Από τη μυστικοποίηση της υποτίμησης του νομίσματος στην υποτίμηση της νοημοσύνης των αναγνωστών

Από τη μυστικοποίηση της υποτίμησης του νομίσματος στην υποτίμηση της νοημοσύνης των αναγνωστών και στο εγκώμιο της πολιτικής απλοϊκότητας


Στην απάντησή του σ. Κάβουρα στο άρθρο μου «Κριτικές παρατηρήσεις στο άρθρο των Κάβουρα- Κωνσταντακόπουλου που δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ της 4ης Ιουλίου 2010 με τον τίτλο «Υπάρχει διέξοδος, υπάρχει λύση προς όφελος των εργαζομένων», ο εν λόγω σύντροφος μυστικοποιεί την υποτίμηση του νομίσματος ως μέτρο στήριξης των εξαγωγών, δείχνοντας πως δεν κατανοεί πώς, με ποιο τρόπο, συμβάλλει η υποτίμηση του νομίσματος στην αύξηση των εξαγωγών εμπορευμάτων. Ας τον βοηθήσουμε λοιπόν να καταλάβει πώς η υποτίμηση του νομίσματος μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση των εξαγωγών.


Στην παγκόσμια αγορά η τιμή χ ενός εμπορεύματος ψ καθορίζεται από την τιμή παραγωγής αυτού του εμπορεύματος στη χώρα Α που τροφοδοτεί την παγκόσμια αγορά με τη μεγαλύτερη ποσότητα, με τη μάζα αυτού του εμπορεύματος. Η τιμή χ του εμπορεύματος ψ περιλαμβάνει το κόστος παραγωγής Κ (= σταθερό κεφάλαιο + μεταβλητό κεφάλαιο, δηλ εργατικοί μισθοί) και το μέσο ποσοστό κέρδους κ΄ που αντιστοιχεί στο δοσμένο κόστος παραγωγής και ισούται με κλάσμα που έχει αριθμητή την υπεραξία (υ) και παρονομαστή το κόστος παραγωγής (Κ).


Έτσι

Υποθέτουμε πως στη χώρα Β (π.χ. Ελλάδα) η παραγωγικότητα της εργασίας είναι μικρότερη από αυτή της χώρας Α, με αποτέλεσμα για την παραγωγή μιας μονάδας του εμπορεύματος ψ να ξοδεύεται περισσότερο σταθερό κεφάλαιο απ’ ό,τι στη χώρα Α, και να ενσωματώνεται μικρότερη μάζα υπεραξίας, λόγω μικρότερης εντατικοποίησης της εργασίας. Για να επιτευχθεί λοιπόν στη χώρα Β από την εξαγωγή του εμπορεύματος ψ ένα ποσοστό κέρδους ίδιο με το ποσοστό κέρδους που επιτυγχάνεται από την εξαγωγή του εμπορεύματος ψ στη χώρα Α, πρέπει ή το εμπόρευμα ψ να πωληθεί σε τιμή υψηλότερη του χ, ας πούμε (χ+2), ή να μειωθεί το μεταβλητό κεφάλαιο δηλ. οι εργατικοί μισθοί κατά ποσοστό τόσο που να επιτρέπει την πώληση του εμπορεύματος ψ στην τιμή χ, χωρίς μείωση του κέρδους. Κι επειδή σε συνθήκες διεθνούς ανταγωνισμού και συρρίκνωσης της ζήτησης λόγω κρίσης η πώληση του εμπορεύματος ψ στην τιμή (χ+2) καθίσταται όλο και πιο αδύνατη, το αποτέλεσμα είναι το εμπόρευμα ψ της χώρας Β να μένει στ’ αζήτητα- πράγμα που άμεσα συνεπάγεται μείωση παραγωγής, αύξηση της ανεργίας, μείωση των μισθών στο συγκεκριμένο κλάδο και μαρασμό του, ή πιο μακροπρόθεσμα χρονοβόρες και κοστοβόρες επενδύσεις για την εισαγωγή νέας παραγωγικότερης τεχνολογίας και οργάνωσης της εργασίας.


Όταν η κατάσταση που περιγράψαμε παραπάνω δεν αφορά έναν αλλά πολλούς εξαγωγικούς κλάδους, οι αστικές κυβερνήσεις διευκολύνουν τους κεφαλαιοκράτες εξαγωγείς, προχωρώντας σε υποτίμηση του νομίσματος. Με αυτό τον τρόπο μειώνουν μέσα σε μια νύχτα όλους τους εργατικούς μισθούς σε πανεθνική κλίμακα σε ποσοστό ίσο με αυτό της υποτίμησης του νομίσματος, όχι μονάχα σε σχέση με τα εισαγόμενα καταναλωτικά αγαθά, όπως ισχυρίζεται ο σ. Κάβουρας, αλλά και σε σχέση με τα ντόπια. Έτσι επιτρέπουν στους εξαγωγείς π.χ. του εμπορεύματος ψ να το διαθέσουν στην παγκόσμια αγορά όχι πια στην ακριβή τιμή (χ+2), αλλά στη φθηνότερη αγοραία τιμή χ ή στις ακόμα φθηνότερες τιμές (χ–1), (χ–2) κλπ., χωρίς μείωση των κερδών τους, αφού η μείωση της τιμής του εμπορεύματος καθίσταται δυνατή λόγω της πολύ μεγαλύτερης μείωσης του κόστους παραγωγής που επιφέρει η μείωση των μισθών, δηλ. η μείωση του μεταβλητού κεφαλαίου κατά ποσοστό ίσο ή και μεγαλύτερο από το ποσοστό υποτίμησης του νομίσματος.


Αυτά συμβαίνουν, γιατί, στο εσωτερικό της χώρας, όλοι οι κάτοχοι εισαχθέντων ή ντόπιων εμπορευμάτων, κεφαλαιοκράτες και μη κεφαλαιοκράτες, (πχ. μικροαστοί νοικοκυραίοι που προσφέρουν προς ενοικίαση σπίτια, μαγαζιά, χωράφια κλπ), αμέσως μετά την υποτίμηση του νομίσματος, αυξάνουν μόνοι τους τις τιμές των εμπορευμάτων τους, σε ποσοστό ακόμα και μεγαλύτερο από το ποσοστό της υποτίμησης του νομίσματος. Αντίθετα, οι κάτοχοι του εμπορεύματος εργατική δύναμη, παρά την επιθυμία τους, δεν μπορούν να προχωρήσουν μόνοι τους σε αύξηση των μισθών τους και των ημερομισθίων τους, γιατί, για να επιτευχθεί μια τέτοια αύξηση, απαιτείται την αύξηση αυτή να τη δώσουν οι εργοδότες τους -που φυσικά δεν τη δίνουν!


Όλοι οι εργατοϋπάλληλοι που βιώσαμε τις υποτιμήσεις της δραχμής από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ (1985 και 1998) και τις ενδιάμεσες πληθωριστικές διολισθήσεις της, δεν έχουμε καμιά αμφιβολία για την ορθότητα της παραπάνω ανάλυσης. Επιπλέον, αντιλαμβανόμαστε πως ο σ. Κάβουρας καταφεύγει στο τέχνασμα της ρητορικής "μείωσης", όταν διαπιστώνει ότι η υποτίμηση του νομίσματος απλώς «θα έχει επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη εργατικής τάξης» (και όχι αρνητικές επιπτώσεις). Τέλος, αντιλαμβανόμαστε πως ο σ. Κάβουρας μυστικοποιεί τη σχέση της υποτίμησης του νομίσματος με την άνοδο των εξαγωγών, όταν διατείνεται ότι οι αρνητικές «επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη της εργατικής τάξης» πρέπει να αντισταθμιστούν «με τις αυξήσεις στους μισθούς, στα μεροκάματα και στις συντάξεις, όπως άλλωστε προβλέπεται από το πλαίσιο μέτρων που το ίδιο το άρθρο διακηρύττει».


Σ. Κάβουρα, αν η υποτίμηση του νομίσματος συνοδευτεί από αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, πώς, με ποιο τρόπο, θα γίνει τελικά το θαύμα να μειωθούν οι τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων, χωρίς ταυτόχρονα να μειωθούν και τα κέρδη των εξαγωγέων; Μάλιστα οι τελευταίοι, αν εξαιρεθούν οι κρατικοποιημένες εξαγωγικές επιχειρήσεις όπως τα διυλιστήρια πετρελαίου, θα είναι όλοι τους κεφαλαιοκράτες, πρώτον γιατί το εξαγωγικό εμπόριο είναι χονδρικό εμπόριο και δεν ασκείται από εργαζόμενους μικροαστούς, και δεύτερον γιατί η εργατική (τρομάρα της!) κυβέρνηση που ευαγγελίζεσαι, σ. Κάβουρα, δε θα προχωρήσει, εξ ορισμού σύμφωνα με την αρθρογραφία σου, σε μέτρα επαναστατικά, όπως η επιβολή κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο∙ δε θα προχωρήσει μάλιστα ούτε καν στη λήψη άλλων, συνηθισμένων και μη επαναστατικών μέτρων τόνωσης των εξαγωγών, όπως η κατάργηση οποιασδήποτε φορολογίας που επιβαρύνει την τιμή των εξαγόμενων εμπορευμάτων ή η παροχή επιχορηγήσεων προς τους εξαγωγείς που θα τους επιτρέπουν να μειώνουν τις τιμές των εξαγόμενων εμπορευμάτων τους κατά ποσό ίσο με τις παρεχόμενες επιχορηγήσεις –κάνοντάς τα έτσι πιο ανταγωνιστικά. Και τελικά, σε τι διαφέρει η υποτίμηση του νομίσματος από το ξάφρισμα, τη λεηλασία των καταθέσεων των μικροκαταθετών υπέρ των τραπεζών, κατά ποσοστό ίσο με το ποσοστό της νομισματικής υποτίμησης; (Γιατί οι μεγαλοκαταθέτες, συνήθως, το στρίβουν εγκαίρως και βγαίνουν κερδισμένοι από τις νομισματικές υποτιμήσεις δια της μετατροπής των καταθέσεών τους σε καταθέσεις σε ξένο συνάλλαγμα, σε χρυσό κλπ!)


Η επιβολή του κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο, με αρχικό πυρήνα το μονοπώλιο των εξαγόμενων εμπορευμάτων του κρατικού τομέα, μπορεί να αποσοβήσει αντεργατικά (και αντιαναπτυξιακά σε μη κεφαλαιοκρατικό περιβάλλον) μέτρα όπως η υποτίμηση του νομίσματος, και να επιτρέψει ταυτόχρονα μέτρα, όπως η εξαγωγή εμπορευμάτων με κέρδος χαμηλότερο από το κεφαλαιοκρατικό μέσο κέρδους, και άρα σε τιμές χαμηλότερες από αυτές που επιτρέπει η εξαγωγή των ίδιων εμπορευμάτων σε τιμές που περιέχουν το κεφαλαιοκρατικό μέσο κέρδους. (Υπενθυμίζουμε πως το ποσοστό του μέσου κέρδους είναι το κατώτατο όριο κάτω από το οποίο δε γίνεται ανεκτή από τα ατομικά κεφάλαια η πώληση εμπορευμάτων στον καπιταλισμό, γιατί έτσι, μέσω του ανταγωνισμού, ωθούνται στη χρεοκοπία).


Έναντι των εργαζόμενων μικροαστών που η παραγωγή τους είναι προσανατολισμένη προς τις εξαγωγές, μια επαναστατική κυβέρνηση μπορεί να χρησιμοποιήσει το όπλο των εθνικών επιχορηγήσεων αυτών των εξαγωγών, θέτοντας ταυτόχρονα ως όρο για την καταβολή αυτών των επιχορηγήσεων στους μικροαστούς αποδέκτες τους τη συνένωσή τους σε συνεταιρισμούς. Αυτή η συνένωση σε συνεταιρισμούς, με τις αλλαγές που συνεπάγεται στη μείωση του κόστους παραγωγής μέσω των οικονομιών κλίμακας και της διευκόλυνσης του τεχνολογικού και του οργανωτικού εκσυγχρονισμού της παραγωγής, θ’ αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας, θα μειώσει το κόστος παραγωγής των εμπορευμάτων των εργαζόμενων μικροαστών και θα καταστήσει δυνατή τη διάθεσή τους στην παγκόσμια αγορά σε τιμές ανταγωνιστικότερες από τις σημερινές.


Σε παρόμοια κατεύθυνση επιχορήγησης και συνένωσης μπορεί να κινηθεί μια εργατική επαναστατική κυβέρνηση και έναντι των μικρών και μεσαίων κεφαλαιοκρατών- επιβάλλοντας τους όμως, παράλληλα με την αναγκαστική συνένωση των επιχειρήσεων τους σε μεγαλύτερες μετοχικές εταιρείες, και τον υποχρεωτικό τεχνολογικό εκσυγχρονισμό τους και επιπλέον την καθοριστική συμμετοχή του δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο αυτών των επιχειρήσεων.


Η εμμονή στην υποτίμηση της επανεισηγμένης δραχμής για τόνωση των εξαγωγών (και, όπως διαφημίζεται από πολλούς άλλους, και για την προστασία των ντόπιων εμπορευμάτων από τα φθηνότερα εισαγόμενα εμπορεύματα- αντί της επιβολής πολύ υψηλής φορολογίας επί των εισαγωγών που μπορούν να υποκατασταθούν από ντόπια προϊόντα) είναι φιλοαστικό μέτρο, ασύμβατο με το χαρακτήρα μιας εργατικής κυβέρνησης. Η προβολή ενός τέτοιου μέτρου από πολιτικές οργανώσεις που διακηρύσσουν ότι εκφράζουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης είναι πισώπλατη μαχαιριά στην εργατική τάξη και χαρακίρι του πολιτικού εργατικού κινήματος- που εξισώνεται έτσι με αστικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, και με αστούς πολιτικούς, όπως ο Κώστας Σημίτης, που ως υπουργός Εθνικής Οικονομίας το 1985 και ως πρωθυπουργός το 1998 πρωτοστάτησε στις δύο πασοκικές υποτιμήσεις τη δραχμής κατά 15 και 12,3 % αντίστοιχα- χώρια που ως ένα σημείο εναρμονίζεται με τους σχεδιασμούς του υπουργού οικονομικών της Γερμανίας Βόλφανγκ Σόιμπλε για ελεγχόμενη χρεοκοπία της Ελλάδας με αποβολή της από την ευρωζώνη και υποτίμηση της επανεισηγμένης δραχμής!


Επίσης, η αυθαίρετη εκτίμηση,, του σ. Κάβουρα ότι η καταδίκη από το Λένιν της νομισματικής υποτίμησης δια της διολίσθησης και της αφειδούς εκτύπωσης χαρτονομίσματος ισχύει μόνον για τις αστικές κυβερνήσεις, καταρρίπτεται από όσα λέει ο Λένιν για την ανάγκη σταθεροποίησης της τιμής του χάρτινου ρουβλιού στη μετεπαναστατική Ρωσία . (Βλ. Λένιν, Εισήγηση στο 4ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς στις 13 του Νοέμβρη του 19922, με θέμα «πέντε χρόνια της ρωσικής επανάστασης και οι προοπτικές της παγκόσμιας επανάστασης», στο Διαλεχτά Έργα, μέρος ΙΙ, τ. 2ος, σελ. 674-675 ). Τέλος, η υιοθέτηση της αντίληψης «καταγγέλλουμε τ’ αντεργατικά μέτρα της αστικής τάξης μέχρι να γίνουμε εμείς κυβέρνηση, και στη συνέχεια εφαρμόζουμε εμείς όσα καταγγέλαμε όταν δεν είμασταν κυβέρνηση, "πηδώντας" την εργατική τάξη», παραπέμπει στον κυνισμό των αστών πολιτικών, και της σταλινικής γραφειοκρατίας, καθώς και στη γεμάτη εαυτουλισμό έλλειψη σταθερών αρχών των αγαπημένων του μικροαστών, για τους οποίους τόσο πολύ κόπτεται ο σ. Κάβουρας, ώστε να είναι πρόθυμος να θυσιάσει τα ζωτικά συμφέροντα της εργατικής τάξης στο βωμό των συμφερόντων των ημιπαρασιτικών μεσαίων στρωμάτων.


Ας περάσουμε τώρα από τη μυστικοποίηση της υποτίμησης του νομίσματος, στην υποτίμηση της νοημοσύνης τω αναγνωστών από το σ. Κάβουρα.


Σ. Κάβουρα, όταν γράφεις ότι «ανεξάρτητα από το αν μπορέσει να επιτευχθεί μία τέτοια πολιτική μεταβατική κατάσταση μέσα από κοινοβουλευτικό δρόμο ή μέσα από την πρωτοβουλία του ίδιου του εργατικού και λαϊκού κινήματος, τελικά μόνο η άνδρωση των επαναστατικών οργάνων της εργατικής δημοκρατίας θα μπορέσει να εγγυηθεί την υλοποίηση του μεταβατικού αυτού πολιτικού προγράμματος και τελικά να επεκτείνει και επαυξήσει τις λαϊκές κατακτήσεις στο μέλλον μέσα από την πλήρη ανατροπή του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας» δεν αμφισβητείς την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας εργατικής κυβέρνησης ως πολιτικής μεταβατικής κατάστασης που ο «ρόλος της θα είναι να πάρει άμεσα μέτρα ανακούφισης του λαϊκού πληθυσμού, να απελευθερώσει την εργατική και λαϊκή αυτενέργεια, να ενεργοποιήσει ή να χτίσει τα εργατικά και λαϊκά όργανα, να αναπτύξει το εργατικό και λαϊκό κίνημα». Περιορίζεις απλώς χρονικά και καταμερίζεις τους ρόλους τους οποίους θα παίξουν η εργατική κυβέρνησή σου που θα προετοιμάσει την επανάσταση, και τα ανδρωμένα επαναστατικά όργανα της εργατικής δημοκρατίας που καλούνται να υλοποιήσουν το μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα και τελικά να επεκτείνουν και να επαυξήσουν τις λαϊκές κατακτήσεις στο μέλλον μέσα από την πλήρη ανατροπή του καπιταλισμού και της αστικής δημοκρατίας. Δεν αμφισβητείς την αναγκαιότητα ανάδειξης μιας εργατικής κυβέρνησης που, κατά την άποψή σου, θα είναι «μια πολιτική μεταβατική κατάσταση».


Το αναγκαίο, σ. Κάβουρα, δεν είναι αιώνιο, αλλά χρονικά περιορισμένο έως εφήμερο- όπως χρονικά περιορισμένο έως εφήμερο είναι και το ενδεχόμενο, το τυχαίο. (Επ’ αυτού, μέμνησον και του ρητού «Ουδέν μονιμότερον του προσωρινού!») Από την ώρα, λοιπόν, που σε απασχολεί μόνον ο βραχύβιος χαρακτήρας της εργατικής σου κυβέρνησης, δεν τεκμηριώνεις τον μη αναγκαίο, τον ενδεχομενικό της χαρακτήρα. Κατά συνέπεια, πάψε να διαμαρτύρεσαι ότι αδικείσαι, και πάψε να υποτιμάς τη νοημοσύνη μας ως αναγνωστών, υποστηρίζοντας ότι το άρθρο σου στο σχετικό σημείο « λέει ότι: "…Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το αν θα μπορέσει να επιτευχθεί μια τέτοια πολιτική μεταβατική κατάσταση….», λέει δηλαδή ότι μπορεί να επιτευχθεί, μπορεί και όχι, δεν είναι «ιστορικά αναπόφευκτη», πράγμα που είναι ακριβώς το αντίθετο της αναγκαιότητας, που μας προσάπτει στην κριτική του ο Χ.Β.» Η έκφραση «…Γι’ αυτό, ανεξάρτητα από το αν θα μπορέσει να επιτευχθεί μια τέτοια πολιτική μεταβατική κατάσταση….», αν αναγνωστεί ολόκληρη, όπως υπάρχει στο άρθρο σου και όπως παρατίθεται παραπάνω, είναι ολοφάνερο πως δεν αναφέρεται στη μη αναγκαιότητα, στην ενδεχομενικότητα της εργατικής σου κυβέρνησης, όπως προσπαθείς εκ των υστέρων να μας πείσεις, κόβοντας και ράβοντας αυθαίρετα το άρθρο σου. Αντίθετα, η έκφραση που επικαλείσαι αναφέρεται απλά και μόνο στη διττή δυνατότητα του τρόπου ανάδειξης αυτής της πολιτικής μεταβατικής κατάστασης, η οποία μπορεί, κατά την άποψή σου, να επιτευχθεί «μέσα από κοινοβουλευτικό δρόμο ή μέσα από την πρωτοβουλία του ίδιου του εργατικού και λαϊκού κινήματος»!


Επειδή, όπως λέει και η παροιμία, «ο πνιγμένος από τα μαλλιά του πιάνεται», ο σ. Κάβουρας επιχειρεί στη συνέχεια της απάντησής του στις κριτικές παρατηρήσεις μου, με το τέχνασμα της παράθεσης σχετικά μεγάλων παραθεμάτων από τις θέσεις της ιδρυτικής συνδιάσκεψης και από την απόφαση του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο, που ακολουθούνται από άσχετα με την ουσία του προβλήματος δικά του συμπερασματικά σχόλια, να παρακάμψει το πραγματικό πρόβλημα. Αυτό το πραγματικό πρόβλημα είναι η υιοθέτηση από μέρους του και από μέρους του σ. Κωνσταντακόπουλου μιας αναγκαίας μεταβατικής πολιτικής κατάστασης, μιας αναγκαίας μεταβατικής βαθμίδας ανάμεσα στην αστική και στην εργατική εξουσία- μιας μεταβατικής εξουσίας, εφοδιασμένης μάλιστα μ’ ένα ολόκληρο υλοποιήσιμο ενδιάμεσο πρόγραμμα, διαφορετικό από το πολιτικό μεταβατικό πρόγραμμα της οργάνωσής μας, αφού, κατά τους δύο συντρόφους μας, «μόνο η άνδρωση των επαναστατικών οργάνων της εργατικής δημοκρατίας θα μπορέσει να εγγυηθεί την υλοποίηση του μεταβατικού αυτού πολιτικού προγράμματος». Και για του λόγου το αληθές, ιδού αυτό το ενδιάμεσο πρόγραμμα, όπως το εκθέτουν οι σ. Κ-Κ στο άρθρο τους στο ΠΡΙΝ:


«Μια κυβέρνηση με το παραπάνω πρόγραμμα θα μπορούσε να πάρει άμεσα μέτρα για την ανασυγκρότηση και την προστασία της εγχώριας παραγωγής και την εξασφάλιση των λαϊκών εισοδημάτων με τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματος και θα κέρδιζε με τον τρόπο αυτό την υποστήριξη μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και του χωριού. Θα μπορούσε επίσης να πάρει μέτρα για τον περιορισμό της σπατάλης του αστικού κράτους, για την εκδίωξη κάθε είδους διαφθοράς, για την προφύλαξη του δημοσίου χρήματος από προμηθευτές και μεσάζοντες και την κατάργηση όλων των προνομίων της καλοπληρωμένης κρατικής υπαλληλίας.


Θα ήταν επίσης δεσμευμένη να διαχειριστεί το δημόσιο χρήμα έτσι ώστε να διασφαλίζονται οι λαϊκές ανάγκες της υγείας, της πρόνοιας και της εκπαίδευσης, να στηριχθεί στον εργατικό έλεγχο για τη διαχείριση της μεγάλης κλίμακας παραγωγής και να αναπτύξει παράλληλα τις όποιες δυνατότητες της χώρας μέσω της συνεταιριστικής παραγωγής. ……..


Ο ρόλος της θα είναι να πάρει άμεσα μέτρα ανακούφισης του λαϊκού πληθυσμού, να απελευθερώσει την εργατική και λαϊκή αυτενέργεια, να ενεργοποιήσει ή να χτίσει τα εργατικά και λαϊκά όργανα, να αναπτύξει το εργατικό και λαϊκό κίνημα.»


Εκτός από τη λαθραία παρεμβολή μιας αναγκαίας «μεταβατικής πολιτικής κατάστασης» με το δικό της ιδιαίτερο πολιτικό πρόγραμμα ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία, ο σ. Κάβουρας παριστάνει πως δεν αντιλαμβάνεται (ή πραγματικά δεν αντιλαμβάνεται) τη διάσταση που υπάρχει ανάμεσα στις θέσεις της οργάνωσης και στον ισχυρισμό του άρθρου στο ΠΡΙΝ, ότι η εργατική κυβέρνηση, όπως την αντιλαμβάνονται οι δύο αρθρογράφοι σύντροφοι, θα είναι ένα βήμα προς την επανάσταση, αφού ισχυρίζονται ότι « Το επόμενο βήμα θα είναι η επανάσταση και η εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας ή το πισωγύρισμα και η αντεπίθεση της αντίδρασης.» Όμως οι θέσεις της ιδρυτικής διακήρυξης της οργάνωσης, σύντροφε Κάβουρα, που τις παραθέτεις χωρίς να τις διαβάζεις, ή που τις διαβάζεις χωρίς να τις κατανοείς, προβλέπουν το μη αναγκαίο ενδεχόμενο να προκύψει μια βραχύβια ενδιάμεση κυβέρνηση όχι πριν από την επανάσταση, όπως ισχυρίζεστε εσείς, αλλά κατά τη διάρκεια της επανάστασης.


Αντίθετα, τόσο οι θέσεις του Γραφείου και της Π.Ε., όσο και οι θέσεις του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς θεωρούν την ανάδειξη μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης στην οποία συμμετέχουν και οι κομμουνιστές ως ενδεχόμενη αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου (χωρίς να αποκλείεται βέβαια ο εκφυλισμός της σε αντεπαναστατική κυβέρνηση, αν σε αυτήν και στο κίνημα το πάνω χέρι το πάρουν οι ρεφορμιστές και όχι οι κομμουνιστές).


Σε απλά ελληνικά αυτό σημαίνει ότι η ανάδειξη μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης θα είναι η ενδεχόμενη αρχή, η πιθανότερη, με τα σημερινά δεδομένα, πράξη έναρξης της προλεταριακής επανάστασης. Και η επανάσταση αυτή θα συντρίψει την αστική κρατική μηχανή και στη θέση της θα βάλει το μηχανισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου. Από την άποψη αυτή, η θέση του Γραφείου και της ΠΕ είναι συμβατή με τις θέσεις της ιδρυτικής συνδιάσκεψης της οργάνωσης, διότι η αρχή, η αφετηρία, η έναρξη της επανάστασης βρίσκεται εντός της διάρκειας της επανάστασης.


Οι γνωσιολογικές ρίζες του λάθους των συντρόφων


Μία από τις αιτίες της πλάνης των συντρόφων για το χαρακτήρα της εργατικής κυβέρνησης ως μεταβατικής πολιτικής κατάστασης και όχι ως αφετηρίας/ αρχής/έναρξης της προλεταριακής επανάστασης φαίνεται να είναι η μετάφραση της απόφασης του 4ου συνεδρίου της 3ης Διεθνούς για το Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο που χρησιμοποίησαν οι σύντροφοι. Η μετάφραση αυτή, που την παραθέτει ο σ. Κάβουρας στην απάντησή του στην κριτική μου, περιέχεται στην ελληνική έκδοση του 1975 της ιστορίας των τριών Διεθνών του Ουίλιαμ Φόστερ, προέρχεται δηλ. από την πένα ενός ιστορικού που είχε ασπαστεί το ρεφορμισμό εκφυλισμό της 3ης Διεθνούς μετά το 4ο συνέδριό της, και πιθανώς και από την πένα ενός μεταφραστή οπαδού του ιδιόρρυθμου αγωνιστικού ρεφορμισμού του κομμουνιστικού μας κινήματος. Αυτό το γεγονός φυσικά δε μένει χωρίς αντανάκλαση στην απόδοση της μετάφρασης του πρωτότυπου κειμένου, αλλά τη διαμορφώνει με τέτοιο τρόπο ώστε τα σημεία που μιλάν για την επανάσταση να φαίνεται ότι κάνουν λόγο για ρεφορμισμό. Συγκεκριμένα, η αμφιλεγόμενη παράγραφος έχει ως εξής στη μετάφραση της Ιστορίας του Φόστερ:

«Οι δύο άλλοι τύποι εργατικών κυβερνήσεων (εργατοαγροτική κυβέρνηση και εργατική κυβέρνηση με συμμετοχή των κομμουνιστών) δεν είναι διχτατορίες του προλεταριάτου και ούτε μεταβατικές μορφές, ιστορικά αναπόφευκτες, προς τη διχτατορία του προλεταριάτου, αλλά, εκεί όπου σχηματίζονται μπορούν να χρησιμεύσουν σαν αφετηρίες στον αγώνα για τη διχτατορία αυτή. Μονάχα μια κυβέρνηση που αποτελείται από κομμουνιστές μπορεί να είναι αληθινή ενσάρκωση της διχτατορίας του προλεταριάτου».


Την ίδια ώρα το πρωτότυπο γερμανικό κείμενο της απόφασης (τα γερμανικά ήταν η επίσημη γλώσσα της Κομιντέρν) γράφει: [παραθέτω μόνον τα αμφιλεγόμενα ως προς τη μετάφρασή τους σημεία που στο χωρίο από την ιστορία του Φόστερ τα εξήρα με παχιά τυπογραφικά στοιχεία]


« Die zwei weiteren Typen der Arbeiterregierung (Arbeiter- und Bauernregierung, sozialdemokratisch-kommunistische Regierung) bedeuten noch nicht die Diktatur des Proletariats, sie sind nicht einmal ein geschichtlich unvermeidliches Übergangsstadium zur Diktatur,aber sie sind, wenn sie irgendwo zustandekommen, ein wichtiger Ausgangspunkt zur Erkämpfung dieser Diktatur. Die vollendete Diktatur des Proletariats ist nur diejenige wirkliche Arbeiterregierung (Ziffer 5), die aus Kommunisten besteht» ( Protokoll des Vierten Kongresses der Kommunistischen Internationale, Band II, s. 1017, Verlag der Kommunistischen Internationale, 1923, ανατυπωμένο από τον Karl Liebknecht Verlag, Erlangen 1972)


«Οι δύο άλλοι τύποι των εργατικών κυβερνήσεων (κυβέρνηση εργατών και αγροτών, σοσιαλδημοκρατική- κομμουνιστική κυβέρνηση) δεν είναι ακόμα η δικτατορία του προλεταριάτου, δεν είναι καν ένα ιστορικά αναπόφευκτο στάδιο μετάβασης στη δικτατορία, παρά, οπουδήποτε κι αν πραγματωθούν, είναι μια σπουδαία αφετηρία για την απόκτηση με αγώνες/ για την επίτευξη με αγώνες / για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας. Η εντελώς συντελεσμένη/ η ολοκληρωμένη/ η πλήρης δικτατορία του προλεταριάτου είναι μόνον εκείνη η πραγματική εργατική κυβέρνηση ( με τον αριθμό 5), η οποία αποτελείται από κομμουνιστές.» [Για την προβληματικότητα της μετάφρασης του αποσπάσματος από την ελληνική έκδοση της Ιστορίας των τριών Διεθνών του Φόρστερ, σύγκρινε επίσης την απόδοση του κειμένου της απόφασης της Διεθνούς από το Φόρστερ (ή μήπως από τον έλληνα μεταφραστή του;) με την απόδοση του ίδιου κειμένου στα ελληνικά από την Ε.Π. στο βιβλίο 3η Διεθνής/ Τα Τέσσερα Πρώτα Συνέδρια / Θέσεις αποφάσεις, μανιφέστα, εκδόσεις "Εργατική Πάλη", σ. 398 (και αυτή επίσης η μετάφραση παρουσιάζει ήσσονος σημασίας αποκλίσεις από το επίσημο γερμανικό κείμενο)]


Η επίμαχη φράση «sie sind ein wichtiger Ausgangspunkt zur Erkämpfung dieser Diktatur», δεν έχει λοιπόν τη γενικόλογη ρεφορμιστική σημασία που της αποδίδεται στο βιβλίο του Φόστερ, ότι δηλ. οι εργατικές κυβερνήσεις εργατών κι αγροτών ή σοσιαλδημοκρατών (δηλ. ρεφορμιστών)- κομμουνιστών μπορούν να χρησιμεύσουν σαν αφετηρίες στον αγώνα για τη διχτατορία αυτή. Αντίθετα, η φράση αυτή έχει την εξειδικευμένη επαναστατική σημασία ότι οι κυβερνήσεις αυτές (όπως και αυτή που πρέπει να επιδιώξουμε εμείς) είναι μια σπουδαία αφετηρία για την απόκτηση με αγώνες/ για την επίτευξη με αγώνες / για την αγωνιστική εγκαθίδρυση/ για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας, δηλ. της δικτατορίας του προλεταριάτου, η κατάκτηση της οποίας μπορεί να ολοκληρωθεί μόνον με το σχηματισμό μιας κυριολεκτικά εργατικής κυβέρνησης, αποτελούμενης από κομμουνιστές.


Αγώνας για τη δικτατορία του προλεταριάτου είναι και μια διάλεξη ενός μαρξιστή για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου, και η έκδοση ενός βιβλίου, όπως " Η καταγωγή της οικογένειας, της ιδιοκτησίας και του κράτους" του Ένγκελς, όπως το "Κράτος κι Επανάσταση" του Λένιν κτλ.. Όμως, ο αγώνας για την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι ο πρακτικός επαναστατικός πολιτικός αγώνας των προλεταριακών και μισοπρολεταριακών μαζών, υπό την καθοδήγηση των εργατικών, κομμουνιστικών κομμάτων, για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, για την πιθανή δηλ. ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης που θα ξεκινήσει την επανάσταση, για τη συντριβή του αστικού κράτους και για τη δημιουργία του κρατικού μηχανισμού της δικτατορίας του προλεταριάτου.


Όσο για την περίφραση Ausgangspunkt zur Erkämpfung dieser Diktatur, αυτή η περίφραση είναι μια ελαφρώς μεταφορική απόδοση της έννοιας "έναρξη, αρχή της προλεταριακής επανάστασης". Κυριολεκτικές αφετηρίες έχουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς σαν τα αστικά λεωφορεία. Οι επαναστάσεις, όμως, αρχίζουν με κάποια σημαντικά γεγονότα. Τέτοιο αφετηριακό γεγονός μπορεί να είναι η ανάδειξη μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης σήμερα. Αφετηρία της Οχτωβριανής Προλεταριακής Επανάστασης υπήρξε η ένοπλη εξέγερση που πήρε τη μορφή της μυθικής εφόδου στα Χειμερινά Ανάκτορα στην, κι επιστέφθηκε με το σχηματισμό μιας επαναστατικής κυβέρνησης αμιγώς μπολσεβίκικης στην αρχή, που μετεξελίχτηκε σε κυβέρνηση βραχύβιας συνεργασίας κομμουνιστών (μπολσεβίκων) και ρεφορμιστών (αριστερών εσέρων) κατόπιν κτλ. Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση άρχισε με την ανακήρυξη της Συνέλευσης των Τάξεων σε Συντακτική Συνέλευση. Οι κατά τόπους ασυγχρόνιστες ένοπλες εξεγέρσεις που κατέληξαν στη σύγκληση της Α΄ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου εγκαινίασαν την Επανάσταση του 1821. Η μεγάλη γενική εργατική απεργία που ξέσπασε το Γενάρη του 1905 ως αντίδραση στη σφαγή των εργατών από τα τσαρικά στρατεύματα τη "Ματωμένη Κυριακή" κτλ., ξεκίνησε την πρώτη, αποτυχημένη ρωσική επανάσταση. Εξάλλου, η αγωνιστική εγκαθίδρυση, η κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου δεν μπορεί να είναι το αποτέλεσμα καμιάς άλλης διαδικασίας παρά μόνον της προλεταριακής επανάστασης, η οποία ολοκληρώνεται με το σχηματισμό μιας αμιγώς κομμουνιστικής κυβέρνησης, δηλ. με τον πολιτικό θρίαμβο των επαναστατικών κρατικών θεσμών του προλεταριάτου και των πολιτικών ιδεών των κομμουνιστών, με την κατάργηση των αστικών πολιτικών θεσμών και με την πολιτική περιθωριοποίηση των φιλοκαπιταλιστικών, ρεφορμιστικών ιδεών και πρακτικών!


Ότι έχει αρχή, λοιπόν, έχει και τέλος! Φυσικά η έναρξη μιας πολιτικής επανάστασης δε συνεπάγεται και τον άμεσο νικηφόρο τερματισμό της ή την άμεση ήττα της, χωρίς σκληρούς, αμφίρροπους κάποτε, και συνήθως πολύχρονους αγώνες, ως την τελική πολιτική της νίκη, ως τη συντριπτική εξουδετέρωση των αντεπαναστατικών δυνάμεων, ως την έμπρακτη παραίτησή τους από τον ανοικτό κι ένοπλο συνήθως αντεπαναστατικό τους αγώνα ή ως την τελική πολιτική ήττα της επανάστασης, με το πνίξιμό της συνήθως στο αίμα, και με την αποδοχή αυτής της ήττας από την επαναστατική ηγεσία- ανεξάρτητα από τις ευφάνταστες ρητορικές παραμυθίες του τύπου "έχουμε τα όπλα παρά πόδα’’ του Ζαχαριάδη. Η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση διήρκεσε από το 1789 ως το 1815 και τερματίστηκε με την πολιτική νίκη της μοναρχικής αντεπανάστασης! Η Επανάσταση του 1821 στρατιωτικά τερματίστηκε το 1829 και πολιτικά-διπλωματικά ουσιαστικά το 1830. Η ρωσική επανάσταση του 1905 ηττήθηκε και τερματίστηκε το 1907, με την κατάπνιξη των τελευταίων αγροτικών εξεγέρσεων. Η Οχτωβριανή Επανάσταση τερματίστηκε πολιτικά το Σεπτέμβρη του 1922, με την αποχώρηση των Ιαπώνων από τα παράλια της Σιβηρίας στον Ειρηνικό Ωκεανό, με τη διάλυση της κυβέρνησης των ρώσων "λευκών" αντεπαναστατών (που με πρωτεύουσα το Βλαδιβοστόκ είχαν ιδρύσει τη Δημοκρατία της Άπω Ανατολής), και με την οριστική εγκαθίδρυση και σ’ αυτή την περιοχή της ιδιόρρυθμης δικτατορίας του σοβιετικού προλεταριάτου ( εργατικό κράτος συμβουλιακού τύπου από τη μια- από την άλλη, όμως, όπως επισήμανε ο Λένιν, εργατικό κράτος επιβαρυμένο, από τα γεννοφάσκια του με το μοιραίο, όπως αποδείχτηκε τελικά, γραφειοκρατικό του καρκίνωμα) κτλ.


Ότι η προλεταριακή επανάσταση, όπως και κάθε άλλη επανάσταση, έχει αρχή και τέλος, ότι μπορεί να διαρκέσει πολλά χρόνια και ότι αυτά τα χρόνια θα είναι χρόνια σκληρών, αιματηρών αγώνων για την κατάκτηση και την εμπέδωση της επαναστατικής εξουσίας, χρόνια συντριβής του αστικού κράτους και κατάπνιξης της αντεπαναστατικής αντίστασης, χρόνια οικοδόμησης του προλεταριακού κρατικού μηχανισμού κι επέκτασής του σε όλη την επικράτεια της χώρας, όλα αυτά, νομίζω, καθιστούν κατανοητή την εμμονή των θέσεων της ιδρυτικής συνδιάσκεψης στο ενδεχόμενο ανάδυσης μιας βραχύβιας δυαδικής εξουσίας ή μιας βραχύβιας ενδιάμεσης κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της επανάστασης, όπως και την εμμονή της εισήγησης του Γραφείου και της ΠΕ στην πραγματική δυνατότητα ανάδειξης μιας επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης συνεργασίας των κομμουνιστών με τους ρεφορμιστές – γεγονός που μπορεί ν’ αποτελέσει την έναρξη, όχι το τέλος της προλεταριακής επανάστασης, την έναρξη του επαναστατικού αγώνα για την εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου.


Η σύγχυση μεταξύ δυνατότητας και πραγματικότητας, αναγκαιότητας και τυχαίου/ ενδεχομένου αποτελεί τη δεύτερη γνωσιολογική ρίζα της λαθεμένης πρότασης των συντρόφων. Η μορφή της αφηρημένης δυνατότητας του στυλ "το φεγγάρι, σαν σώμα, μπορεί να πέσει σήμερα πάνω στη γη", "ο σουλτάνος, σαν άνθρωπος, μπορεί να γίνει πάπας", "΄στην Ελλάδα, αφού έχουμε καπιταλισμό σε κρίση, είναι δυνατή η ανάδειξη μιας μεταβατικής εργατικής κυβέρνησης", καθορίζει την πρόταση των συντρόφων.


Η αποδοχή της αφηρημένης δυνατότητας θεμελιώνεται στη σύλληψη ως αφηρημένης ταυτότητας κάποιου περιεχομένου, αποκομμένου από τις εσωτερικές κι εξωτερικές του σχέσεις- με αποτέλεσμα κάθε πράγμα που θεωρείται δυνατό, να μπορεί να θεωρηθεί ταυτόχρονα και πάντοτε ως αδύνατο, « αφού βέβαια κάθε περιεχόμενο, που ως τέτοιο είναι πάντα κάτι το συγκεκριμένο, εμπεριέχει όχι μόνο διαφορετικούς αλλά και αντίθετους καθορισμούς». Γι’ αυτό, «αν κάτι είναι δυνατό ή αδύνατο, αυτό εξαρτάται από το περιεχόμενο, δηλ. από την ολότητα των πλευρών/ φάσεων (der Momente) της πραγματικότητας, η οποία, εν τη αναπτύξει αυτής, αποδεικνύεται ως αναγκαιότητα» (Ηegel, Werke 8, suhrkamp taschenbuch wissenschaft, σ. 283, 284 της μικρής Λογικής )


Κι αυτή η πραγματική/ ρεαλιστική δυνατότητα, που ενυπάρχει στην ολότητα των διαφορών και των αντιθέσεων της συγκεκριμένης, εγκυμονούσας πραγματικότητας, μετατρέπεται στην πορεία της αναγκαίας, νομοτελειακής ανάπτυξής της σε μια νέα πραγματικότητα- υπό τον όρο πως θα μειωθούν επαρκώς, θα ελαχιστοποιηθούν ή θα εκμηδενιστούν οι τυχαίες/ενδεχόμενες αντίθετες τάσεις που αντιμάχονται την αναγκαιότητα, και υπό την προϋπόθεση ότι η εσωτερική, η αναγκαία, η νομοτελειακή μετεξέλιξη της γενεσιουργού πραγματικότητας και το περιεχόμενο που τροφοδοτεί αυτή τη μετεξέλιξή σε κάτι άλλο, δε θ’ αποδυναμωθούν προσωρινά ή δε θα καταστραφούν οριστικά είτε από τη διασταύρωσή τους με μιαν άλλη, ξένη, εξωτερική αναγκαιότητα είτε από τον υψηλότερο ή χαμηλότερο βαθμό και τη μικρότερη ή μεγαλύτερη ένταση ανάπτυξης της αμοιβαίας αλληλεπίδρασης των διαφορετικών και αντίθετων πλευρών που συγκροτούν αυτή τη γενεσιουργό ολότητα.


Τόσο οι κομμουνιστές όσο και οι ρεφορμιστές αντιπροσωπεύουν πολιτικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της πολιτικοποιημένης εργατικής τάξης. Οι αντιθέσεις αυτές αντανακλούν, στη σφαίρα της πολιτικής, τις ιδεολογικές αντιθέσεις και τις αντιθέσεις των υλικών κοινωνικών συμφερόντων της εργατικής τάξης με τα μέλη της που, καθώς προέρχονται από πρόσφατα ξεπεσμένους μικροαστούς, διατηρούν συνήθως τη μικροαστική τους κοσμοθεωρία ή με κείνα τα μέλη της που ανήκουν στο προνομιούχο στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας. Οι κομμουνιστές, όμως, δεν πρέπει να φοβούνται τη συνεργασία με τους ρεφορμιστές, όταν πρόκειται να υπερασπίσουν τα άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης, να επιλύσουν τα ζωτικά, καθημερινά προβλήματα της εργατικής τάξης, γιατί γνωρίζουν ότι η συνήθης αντίθεση ανάμεσα στα ζωτικά, καθημερινά και άμεσα συμφέροντα της εργατικής τάξης και στα πραγματικά, ταξικά, στρατηγικά συμφέροντά της αίρεται σε στιγμές οικονομικής κι επαναστατικής κρίσης,-τότε που η επίλυση των στρατηγικών συμφερόντων της εργατικής τάξης γίνεται αναγκαία προϋπόθεση για την ικανοποίηση των άμεσων, ζωτικών, καθημερινών αναγκών της. Γι’ αυτό οι κομμουνιστές δεν παραλείπουν ποτέ «να εξηγούν στην εργατική τάξη πως η απελευθέρωσή της μπορεί να εξασφαλιστεί μόνο με τη δικτατορία του προλεταριάτου». (3η Διεθνής, τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, σ. 398, εκδόσεις Εργατική Πάλη).

Ειδικά σήμερα, στην Ελλάδα, διανύουμε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης. Η κρίση αυτή τείνει να καταστήσει άλυτα μέσα στον εξαρτημένο ελληνικό καπιταλισμό όλα σχεδόν τα καθημερινά προβλήματα της ελληνικής εργατικής τάξης. Επίσης, η κρίση αναδεικνύει ως αδύνατη κι αναποτελεσματική την υπεράσπιση των άμεσων και ζωτικών συμφερόντων της ελληνικής εργατικής τάξης, χωρίς την υπέρβαση των ορίων του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, χωρίς την ανατροπή της αστικής κυριαρχίας και χωρίς την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας.


Ειδικά σήμερα, λοιπόν, οι κομμουνιστές δεν πρέπει να διστάσουν να συνεργαστούν και στο πολιτικό επίπεδο με τους ρεφορμιστές. Ταυτόχρονα,όμως, δεν πρέπει να πάψουν ούτε μια στιγμή να διαφωτίζουν τις εργατικές μάζες και τις μάζες της αριστεράς για την αναγκαιότητα, την επικαιρότητα και το δημοκρατικό πολιτειακό περιεχόμενο της προλεταριακής επανάστασης και να πιέζουν τους ρεφορμιστές συμμάχους τους ν’ αποδεχτούν αυτή την από τα πράγματα επιβαλλόμενη αναγκαιότητα. Μόνον έτσι οι κομμουνιστές θα μπορέσουν να πείσουν τις μάζες και τους αγωνιστές για το ρεαλιστικό χαρακτήρα των προτάσεών τους και θα πετύχουν ν’ ακυρώσουν στην πράξη τη μετατροπή του αναγκαίου σε τυχαίο / ενδεχόμενο, τη μετατροπή της επαναστατικής εργατικής κυβέρνησης- θεσμικής αφετηρίας της δικτατορίας του προλεταριάτου σε ρεφορμιστική αντεπαναστατική κυβέρνηση μεταβατικού χαρακτήρα.


Οι κοινωνικές αναγκαιότητες γενικά μπορούν να πραγματωθούν μόνο μέσα από τη συνειδητή δράση των ανθρώπων, και ειδικά,στην περίπτωσή μας, μέσα από τη συνειδητή δράση της ελληνικής εργατικής τάξης υπό την καθοδήγηση των κομμουνιστών. Αλλ’ ακριβώς γι’ αυτό η πρόταση των συντρόφων για την «πολιτική μεταβατική κατάσταση» μιας εργατικής ρεφορμιστικής κυβέρνησης, δεν κινείται προς την κατεύθυνση της μετατροπής της πραγματικής σήμερα δυνατότητας της προλεταριακής/ σοσιαλιστικής επανάστασης σε αναγκαία πραγματικότητα. Αντίθετα, κινείται προς την κατεύθυνση ακύρωσης της πραγμάτωσης αυτής της πραγματικής δυνατότητας με την ιδεολογικοπολιτική ενίσχυση των ενδογενών ρεφορμιστικών τάσεων του συστήματος, με την ενδυνάμωση του ρεφορμισμού μέσω της υποκειμενικής αναγόρευσης της απευκταίας, της τυχαίας, της ενδεχόμενης ρεφορμιστικής παρέκκλισης σε αναγκαία, σε νομοτελειακή κοινωνική εξέλιξη.


Οι κοινωνικές ρίζες της πρότασης των συντρόφων


Ο εντοπισμός της κοινωνικής ρίζας της πρότασης των συντρόφων είναι αρκετά εύκολο να γίνει, αν επισημανθεί το γεγονός ποια κοινωνικά στρώματα λαμβάνουν οι σύντροφοι, με την πρότασή τους αυτή, υπό την ιδιαίτερη προστασία τους, και το γεγονός ότι παραλείπουν τις αιτίες για τις οποίες η μονομερής διαγραφή του χρέους, η χωρίς αποζημίωση κρατικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων, ο χωρισμός εκκλησίας –κράτους με ταυτόχρονη δήμευση της εκκλησιαστικής (κι εδώ θα πρέπει να προστεθεί και της βακούφικης) περιουσίας κλπ. απαιτεί την πολιτειακή ανατροπή.


Πολλά τμήματα της αντικαπιταλιστικής και της αντιμονοπωλιακής αριστεράς, απαιτούν την κατά 45 % φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων, ενώ ταυτόχρονα αποκρύπτουν από το λαό το γεγονός ότι η φορολόγηση των μεγάλων επιχειρήσεων που δημιουργήθηκαν από «κεφάλαια εξωτερικού», ξένα κι ελληνικά- κυρίως εφοπλιστικά, απαγορεύεται από ειδική, συνταγματικά κατοχυρωμένη νομοθεσία (βλ. 107 άρθρο του συντάγματος). Έτσι και οι σύντροφοι μας, στο άρθρο τους, αποκρύπτουν από τους αναγνώστες τους το γεγονός ότι η νομιμοποιημένη υλοποίηση των συγκεκριμένων αιτημάτων της οργάνωσης απαιτεί την αναθεώρηση πλείστων όσων άρθρων του συντάγματος που αφορούν τις σχέσεις κράτους – εκκλησίας, το ειδικό καθεστώς του Αγίου Όρους, τη συνταγματική απαγόρευση της απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας, χωρίς πλήρη αποζημίωση των ιδιοκτητών της κλπ.. Αποσιωπούν, επίσης, το γεγονός ότι, για να γίνει μια τέτοια αναθεώρηση, νομικά απαιτείται πλειοψηφία 180 βουλευτών και πρακτικά ένα πανίσχυρο εργατικό κίνημα, ικανό να συντρίψει τον αστικό κρατικό μηχανισμό! Η αποσιώπηση, τέλος, ή η συγκάλυψη με γενικολογίες, και αυτού του επαναστατικού καθήκοντος, που απαιτεί τη συγχώνευση του εθνικού στρατού με τον ένοπλο λαό, τη μετατροπή των ανδρών των δυνάμεων ασφαλείας, των δικαστών και των διοικητικών υπαλλήλων σε αιρετούς και ανακλητούς υπαλλήλους κλπ., καθώς και η απόκρυψη όλων των άλλων επαναστατικών καθηκόντων, μας παραπέμπουν στις πολιτικές αυταπάτες της μικροαστικής δημοκρατίας, στις πολιτικές ψευδαισθήσεις των νοικοκυραίων.


Ο καημός των συντρόφων για τα συμφέροντα των νοικοκυραίων- που σε μας τους παλιότερους θυμίζει την αντίστοιχη αδυναμία του μακαρίτη του Χαρίλαου Φλωράκη στους νοικοκυραίους- καταδεικνύεται από το αίτημά τους να χαριστούν, να διαγραφούν τα χρέη των νοικοκυριών γενικά! Η πρόταση, όμως, της Π.Ε. της οργάνωσης ζητάει τη διαγραφή των χρεών μόνον των εργατικών οικογενειών, ενώ προτείνει απλώς τη ρύθμιση του χρέους των εργαζόμενων μικροαστών. Ξανά, για του λόγου το αληθές, παραθέτω το σχετικό χωρίο από την πρόταση της ΠΕ: «Με την εκπλήρωση αυτού του πολιτικού προγράμματος μπορούν να ικανοποιηθούν τα εργατικά αιτήματα για αξιοπρεπείς μισθούς, μείωση του χρόνου εργασίας και δουλειά για όλους. Μπορεί να γίνει διαγραφή των χρεών των εργατικών οικογενειών, ρύθμιση χρεών των εργαζόμενων μικροαστών.»


Στη χώρα μας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1980, άρχισε η μετατροπή των μικρομεσαίων σε ημιπαρασιτικά στρώματα με το ξεκοκάλισμα των εοκικών και των εθνικών επιδοτήσεων, που χρηματοδοτούνταν απ’ την υπεραξία και τους φόρους του προλεταριάτου της Βόρειας και της Κεντρικής Ευρώπης, καθώς και από το ελληνικό φορολογικό υποζύγιο, τους έλληνες μισθωτούς εργατοϋπάλληλους. Παράλληλα, στους κλάδους των κρατικών τεχνητών μονοπωλίων, όπως η ΔΕΗ, ο ΟΤΕ, η ΕΥΔΑΠ, οι Τράπεζες κλπ., αλλά και στα ιδιωτικά, επιδοτούμενα από τον κρατικό προϋπολογισμό, τεχνητά μονοπώλια, δημιουργήθηκε μια ιδιότυπη, ημιπαρασιτική κι αυτή, εργατική αριστοκρατία. Τέλος, τα όρια ανάμεσα σε πολλούς μισθωτούς του δημόσιου τομέα και στους μικρομεσαίους επιτηδευματίες άρχισαν να εξαλείφονται στην πράξη, με την έμπρακτη και την άτυπη, τη μικροαστικού τύπου ιδιωτικοποίηση των δημόσιων ιδρυμάτων. Πασίγνωστο παράδειγμα αυτής της άτυπης, μικροαστικής ιδιωτικοποίησης είναι το διαβόητο φακελάκι που απαιτεί μεγάλο μέρος του νοσηλευτικού και του ιατρικού προσωπικού των κρατικών νοσοκομείων, για να παράσχει υπηρεσίες, για τις οποίες το προσωπικό αυτό όχι μόνο μισθοδοτείται από το δημόσιο, αλλά και οι οποίες παρέχονται με την έμπρακτη και καταχρηστική κατοχή και νομή των εγκαταστάσεων και του εξοπλισμού των δημόσιων νοσοκομείων από πολλούς γιατρούς και νοσηλευτές!


Η έντονη ροπή του πολιτικού κινήματος της ελληνικής εργατικής τάξης προς το ρεφορμισμό, που εκφράζεται και με τις προαναφερθείσες θέσεις των συντρόφων, έχει τις κοινωνικές της ρίζες. Παλιότερα η ροπή αυτή ήταν η διοικητικά επιβαλλόμενη πολιτική έκφραση των συμφερόντων της μεταλλαγμένης τώρα πια σε αστική τάξη σοβιετικής και λαϊκοδημοκρατικής γραφειοκρατίας. Τώρα πια, η έντονη ροπή του πολιτικού κινήματος της ελληνικής εργατικής τάξης προς το ρεφορμισμό είναι η πολιτική έκφραση των συμφερόντων της ιδιόρρυθμης ημιπαρασιτικής ελληνικής εργατικής αριστοκρατίας και η πολιτική έκφραση της επίδρασης των ημιπαρασιτικών μεσαίων στρωμάτων πάνω στο εργατικό κίνημα. Η σημερινή, όλο έξαρση ροπή προς το ρεφορμισμό είναι δηλ. η πολιτική έκφραση του συμφέροντος των μη κεφαλαιοκρατικών κοινωνικών στρωμάτων του ελληνικού αστισμού, και του συμφέροντος των ανώτερων στρωμάτων της εργατικής τάξης. Τα στρώματα αυτά, βλέποντας ν’ απειλούνται πια από τις ποικίλες περικοπές τα προνόμιά τους, προσδοκούν ότι, με τον αγωνιστικό ρεφορμισμό τους, θα τρομοκρατήσουν την αστική τάξη και θα την υποχρεώσουν να προβεί στις υποχωρήσεις που είναι αναγκαίες για τη διαιώνιση αυτής της αμακαδόρικης, ημιπαρασιτικής ύπαρξής τους!


Πολιτικές και κομματικές προεκτάσεις της πρότασης των συντρόφων


Η εμμονή του σ. Κάβουρα στην άποψη ότι το ΠΡΙΝ είναι μια μεγαλόψυχη πολιτική εφημερίδα η οποία στέκεται αφιλοκερδώς πάνω από τις κοινωνικές και τις συναφείς πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές και αντιθέσεις, παραχωρώντας αφειδώς το χώρο της για τη φιλοξενία διαφορετικών και αντίθετων απόψεων, έρχεται σε αντίθεση τόσο με την προσωπική εμπειρία τη δική μου όσο και με την εμπειρία της οργάνωσης, που πολλές φορές έχει δει κείμενά της, σταλμένα για δημοσίευση στο ΠΡΙΝ, να λογοκρίνονται στα ενοχλητικά τους σημεία, με τη δικαιολογία της έλλειψης χώρου. Η αντίθετη προσωπική εμπειρία, που επικαλείται ο σ. Κάβουρας, δε μπορεί να τεκμηριώσει την άποψή του, γιατί αυτοδιαψεύδεται από το περιεχόμενο του άρθρου του, που δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ. Το άρθρο αυτό σε μεγάλο βαθμό δεν εκφράζει τις απόψεις της Κ.Ο. Ανασύνταξη αλλά τις προσωπικές απόψεις των δύο συντρόφων που το προσυπογράφουν. Και οι προσωπικές αυτές απόψεις συγγενεύουν, αν δεν ταυτίζονται, με τις απόψεις δημοσιολόγων προσκείμενων στο ΝΑΡ σε θέματα που σχετίζονται τόσο με την αναγκαιότητα υποτίμησης της επανεισηγμένης δραχμής όσο και την αναγκαιότητα ανάδειξης μιας αντικαπιταλιστικής ρεφορμιστικής κυβέρνησης.


Όπως οι δύο μας σύντροφοι υπερασπίζονται την αναγκαιότητα ανάδυσης μιας «πολιτικής μεταβατικής κατάστασης» πριν από την έναρξη της επανάστασης, με την ανάδειξη μιας «βραχύβιας κυβέρνησης εργατικού χαρακτήρα», υποκείμενης στον κίνδυνο της ανατροπής της από τους κεφαλαιοκράτες, και υποχρεωμένης να ξεπεραστεί από «το επόμενο βήμα» που «θα είναι η επανάσταση», έτσι π.χ. και ο Π. Παπακωνσταντίνου, πασίγνωστος συνεργάτης του ΠΡΙΝ και στέλεχος του ΝΑΡ, υπερασπίζεται και αυτός την αναγκαιότητα ανάδειξης μιας "μεταβατικής αριστερής κυβέρνησης" που "θα εγκαινιάσει μια περίοδο μεγάλων ρήξεων, ανοιχτή σε δύο ιστορικά ενδεχόμενα: είτε να προχωρήσει μπροστά, προς το ριζικό κοινωνικό μετασχηματισμό, είτε ν' αναδιπλωθεί και να ηττηθεί ",- εμπλουτίζοντας με τις προτάσεις τους την πολιτική φαρέτρα της ρεφορμιστικής αριστεράς με λεκτικά νέες παραλλαγές της πρακτικά και θεωρητικά ξοφλημένης θεωρίας των σταδίων. (Π. Παπακωνσταντίνου, "΄Επιστροφή στο μέλλον", σελ. 209 και 199).


Κλείνοντας, θα ήθελα να ρωτήσω το σ. Κάβουρα πώς συνδυάζει την άποψη ότι η κομμουνιστές, στις συνεργασίες τους, δεν παραιτούνται από το δικαίωμα τους να κριτικάρουν ανοιχτά και δημόσια τους συνεργάτες τους, με την άποψη ότι είναι τουλάχιστον αντιφατικό και στενόμυαλο να προτείνεις διάλογο και ενότητα και συνάμα να έχεις (μόνον;) καχυποψία απέναντι σε αυτούς που ανταποκρίνονται στην πρότασή σου.


Σ. Κάβουρα, ότι εγώ δεν έχω «μόνον καχυποψία» για τους άλλους αριστερούς, όπως δυσφημιστικά ισχυρίζεσαι για το άτομό μου, αλλά και ότι τρέφω εκτίμηση και σεβασμό προς τους συναγωνιστές του ΝΑΡ, αποδεικνύεται από την καλή και πολύχρονη αγωνιστική μου συνεργασία μαζί τους, στα πλαίσια της συνδικαλιστικής παράταξης "Αγωνιστικές Παρεμβάσεις". Αποδεικνύεται, επίσης, από το γεγονός ότι υπήρξα ένας από τους πρωτεργάτες της προσπάθειας να εγκαταλείψει η οργάνωση μας το χρόνιο αναχωρητισμό της από την πρακτική καθημερινή πολιτική ζωή της χώρας, και να εκπονήσει μια ταχτική που, χωρίς παραλυτικούς σεχταρισμούς, θα της επιτρέψει να συνεργαστεί με όλες τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς οι οποίες έχουν αναφορά στην εργατική τάξη και στο μαρξισμό, στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης, τόσο σε κοινωνικό/ συνδικαλιστικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο- υιοθετώντας ένα μεταβατικό πολιτικό πρόγραμμα που, συν τοις άλλοις, απαιτεί τη μονομερή διαγραφή του χρέους, και προβάλλοντας το σύνθημα της ανάδειξης μιας επαναστατικής εργατικής κυβένησης.


Από κει και πέρα, προσωπικά προτιμώ να με μέμφονται ως αντιφατικό, στενόμυαλο και καχύποπτο αυτοί που τους έφερα σε δύσκολη θέση με την ανοιχτή έκφραση των διαφωνιών μου, παρά να είμαι ένας αντιδιαλεκτικός, μεταφυσικός, αφελής και χαζοχαρούμενος αριστερός, που λησμονεί ότι οποιαδήποτε οργανική ενότητα, δηλ. οποιαδήποτε προοδευτική και μετεξελίξιμη σε κάτι ανώτερο ενότητα, είναι ενότητα διαφορετικών και αντιθέτων, και ότι η ενότητα είναι αναγκαία αλλά παροδική, ενώ η αντίθεση αναιρέσιμη, μεταλλάξιμη και αέναη. Γι' αυτό, οι πραγματικές αντιθέσεις, σ. Κάβουρα, δεν πρέπει να κουκουλώνονται, οι πλάγιοι τρόποι επιβολής μιας προσωπικής άποψης ως επίσημης άποψης της οργάνωσης δεν πρέπει να γίνονται ανεκτοί, αλλά πρέπει ν' αποφεύγονται και να καταγγέλλονται, γι’ αυτό η σύγκρουση απόψεων πρέπει να γίνεται στο φως το ήλιου και της δημοσιότητας της οργάνωσης και της κοινωνίας (εν δέ φάει καί όλεσον!)- αν θέλουμε,βέβαια, να προσεγγίσουμε επαρκώς την αλήθεια και να πετύχουμε ως "μαρξιστές - φίλοι του Χέγκελ" (Λένιν) τους διακηρυγμένους σκοπούς μας. Διότι, όπως είπε και ο Ηράκλειτος, ''Πόλεμος πάντων μέν πατήρ εστί, πάντων δέ βασιλεύς, καί τούς μέν θεούς έδειξε τούς δέ ανθρώπους, τούς μέν δούλους εποίησε τούς δέ ελευθέρους''. Και νομίζω ότι όλοι οι σύντροφοι της οργάνωσης, εφόσον είναι οργάνωση και όχι άθροισμα ομάδων, θέλουν να είναι ελεύθεροι ν’ αποφασίζουν συλλογικά οι ίδιοι σαν οργάνωση για τις πολιτικές τους θέσεις, χωρίς ν’ ανέχονται τη συμπεριφορά των εγγαστρίμυθων στελεχών που προσπαθούν να μας υποβάλλουν με πλάγιους τρόπους την ιδέα ότι οι ρεφορμιστικές εμπνεύσεις τους είναι ήδη θέσεις της οργάνωσης!



20- 7-2010

Χρήστος Βλόσιος