Το Μακεδονικό ζήτημα και ο ρόλος του στις πολιτικές εξελίξεις

Το Μακεδονικό ζήτημα και ο ρόλος του στις πολιτικές εξελίξεις



«Δημοκρατία της Βόρειας Μακεδονίας» ήταν τελικά η πρόταση Νίμιτς για το όνομα του γειτονικού κράτους. Αν και η πρόταση ικανοποιεί τις απαιτήσεις που έχει θέσει η ελληνική πλευρά για όνομα με γεωγραφικό προσδιορισμό, η υποδοχή της πρότασης δεν ήταν ανάλογη. Τα ΜΜΕ και τα πολιτικά κόμματα ανακάλυψαν ένα σωρό παγίδες στην πρόταση Νίμιτς, συντηρώντας το κλίμα έντασης. Στην ουσία, η ελληνική πλευρά αποφεύγει να δεσμευτεί με μια θετική υποδοχή της πρότασης και συνεχίζει να διατηρεί ανοιχτές όλες τις επιλογές.


Όπως έχει ξαναγραφτεί εδώ, το θέμα αντιμετωπίζεται από τις εμπλεκόμενες πλευρές, με το βλέμμα στραμμένο στο εσωτερικό της χώρας τους. Η κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ή όπως αλλιώς θα βαφτιστεί) έχει την διαρκή πίεση της αλβανικής μειονότητας και του κινδύνου διάσπασης της χώρας, ενώ η ελληνική κυβέρνηση επιδιώκει τη βέλτιστη αξιοποίηση του ζητήματος για τα συνολικά συμφέροντα των αστών.


Παρ’ όλο που η τελική έκβαση της υπόθεσης, δείχνει να απασχολεί τον ελληνικό λαό όλο και λιγότερο (ειδικά εν μέσω οικονομικής κρίσης), οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν μια στάση του λαϊκού αισθήματος, πολύ πιο αδιάλλακτη από την επίσημη κυβερνητική θέση. Σύμφωνα με τα δημοσκοπικά ευρήματα, ένα πολύ υψηλό ποσοστό του πληθυσμού εξακολουθεί να μην αποδέχεται τη χρήση του όρου «Μακεδονία» στο όνομα του γειτονικού κράτους. Όσο κι αν τα αποτελέσματα των συγκεκριμένων δημοσκοπήσεων είναι παραποιημένα για να στηρίξουν τη διαπραγματευτική θέση της κυβέρνησης, έχουν μια πραγματική βάση.


Η βάση αυτή είναι ότι έχουν κερδίσει σημαντικό έδαφος οι αντιεπιστημονικές και ανορθολογικές αντιλήψεις για το έθνος. Οι απόψεις που πρεσβεύουν ότι τα έθνη είναι προαιώνιες οντότητες και δεν εμφανίστηκαν σε κάποια βαθμίδα εξέλιξης των ανθρώπινων κοινωνιών. Επίσης, ότι τα αντιδραστικά συνθήματα περί «Ελληνικής Μακεδονίας» έχουν σημαντικό λαϊκό έρεισμα, απότοκο της υστερικής εκστρατείας των αρχών του ’90.


Με τη βοήθεια και της Αριστεράς, που στην ουσία συντάχθηκε με τις «εθνικές επιδιώξεις», η αστική τάξη έχει πετύχει σε μεγάλο βαθμό την εθνική ενότητα στο θέμα, κάτω από τη δική της ηγεμονία. Αυτήν την εθνική ενότητα αξιοποιεί και η κυβέρνηση Καραμανλή, προβάλλοντας σαν κυβέρνηση που παλεύει αποφασιστικά για τα εθνικά συμφέροντα, ακόμα και ενάντια στους αμερικάνους.


Με τα σημερινά δεδομένα της οικονομικής κρίσης και της συνεχούς αποκάλυψης σκανδάλων – δείγμα ότι αστικές μερίδες επιδιώκουν τη φθορά της κυβέρνησης – η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, βρίσκεται σε δύσκολη θέση έχοντας όλο και μικρότερες δυνατότητες αναστροφής της κατάστασης.


Αν κάτι της απομένει σαν τελευταίο χαρτί, είναι το πεδίο των εθνικών ζητημάτων και ιδιαίτερα το θέμα της ονομασίας της ΔτΜ όπου μπορεί να ποντάρει τόσο στο διαμορφωμένο υπόβαθρο εθνικής ενότητας, όσο και στο πάντοτε ισχυρό αντιαμερικανικό λαϊκό αίσθημα. Πέρα από το ότι το ζήτημα μπορεί να αξιοποιηθεί σαν πρόσχημα για πρόωρες εκλογές, η κυβέρνηση Καραμανλή έχει τη δυνατότητα να προβληθεί είτε σαν η κυβέρνηση που έλυσε ένα χρόνιο ζήτημα και μάλιστα σε αντίθεση με τις ΗΠΑ – βάζοντας βέτο στην είσοδο της ΔτΜ στο ΝΑΤΟ – είτε σαν η κυβέρνηση που αρνείται μια πρόταση επιζήμια για τα «εθνικά συμφέροντα» και προσφεύγει στο λαό αντί να υποταχθεί στους Αμερικάνους.



Πίεση προς το ΛΑΟΣ


Μόνιμο μειονέκτημα της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων 25 χρόνων, ήταν η έλλειψη συγγενών πολιτικών δυνάμεων τις οποίες να μπορεί να πιέσει εκλογικά, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ που παραδοσιακά συμπίεζε τα εκλογικά ποσοστά της Αριστεράς, προσελκύοντας στην «τελική ευθεία» των εκλογών, αριστερούς ψηφοφόρους που συντάσσονταν με τη λογική του μικρότερου κακού. Όσο κι αν κάτι τέτοιο δεν έγινε εφικτό στις εκλογές του 2007, το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να προσβλέπει σε μια - ευμεγέθη πλέον - εκλογική δεξαμενή, αυτή του ΣΥΡΙΖΑ.


Το μειονέκτημα αυτό της Νέας Δημοκρατίας, φαίνεται ότι πλέον περιορίζεται με την παρουσία του ΛΑΟΣ και με τη νέα τακτική του. Όπως φαίνεται από τις δηλώσεις Καρατζαφέρη και τις καρμπόν τοποθετήσεις στελεχών του κόμματός του, ανήκει οριστικά στο παρελθόν ο αυτοπροσδιορισμός του κόμματος της ακροδεξιάς, σαν κόμμα που υπερβαίνει τον παραδοσιακό άξονα Αριστερά – Δεξιά, θέση που είχε καταγραφεί και στο καταστατικό του. Η νέα τακτική του ΛΑΟΣ, συμπυκνώνεται στο σύνθημα «μία παράταξη - δύο κόμματα». Με αυτήν τη στροφή, το ΛΑΟΣ αυτοπροσδιορίζεται με σαφήνεια σαν κόμμα που τοποθετείται στο δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος. Φαίνεται ότι η τακτική της προηγούμενης περιόδου και το ψάρεμα στα θολά νερά, είχε πενιχρά αποτελέσματα στους μη δεξιούς ψηφοφόρους, επιβάλλοντας αλλαγή πλεύσης.


Αυτή η αλλαγή πλεύσης από μεριάς του ΛΑΟΣ, συμπληρώνεται με την πρόωρη εθελοντική προσφορά στήριξης μιας κυβέρνησης συνεργασίας με τη Νέα Δημοκρατία, τροποποιώντας την προηγούμενη – πιο συγκρατημένη – θέση που δεν απέκλειε κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Η στροφή αυτή, καθιστά εξαιρετικά ευάλωτη την εκλογική βάση του ΛΑΟΣ, καθώς μόνο με πρωτιά της Νέας Δημοκρατίας, μπορεί να αποκλειστεί μια κυβέρνηση συνεργασίας ΠΑΣΟΚ – ΣΥΡΙΖΑ, πράγμα που το ΛΑΟΣ θέτει σαν βασικό στόχο, περιγράφοντας με τα μελανότερα χρώματα την πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης.


Το αποτέλεσμα είναι ότι η Νέα Δημοκρατία αποκτά μια σημαντική εκλογική εφεδρεία στο πρόσωπο της εκλογικής βάσης του ΛΑΟΣ. Το πλεονέκτημα Καραμανλή σε σχέση με το Μακεδονικό, είναι επίσης ισχυρό χαρτί πλαγιοκόπησης των ψηφοφόρων του ακροδεξιού κόμματος.