[2022-06-10] Δημόσια υγεία: από κοινωνικό πρόβλημα στην ατομική ευθύνη
Δημόσια υγεία: από κοινωνικό πρόβλημα στην ατομική ευθύνη
[Φωτ. από την ιστοσελίδα της Ένωσης Ιατρών Νοσοκομείων Αχαΐας]
Την Παρασκευή, 3 Ιούνη 2022, ένα αρκετά μεγάλο πλήθος κόσμου κινητοποιήθηκε στην Πάτρα απαιτώντας λύση για τα προβλήματα του Καραμανδάνειου Νοσοκομείου Παίδων, του μοναδικού παιδιατρικού νοσοκομείου στη Δυτική Ελλάδα, στην πραγματικότητα το μοναδικό παιδιατρικό νοσοκομείο εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης.
Το άμεσο πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη αναισθησιολόγων. Από τις τέσσερεις θέσεις οι τρεις παραμένουν κενές, μετά από δύο συνταξιοδοτήσεις και μία παραίτηση, και η τελευταία καλυμμένη μόνιμη θέση θα μείνει και αυτή κενή εντός του έτους λόγω συνταξιοδότησης. Τα κενά καλύπτονται με μετακινήσεις από άλλα νοσοκομεία αλλά αυτό δεν συνιστά λύση διαρκείας και εξωθεί τους γιατρούς σε υπερεργασία [1].
Αυτό είναι απλώς το πιο αιχμηρό πρόβλημα, καθώς θέτει σε κίνδυνο τη συνολική λειτουργία του νοσοκομείου (π.χ., δεν μπορούν να γίνουν χειρουργεία). Ακόμα κι αν δεν υπήρχε αυτό το πρόβλημα, δεν θα δυσκολευτεί κάποιος να βρει πλήθος άλλων προβλημάτων: ελλείψεις σε όλες τις ειδικότητες, ελλείψεις σε εξοπλισμό (μαγνητικός τομογράφος), και ένα κτίριο που χρειάζεται ανακαίνιση και εκσυγχρονισμό.
Παρόμοια κατάσταση καταγράφεται σε όλα τα νοσοκομεία της περιοχής που εμφανίζουν πλέον ανοικτές πληγές [2], ιδιαίτερα μετά την πίεση που δέχθηκαν λόγω της πανδημίας αλλά κυρίως από τη σκόπιμη πολιτική της κυβέρνησης να αφήσει το δημόσιο σύστημα υγείας να καταρρέει σε αργή κίνηση και να προάγει, ως κοινός προαγωγός, την ιδιωτική εμπορευματοποιημένη υγεία.
Η πολιτική της κυβέρνησης, η οποία υπηρετήθηκε κάπως πιο ντροπαλά και από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι τελικά να μετατρέψει τις υπηρεσίες υγείας σε ένα εμπόρευμα, η ποιότητα του οποίου θα εξαρτάται από το βαλάντιο του καθενός. Από δημόσιο αγαθό γίνεται ιδιωτικό απόκτημα. Τα μέτρα για το νέο ΕΣΥ της κυβέρνησης κατευθύνονται ακόμα περισσότερο προς αυτήν την κατεύθυνση [3]. Αφού, σε συνέχεια των μνημονιακών πολιτικών, συμπιέστηκαν οι μισθοί του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού με ταυτόχρονη υπερεντατικοποίηση της εργασίας τους, τώρα η κυβέρνηση τούς υπόσχεται ότι θα βγάλουν χρήματα με την παράλληλη εργασία στον ιδιωτικό τομέα. Πράγματι, η κυβέρνηση κατάφερε να κάνει ζηλευτή τη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα, όπου ένας γιατρός μπορεί να βγάζει άνετα τα δεκαπλάσια από έναν γιατρό ανάλογης ειδικότητας στο δημόσιο νοσοκομείο, κάνοντας λιγότερη δουλειά. Το κόστος θα το επωμιστούν οι ασθενείς. Θεσπίζει επίσης απογευματινά χειρουργεία στα δημόσια νοσοκομεία από γιατρούς του ΕΣΥ κατά τα απογευματινά ιατρεία. Οι χειρουργημένοι στα πρωινά χειρουργεία θα είναι προφανώς δεύτερης κατηγορίας, αφού δεν θα πληρώνουν. Ετοιμάζεται να κλείσει και άλλα νοσοκομεία ή να υποβαθμίσει νοσοκομεία σε Κέντρα Υγείας (μια τέτοια προοπτική φαίνεται ορατή για το Γ.Ν. του Αιγίου). Καθώς οι κρατικές δαπάνες για το Ε.Σ.Υ. μειώθηκαν δραματικά λόγω των μνημονίων (κατά 50%) και δημιουργήθηκαν 40.000 κενές θέσεις εργασίας, η λύση που προτείνει η κυβέρνηση είναι η μετατροπή των Νοσοκομείων σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου και γενίκευση της εφαρμογής των Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα. Χωρίς να μακρηγορούμε: για τα προβλήματα που δημιουργεί η ίδια η κρατική πολιτική, η λύση είναι η περαιτέρω ιδιωτικοποίηση.
Οι ιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό που αγωνίζονται ενάντια σε όλα αυτά πρέπει να τύχουν της αγωνιστικής μας υποστήριξής. Όμως, υπάρχει κάτι που αφορά αυτό που λέμε δημόσια υγεία, το οποίο περνά απαρατήρητο και στο οποίο θα ήθελα να αναφερθώ με αφορμή τις κινητοποιήσεις για το Καραμανδάνειο αλλά και όλη την αγωνιστική κινητοποίηση που αφορά τη δημόσια υγεία τα τελευταία δύο χρόνια απ’ αφορμή της πανδημίας.
Η αστική ιδεολογία έχει κατακτήσει μία μεγάλη νίκη στο ζήτημα της δημόσιας υγείας, καθώς έχει κάνει αυτό το ζήτημα να μοιάζει απλώς ως ιατρικό ζήτημα. Ως ένα ζήτημα που αφορά το πολύ την πρόσβαση σε δημόσια νοσοκομεία, σε φάρμακα και σε εμβόλια. Κάποτε, όμως, στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, η δημόσια υγεία αφορούσε όλους εκείνους τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδεινώνουν τη γενική υγεία του πληθυσμού: τις συνθήκες διαβίωσης (π.χ., κατάσταση κατοικιών, αποχέτευσης, καθαρότητα του αέρα) και τις συνθήκες εργασίας (π.χ., επιβαρυμένο περιβάλλον εργασίας). Οι αγώνες για δημόσια υγεία αφορούσαν όχι στενά τον ιατρικό τομέα αλλά συνολικά την κοινωνία. Οι αγώνες για να αποκτήσουν οι πόλεις αποχετευτικό σύστημα, να απομακρυνθούν ρυπογόνες βιομηχανίες από τον αστικό ιστό, να αναγνωριστούν βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα, τα μαζικά προγράμματα εμβολιασμού, οι γιατροί στους χώρους εργασίας, και τα προγράμματα ιατρικής παρακολούθησης των μαθητών στα σχολεία, έχουν τις ρίζες τους σε μια αντίληψη για την υγεία που την συνδέει με το σύνολο των κοινωνικών λειτουργιών, κυρίως με την εργασία και τη διαβίωση του πληθυσμού. Κάποια στιγμή, όμως, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’70, η αντίληψη για την δημόσια υγεία ως κοινωνικό ζήτημα άρχισε να υποχωρεί. Η πρόληψη της ασθένειας άρχισε να αφορά όχι την αντιμετώπιση των κοινωνικών παθογενειών που γεννούν την αρρώστια σε διάφορα τμήματα του πληθυσμού αλλά ως ατομικός τρόπος ζωής και ως ατομική επιλογή. Η έντονη εμπορευματοποίηση της ασθένειας, η «επιστημονικοποίηση» του κλάδου της ιατρικής σε απομόνωση από τις κοινωνικές επιστήμες, η επέλαση του νεοφιλελευθερισμού ως κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας, η κρίση του καπιταλισμού που προσπαθεί πλέον να βγάλει κέρδος από κάθε όψη της κοινωνικής ζωής και όχι μόνο από την παραγωγή υλικών εμπορευμάτων, και άλλοι τέτοιοι παράγοντες οδήγησαν στο να έχει μετατραπεί η δημόσια υγεία σε κάτι ασήμαντο. Καθόλου περίεργο λοιπόν που πριν την πανδημία κανείς δεν ήξερε το όνομα κανενός λοιμωξιολόγου. Αγώνας για δημόσια υγεία θεωρούταν, και συνεχίζει να θεωρείται, ο αγώνας για να παραμείνουν τα δημόσια νοσοκομεία δημόσια και δωρεάν και να προσφέρουν ιατρική φροντίδα στον πληθυσμό.
Η περιθωριοποίηση της δημόσιας υγείας και η κυριαρχία της αντίληψης ότι η υγεία είναι ατομική υπόθεση επέδρασε καταλυτικά και στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Οι λοιμωξιολόγοι που βγήκαν μέσα από αυτό το σύστημα δεν ήταν απλώς ανίκανοι να αντιμετωπίσουν ένα κατεξοχήν ζήτημα δημόσιας υγείας, δηλαδή, ένα κοινωνικό ζήτημα, όπως το ξέσπασμα μιας πανδημίας, αλλά αντέδρασαν με τον τρόπο που ήταν εύλογος για το σύστημα που τους παρήγαγε: δεν είπαν κουβέντα για τους κοινωνικούς όρους μετάδοσης της ασθένειας και επικέντρωσαν την προσπάθεια τους να μας πείσουν για την τήρηση των ατομικών μέτρων προστασίας (μάσκες, πλύσιμο χεριών, τήρηση αποστάσεων, και εμβολιασμός). Ακριβώς, όπως οι εκπομπές lifestyle μας δίνουν συμβουλές για διατροφή και τρόπο ζωής, ώστε να έχουμε καλύτερη υγεία και μακροζωία. Αν κάποιος δεν τις ακολουθεί, τότε ο ίδιος φέρει την ευθύνη για ό,τι συμβεί.
Η δημόσια υγεία όμως είναι βαθιά πολιτικό ζήτημα. Ο καπιταλισμός ενδιαφέρεται για τη δημόσια υγεία μόνο στο βαθμό που εξυπηρετεί τη συνολική κερδοφορία του κεφαλαίου και την αναπαραγωγή του. Θέλει να υπάρχει πολιτική δημόσιας υγείας μόνο στο βαθμό που αυτό είναι απαραίτητο για να μπορεί να συνεχίζει τη λειτουργία του, της οποίας η επιβίωση εξαρτάται από την παραγωγή κέρδους, και στο βαθμό που αυτό δεν γίνεται σε βάρος των κερδών του. Αν, για παράδειγμα, υπάρχει υπερπληθώρα διαθέσιμου εργατικού δυναμικού –δηλαδή, μισθωτών σκλάβων–, η υγεία και η ζωή του καθενός προλετάριου αξίζει λιγότερο, αφού μπορεί πολύ εύκολα να αντικατασταθεί. Καθώς η τεχνολογική εξέλιξη κάνει ένα μέρος του προλεταριάτου πλεονάζον και καθώς η παροχή υπηρεσιών υγείας με την στενή ατομική έννοια έχει μετατραπεί σε εμπορευματικό προϊόν, ο καπιταλισμός εξωθεί τη δημόσια υγεία, εννοούμενη ως μια ευρύτερη κοινωνική πολιτική, στο περιθώριο και την αντιλαμβάνεται πια απλώς ως μια πολιτική για εκείνα τα τμήματα του προλεταριάτου που έχουν ξεπέσει αρκετά για να μπορούν να εξασφαλίσουν με τα δικά τους εισοδήματα στοιχειώδη υγειονομική φροντίδα. Από την άλλη, έχουν αυξηθεί τα περιθώρια κέρδους της ιδιωτικής υγείας (νοσοκομεία, διαγνωστικά κέντρα, δομές αποθεραπείας κ.λ.π.) τα προηγούμενα χρόνια, ενώ εκτινάχθηκαν στα χρόνια της πανδημίας. Επιπλέον, η συρρίκνωση της δημόσιας υγείας αποτελούσε στρατηγικό στόχο των καπιταλιστών από την εποχή των μνημονίων (κλείσιμο 5 δημόσιων νοσοκομείων, με προοπτική να κλείσουν 40 στα 120 υπάρχοντα).
Στο βαθμό που κερδίζει η αστική, ατομικιστική αντίληψη, διάφορα ζητήματα θα αντιμετωπίζονται ξεκομμένα, ως επιμέρους πολιτικές: η ενίσχυση των δημόσιων νοσοκομείων θα είναι ένα ζήτημα, η παροχή πληρωμένων αδειών ασθένειας εργαζόμενου ή η παροχή πληρωμένων αδειών ασθένειας τέκνου εργαζόμενου ένα άλλο, το εργατικό ατύχημα ένα τρίτο, οι μακρόχρονες ασθένειες ένα τέταρτο, ο καθολικός εμβολιασμός ένα πέμπτο, η φτώχεια κάτι εντελώς άλλο, και η προστασία του πλανήτη ένα εντελώς άσχετο ζήτημα. Όμως, όλα αυτά συνδέονται. Όχι μόνον γιατί αφορούν την κατάσταση της γενικής υγείας του πληθυσμού (την επιδεινώνουν ή την βελτιώνουν, ανάλογα), αλλά γιατί η βάση όλων αυτών είναι κοινωνική και η ρίζα τους είναι η ίδια: είναι ο καπιταλισμός.
Ακόμα και η αριστερά αδυνατεί να αντιληφθεί την κοινωνική σημασία των ζητημάτων δημόσιας υγείας. Όταν ακόμα και αριστερές δυνάμεις, κυρίως του αναρχικού χώρου, αντιλαμβάνονται τον εμβολιασμό ως ατομική υπόθεση και επομένως δικαίωμα κάθε ξεχωριστού ατόμου το αν θα κάνει ή όχι εμβόλιο, τότε η αστική ιδεολογία έχει κυριαρχήσει. Φυσικά, και η αντίθετη άποψη, ότι το εμβόλιο θα τα λύσει όλα, είναι επίσης έκφραση της ατομικιστικής ιδεολογίας του αστισμού, αφού παραγνωρίζει τις κοινωνικές αιτίες της πανδημίας και τις μετατρέπει σε μια ατομική επιλογή να κάνει ή να μην κάνεις εμβόλιο. Η προλεταριακή άποψη δεν μπορεί να είναι άλλη από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό με απαίτηση λογοδοσίας του κάθε μη εμβολιασμένου στην κοινότητα που ανήκει. Αντίστοιχα, σε όλα τα υπόλοιπα ζητήματα μια προλεταριακή εξουσία θα επέβαλε την ιχνηλάτηση των κρουσμάτων, τα μαζικά, υποχρεωτικά και δωρεάν τεστ, αυστηρά lockdown όπου χρειαζόταν, εργασία μόνο σε όσες επιχειρήσεις είναι ζωτικής σημασίας, πληρωμένη άδεια για τους εργαζόμενους που δεν εργάζονται λόγω κλεισίματος ή εκ περιτροπής εργασίας, επίταξη μεταφορικών μέσων για την ανετότερη μεταφορά, κ.τ.λ.
Πάρτε επίσης το αίτημα για επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας: το αίτημα καθαυτό αναγνωρίζει το δικαίωμα ύπαρξης του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα υγείας, και μόνο σε κρίσιμες περιπτώσεις απαιτεί να λειτουργήσει για να εξυπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες. Φυσικά, στον καπιταλισμό η καπιταλιστική ιδιοκτησία πολύ δύσκολα μπορεί να επιταχθεί χωρίς πλουσιοπάροχη ανταμοιβή για τον ιδιοκτήτη-καπιταλιστή. Οι μόνες επιτάξεις που γίνονται στον καπιταλισμό χωρίς αποζημίωση και με σοβαρά αντίποινα είναι οι επιτάξεις εργαζομένων. Το σωστό αίτημα είναι η κρατικοποίηση όλου του ιδιωτικού τομέα υγείας χωρίς καμιά αποζημίωση για τους ιδιώτες-καπιταλιστές.
Ακόμα περισσότερα χρειάζεται να γίνουν από τις δυνάμεις εργατικής αναφοράς για να κατανοηθεί τι σημαίνει να πληρώσει την κρίση ο καπιταλισμός για τα ζητήματα δημόσιας υγείας, όπως και για πολλά άλλα ζητήματα. Το κύριο, όμως, δεν είναι το ποια αιτήματα και διεκδικήσεις θα προταχθούν αλλά το τι θα εννοούν αυτοί που θα αγωνίζονται για την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων και των διεκδικήσεων, και κυρίως οι πρωτοπορίες των αγωνιζόμενων.
Εδώ και πολλές δεκαετίες έχουν κυριαρχήσει στο κίνημα διάφορες αντιλήψεις που κοινή τους συνισταμένη είναι ότι εξοβελίζουν την αναγκαιότητα της επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου από την άμεση σύνδεση με το κίνημα για την ικανοποίηση αυτών των αιτημάτων. Ένας τρόπος έκφρασης αυτού του εξοβελισμού είναι ότι η ικανοποίηση όλων των αιτημάτων ανάγεται στο κίνημα (κινηματισμός, κυρίως από δυνάμεις τις εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς). Όμως, καθώς ο καπιταλισμός διέρχεται βαθιά κρίση, αδυνατεί να ικανοποιήσει και τα πιο απλά αιτήματα, ακόμα κι αν βρεθεί αντιμέτωπος με ένα ισχυρό κίνημα. Αυτό οδηγεί στην απογοήτευση τις εργατικές μάζες, οι οποίες καταλαβαίνουν πολύ γρήγορα από την ίδια την εμπειρία τους ότι θετικές αλλαγές στη ζωή τους δεν γίνονται γενικώς με οικονομιστικούς αγώνες, αλλά, από την άλλη, δεν βρίσκουν καμιά δύναμη εργατικής αναφοράς διατεθειμένη να θέσει ζήτημα εξουσίας. Ένας άλλος τρόπος που εξοβελίζει την αναγκαιότητα της προλεταριακής επανάστασης είναι η αντίληψη ότι η λύση όλων των προβλημάτων θα δοθεί στον σοσιαλισμό-κομμουνισμό (ΚΚΕ). Αυτό είναι εσφαλμένο από μαρξιστική άποψη, καθώς είναι, ή θα έπρεπε να είναι, γνωστό σε καθέναν με στοιχειώδη μαρξιστική αντίληψη ότι ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον σοσιαλισμό-κομμουνισμό (που είναι μια αταξική και ακρατική κοινωνία, στην οποία τα μέσα παραγωγής είναι κοινωνικοποιημένα), παρεμβάλλεται το γεγονός της επαναστατικής ανατροπής τους καπιταλισμού και μια μεταβατική περίοδος στην οποία αντιστοιχεί ένας ιδιαίτερος τύπος κράτους, η δικτατορία του προλεταριάτου, όπου τα μέσα παραγωγής έχουν περάσει στα χέρια του (έχουν δηλαδή κρατικοποιηθεί). Η αντίληψη περί επίλυσης των προβλημάτων στο μακρινό μέλλον του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, καθώς δεν βάζει ζήτημα ανατροπής του καπιταλισμού στο σήμερα, οδηγεί επίσης σε απογοήτευση, καθώς καταλήγει και αυτή στον κινηματισμό και τον οικονομισμό.
Για να επανέρθω στο ζήτημα του Καραμανδάνειου. Η σωτηρία του, η αναβάθμισή του και ο δωρεάν και δημόσιος χαρακτήρας του απαιτεί όχι μόνο μεγαλύτερη κινητοποίηση από αυτή που έγινε την Παρασκευή. Απαιτεί τη σύνδεση του αγώνα αυτού, όπως και κάθε άλλου σημαντικού αγώνα της εργατικής τάξης, με την προοπτική της κοινωνικής απελευθέρωσης, με την προοπτική της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας. Όσο αυτό το καθήκον υποβαθμίζεται από τις δυνάμεις εργατικής αναφοράς, οι αγώνες θα αδυνατούν να οδηγήσουν σε πραγματικές νίκες. Αργά ή γρήγορα, το πρόβλημα της παιδιατρικής φροντίδας θα λυθεί με τον τρόπο που βολεύει τον καπιταλισμό. Το Καραμανδάνειο ίσως παραμείνει ανοικτό. Η πιθανή αναβάθμισή του, όμως, θα περνάει μέσα από την ιδιωτικοποίηση διαφόρων λειτουργιών του· διαφορετικά θα αφεθεί να υποβαθμιστεί.
Β.Π.
[3] ΓΙΑ ΤΟ «ΝΕΟ ΕΣΥ» – ΕΝΩΣΗ ΙΑΤΡΩΝ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΩΝ ΑΧΑΪΑΣ (eina.gr)