας ότι η επίδοση του κόμματος στις εκλογές εξαρτάται από το βαθμό κινητοποίησης της εκλογικής του βάσης, δηλαδή από το αν οι ψηφοφόροι του Σεπτεμβρίου του 2015 θα πάνε στην κάλπη ή θα προτιμήσουν να μείνουν σπίτι τους, προσπαθεί να ενισχύσει το αριστερό της προφίλ.

 

Οι προτάσεις της κυβέρνησης για τις αλλαγές στο Σύνταγμα, φυσικά δεν θίγουν τις «ιερές αγελάδες» της αστικής εξουσίας, όπως η προστασία της ιδιοκτησίας, το αφορολόγητο των κεφαλαίων εξωτερικού , και τα προνόμια της ορθόδοξης εκκλησίας. Αυτές οι διατάξεις, αποτελούν τον «σκληρό πυρήνα» της αστικής δημοκρατίας, καθώς έχουν άμεση σχέση με τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης  όπως και με την προστασία της δεσπόζουσας μερίδας της αστικής τάξης και δεν πρόκειται βέβαια να αλλάξουν με πρωτοβουλία μιας αστικής κυβέρνησης   Επιπλέον, όπως προκύπτει από την ανάλυση των κυβερνητικών προτάσεων που γίνεται παρακάτω, αυτές δεν οδηγούν σε αλλαγές τις οποίες μπορεί να αξιοποιήσει η εργατική τάξη και το κίνημά της. Η πρόσφατη εμπειρία άλλωστε δείχνει ότι το αστικό πολιτικό προσωπικό υπερασπίζεται λυσσαλέα τις συνταγματικές διατάξεις που προστατεύουν τα αστικά συμφέροντα και δεν έχει κανένα πρόβλημα να παραβιάσει άρθρα του Συντάγματος που υποτίθεται ότι προστατεύουν τις καταπιεζόμενες τάξεις.

 

Οι κυβερνητικές προτάσεις κινούνται σε τρία βασικά πεδία, χωρίς να καταφέρνουν να συγκροτήσουν μια συνολική πρόταση άξια στήριξης από το εργατικό κίνημα.