[2017-03-29] Είναι η διαγραφή του χρέους, ηλίθιε! Σχόλιο για την «πιο τεκμηριωμένη μελέτη» των Λαπαβίτσα, Μαριόλη και Σία (Β. Θεοφανόπουλος)

 Μια από τις λίγες θετικές παρακαταθήκες της προηγούμενης περιόδου, είναι ο στόχος της «διαγραφής του χρέους». Κάθε πολιτική δύναμη ή διανοούμενος που θέλει να προτείνει ένα φιλολαϊκό πρόγραμμα, είναι αναγκασμένος να αναφερθεί σε αυτό το σύνθημα. Ανεξάρτητα από το τι εννοεί ή τι καταλαβαίνει όποιος το χρησιμοποιεί, το γεγονός ότι κανείς δεν μπορεί να το προσπεράσει ή να το αγνοήσει, αποτελεί μια μικρή –αλλά σημαντική– νίκη της λογικής απέναντι στον ανορθολογισμό που κυριαρχεί στη δημόσια συζήτηση, συμπεριλαμβανομένων και των χώρων της Αριστεράς.

Αυτή η παρακαταθήκη, είναι σημαντική για να τραβηχτούν δυνάμεις και αγωνιστές στην επαναστατική πάλη, ξεπερνώντας τα σημερινά πολιτικά σχήματα που έδειξαν ότι καμία επαναστατική διάθεση δεν έχουν.

Καμία πολιτική πρόταση λοιπόν –που διακηρύττει ότι θέλει να υπηρετήσει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης– δεν μπορεί να σταθεί, αν δεν ασχοληθεί με το ζήτημα του χρέους. Η διαγραφή του χρέους δεν είναι ένα απλό σύνθημα ή ένα συνδικαλιστικό αίτημα. Είναι ένας πολιτικός στόχος που η υλοποίησή του έχει εκρηκτικές συνέπειες. Η παύση πληρωμών και η μη αναγνώριση του χρέους –εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία– είναι μια πράξη πολέμου απέναντι στους εγχώριους και τους διεθνείς κεφαλαιοκράτες που καταστρέφει κεφάλαια αξίας 300 δισ. ευρώ.

Οι συνέπειες μιας τέτοιας «πολεμικής» πράξης είναι κατακλυσμιαίες: Η αξία των χρεογράφων που έχει εκδώσει το ελληνικό κράτος μηδενίζεται. Κρατικά κεφάλαια των ευρωπαϊκών κρατών καταστρέφονται. Τα κεφάλαια που έχουν δανειστεί οι ελληνικές τράπεζες μέσω του ELΑ με ενέχυρο τέτοια χρεόγραφα μένουν ακάλυπτα, με αποτέλεσμα το εγχώριο τραπεζικό σύστημα να οδηγείται σε χρεοκοπία και αποκοπή από το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Η κυβέρνηση που έχει διαγράψει το χρέος, οφείλει άμεσα να κρατικοποιήσει το τραπεζικό σύστημα χωρίς αποζημίωση. Η κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος συνεπάγεται ότι τίθεται υπό κρατική ιδιοκτησία ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας (εταιρείες που ελέγχουν οι τράπεζες ή που έχουν χρέη στις τράπεζες).

Αυτές οι πράξεις δήμευσης ιδιωτικής ιδιοκτησίας, μαζί με την καταστροφή – διαγραφή κρατικών κεφαλαίων των ευρωπαϊκών κρατών, οδηγούν σε μετωπική σύγκρουση με την αστική τάξη της χώρας, καταργώντας τα προνόμιά της και παραβιάζοντας το σύνταγμα που προστατεύει αυτά τα προνόμια. Ουσιαστικά, μια τέτοια πράξη μπορεί να υλοποιηθεί μόνο από μια επαναστατική κυβέρνηση στα πλαίσια της επαναστατικής διαδικασίας.

Ο στόχος της διαγραφής του χρέους, μπορεί να υλοποιηθεί μόνο με την εργατική σοσιαλιστική επανάσταση. Είναι στόχος του επαναστατικού προγράμματος και δεν είναι συμβατός με τις ρεφορμιστικές αυταπάτες όσων αναζητούν έναν τρίτο δρόμο εντός του συστήματος, αλλά ούτε και με τις κινηματίστικες δοξασίες όσων θέλουν «να αλλάξουν τον κόσμο χωρίς να πάρουν την εξουσία». Όλοι αυτοί όμως, είναι αναγκασμένοι να πουν κάτι για το ζήτημα του χρέους αν θέλουν να τους πάρουν στα σοβαρά, καθώς είναι πλέον πλατιά κατανοητό, ότι δεν μπορεί να υπάρξει προγραμματική πρόταση χωρίς να προτείνει λύση σε αυτό το ζήτημα.

Αυτό είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει και η ομάδα Λαπαβίτσα (ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΤΥΟ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ –ΕΔΕΚΟΠ), η οποία παρουσίασε πρόσφατα αυτό που διαφημίστηκε από τους ίδιους σαν το «πιο τεκμηριωμένο πρόγραμμα». Η πρότασή τους δεν είναι επαναστατική, δεν θίγει την ιδιωτική ιδιοκτησία, ούτε επιδιώκει την ανατροπή του αστικού καθεστώτος. Παρ’ όλ’ αυτά, είναι κι αυτοί αναγκασμένοι να προτείνουν κάτι που μοιάζει με διαγραφή χρέους. Και πράγματι το κάνουν, χωρίς ιδιαίτερη προθυμία ωστόσο, όπως φαίνεται από την έκταση που καταλαμβάνουν τα σχετικά χωρία στις 105 σελίδες του κειμένου «Η αποτυχία της ευρωζώνης. Προτάσεις οικονομικής πολιτικής για την ανάκαμψη της Ελλάδας».

Στην αρχική περίληψη του κειμένου, θα βρούμε τη φράση: «Τέλος, η στάση πληρωμών του δημοσίου χρέους και το αίτημα για βαθιά διαγραφή του, θα γλιτώσει ένα σημαντικό όγκο πόρων σε ετήσια βάση, απελευθερώνοντας ταυτόχρονα τη χώρα από τα πολιτικά δεσμά της εξυπηρέτησης του χρέους», η οποία δείχνει την κατεύθυνση που προτείνουν, δηλαδή τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, προς τους οποίους προφανώς απευθύνεται το «αίτημα για βαθιά διαγραφή». Ακόμα κι έτσι όμως, «η στάση πληρωμών» είναι μια επιθετική ενέργεια απέναντι στους δανειστές, με τις συνέπειες που περιγράφηκαν πιο πάνω (μηδενισμός της αξίας των ομολόγων κλπ.), οπότε θα ήταν λογικό να περιμένουμε κάποιο τμήμα της εν λόγω μελέτης που να εκτιμά ποιες θα είναι οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες της στάσης πληρωμών, που οι συντάκτες της μελέτης προτείνουν.

Στο βασικό σώμα του κειμένου, διαβάζουμε ότι: «Η απόφαση για αναστολή των εξωτερικών πληρωμών, θα καταστήσει άμεσα ληξιπρόθεσμο το δημόσιο χρέος και συνεπώς η Ελλάδα δεν θα μπορέσει να εξοφλήσει τα ομόλογα που κατέχει η ΕΚΤ, ούτε να αποπληρώσει τα δάνεια του ΔΝΤ. Τα χρέη προς τον ΕΤΧΣ, τον ΕΜΣ και άλλες διμερείς/πολυμερείς οφειλές που προκύπτουν από τα προγράμματα «διάσωσης» έχουν μια μεγάλη περίοδο χάριτος. Αφού οι οφειλές καταστούν ληξιπρόθεσμες, η Ελλάδα θα πρέπει να κοινοποιήσει αίτημα για τη σύγκληση διεθνούς διάσκεψης για τη ρύθμιση του χρέους, και τη σημαντική διαγραφή μέρους του αρχικού κεφαλαίου.» (Σελ. 74, σημείο 4)

Εδώ, οι συντάκτες του κειμένου μας λένε με περίτεχνο και επιτηδευμένα καθησυχαστικό τρόπο, ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια «μερική» παύση πληρωμών, στα δάνεια του ΔΝΤ και της ΕΚΤ, αφού τα άλλα έχουν μεγάλη περίοδο χάριτος. Το ότι οι πιστωτές που βρίσκονται πίσω από την ΕΚΤ είναι οι ίδιοι που δανείζουν την Ελλάδα μέσω του ΕΤΧΣ και του ΕΜΣ, μάλλον θεωρείται μια ασήμαντη λεπτομέρεια. Πώς θα αντιδράσουν οι δανειστές; Στη διεθνή διάσκεψη που θα ζητήσει η Ελλάδα, ποιο χρέος θα συζητηθεί; Αυτό για το οποίο έγινε στάση πληρωμών ή το σύνολο του χρέους; Με τα υπόλοιπα χρέη τι θα συμβεί; Με τα έντοκα γραμμάτια που εκδίδει το δημόσιο τι γίνεται; Σε αυτά τα ερωτήματα δεν θα βρούμε καμία απάντηση. Και με τα δάνεια από τον ELA τι γίνεται; Αυτό είναι το μόνο ερώτημα με το οποίο οι συντάκτες του κειμένου καταδέχονται να ασχοληθούν:

«Ωστόσο, είναι απαραίτητη η προσεκτική νομική εκτίμηση των υποχρεώσεων αποπληρωμής προς το Ευρωσύστημα, καθώς και προς τον μηχανισμό Έκτακτης Ενίσχυσης Ρευστότητας (ELA).» (Σελ. 75 σημείο 11)

Και όποιος κατάλαβε, κατάλαβε. Και με αυτήν την περισπούδαστη και άνευ νοήματος έκφραση, ολοκληρώνονται οι αναφορές στο ζήτημα της διαγραφής του χρέους, έχοντας καταλάβει κάτι περισσότερο από 10 γραμμές κειμένου σε μια μελέτη 105 σελίδων.

Το συμπέρασμα από αυτές τις 10 γραμμές είναι ότι οι συντάκτες του κειμένου, είτε δεν θεωρούν ιδιαίτερα σημαντικό το ζήτημα της διαγραφής του χρέους και θα ήταν πιο τίμιο να το πούνε καθαρά1 είτε αντιλαμβάνονται ότι η διαγραφή του χρέους οδηγεί σε επικίνδυνες επαναστατικές ατραπούς, τις οποίες αποστρέφονται μετά βδελυγμίας ως πούροι κεϋνσιανοί και γι’ αυτό προσπαθούν να υποβαθμίσουν το θέμα.

Στην ουσία, οι συγγραφείς του κειμένου, είναι αναγκασμένοι να ασχοληθούν με το χρέος, γιατί απλά δεν γίνεται αλλιώς, αλλά είτε αδυνατούν είτε δεν θέλουν να απαντήσουν το ζήτημα. Επιλέγουν τελικά να αγνοήσουν επιδεικτικά την πραγματικότητα, ξεπετώντας το ζήτημα με μερικές πρόχειρες φράσεις ελπίζοντας ότι δεν θα τους πάρει κανείς χαμπάρι. Και συνεχίζουν ακάθεκτοι για να μας παρουσιάσουν το «πιο τεκμηριωμένο σχέδιο» αραδιάζοντας μερικές δεκάδες σελίδες που αφορούν μια κατάσταση που δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει στην πραγματικότητα, εκτός ίσως από την πραγματικότητα που έχουν στο κεφάλι τους οι συγγραφείς.

Έτσι, η μελέτη αυτή αδυνατώντας να απαντήσει τα απολύτως βασικά ζητήματα, βρίσκεται στο κενό και αποτελεί ένα άχρηστο κείμενο που θα μπορούσε να είναι μια νοητική άσκηση ή μια ακαδημαϊκή εργασία –απάντηση σε ερώτημα του τύπου: «Ο Άγιος Βασίλης φέρνει δώρο 200 δισ. για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους. Τι πρέπει να γίνει μετά από αυτό το γεγονός για να αναπτυχθεί η οικονομία;»

Συνοψίζοντας: Οι συντάκτες της «πιο τεκμηριωμένης», προτείνουν ένα σχέδιο που θα υλοποιηθεί αναίμακτα και χωρίς μεγάλες συγκρούσεις, σύμφωνα με το οποίο το ελληνικό κράτος θα κάνει μερική στάση πληρωμών και θα διαπραγματευθεί κατόπιν το χρέος, πετυχαίνοντας τη βαθιά διαγραφή του. Το ενδεχόμενο να αποτύχει παταγωδώς αυτή η στρατηγική ούτε καν εξετάζεται, ενώ η στρατηγική της μονομερούς διαγραφής, δηλαδή της μη αναγνώρισης του χρέους από μεριάς του ελληνικού κράτους, αποκλείεται εντελώς –μια και δεν αναφέρεται καν. Οι παράμετροι και οι πολιτικές και οικονομικές συνέπειες ακόμα και αυτής  της «κουτσής» στάσης πληρωμών, ούτε καν εξετάζονται. Κανένα σχέδιο όμως –που να υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα– δεν μπορεί να υπάρξει αν δεν απαντάει σε αυτά τα βασικά ζητήματα και κατά συνέπεια το «σχέδιο» της ομάδας Λαπαβίτσα βρίσκεται στον αέρα και αφορά φαντασιακές καταστάσεις που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι, η συζήτηση γύρω από τις υπόλοιπες παραμέτρους του «σχεδίου» δεν έχει κανένα νόημα. Υπάρχουν ωστόσο, δύο βασικές ιδέες του κειμένου που αφορούν τη γενικότερη συζήτηση και γι’ αυτό αξίζει να σχολιαστούν.

 

Οι αιτίες της κρίσης και η χρεοκοπία του κεϋνσιανισμού

 Το εν λόγω κείμενο δεν φαίνεται να αναγνωρίζει τη διεθνή καπιταλιστική κρίση, στην οποία δεν κάνει καμία αναφορά, αλλά γράφει για κρίση της ευρωζώνης. Αποδίδει την κρίση στην κατάρρευση των επενδύσεων: «Η κατάρρευση ή αδυναμία των επενδύσεων είναι η σημαντικότερη αιτία των ισχνών οικονομικών επιδόσεων της ΟΝΕ τα τελευταία χρόνια.»  (Σελ. 44), αλλά αδυνατούν να εξηγήσουν την αιτία αυτής της κατάρρευσης για την ΟΝΕ. Όμως στην περίπτωση της Ελλάδας, φαίνεται να βρίσκουν τη λύση, εξηγώντας ότι η κατάρρευση των επενδύσεων οφείλεται στην έλλειψη ρευστότητας: «Η έλλειψη εξωτερικού δανεισμού εκφράστηκε με μια πρωτοφανή κατάρρευση των επενδύσεων…» (Σελ. 47).

Καταλήγουν έτσι σε μια λογική αντίφαση. Οι επενδύσεις στην Ελλάδα, πνίγονται από την έλλειψη ρευστότητας, όμως στην ευρωζώνη που δεν υπάρχει τέτοιο πρόβλημα με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης γιατί συμβαίνει το ίδιο;

Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση των επενδύσεων συμβαίνει παγκόσμια και όχι μόνο στην ευρωζώνη, όπως φαίνεται από το διάγραμμα. Και δεν οφείλεται στην έλλειψη ρευστότητας, αλλά στην αιτία όλων των κρίσεων, που οι μη μαρξιστές οικονομολόγοι –σαν τους συντάκτες της εν λόγω μελέτης– αδυνατούν να παραδεχθούν: την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Γι’ αυτό και τα κεφάλαια που διοχετεύθηκαν από προγράμματα ποσοτικής χαλάρωσης σε ΗΠΑ και ΕΕ δεν κατευθύνθηκαν σε παραγωγικές επενδύσεις που έχουν χαμηλά ποσοστά κέρδους, αλλά σε χρεόγραφα των αναπτυσσόμενων χωρών, (αυξάνοντας τελικά το χρέος αυτών των χωρών), σε χρηματιστήρια των αναδυόμενων αγορών και σε αγορές ίδιων μετοχών από τις μεγάλες εταιρείες.

Ο βασικός λόγος λοιπόν, που οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι δεν μπορούν να σχεδιάσουν μια αξιόπιστη λύση, είναι ότι αδυνατούν να συλλάβουν την πραγματικότητα της κρίσης κι επιμένουν σε παρωχημένες ιδεοληψίες.

 

Διάγραμμα: Επενδύσεις επιχειρήσεων σε δομές, εξοπλισμό, και πνευματική ιδιοκτησία. Σταθερή επένδυση εξαιρουμένης της κατοικίας, μεταβολή μετά την έναρξη κάθε κρίσης, προσαρμοσμένη για πληθωρισμό και εποχικότητα. Κάθε διαφορετικό χρώμα δείχνει την εξέλιξη των επενδύσεων από την έναρξη μιας κρίσης (αναφέρονται οι κρίσεις του 1960, 1969, 1973, 1980, 1981, 1990, και 2007-8) στο χρονικό διάστημα που ακολουθεί (σε έτη). Όπως φαίνεται η κρίση που ξεκίνησε το 2007 (κίτρινο χρώμα) δεν έχει οδηγήσει σε μια γρήγορη ανάκαμψη των επενδύσεων. Οκτώ χρόνια μετά, το ποσοστό των επενδύσεων παραμένει πολύ χαμηλό. Παραμένει έτσι η πιο αργή ανάκαμψη από οποιαδήποτε άλλη μεταπολεμική κρίση.

 

Έχει νόημα η συζήτηση για την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος;

Η μελέτη της ομάδας Λαπαβίτσα, υποστηρίζει την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα και την μετέπειτα υποτίμηση του με το επιχείρημα ότι «Καταδεικνύεται ότι η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα έχει έντονα ευεργετική επίδραση στις διεθνείς συναλλαγές της Ελλάδας.» όπως διαβάζουμε στην περίληψη του κειμένου.

Η εισαγωγή εθνικού νομίσματος είναι οπωσδήποτε αναγκαστική–παράπλευρη συνέπεια της διαγραφής του χρέους και της σύγκρουσης που αυτή πυροδοτεί. Σε αυτήν την περίπτωση όμως, το νέο νόμισμα χρησιμοποιείται μόνο στο εσωτερικό της χώρας. Καμία άλλη χώρα δεν πρόκειται να δεχτεί πληρωμές σε αυτό. Οι εξωτερικές συναλλαγές της χώρας θα γίνονται με συνάλλαγμα, χρυσό ή ανταλλαγή εμπορευμάτων. Η όποια ισοτιμία του νέου νομίσματος, αφορά τη σχέση με την οποία θα ανταλλάσσονται τα ξένα νομίσματα στο εσωτερικό της Ελλάδας. Επομένως, η όποια αλλαγή ισοτιμίας δεν έχει απολύτως καμία επίδραση στις διεθνείς συναλλαγές της χώρας.

Για να συζητήσουμε για την ισοτιμία του εθνικού νομίσματος και την επίδρασή της στις διεθνείς συναλλαγές, θα πρέπει να θεωρούμε δεδομένο ότι δεν θα έχει διαταραχθεί η θέση της χώρας στο διεθνές σύστημα, θα έχει δηλαδή παραμείνει αναλλοίωτο το status της Ελλάδας στο διεθνές γίγνεσθαι. Όμως, το λογικό είναι ότι μετά από μια βίαιη κίνηση, όπως είναι η μονομερής διαγραφή του χρέους, θα ακολουθήσει μια περισσότερο βίαιη αντίδραση των χωρών που θίγονται από αυτήν τη διαγραφή, που θα πάρει τη μορφή ανοιχτού οικονομικού πολέμου.

Όποιος θέλει να διατηρήσει τη σημερινή κατάσταση με τις διεθνείς συναλλαγές της χώρας να μένουν αδιατάρακτες, δηλαδή να εξακολουθεί να χρησιμοποιούν οι ελληνικές τράπεζες το ευρωπαϊκό σύστημα πληρωμών, να μην υπάρχουν εμπόδια στις εισαγωγές και τις εξαγωγές, να υπάρχουν καλές σχέσεις με τις χώρες της ΕΕ, κλπ, θα πρέπει να ξεχάσει οποιαδήποτε στάση πληρωμών, όπως και κάθε σκέψη για διαπραγμάτευση με στόχο τη «βαθιά διαγραφή» του χρέους, γιατί απλά δεν θα έχει κανένα όπλο σε αυτήν την διαπραγμάτευση.

Και απ’ ότι φαίνεται, οι συγγραφείς της μελέτης αυτής, όχι μόνο θέλουν, αλλά βασίζουν την πρότασή τους στη διατήρηση αυτών των σχέσεων, γι’ αυτό γράφουν ότι: «Η Ελληνική Κεντρική Τράπεζα θα παραμείνει μέλος του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών, ακόμη και μετά την έξοδο από το Ευρωσύστημα.» (Σελ. 75), ότι «Ιδιαίτερη σημασία για μια τέτοια πορεία, θα έχει η συμφωνία για καθεστώς «εξαίρεσης» από την ίδια την ΕΕ, μετά την έξοδο από την ΟΝΕ. Η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να διαπραγματευτεί την εφαρμογή ενός συστήματος «ρητρών εξαίρεσης», για την άσκηση στοχευμένων πολιτικών ανάπτυξης» (Σελ. 72) και διακηρύττουν ότι στόχος τους είναι: «η διασφάλιση μιας μη-εχθρικής στάσης από τους δανειστές προς την Ελλάδα, σχετικά με την στάση πληρωμών του δημοσίου χρέους, τη βαθιά διαγραφή του, καθώς και τη διαγραφή μέρους του αρχικού κεφαλαίου» και «η εξασφάλιση αδιάλειπτης παροχής ρευστότητας από την ΕΚΤ προς τις τράπεζες, για μια περίοδο περίπου ενός έτους»  (Σελ. 71).

Τότε και μόνο τότε, έχει νόημα η συζήτηση για την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος: χωρίς σύγκρουση με τις πιστώτριες χώρες, χωρίς σύγκρουση με τους ντόπιους κεφαλαιοκράτες, χωρίς διαγραφή χρέους.

Το σχέδιο αυτό λοιπόν, έρχεται σε πλήρη αντίθεση με οποιαδήποτε σκέψη ή κίνηση για αμφισβήτηση του δημόσιου χρέους, δηλαδή με οποιαδήποτε παύση πληρωμών ή μονομερή διαγραφή και τελικά έρχεται σε αντίθεση με την ανατροπή του ίδιου του μνημονιακού καθεστώτος. Η πολιτική της υποτιμημένης δραχμής για να ευεργετηθούν οι «διεθνείς συναλλαγές» της χώρας, μπορεί να εφαρμοστεί μόνο σε καθεστώς μνημονίου.

 

Είναι καλό πράγμα η υποτίμηση;

 Οι συγγραφείς της μελέτης γράφουν ότι «Η υποτίμηση θα δράσει ως μοχλός ζωτικής σημασίας για τις ελληνικές επιχειρήσεις στην ανάκτηση της εγχώριας αγοράς και την επέκταση των εξαγωγών, δεδομένου ότι θα αποτελέσει φραγμό στις εισαγωγές» (Σελ. 76, σημείο 16).

Σε αυτό έχουν δίκιο. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Τελικά, η υποτίμηση είναι απλά ένα κόλπο ή μήπως κάποιος θίγεται από αυτήν;

Ας δούμε ένα απλό αριθμητικό παράδειγμα. Υποθέτουμε ότι ένας επιχειρηματίας εξάγει ένα προϊόν που πουλιέται στο εξωτερικό 10 ευρώ. Και ας υποθέσουμε ότι το κόστος παραγωγής του προϊόντος είναι 9 ευρώ από τα οποία τα 3 πηγαίνουν σε μισθούς, τα 3 σε πρώτες ύλες που αγοράζονται από το εσωτερικό της χώρας και τα άλλα 3 σε πρώτες ύλες που εισάγονται από το εξωτερικό. Υποθέτουμε λοιπόν, ότι πάμε στη δραχμή με αρχική ισοτιμία 1δραχμή = 1 ευρώ και την επόμενη μέρα η δραχμή υποτιμάται κατά 50 % και η ισοτιμία γίνεται 1 ευρώ = 1,5 δραχμή. Ο επιχειρηματίας του παραδείγματος, θα εξακολουθεί να εισπράττει 10 ευρώ για κάθε μονάδα προϊόντος που πουλάει (μια και πουλάει στο εξωτερικό), θα εξακολουθήσει να πληρώνει 3 ευρώ για τις πρώτες ύλες που αγοράζει από το εξωτερικό, αλλά θα πληρώνει μόνο 3 δραχμές = 2 ευρώ για μισθούς και μόνο 3 δραχμές = 2 ευρώ για πρώτες ύλες που αγοράζει στο εσωτερικό. Κι επειδή, οι συμπατριώτες του επιχειρηματία που τον προμηθεύουν με πρώτες ύλες, μπορούν –και θα το κάνουν– να αυξήσουν τις τιμές τους, θα πληρώνει σε λίγο καιρό 3 ευρώ και για τις πρώτες ύλες που αγοράζει μέσα από τη χώρα. Οι μόνοι που δεν μπορούν να αυξήσουν τις τιμές πώλησης του προϊόντος που πουλάνε, είναι οι εργαζόμενοι που πουλάνε την εργατική τους δύναμη.

Έτσι, ο επιχειρηματίας μας, μειώνει τελικά το κόστος παραγωγής κατά 1 ευρώ, το οποίο προέρχεται από τα λιγότερα ευρώ που πληρώνει σε εργατικούς μισθούς. Έτσι, μπορεί είτε να μειώσει την τιμή του προϊόντος του και να γίνει πιο ανταγωνιστικός είτε να αυξήσει το κέρδος του, το οποίο προέρχεται από τη μείωση του εργατικού μισθού.

Αυτός είναι λοιπόν ο λόγος, που ενισχύονται οι εξαγωγές με την υποτίμηση: ΜΕΙΩΝΕΤΑΙ Ο ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΜΙΣΘΟΣ!!!

Και αυτό πρέπει να το καταλάβουν και διάφοροι ανεγκέφαλοι στην Αριστερά, που νομίζουν ότι η υποτίμηση είναι απλά ένα κολπάκι με τις ισοτιμίες. Ένα πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα γι’ αυτό βρίσκουμε στο επίσημο site της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπου στο ask antarsya διαβάζουμε: «Με συναλλαγματικά αποθέματα της τάξης των 75 δισ. ευρώ η υποτίμηση θα είναι της τάξης του 25%. Η ισοτιμία από μόνη της μπορεί να ενισχύσει τις εξαγωγές και να βοηθήσει στην υποκατάσταση εισαγωγών ειδικά στα αγροτικά προϊόντα.». Αυτοί που το έγραψαν αυτό, είναι προφανώς στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα οποία δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να κατηγορηθούν ότι έχουν οποιαδήποτε πρόθεση να προτείνουν μείωση των μισθών. Αυτό για το οποίο μπορούν να κατηγορηθούν είναι για ανίατη χαζομάρα, γιατί τελικά αυτό ακριβώς προτείνουνε. Και το ότι, η πρόταση περί υποτίμησης κυκλοφορεί στους χώρους της Αριστεράς, σαν να μην τρέχει τίποτε –πέρα από το ότι δείχνει προγραμματική κατάντια και την επίδραση του ρεφορμισμού– επιτρέπει στην ομάδα του ΕΔΕΚΟΠ να χτίζει μια ολόκληρη πρόταση με κεντρικό σημείο μια αντεργατική πρόταση μείωσης των εργατικών μισθών.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι οι συγγραφείς της μελέτης για να ενισχύσουν τα επιχειρήματά τους, διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα με τον ισχυρισμό ότι οι εξαγωγές της Ελλάδας δεν ενισχύθηκαν την περίοδο του μνημονίου. Στη σελίδα 29 γράφουν ότι: «Όπως φαίνεται στο Διάγραμμα 6, στην περίπτωση της Ελλάδας, όπου η προσαρμογή ήταν η πλέον βίαιη, οι εξαγωγές δεν έδειξαν κανένα δυναμισμό», όμως αναφέρονται σε ένα διάγραμμα στο οποίο οι ελληνικές εξαγωγές φαίνονται να ανεβαίνουν από 20% του ΑΕΠ το 2009 στο 30 % του ΑΕΠ το 2014!!

Και παρακάτω επιμένουν ότι: «Η ισχυρή εσωτερική υποτίμηση (εκτιμάται, σε διάφορες μελέτες, ότι, κατά την περίοδο 2009-2013, οι μέσοι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν κατά 24%) δεν οδήγησε σε ευσταθή και σημαντική άνοδο των εξαγωγών. Μάλιστα, σε σταθερές τιμές του έτους 2010, οι εξαγωγές μειώθηκαν κατά 3,3%, οι εισαγωγές μειώθηκαν κατά 15,5%, ενώ το μερίδιο των εξαγωγών της ελληνικής οικονομίας στις παγκόσμιες εξαγωγές μειώθηκε κατά 9,4% (σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας).»

Ωστόσο, τίποτα τέτοιο δεν προκύπτει από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Αντίθετα, φαίνεται ότι σε σταθερές τιμές του 2010, οι εξαγωγές αυξάνονται κατά 12 % μεταξύ 2010 και 2015 (όχι μόνο ως ποσοστό του ΑΕΠ -το οποίο έχει συρρικνωθεί στα χρόνια της κρίσης- αλλά και σε απόλυτα νούμερα).

I. Τρέχουσες τιμές

2010

2011*

2012*

2013*

2014*

2015*

Αγαθά

55.988

54.826

52.566

50.457

52.280

47.475

Υπηρεσίες

13.465

12.064

10.787

9.458

9.891

8.347

Εισαγωγές

69.452

66.889

63.353

59.915

62.171

55.821

   εκ των οποίων

 

 

 

 

 

 

   Δαπάνες μονίμων κατοίκων στην αλλοδαπή

2.156

2.267

1.844

1.835

2.076

2.025

Αγαθά

23.433

26.833

29.932

29.828

30.091

28.925

Υπηρεσίες

26.525

26.033

24.913

25.007

27.746

27.149

Εξαγωγές

49.958

52.866

54.845

54.835

57.837

56.074

   εκ των οποίων

 

 

 

 

 

 

   Δαπάνες μη μονίμων κατοίκων στην οικονομική επικράτεια

9.611

10.505

10.442

12.152

13.393

14.194

Ισοζύγιο εξαγωγών - εισαγωγών

-19.495

-14.024

-8.508

-5.081

-4.333

253


Τα στοιχεία δείχνουν ότι τα οφέλη που θα μπορούσε να προσφέρει η υποτιμημένη δραχμή στις εξαγωγές, έχουν ήδη πραγματοποιηθεί με την Ελλάδα μέσα στην ευρωζώνη μέσω της εσωτερικής υποτίμησης.

Κι αυτό γιατί η υποτίμηση του νομίσματος που προτείνουν ο Λαπαβίτσας και η ομάδα του, όπως και η εσωτερική υποτίμηση στα χρόνια του μνημονίου, έχει έναν κοινό παρανομαστή: τη μείωση των εργατικών μισθών.

 

Η αστική τάξη φοβάται την επιστροφή στη δραχμή,

αλλά όχι τη συζήτηση για την επιστροφή στη δραχμή

 Η «πιο τεκμηριωμένη μελέτη» του Λαπαβίτσα και του ΕΔΕΚΟΠ εμφανίστηκε μια περίοδο στην οποία η συζήτηση για την έξοδο από το ευρώ είχε αναζωπυρωθεί. Η αναζωπύρωση αυτή δεν είναι κάτι περίεργο. Η αποφυγή της άτακτης χρεοκοπίας, χάρη στα μνημόνια, μπορεί να διέσωσε την κυριαρχία και τα προνόμια της αστικής τάξης, οδήγησε όμως σε καταστροφή των κοινωνικών συμμαχιών της και σε αυξανόμενη πίεση από τους δανειστές. Η πίεση αυτή έχει αποτέλεσμα να συρρικνώνεται διαρκώς η εσωτερική αγορά, αλλά και να χάνουν οι έλληνες κεφαλαιοκράτες μερίδια ισχύος, όπως συνέβη π.χ. με την απώλεια των επενδύσεων του τραπεζικού συστήματος στο εξωτερικό αρχικά, αλλά και με τη συρρίκνωση των ποσοστών που κατέχουν έλληνες κεφαλαιοκράτες στο μετοχικό κεφάλαιο των τραπεζών στην τελευταία ανακεφαλαιοποίηση. Οι απώλειες αυτές, είναι λογικό να γενούν δεύτερες σκέψεις, ειδικά στα πιο αδύναμα τμήματα της αστικής τάξης.

Όμως, το ότι η συζήτηση για το νόμισμα εμφανίζεται στο προσκήνιο, δεν σημαίνει ότι άλλαξαν οι προτεραιότητες και οι στόχοι των ελλήνων κεφαλαιοκρατών. Η παραμονή στο ευρώ παραμένει βασικός στρατηγικός τους στόχος. Οι αστοί αποστρέφονται την επιστροφή στη δραχμή, αλλά δεν φοβούνται τη συζήτηση για την επιστροφή στη δραχμή. Σε ένα βαθμό, η αναζωπύρωση της συζήτησης, δείχνει ότι ίσως έχουν αρχίσει να προετοιμάζονται για το ενδεχόμενο της στρατηγικής ήττας που θα σηματοδοτεί η έξοδός τους από την ευρωζώνη.

Και σε αυτήν την περίπτωση, ξέρουν πολύ καλά τι θα κάνουν. Θα τσακίσουν ακόμα περισσότερο την εργατική τάξη με την υποτίμηση του νομίσματος. Και όσοι από σήμερα αποθεώνουν την υποτιμημένη δραχμή, παίζουν απλά το ρόλο του χρήσιμου ηλίθιου, που θα μαζέψει και τα πυρά σε μια τέτοια περίπτωση.

Πάντως, τη συζήτηση αυτή ούτε τη φοβούνται ούτε την απαγορεύουνε. Απαγορευμένη είναι η συζήτηση για το συνταγματικά κατοχυρωμένο αφορολόγητο των εφοπλιστών και των κεφαλαίων εξωτερικού, για τα προνόμια της εκκλησίας που απολαμβάνει άφθονο κρατικό χρήμα και φορολογική ασυλία, για τα δισ. ευρώ που πήραν οι τράπεζες, για τις επιδοτήσεις των βιομηχάνων και για τις συμβάσεις των διοδίων που εξακολουθούν να αιμοδοτούν το κατασκευαστικό κεφάλαιο. Απαγορευμένη είναι η συζήτηση για όλα τα προνόμια της αστικής τάξης που διασφάλισε η μνημονιακή πολιτική.

Αυτή την απαγορευμένη συζήτηση πρέπει να τολμήσει να ανοίξει η Αριστερά, αντί να περιορίζεται στο πλαίσιο που της ορίζει η κυρίαρχη τάξη.

 Βασίλης Θεοφανόπουλος

 

 

Σημειώσεις:

1. Ένας εκ των συντακτών της μελέτης, ο Θ. Μαριόλης, σε κείμενο της οικονομικής επιτροπής του Σχεδίου Β πριν μερικά χρόνια, δεν αναφερόταν καθόλου σε διαγραφή χρέους, παρά μόνο σε «παύση πληρωμών σε τόκους και χρεολύσια», έχοντας προφανώς την ακλόνητη πεποίθηση ότι η ανάπτυξη που θα προκύψει με την επιστροφή στη δραχμή, θα είναι εκρηκτική και θα λύσει και το πρόβλημα του χρέους με την αποπληρωμή του.