[2013-03-31] Απόφαση της ΠΕ για τη Χαλυβουργική

Οι ελληνικές Χαλυβουργίες παράγουν μπετόβεργα, ένα προϊόν που η ζήτηση του λόγω της οικονομικής κρίσης έχει καταρρεύσει. Το 2007 η ελληνική αγορά κατανάλωσε περίπου 2 εκατομμύρια τόνους ενώ το 2013 θα καταναλώσει περίπου 300 χιλιάδες (πηγή ΕΛΣΤΑΤ) χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη για ανάκαμψη στο μέλλον.

Η ζήτηση συνδέεται άμεσα με την ιδιωτική οικοδομή και τα δημόσια έργα. Πανευρωπαϊκά και ιδιαίτερα στον νότο, οι εταιρίες παραγωγής χάλυβα και κυρίως μπετόβεργας συρρικνώνονται ή κλείνουν.

 

Η οικοδομή αποτέλεσε τα προηγούμενα χρόνια διέξοδο προκειμένου να αξιοποιηθούν με την μορφή των στεγαστικών δανείων λιμνάζοντα κεφάλαια, που τώρα καταστρέφονται. Προκάλεσε την τσιμεντοποίηση και καταστροφή ολόκληρων περιοχών (πχ Μεσόγεια) την στιγμή που στο κέντρο της Αθήνας περίπου το 40% των διαμερισμάτων είναι άδεια. Η διόγκωση του δημόσιου χρέους περιόρισε δραστικά τα δημόσια έργα και τις επενδύσεις.

 

Οι καπιταλιστές του κλάδου πιέζουν για κρατική παρέμβαση και τη μείωση της τιμής της ενέργειας για να στραφούν στις εξαγωγές. Η οικονομική κρίση και η υστέρηση εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού στενεύει τα περιθώρια για κάτι τέτοιο.

 

Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης ο ανταγωνισμός μεταξύ των καπιταλιστών οξύνεται. Η πιο πιθανή κατάληξη θα είναι να κλείσουν οι δυο από τις τρεις εταιρίες που σήμερα δραστηριοποιούνται στην παράγωγη χάλυβα (Βιοχάλκο-Στασινόπουλος, Ελληνική Χαλυβουργία-Μάνεσης, Χαλυβουργική-Αγγελόπουλος). Αυτή που θα μείνει, σαν μονοπώλιο στην ελληνική αγορά θα κερδίζει με συρρικνωμένη παραγωγή, συμπιέζοντας την τιμή της πρώτης ύλης (παλιοσίδερα, σκραπ) και ανεβάζοντας την τιμή του έτοιμου προϊόντος. Κάθε καπιταλιστής επιδιώκει να είναι αυτός που τελικά θα επιβιώσει. Και οι τρεις εταιρίες περιορίζουν το κόστος και ειδικά το εργατικό, προχωράνε σε διαθεσιμότητες, σε απολύσεις και μειώσεις μισθών.

 

Σε συνθήκες κρίσης έχει παρατηρηθεί ότι οι καπιταλιστές που παράγουν ένα προϊόν (π.χ στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο μπετόβεργα), είναι πιο ευάλωτοι από τους άλλους που παράγουν ποικιλία προϊόντων (π.χ μπετόβεργα, λαμαρίνα κα).

 

Η Χαλυβουργική έχει εξαγγείλει ένα πρόγραμμα κινήτρων προκειμένου να αποχωρήσουν εθελοντικά 170 εργαζόμενοι (150% της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης με ελάχιστο ποσό τις 11.000 συν τα χρήματα του επιδόματος ανεργίας). Εδώ και λίγες μέρες έχει κυκλοφορήσει μια λίστα με ονόματα εργαζομένων και τους εκβιάζει «πάρε τα κίνητρα και φύγε αλλιώς θα απολυθείς».

 

Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εταιρία θα συνεχίσει την επίθεση με μειώσεις μισθών, εκ περιτροπής εργασία κτλ και μελλοντικά θα προχωρήσει σε νέες απολύσεις. Ακολουθεί μια συγκεκριμένη ταχτική για να μην έχει όλους τους εργαζόμενους απέναντι, αλλά να τους μοιράσει και να τους αποδυναμώσει.

 

Είναι πολύ πιθανό το εργοστάσιο να κλείσει. Αυτό πρέπει να το γνωρίζουν οι εργαζόμενοι που δεν είναι στην λίστα. Οι εργαζόμενοι που φεύγουν με τα κίνητρα πρέπει να ξέρουν ότι λόγω της κρίσης τους περιμένει η μακροχρόνια ανεργία, μιας και η πιθανότητα εξεύρεσης εργασίας είναι μηδαμινή. Η καπιταλιστική κρίση καταδικάζει συνολικά την εργατική τάξη στην εξαθλίωση.

 

Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία (ΠΑΣΚΕ) μεταφέρει την ευθύνη αντιμετώπισης αυτής της κατάστασης από το Σωματείο σε κάθε ένα εργαζόμενο ξεχωριστά, λέγοντας ότι εάν θα πάρει τα κίνητρα ή όχι είναι προσωπική υπόθεση του καθενός. Αυτό αποτελεί φυγομαχία από την πλευρά της διοίκησης του Σωματείου. Η κατάσταση πρέπει να αντιμετωπιστεί συλλογικά με πολύμορφες κινητοποιήσεις από το Σωματείο της Χαλυβουργικής αλλά και με πρωτοβουλίες που θα συμβάλλουν στο να γενικευτεί ο αγώνας και να αγκαλιάσει ολόκληρη την εργατική τάξη. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να εφαρμοστεί η τακτική του γνήσιου συντονισμού δράσης των Σωματείων.

 

Ο αγώνας πρέπει να έχει σαν στόχο τη συνέχιση της λειτουργίας του εργοστασίου και στο βαθμό που η κυβέρνηση δεν το διασφαλίζει, τότε ο αγώνας αναγκαστικά στρέφεται στην ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά και στην ανάδειξη μιας εργατικής κυβέρνησης που θα εφαρμόσει το μεταβατικό πρόγραμμα, κομμάτι του οποίου αφορά την κρατικοποίηση με εργατικό έλεγχο της Χαλυβουργικής αλλά και ολόκληρου του κλάδου του μετάλλου, προκειμένου να λειτουργήσει στη βάση ενός κεντρικού σχεδιασμού με κέντρο τις εργατικές και λαϊκές ανάγκες.

 

Σε συνθήκες κεντρικού σχεδιασμού η παραγωγή θα μπορούσε να στραφεί με τις κατάλληλες επενδύσεις σε υψηλής προστιθέμενης αξίας και εξαγώγιμο ανοξείδωτο χάλυβα, αφού στην Ελλάδα υπάρχουν κοιτάσματα χρωμίου, που μένουν ανεκμετάλλευτα και νικελίου που εκμεταλλεύεται και εξάγει η ΛΑΡΚΟ. Επίσης, σε συνθήκες κεντρικού σχεδιασμού θα μπορούσε με τις κατάλληλες επενδύσεις να παραχθεί λαμαρίνα, πρώτη ύλη για τα ναυπηγεία που πρέπει επίσης να κρατικοποιηθούν και να λειτουργήσουν.

 

Η λειτουργία του εργοστασίου και οι νέες επενδύσεις τότε, αλλά και από σήμερα πρέπει να ελέγχεται από μια εργοστασιακή επιτροπή, στην οποία θα συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι ειδικευμένοι και ανειδίκευτοι εργάτες, επιστημονικό προσωπικό και διοικητικά στελέχη. Η επιτροπή αυτή θα λειτουργεί δημοκρατικά και οι αποφάσεις της θα είναι δεσμευτικές για την επιχείρηση. Θα είναι η δομή που θα εκτελεί τον εργατικό έλεγχο.

 

Πρώτο καθήκον της θα είναι να απαιτήσει να ανοίξουν όλα τα λογιστικά βιβλία και οι λογαριασμοί, ακόμη και τα απόρρητα και να αποκαλύψει την τεράστια λεηλασία, που έγινε όλα αυτά τα χρόνια. Στο βαθμό που ο εργατικός έλεγχος γενικευτεί οι εργοστασιακές επιτροπές μπορούν να αποτελέσουν το πρόπλασμα της εργατικής εξουσίας και να ελέγχουν την εφαρμογή του κεντρικού σχεδίου της οργάνωσης της παράγωγης. Ο αγώνας αυτός στο τέλος οδηγεί πάντα στην πάλη για τον έλεγχο της βιομηχανίας -το ιδιαίτερο ιστορικό καθήκον των εργοστασιακών επιτροπών.

 

Γι’ αυτό, είναι λανθασμένη η προσπάθεια οργάνωσης εργοστασιακών επιτροπών μόνο με εργάτες που ήδη αποδέχονται την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αντίθετα, το κομουνιστικό κόμμα πρέπει να οργανώνει όλους τους εργάτες γύρω από τα ζητήματα που εγείρει η οικονομική κρίση και να τους ελκύει στην πάλη για τη δικτατορία του προλεταριάτου πλαταίνοντας και βαθαίνοντας τον αγώνα για τον εργατικό έλεγχο στην παραγωγή, αγώνα που όλοι τον καταλαβαίνουν.

 

Σε αυτό το σημείο θεωρούμε ότι η γενική πρόταση του ΚΚΕ για ένα ενιαίο δημόσιο φορέα από τον οποίο απουσιάζει ο εργατικός έλεγχος είναι πρόταση ανεπαρκής γιατί δεν προβάλει την εργατική προοπτική.

 

Επίσης διαφωνούμε με την προοπτική του συνεταιρισμού των εργατών για να λειτουργήσουν το εργοστάσιο σαν αφεντικά σε περιβάλλον καπιταλισμού (εγχειρημάτων όπως η Βιομέτ). Τα εγχειρήματα αυτά είναι θνησιγενή και θα σκορπίσουν απογοήτευση.

 

Η οικονομική κρίση, που καταλαμβάνει τη μια χώρα μετά την άλλη και γίνεται όλο και πιο έντονη, κάνει φανερό, ακόμα και στους καθυστερημένους εργάτες, πώς δεν φτάνει μονάχα να αγωνίζονται για να μην απολυθούν, ότι η τάξη των καπιταλιστών δεν είναι ικανή να αποκαταστήσει την εθνική οικονομία και να εγγυηθεί στους εργάτες έστω και εκείνο το επίπεδο ζωής που απολάμβαναν πριν την κρίση.

 

Απ' αυτήν την αυξανόμενη συνειδητοποίηση των εργατικών μαζών πηγάζει η αναγκαιότητα να δημιουργήσουν μια οργάνωση που θα μπορούσε να ξεκινήσει τον αγώνα για τη σωτηρία της οικονομίας. Απ' εδώ και οι εργοστασιακές επιτροπές που έχουν στόχο την άσκηση ελέγχου πάνω στην παραγωγή.

 

Η μάχη πρέπει να δοθεί κατ αρχήν μέσα στο εργοστάσιο από τους ίδιους τους εργάτες, για να μην κλείσει το εργοστάσιο, να μην απολυθούν οι εργαζόμενοι, να μην αλλάζουν οι εργασιακές συνθήκες προς το χειρότερο και να μην μειωθούν οι μισθοί.

 

Να λειτουργήσει το εργοστάσιο και στην περίπτωση που ο εργοστασιάρχης πάει να το εγκαταλείψει να κρατικοποιηθεί, να δημευτεί η περιουσία του και να λειτουργήσει το εργοστάσιο με κρατική διοίκηση και κάτω εργατικό έλεγχο.

 

Στόχος μας να είναι να γίνει η Χαλυβουργική μια νέα Χαλυβουργία, με ταξική-προλεταριακή, νικηφόρα γραμμή.