[2018-01-10] Η Αριστερά της αξιοπρέπειας, τουτέστιν η Αριστερά της υποταγής. Με αφορμή τη συνέντευξη της Μπέττυ Μπαζιάνας στην Εφημερίδα των Συντακτών [Β.Π.]

Η Αριστερά της αξιοπρέπειας, τουτέστιν η Αριστερά της υποταγής.

Με αφορμή τη συνέντευξη της Μπέττυ Μπαζιάνας στην Εφημερίδα των Συντακτών

 Η συνέντευξη της συντρόφου/συζύγου του Πρωθυπουργού κ. Μπέττυ Μπαζιάνας (Εφημερίδα των Συντακτών, 5-7 Ιανουαρίου 2018) έχει μια αξία να σχολιαστεί από επαναστατικές δυνάμεις γιατί εκφράζει με περιεκτικό τρόπο την ουσία της πολιτικής γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ για το πώς πολιτεύθηκε και πολιτεύεται τα τελευταία τρία χρόνια που είναι κυβέρνηση.

 

Στη συνέντευξη, η κ. Μπαζιάνα μιλάει ως «απλός πολίτης» και αυτό έχει τη σημασία του, καθώς μέσα από την αντίληψή της εκφράζεται η επίσημη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ προς τους «απλούς πολίτες». Σκοπός μας είναι να ασχοληθούμε με την ουσία αυτής της γραμμής του ΣΥΡΙΖΑ για τους «απλούς πολίτες».

***

Οι «απλοί πολίτες» είναι βέβαια κατά βάση η εργατική τάξη της χώρας και τα φτωχά λαϊκά στρώματα (οι άνεργοι, οι μισθωτοί εργάτες και υπάλληλοι του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι φτωχοί αυτο-απασχολούμενοι και μικροαστοί της πόλης και της υπαίθρου). Στον καπιταλισμό, όλοι αυτοί αντιμετωπίζονται χωρίς ταξική αναφορά, ως ισότιμοι «πολίτες», με λίγο-πολύ ίδια δικαιώματα, ως ψηφοφόροι εν τέλει, ως τυπικά ισότιμοι με τους καπιταλιστές. Πάνω σ’ αυτήν την εξαπάτηση στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η ικανότητα του καπιταλισμού να ενσωματώνει τις λαϊκές μάζες. Και όταν η πραγματικότητα μπορεί να πείσει αυτούς τους «απλούς» πολίτες ότι δεν είναι ίσοι με τους άλλους, δηλ. τους καπιταλιστές, αλλά τα αντικείμενα εκμετάλλευσης αυτών των τελευταίων, πράγμα που οι «απλοί πολίτες» τείνουν να το αντιλαμβάνονται όταν ο καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίση και εμφανίζεται γυμνός, τότε επιστρατεύονται, εκτός από την ωμή καταστολή, όλων των ειδών τα ιδεολογικά τεχνάσματα για να αποκτήσουν αυτοί οι ταξικά προσδιορισμένοι άνθρωποι, οι εκμεταλλευόμενοι, τη συνείδηση του ενσωματωμένου και ικανοποιημένου «απλού πολίτη».

Πάνω σε αυτό το ιδεολογικό πλαίσιο, η κ. Μπαζιάνα, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, ξεφεύγει από τη συζήτηση για το ποιον ευνοεί η ταξικότατη πολιτική της κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και καταφεύγει σε ένα έντονα συναισθηματικό λόγο, αποκαθαρμένο από αναφορά σε αιχμηρές και πιο ακριβείς αναλύσεις.

Ας δούμε, λοιπόν, μερικά συγκεκριμένα σημεία αυτού του ιδεολογικού πλαισίου.

Σύμφωνα με την κ. Μπαζιάνα, «ο Τσίπρας το οδήγησε μέχρι εκεί που μπορούσε να το πάει, έχοντας συναίσθηση της ευθύνης για ό,τι είχε υποσχεθεί στον ελληνικό λαό, αλλά και της ευθύνης μπροστά στο διακύβευμα. Γι’ αυτό δεν δέχομαι τις κατηγορίες περί προδοσίας και εξαπάτησης. … δεν είπε ψέματα, δεν οπισθοχώρησε.»

Αυτή είναι σε τελική ανάλυση και η γραμμή του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ για τα γεγονότα μέχρι το δημοψήφισμα του Ιουνίου του 2015 και τη μετέπειτα επιβολή νέου μνημονίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ το πάλεψε όσο μπορούσε και απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις αναγκάστηκε να κάνει ένα συμβιβασμό, «όχι όμως ταπεινωτικό», όπως επισημαίνει η κ. Μπαζιάνα.

Αυτή η περιγραφή των γεγονότων όμως πάσχει και έρχεται σε αντίφαση με άλλα πράγματα που περιλαμβάνει.

Πάσχει, όχι γιατί κάποιος μπορεί να αποδείξει ότι ο Τσίπρας ήταν προδότης, έλεγε ψέματα ή εξαπάτησε το λαό. Είναι φανερό ότι τίποτα δεν βλάπτει περισσότερο μια πολιτική δύναμη ή έναν πολιτικό από το να αποδειχτεί ότι λέει ψέματα και δρα προδοτικά (πράγμα κάπως ειρωνικό, καθώς όλη η αστική πολιτική στηρίζεται στο ψέμα, στην απόκρυψη της ταξικής κυριαρχίας των καπιταλιστών). Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να αποσείσει αυτήν τη ρετσινιά από πάνω του. Και για να είμαστε ειλικρινείς δεν θεωρούμε ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ψέματα για το ότι κράτησε σκληρή διαπραγματευτική στάση και επιθυμούσε να επιφέρει μια καλύτερη συμφωνία με τους δανειστές. Είναι πιο συνεκτικό με τα γεγονότα ότι, ως ευρωκομμουνιστές, πίστεψαν στ’ αλήθεια, εντελώς ηλιθιωδώς, ότι η ΕΕ είναι κάτι διαφορετικό από ιμπεριαλιστικός οργανισμός, και επομένως, θα μπορούσαν να αποσπάσουν κάποια υποχώρηση με μια σκληρή διαπραγματευτική στάση. Πίστεψαν πραγματικά ότι με μια σκληρή διαπραγματευτική στάση και κάποιες οικονομικές αναλύσεις κεϋνσιανού τύπου, η ΕΕ θα λυγίσει και θα επιδείξει την αλληλεγγύη της. (Ο εκφραστής αυτής της άποψης ήταν ο κ. Βαρουφάκης, όμως και η κ. Μπαζιάνα το εκφράζει αυτό λαϊκά, όταν λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε προβάλλοντας το: «σας τα έχουμε δώσει όλα, δεν έχει μείνει τίποτα»). Τι έκπληξη θα πρέπει να ένιωσαν αυτοί οι ρεφορμιστές ευρωκομμουνιστικού τύπου, όταν διαπίστωσαν ότι «οι δανειστές είχαν θέσεις άτεγκτες, ήταν σαν μια τιμωρητική, φασιστική μπότα που προσπαθούσε να σου λιώσει το κεφάλι, να σε πατήσει κάτω επειδή τόλμησες να ξεστομίσεις ‘δεν αντέχουμε άλλο’»; Φυσικά, αυτοί οι δανειστές είναι οι «εταίροι» μας στην ΕΕ. Και βέβαια αυτή η διαπίστωση της κ. Μπαζιάνα είναι πέρα για πέρα σωστή με την αφαίρεση της λέξης «σαν». Μόνο λακέδες τύπου Σταύρου Θεοδωράκη αφρίζουν όταν κάποιος αποκαλεί την ΕΕ ακριβώς ως αυτό που είναι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ όφειλε να γνωρίζει, και δεν χρειαζόταν να είναι μαρξιστικό κόμμα για να το γνωρίζει, ότι οι δανειστές είχαν μεγαλύτερη διαπραγματευτική ισχύ: ελέγχουν το δανεισμό σου, επομένως, ελέγχουν τη λειτουργία των τραπεζών σου, των μεγάλων επιχειρήσεων, εν τέλει της οικονομίας σου, στο βαθμό που αυτή βρίσκεται στα χέρια των καπιταλιστών. Ή, για να το πούμε απλά, δεν χρειάζεται να είσαι μαρξιστής για να γνωρίζεις ότι όποιος έχει το μαχαίρι, κόβει και το καρπούζι όπως θέλει. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να γνωρίζει ότι αυτή η ισχύς μεγαλώνει όταν κάθεσαι στο ίδιο τραπέζι με τους δανειστές να διαπραγματευθείς. Μειώνεται όταν σηκώνεσαι από το τραπέζι και σταματάς κάθε διαπραγμάτευση και αποσπάς τον έλεγχο της οικονομίας από τα χέρια των καπιταλιστών, προσπαθώντας να τους πλήξεις πραγματικά. Εάν αυτά τα πράγματα δεν τα γνώριζε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να κατηγορήσει μόνο τον εαυτό της για αυτό και όχι να προσπαθεί να βγει και ήρωας από πάνω.

Επομένως, για όλη την περίοδο μέχρι το δημοψήφισμα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα πρέπει να παίρνει τα εύσημα για τη σκληρή διαπραγματευτική του στάση. Το γεγονός ότι τα καταφέρνει να χρησιμοποιεί τη ρεφορμιστική, μυωπική του αντίληψή του για τη φύση της ΕΕ ως επιχείρημα υπέρ του, τουλάχιστον προς τα εργαζόμενα στρώματα και την υπόλοιπη Αριστερά, δείχνει κάτι για την υπόλοιπη Αριστερά αλλά και το ίδιο το σύστημα.

Αυτά έρχονται στην επιφάνεια όταν η κ. Μπαζιάνα απαντάει σε ερώτηση για το αν ο ΣΥΡΙΖΑ ή το ΚΚΕ είναι πιο συστημικό κόμμα. Η απάντησή της είναι, μετά τις συνήθεις ρεβεράντζες για τα ευγενικά χαρακτηριστικά του κόσμου του ΚΚΕ, την ιστορία του, κτλ, ότι: «Η μεθοδολογία όμως που επιλέγουν [ενν. οι του ΚΚΕ] στον αγώνα τους, δίνει πολλές φορές την εντύπωση ότι δεν μπορεί να προκαλέσει τριγμούς στο σύστημα.» Εδώ έπεσε διάνα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τη ρεφορμιστική γραμμή του, με την επιεικώς ηλίθια αυταπάτη ότι η ΕΕ και τα αστικά κράτη της Ευρωζώνης είναι το «κοινό μας μέλλον», προκάλεσε περισσότερους τριγμούς στον ελληνικό και ευρωπαϊκό καπιταλισμό από ότι το ΚΚΕ από τη λήξη του εμφυλίου και μετά. Και αυτό γιατί ένα ρεφορμιστικό κόμμα υιοθέτησε ένα στόχο, την κατάργηση των μνημονίων, που μόνο επαναστατικά μπορούσε να επιτευχθεί. Τι έκανε λοιπόν η ηγεσία του ΚΚΕ απέναντι σ’ αυτό το γεγονός; Αντί να το αξιοποιήσει για να εντείνει τους τριγμούς στο σύστημα, να οδηγήσει τους τριγμούς σε ανατροπή του καπιταλισμού, έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να παραμείνουν τα πράγματα σταθερά, με αποκορύφωμα τη στάση της στο δημοψήφισμα, όπου βρέθηκε να εκτοξεύει τις ίδιες με τις αστικές δυνάμεις κινδυνολογίες για το τι θα γινόταν αν φεύγαμε από το ευρώ. Πράγμα βέβαια που δεν έπεισε ούτε την ίδια τη βάση του, η οποία ψήφισε μαζικά υπέρ του ΟΧΙ.

Πάνω λοιπόν στην ανικανότητα και τη ρεφορμιστικότητα της υποτιθέμενης επαναστατικής και κομμουνιστικής αριστεράς, μπορεί ο ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται ότι κράτησε σκληρή διαπραγματευτική στάση.

Το άλλο πράγμα που λέει η κ. Μπαζιάνα, αφορά το ίδιο το αστικό σύστημα και εξηγεί, από μια άλλη σκοπιά, γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ επενδύει στην «σκληρή» διαπραγματευτική του στάση και στο δημοψήφισμα, παρόλο που η σημερινή του πολιτική πρακτική φαίνεται να βρίσκεται, στην ουσία τουλάχιστον, στον αντίποδα εκείνης της στάσης. Λέει λοιπόν η κ. Μπαζιάνα: «Ποια ‘δημοκρατία’ των ισχυρών μπορεί να αγνοήσει την επιλογή [ενν. στο δημοψήφισμα] ενός λαού να ακολουθήσει άλλο δρόμο και να δικαιολογήσει το πραξικόπημα σε βάρος του; Θυμηθείτε, το μήνυμα που διαδόθηκε παγκόσμια σαν φλόγα εκείνο το βράδυ της μαραθώνιας διαπραγμάτευσης: This is a coup [=Αυτό είναι πραξικόπημα]». Πράγματι. Η επιλογή του λαού αγνοήθηκε από τους ισχυρούς «δανειστές-δυνάστες» (έκφραση της κ Μπαζιάνα). Πράγματι, μπορεί αυτή η στάση να χαρακτηριστεί ως πραξικόπημα. Πάνω σ’ αυτό το ζήτημα δεν βρέθηκε κανένας ευρωλάγνος, κανένας λακές των καπιταλιστών, δεξιός ή ξεφτίδι της αριστεράς, να διαφωνήσει. Πώς μπορούν άλλωστε; Τι τρομερή κατραπακιά να διαφημίζεις τη δημοκρατικότητα του καπιταλισμού, της ΕΕ και όταν ο λαός ψηφίζει εντελώς δημοκρατικά και ελεύθερα (αν και ασκήθηκαν, ως γνωστόν, ασφυκτικές πιέσεις, απειλές και εκβιασμοί) ενάντια στις επιλογές καπιταλιστών και ΕΕ, να βλέπεις την αθλιότητα αυτής της δημοκρατίας κατά πρόσωπο; Το δημοψήφισμα και ο τρόπος που η αστική τάξη, με πολιτικό της ηγέτη τον κ. Τσίπρα βεβαίως-βεβαίως, το αντιμετώπισε απέδειξε περίτρανα ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι καλυμμένη δικτατορία της αστικής τάξης. Η αστική τάξη θέλει να ξεχάσουμε αυτήν την απλή αλήθεια έτσι όπως αυτή εκφράστηκε ανάγλυφα στα γεγονότα του δημοψηφίσματος· να ξεχάσουμε ότι το ΟΧΙ που έγινε ΝΑΙ εντός 24 ωρών δεν ήταν απλώς μια πράξη πραξικοπηματική που εκπορευόταν από έξω, αλλά ότι κι ο ελληνικός «αστικός κόσμος» ήταν έτοιμος να αντιδράσει (κατά τις δηλώσεις του κ. Μεϊμαράκη)· να ξεχάσουμε ότι ο πρόεδρος της Τράπεζας της Ελλάδας, ο διαβόητος κ. Στουρνάρας, ετοίμαζε κανονικό πραξικόπημα ενάντια στην εκλεγμένη κυβέρνηση για να «κρατήσει τη χώρα στο ευρώ», δηλ. για να καταπατήσει την απόφαση του ελληνικού λαού.

Δεν είναι αντιφατικό, όμως, να λέει η κ. Μπαζιάνα ότι η μεταχείριση αυτή είναι πραξικόπημα και να λέει ταυτόχρονα ότι ο «Τσίπρας δεν άλλαξε το χάρτη των αξιών του»; Από πότε έγινε αξία της Αριστεράς να υλοποιεί την πολιτική ενός πραξικοπήματος σε βάρος της εκπεφρασμένης θέλησης του ελληνικού λαού;

Και όμως ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να εμφανίζεται ότι κρατάει πιο σκληρή στάση απέναντι στους «δανειστές-δυνάστες», ακριβώς γιατί όλοι, και πρώτα και κύρια τα εργατικά στρώματα, αντιλήφθηκαν ότι ο καπιταλισμός είναι η δικτατορία της αστικής τάξης. Αντιλήφθηκαν δηλαδή ότι και το πιο απλό πράγμα, να έχεις μισθούς αξιοπρέπειας για παράδειγμα, ή όπως συναισθηματικά το λέει η κ. Μπαζιάνα, να πεις «υπάρχω», απαιτεί τη σύγκρουση με τη συγκεντρωμένη δύναμη των καπιταλιστών και του κράτους τους και την ανατροπή τους. Απέναντι στο μέγεθος του καθήκοντος, και στο γεγονός ότι καμιά δύναμη της αριστεράς δεν φάνηκε, και δεν φαίνεται ακόμα, διατεθειμένη να το αναλάβει, ο ΣΥΡΙΖΑ που μπήκε μπροστάρης σ’ αυτόν τον αγώνα, ακόμα κι αν τον εγκατάλειψε στα μισά του δρόμου, φαντάζει καλύτερος από οποιαδήποτε άλλη δύναμη, πρώτα και κύρια, τις ήδη μνημονιακές δυνάμεις αλλά και την τάχαμου επαναστατική αριστερά που έκατσε στα αυγά της και έγινε παράγοντας σταθερότητας του συστήματος. Από την ήττα του ΟΧΙ βγήκε νικητής αυτός που το υπονόμευσε, δηλ. ο ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ήταν ταυτόχρονα και αυτός που το προκάλεσε. Εδώ πάλι η κ. Μπαζιάνα έχει δίκιο όταν λέει ότι ο Τσίπρας «είχε πάρει εντολή [ενν. από το ελληνικό λαό με βάση την ετυμηγορία του στο δημοψήφισμα] δικαιότερης συμφωνίας, όχι εντολή ρήξης ή εξόδου από την Ευρώπη ή το ευρώ». Και έχει δίκιο παρόλο που το δημοψήφισμα ερμηνεύτηκε από όλους, και πρώτα από όλα από τις αστικές δυνάμεις και την ΕΕ, ως δημοψήφισμα για την παραμονή ή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ και την ΕΕ. Έχει δίκιο γιατί τη νοηματοδότηση του ΟΧΙ την ανέλαβε αυτός που το προκάλεσε και ήταν άλλωστε ο μόνος που μπορούσε να το νοηματοδοτήσει. Γι’ αυτό η κ. Μπαζιάνα δεν έχει πρόβλημα να αναφέρεται στη μεγάλη συγκέντρωση του ΟΧΙ στο Σύνταγμα, παρόλο που λίγα 24ωρα αργότερα, ο Τσίπρας θα απογοήτευε αυτόν τον κόσμο. Ο ΣΥΡΙΖΑ παίρνει δύναμη ακόμα από αυτό, δηλαδή από μια ήττα.

Καθόλου περίεργο. Όλη η Αριστερά γι’ αυτό υπάρχει. Το ΚΚΕ τρώει ακόμα από τα έτοιμα, δηλ. από την Αντίσταση και την ήττα της επανάστασης στον εμφύλιο. Το ΝΑΡ από τη διάσπασή του από το υποταγμένο ΚΚΕ το ’89 (παρά την κατοπινή του ανικανότητά να παίξει ουσιαστικό ρόλο στο εργατικό κίνημα). Οι τροτσκιστικές οργανώσεις το ίδιο. Η Αριστερά στην Ελλάδα υπάρχει για να θυμίζει ότι έπαιξε σπουδαίο ρόλο, είναι υπεύθυνη για τις καλύτερες στιγμές αγωνιστικής ανάτασης του λαού και φυσικά στάθηκε ανίκανη να τις φέρει σε πέρας με τη νίκη της επανάστασης. Το πολύ-πολύ βελτίωσε τη θέση των εργαζόμενων. Υπάρχει δηλαδή ως ρεφορμιστική αριστερά.[1]

Η αντίληψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ συγκρούστηκε πάει χέρι με χέρι με το γεγονός ότι αυτοί με τους οποίους συγκρούστηκε, στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, και με τους οποίους θέλει να παρουσιάζεται ακόμη ότι συγκρούεται, είναι κάτι κακό. Γι’ αυτό, και έστω λεκτικά, ο ΣΥΡΙΖΑ συντηρεί μια ρητορική για τους κακούς «δανειστές-δυνάστες», τη «φασιστική μπότα» τους, και το διεφθαρμένο σύστημα εντός της χώρας. Έτσι βέβαια γεννιέται το ερώτημα: μα τότε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί αυτό το σύστημα; Και η απάντηση σ’ αυτό είναι πώς δεν το υπηρετεί αλλά προσπαθεί να το καταπολεμήσει. Αυτή η γραμμή εκφράζεται με τα εξής επιχειρήματα:

Πρώτον, εμείς (οι Συριζαίοι κυβερνήτες) δίνουμε μάχες αλλά το σύστημα είναι πολύ ισχυρό και δεν το ελέγχουμε. Στη συνέντευξη η κ. Μπαζιάνα το έθεσε με πολύ μαρξιστικό τρόπο: ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία. Η κ. Μπαζιάνα αναφέρεται βέβαια στις περιπτώσεις όπου οι δικαστικοί αποφασίζουν μόνοι τους αν θα δηλώσουν «πόθεν έσχες» (και βέβαια δεν δηλώνουν), οι καπιταλιστές φυγαδεύουν ανενόχλητοι τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους, υπόδικοι επιχειρηματίες τριγυρνάνε ελεύθεροι, τα αφεντικά καταπατούν χωρίς φόβο τιμωρίας το πλέον ρημαγμένο από τα μνημόνια εργατικό δίκαιο, κτλ. Είναι απόλυτα κατανοητό από μαρξιστική σκοπιά ότι το καπιταλιστικό σύστημα δεν καθορίζεται από την κυβέρνηση. Το αστικό κράτος, η διοίκηση, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί, η αστική δικαιοσύνη, υπάρχουν για να υπηρετούν την αναπαραγωγή του κεφαλαίου, να διαιωνίζουν την εξουσία της αστική τάξης. Η κυβέρνηση είναι ένας μηχανισμός εντός αυτού του κράτους αλλά δεν είναι και ο πιο ισχυρός. Ένας μαρξιστής θα έβγαζε το συμπέρασμα ότι το αστικό κράτος πρέπει να τσακιστεί, ότι οι αστοί δικαστές, που τόσο πρόστυχα διαφυλάσσουν τα προνόμιά τους, θα πρέπει απλώς να απολυθούν –χωρίς αποζημίωση βέβαια– και να αντικατασταθούν από λαϊκά δικαστήρια με αιρετούς και ανακλητούς δικαστές. Ότι οι καπιταλιστές θα πρέπει να αποχωριστούν από την ιδιοκτησία τους που θα πρέπει να περάσει στο εργατικό κράτος μαζί με την ατομική περιουσία που έχουν συσσωρεύσει. Ότι η διοίκηση θα πρέπει να αποτελείται από αιρετούς και ανακλητούς υπαλλήλους οι οποίοι θα έχουν την ευθύνη να εφαρμόζουν τις αποφάσεις των οργάνων εργατικής εξουσίας και να κρίνονται με βάση αυτό. Βέβαια, κανείς δεν περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει αυτά τα μέτρα. Ούτε καν οι άθλιοι φιλελεύθεροι αστοί πολιτικοί, που ασκούν κριτική στην Μπαζιάνα γιατί η δήλωσή της υποκρύπτει την επιθυμία κατάργησης της διάκρισης των εξουσιών. Το πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης ξέρει πολύ καλά ότι η διάκριση των εξουσιών είναι ο μανδύας που περιβάλλει τη μια και μόνη πραγματική εξουσία, τη δικτατορία της αστικής τάξης. Όμως, όσο δεν εφαρμόζονται τέτοιου τύπου μέτρα, εφαρμόζονται άλλα: τα ΜΑΤ δέρνουν εργαζόμενους, τα δικαστήρια δικαιώνουν τους καπιταλιστές σε βάρος των εργαζομένων, η Βουλή ψηφίζει νόμους που υπονομεύουν τη συλλογική δύναμη της εργατικής τάξης, και πάει λέγοντας. Και αυτά δεν γίνονται επί δεξιάς ή πασοκικής κυβέρνησης, αλλά επί κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ.

Είναι σίγουρο όμως ότι η γραμμή που θα δουλέψει ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι αποτελεί τη μόνη ελπίδα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων για σύγκρουση με αυτά τα συμφέροντα. Όσο δεν υπάρχει άλλη δύναμη που να διεκδικεί την εξουσία για να εφαρμόσει τα άλλα μέτρα που αναφέραμε ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορεί να χρησιμοποιεί αυτήν τη γραμμή, τη γραμμή «ο πόλεμος έχει πολλές μάχες», όπως χαρακτηριστικά το έθεσε η κ. Μπαζιάνα, με σχετική επιτυχία.

Κάποιος «απλός πολίτης» θα μπορούσε καλοπροαίρετα να αντιτάξει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να προχωρήσει στην εφαρμογή του προγράμματος του, έστω πτυχών του, χωρίς να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις αντιδράσεις του κατεστημένου. Οι εργαζόμενοι τουλάχιστον θα τον στήριζαν. Και εδώ έρχεται το δεύτερο επιχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός από το ότι δεν έχει συμβιβαστεί με τα συμφέροντα αλλά τα καταπολεμά, όπως είπαμε παραπάνω, αντιλαμβάνεται, ως ρεαλιστική πολιτική δύναμη που είναι, ότι μεγαλύτερη σύγκρουση μπορεί να αποβεί μοιραία. Η κ. Μπαζιάνα το εκφράζει ως εξής σε σχέση με τον «όχι ταπεινωτικό» συμβιβασμό μετά το δημοψήφισμα: «Για ένα, όμως, είμαι απολύτως σίγουρη: ότι η επιλογή της άτακτης σύγκρουσης θα έκανε τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους.» Δηλαδή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συμβιβάστηκε με τους δανειστές, όπως συμβιβάζεται καθημερινά με τους Έλληνες καπιταλιστές, την αστική δικαιοσύνη, κτλ., γιατί «η άτακτη σύγκρουση» με όλους αυτούς θα απόβαινε σε βάρος των φτωχών! Φυσικά, δεν υπάρχει μεγαλύτερο ψέμα από αυτό. Είναι απλώς η ομολογία του ρεφορμισμού, της πολιτικής της μεταρρύθμισης προς όφελος του λαού, μέχρι που κάποια μέρα να ανακτηθούν όλα αυτά που χάθηκαν, και ίσως φτάσουμε και σε μια δικαιότερη κοινωνία. Η άλλη επιλογή, η ριζοσπαστική πολιτική της ανατροπής του καπιταλισμού, θα ήταν «συλλογική αυτοκτονία», όπως λέει η κ. Μπαζιάνα. Αυτό είναι αλήθεια μόνο αν ταυτίζει κανείς το συλλογικά συμφέροντα με τα συμφέροντα των καπιταλιστών και των δανειστών. Αυτά τα συμφέροντα πράγματι θα «αυτοκτονούσαν» (δηλαδή, θα τα «αυτοκτονούσαμε»). Η αλήθεια είναι ότι οι «φτωχοί» δεν έβαλαν κανένα βέτο σε μια κατά μέτωπο σύγκρουση με τους δανειστές και τα συμφέροντά τους. Οι «φτωχοί» είπαν την άποψή τους στο δημοψήφισμα και στις συγκεντρώσεις σε όλη την Ελλάδα για την υποστήριξη του ΟΧΙ. Δεν φοβήθηκαν οι «φτωχοί» τη σύγκρουση αλλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Για να δούμε, εντελώς, σκιαγραφικά τι σημαίνει σύγκρουση, και μάλιστα όχι «άτακτη», αλλά σχεδιασμένη και ρεαλιστική από την άποψη των συμφερόντων των «φτωχών», δηλ. της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Σημαίνει καταρχήν την παύση των πληρωμών και τη μη αναγνώριση του χρέους. Είναι σίγουρο ότι αυτό θα αποτελέσει γεγονός παγκόσμιας εμβέλειας, όπως άλλωστε και η ίδια η κρίση της ελληνικής οικονομίας, τα μνημόνια, και το δημοψήφισμα ήταν γεγονότα παγκόσμιας εμβέλειας. Μια τέτοια απόφαση οδηγεί σε άμεση καταστροφή κεφάλαια ύψους 300 δισ. ευρώ και μηδενίζει την αξία των χρεογράφων του ελληνικού δημοσίου. Αυτή η ενέργεια από μόνη της παραβιάζει τις συνθήκες της ΕΕ και το καταστατικό του ΔΝΤ. Μια τέτοια απόφαση σημαίνει ότι η κυβέρνηση βάζει ως πρώτη προτεραιότητα την επιβίωση του ελληνικού λαού και ότι είναι αποφασισμένη να συγκρουστεί με τους διεθνείς τοκογλυφικούς οργανισμούς. Άμεση συνέπεια μιας τέτοιας απόφασης θα είναι η χρεοκοπία των ελληνικών τραπεζών, η οποία αντιμετωπίζεται με την εθνικοποίηση τους, εννοείται χωρίς αποζημίωση προς τους προηγούμενους ιδιοκτήτες-μετόχους τους, και με την επιβολή εργατικού ελέγχου. Η εθνικοποίηση των τραπεζών σημαίνει, με τη σειρά της, ότι ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής οικονομίας περνά υπό κρατική ιδιοκτησία, καθώς οι τραπεζικοί όμιλοι έχουν συμμετοχές σε εταιρίες άλλων κλάδων και επίσης οι εταιρίες των άλλων κλάδων έχουν δανειακές υποχρεώσεις προς τις τράπεζες. Με τον έλεγχο των τραπεζών η κυβέρνηση μπορεί να λύσει το πρόβλημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών. Με τα χρήματα από τη μη αποπληρωμή των δανείων μπορεί να ασκήσει κοινωνική πολιτική. Φυσικά, τέτοιου είδους μέτρα, δηλαδή, μέτρα μαζικής απαλλοτρίωσης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, θα φέρουν την κυβέρνηση και το λαό της Ελλάδας σε σύγκρουση με τα ιμπεριαλιστικά κράτη της ΕΕ και είναι φυσικό να περιμένουμε την αντίδρασή τους: διακοπή κάθε χρηματοδότησης, αποκλεισμό του ελληνικού (κρατικού πλέον) τραπεζικού συστήματος από το ενιαίο σύστημα πληρωμών, διακοπή του ELA, εμπάργκο σε εισαγωγές και εξαγωγές, διακοπή των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, κτλ. Σημαίνει έξωση της Ελλάδας από την ΕΕ και την Ευρωζώνη, εισαγωγή εθνικού νομίσματος, αποκλεισμός από τις διεθνείς χρηματαγορές, κτλ. Μια επαναστατική εργατική κυβέρνηση μπορεί να βρει στήριγμα στον ίδιο το λαό, τους «φτωχούς» που λέει η κ. Μπαζιάνα, όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του υπόλοιπου κόσμου. Θα πρέπει να αξιοποιήσει στο έπακρο τις ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις για να καταφέρει να επιβιώσει μέσα στις νέες συνθήκες. Χωρίς να μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες (για τις οποίες βλ. το τμήμα Α3. Το επαναστατικό πρόγραμμα στις συνθήκες κρίσης, που δημοσιεύθηκε ως μέρος των Θέσεων της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ για την 5η Συνδιάσκεψη), η ουσία αυτής της πολιτικής είναι να αντιμετωπίσει την καπιταλιστική κρίση από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης σε βάρος των συμφερόντων των καπιταλιστών. Το αντίθετο, δηλαδή, από αυτό που κάνει η σημερινή κυβέρνηση και μάλιστα με το πρόσχημα ότι νοιάζεται για τους «φτωχούς». Προφανώς, αυτός είναι ένας πιο δύσκολος δρόμος, αλλά είναι μονόδρομος για την εργατική τάξη.

Δυστυχώς, η αριστερά έχει γεμίσει από προγράμματα για την κατάργηση των μνημονίων που αντί να δείχνουν το πώς η κατάργηση των μνημονίων και η λύση στα πιεστικά βιοτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη συνδέεται άμεσα και στενά με ένα πρόγραμμα εξουσίας που μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στη βάση της ανατροπής της αστικής εξουσίας, προσπαθούν να βρουν ένα τρόπο να αποφύγουν τις πραγματικές δυσκολίες. Είτε παραπέμπουν τη λύση των προβλημάτων σε κάποιο μακρινό μέλλον όταν οι συνθήκες θα ωριμάσουν, ενώ για το σήμερα προτείνουν επιμέρους αγώνες, οι οποίοι προσκρούουν στο πολιτικό πρόβλημα, το πρόβλημα της κρατικής εξουσίας, είτε θεωρούν ένα τέτοιο πρόγραμμα ως πρόγραμμα του κινήματος, ως πρόγραμμα που θα μπορούσε να εφαρμοστεί ακόμα και από αστική κυβέρνηση υπό την πίεση του κινήματος. Η εμπειρία έδειξε ότι η αστική τάξη θα προτιμήσει τη λύση του πραξικοπήματος παρά να κάνει την παραμικρή παραχώρηση από τους στόχους του μνημονίου. Όσο λοιπόν η κυρίαρχη γραμμή της αριστεράς διαπνέεται από το ρεφορμισμό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρνει να εμφανίζεται ως η κυβέρνηση που με την πολιτική της μπορεί να προσφέρει κάποια προστασία στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, αξιοποιώντας, για παράδειγμα, τα κοινωνικά μερίσματα και τα επιδόματα αλληλεγγύης, την ίδια στιγμή που εφαρμόζει μια ταξικότατη πολιτική προς όφελος των καπιταλιστών. Γι’ αυτό, ακόμα κι αν είναι αλήθεια ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε την κυβέρνηση και όχι την εξουσία, άλλο τόσο είναι αλήθεια ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υπηρετεί την αστική εξουσία και όμως μπορεί να εμφανίζεται ότι την αντιστρατεύεται.

***

Τι μένει σε μια αριστερή δύναμη όταν αποδέχεται ένα συμβιβασμό με τον ταξικό αντίπαλο και μάλιστα μετά από οξυμένη ταξική σύγκρουση, και αφού ο λαός έχει επενδύσει σ’ αυτήν την αριστερή δύναμη την ελπίδα της σωτηρίας του; Εκτός από την παραπάνω επιχειρηματολογία –ότι ο συμβιβασμός δεν ήταν ταπεινωτικός, ότι ο πόλεμος συνεχίζεται, ότι ακόμα αποτελεί την καλύτερη επιλογή για την προστασία των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων– αυτό που απομένει σε μια αριστερή δύναμη είναι να πουλήσει το γεγονός, αν είναι γεγονός, του ήθους, της αξιοπρέπειας, των αξιών της Αριστεράς ως διαχωριστικό στοιχείο από τις αστικές δυνάμεις. Η συνέντευξη της κ. Μπαζιάνας είναι γεμάτη από τέτοιες αναφορές σε αξίες, αξιοπρέπεια (ή αναξιοπρέπεια των αντιπάλων), τη διαφορά ήθους, τις αξίες της Αριστεράς. Αυτό είναι σαν να λέει κάποιος που κυλιέται στο βούρκο μαζί με τους αντιπάλους του ότι διαφέρει από αυτούς επειδή κρατάει την αναπνοή του. Ανάγεται σε κεφαλαιώδες ζήτημα της πολιτικής το αν κάποιος από τον ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποίησε τη διαχείριση της εξουσίας για προσωπικό όφελος (γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ θα αντιμετωπίσει με σφοδρό τρόπο κάθε επίθεση εναντίον της ηθικής του ακεραιότητας. Η κ. Μπαζιάνα το έθεσε ως εξής: αν κάποιος επωφελήθηκε προσωπικά από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ «πρώτη εγώ θα βγω στους δρόμους να διαμαρτυρηθώ».) Είναι σίγουρο ότι πολλοί επωφελήθηκαν προσωπικά από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό είναι δευτερεύον. Το ουσιώδες ζήτημα δεν είναι αν κάποιος χρησιμοποίησε τη διαχείριση της εξουσίας για προσωπικό όφελος αλλά το ότι διαχειρίζεται μια διεφθαρμένη εξουσία προς όφελος των καπιταλιστών και σε βάρος της εργατικής τάξης. Ακόμα και αν κανένας δεν διεφθάρη στο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα κι αν οι Συριζαίοι απαιτούσαν για το εαυτό τους να ζουν με τις συνθήκες, τους όρους και τα εισοδήματα που είχαν πριν γίνουν κυβερνήτες (προς ένδειξη αλληλεγγύης στο χειμαζόμενο λαό), αυτό δεν αλλάζει το γεγονός ότι διαχειρίζονται και προΐστανται ενός διεφθαρμένου συστήματος και εφαρμόζουν μια πολιτική που εξαθλιώνει την εργαζόμενη πλειοψηφία. Είναι κατάντια για την Αριστερά, και αυτό αφορά όλη την Αριστερά από ΚΚΕ και πέρα, ότι το μόνο που έχει να επιδείξει είναι την ηθική της, την αξιοπρέπειά της. Μια τέτοια Αριστερά, που χρησιμοποιεί την, εν τέλει, μικροαστική ηθική της ως φύλλο συκής για να κρύψει το γεγονός ότι είναι ακίνδυνη και υποταγμένη στον καπιταλισμό, είναι μια άχρηστη για το λαό και την εργατική τάξη Αριστερά. Με αυτήν την Αριστερά της αξιοπρέπειας πρέπει να ξεμπερδέψει η εργατική τάξη. Πέφτει στους ώμους των ελάχιστων και διεσπαρμένων κομμουνιστών να δημιουργήσουν το κόμμα της εργατικής τάξης που δεν θα είναι υπερήφανο γιατί υπακούει στις επιταγές της μικροαστικής αξιοπρέπειας και ηθικής, πράγμα που δεν στοιχίζει και τίποτα άλλωστε, αλλά γιατί θα έχει τη θέληση, και την ηθική που πηγάζει από αυτήν τη θέληση, να ανατρέψει τον καπιταλισμό. Την ηθική που οδηγεί τους επαναστάτες να αντιμετωπίζουν τις διώξεις, και το εκτελεστικό απόσπασμα αν χρειαστεί, όταν πρόκειται να διασώσουν το μέλλον της εργατικής τάξης, το μέλλον της κοινωνικής επανάστασης.

ΒΠ

09.01.2018

 


[1]           Επειδή το ΚΚΕ πιστεύει ότι όλες οι άλλες αριστερές δυνάμεις είναι ρεφορμιστικές και αυτή η μόνο επαναστατική, θα ήταν χρήσιμο να υπενθυμίσουμε ότι η  άποψη του ΚΚΕ για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό και την οικοδόμησή του είναι σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τις απόψεις του Στάλιν, οι οποίες είναι σε τελική ανάλυση ίδιες με τις απόψεις του ηγέτη του σοσιαλδημοκρατικού ρεφορμισμού  Κάουτσκι. (Θα ήταν πολύ διαφωτιστικό να μεταφραστούν τα έργα του Κάουτσκι για το ζήτημα αυτό.)  Θα προτείναμε στους σ. του ΚΚΕ να διαβάσουν τα πολύ διαφωτιστικά άρθρα του σ. Κώστα Μπατίκα «Μεταβατική περίοδος και μέτρα μετάβασης στο Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό» και «Η νίκη της επανάστασης σε μια χώρα και η παγκόσμια ολοκλήρωσή της»  (περιοδικό Αριστερή Ανασύνταξη, τεύχος 34-35, σελ. 95-110 και 111-131),  στα οποία γίνεται τεκμηρίωση της άποψης ότι ο σοσιαλισμός του Στάλιν «ήταν ίδιος και σχεδόν απαράλλαχτος με το σοσιαλισμό του Κάουτσκι, δηλ. εργατική εξουσία + κρατική ιδιοκτησία + συνεταιρισμοί» (ό.π., σελ. 126).