Κριτική στο βιβλίο του Π. Παπακωνσταντίνου: (μέρος α')

« Έν το σοφόν΄ επίστασθαι γνώμην οτέη εκυβέρνησε πάντα δια πάντων»

(Ένα το σοφό, να κατέχεις την ιδέα που κυβερνά τα πάντα μέσα από τα πάντα. [Ηράκλειτος, Περί Φύσεως])


Κριτική στο βιβλίο του Π. Παπακωνσταντίνου:

«Το χρυσό παραπέτασμα. Η γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού» (μέρος β')


Στο πρώτο μέρος της κριτικής μας, επιμείναμε στον εκλεκτικίστικο, αντιφατικό και κάποτε αυθαίρετο χαρακτήρα των κριτηρίων με τα οποία ο Π.Π. περιοδολογεί τον καπιταλισμό και στην αντιφατικότητα θεωριών που προβάλλονται ως η τελευταία λέξη του μαρξισμού. Στο δεύτερο μέρος θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε τον ασύστατο χαρακτήρα των αντιλενινικών αιχμών του έργου και του πολιτικού του συμπεράσματος.


Η λενινική θεωρία του ιμπεριαλισμού αντιμετωπίζεται από τον Π.Π. με εξόφθαλμα μεροληπτική διάθεση. Επιστρατεύεται γι΄ αυτό η σοφιστική αντιπαράθεση αιτίας - αποτελέσματος, η αντιπαράθεση χρόνιας κρίσης υπερπαραγωγής- μονοπωλίου, και ο ανυπόστατος ισχυρισμός του Γκρόσμαν ότι ο Λένιν αγνοεί τη σημασία του συσχετισμού της επανερχόμενης χρόνιας κρίσης υπερσυσσώρευσης με τον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια, τη στιγμή που είναι ο Λένιν αυτός που αναδεικνύει και την αιτιακή σχέση ανάμεσα σε όλων των ειδών τις κρίσεις, ιδιαίτερα ανάμεσα στις οικονομικές κρίσεις και ειδικά ανάμεσα στην εικοσιδυάχρονη ύφεση της ευρωπαϊκής οικονομίας στο τέλος του 19ου αι. και στην ανάδυση του μονοπωλιακού καπιταλισμού ως απάντηση σε αυτήν την κρίση υπερσυσσώρευσης (Βλ. Ο Ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, Ι. Συγκέντρωση της παραγωγής και μονοπώλια).

Αποδίδεται, επίσης, στο Λένιν η θεωρητική άποψη ότι η εξαγωγή κεφαλαίου στο στάδιο του ιμπεριαλισμού γίνεται κυρίως προς τις αποικίες και τις μισοαποικίες (σελ. 214), την ώρα που ο Λένιν στον ορισμό του ιμπεριαλισμού, γενικεύοντας το εμπειρικό υλικό που αναλύει, αναφέρεται γενικά σε εξαγωγή κεφαλαίου με βαρύνουσα σημασία σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, ενώ στους στατιστικούς του πίνακες και στα σχόλια που τους αφορούν, αντιδιαστέλλει τον αγγλικό αποικιακό ιμπεριαλισμό από το γαλλικό τοκογλυφικό ιμπεριαλισμό που δραστηριοποιείται κυρίως στην Ευρώπη, και από το γερμανικό που κατανέμει πιο συμμετρικά τις επενδύσεις του σε Ευρώπη και Αμερική. Όπως και άλλοι αντιλενινικοί, ο συγγραφέας μας τείνει να υποκαταστήσει την έννοια «εξαγωγή κεφαλαίων» [που συμπεριλαμβάνει και τον πάσης φύσεως δανεισμό από τοκογλυφικούς ιμπεριαλισμούς (όπως ο γαλλικός της εποχής του Λένιν)] με την έννοια «άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό», που συμπεριλαμβάνει μόνο τις εξαγωγές κεφαλαίων για επενδύσεις σε επιχειρήσεις. Αθεμελίωτος εμπειρικά παραμένει και ο ισχυρισμός του συγγραφέα ότι την εποχή του Λένιν «στο μέγιστο μέρος τους οι εξαγωγές του κεφαλαίου πραγματοποιούνταν μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κέντρων» (σελ. 214). Το γεγονός στο οποίο αναφέρεται ο συγγραφέας επαληθεύεται μόνο για τις μεταπολεμικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό (Γ. Μηλιός, Ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός, σελ. 116-117. Εξάντας, 1988). Επαληθεύεται δηλ. για την ιστορική εποχή που η αποικιοκρατία σαρωνόταν από τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα, τα οποία είχαν συνήθως την «κακιά» συνήθεια να εθνικοποιούν μετά τη νίκη τους τις ξένες επιχειρήσεις- αποθαρρύνοντας έτσι τις άμεσες ξένες επενδύσεις στις πρώην αποικίες.


Προβληματική είναι και η αντιδιαστολή της έννοιας «χρηματιστικό κεφάλαιο» από το βιομηχανικό κεφάλαιο. Σε αυτή μάλιστα την αντιδιαστολή εκδηλώνεται ανάγλυφα η μη χεγκελιανή πρόσληψη του μαρξισμού από το συγγραφέα μας, καθώς η παράκαιρη εμμονή στην αντιπαράθεση των δύο αυτών διακριτών εννοιών και των δύο αυτών διαφορετικών σε παλαιότερα στάδια του καπιταλισμού μορφών κεφαλαίου δεν μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την αλληλοδιείσδυσή τους και τη μετατροπή της μιας στην άλλη στο στάδιο του ιμπεριαλισμού.


Το βιομηχανικό κεφάλαιο στην κίνησή του παίρνει τις διαδοχικές μορφές του χρηματικού, του παραγωγικού και του εμπορευματικού κεφαλαίου. Το χρηματικό κεφάλαιο ανταλλάσσεται με μέσα παραγωγής και εργατική δύναμη (παραγωγικό κεφάλαιο). Η εργατική δύναμη στη διαδικασία της παραγωγής μεταβιβάζει στα παραγόμενα εμπορεύματα (εμπορευματικό κεφάλαιο) την αξία των μέσων παραγωγής, τη δική της αξία και δημιουργεί την υπεραξία, ενώ με την πώληση των εμπορευμάτων και την πραγματοποίηση της παραχθείσας υπεραξίας το εμπορευματικό κεφάλαιο μετατρέπεται σε χρηματικό κεφάλαιο ίσο με το προκαταβληθέν προσαυξημένο κατά την υπεραξία (ή κατά το μέσο ποσοστό κέρδους). Όταν τώρα το αρχικό χρηματικό κεφάλαιο είναι δανεικό, τραπεζικό κεφάλαιο μετατρέπεται λειτουργικά σε βιομηχανικό και εξασφαλίζει στον πιστωτή ένα μέρος του κέρδους με τη μορφή τόκου. Αντίστροφα, όταν το βιομηχανικό κεφάλαιο παίρνει τη μορφή της μετοχικής εταιρείας, τις μετοχές της, που είναι αντικείμενο αγοραπωλησίας στο χρηματιστήριο αξιών, τις εκδίδει και τις διαθέτει στο επενδυτικό κοινό κάποια τράπεζα «Κάθε τράπεζα είναι στο στάδιο του ιμπεριαλισμού ένα χρηματιστήριο» (Λένιν). Έτσι το βιομηχανικό κεφάλαιο που διατίθεται με μορφή μετοχών μετεξελίσσεται, διπλασιαζόμενο σε βιομηχανικό και παραδοσιακό χρηματιστικό κεφάλαιο. Όταν αυτές οι τάσεις γενικεύονται, όταν διαμορφώνεται πλήρως το πιστωτικό σύστημα και οι μετοχικές επιχειρήσεις μετατρέπονται σε μονοπώλια με (μεγαλο)μετόχους και τράπεζες, και όταν αντίστροφα, τα τραπεζικά μονοπώλια αποχτούν (μεγαλο)μετόχους δρώντες κεφαλαιοκράτες συντελείται η αλληλοδιείσδυση, η σύμφυση τραπεζικού και βιομηχανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου στο τυπικό για την εποχή του ιμπεριαλισμού χρηματιστικό κεφάλαιο (Μπουχάριν, Λένιν κλπ.).


Στην πράξη, λοιπόν, όλα τα μεγάλα μονοπωλιακά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μιας χώρας επιδιώκουν να αντιπροσωπεύονται ως μέτοχοι στα Διοικητικά Συμβούλια των βιομηχανικών μονοπωλίων και το αντίστροφο. Ο περιορισμός της έννοιας «χρηματιστικό κεφάλαιο» στα καθαυτό τραπεζικά κεφάλαια και στα κεφάλαια που διακινούνται στα χρηματιστήρια απευθύνεται σε αδαείς και ανοίγει φαρδιά πλατιά τη θύρα για το καλωσόρισμα των αναχρονιστικών απόψεων του Λαφονταίν, του Τσοχατζόπουλου και των λοιπών που αντιπαραθέτουν το καλό βιομηχανικό στο κακό τραπεζικό κεφάλαιο και προβάλλουν ως θεραπεία για πάσα νόσο και μαλακία του σύγχρονου καπιταλισμού τη φορολόγηση των μυθικών (ανύπαρκτων πια σήμερα σε πολλές χώρες) τραπεζικών κερδών.


Εξάλλου, η σύμφυση του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο από τη μια υποβάλλεται και από την άλλη ομολογείται ρητά και κατηγορηματικά από τα στοιχεία, τα γεγονότα και τα σχόλια που παραθέτει και κάνει ο ίδιος ο Παπακωνσταντίνου π.χ. στο κεφάλαιο του βιβλίου του «Τίγρεις και δράκοντες στην Ντίσνεϊλαντ της Άπω Ανατολής»: τη ληστρική επιδρομή τού κατά το συγγραφέα μας χρηματιστικού κεφαλαίου στις χώρες της Άπω Ανατολής την ακολούθησε η κατεδάφιση των τειχών του προστατευτισμού με απαίτηση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και η εξαγορά της εγχώριας βιομηχανίας «από τις χρηματιστικές ελίτ του βιομηχανικού Βορρά» (σελ.62-63). Σύμφυση επίσης του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο υπό την ηγεμονία του πρώτου δεν είναι και ο πλουτισμός των privaty equity funds μέσα από την εξαγορά, τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό και τη μεταπώληση μεγάλων επιχειρήσεων (σελ. 51); Και τέλος, σε τι διαφέρει το «αναδυόμενο ‘΄σύμπλεγμα’’ των μεγάλων μονοπωλίων τεχνολογιών αιχμής, χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και πολεμικών βιομηχανιών» (σελ. 367) από τη συγχώνευση ή τη σύμφυση των τραπεζικών μονοπωλίων με το βιομηχανικό μονοπωλιακό κεφάλαιο, από το κατά Λένιν δηλ. χρηματιστικό κεφάλαιο; Δεν αποτελεί το πρώτο, (το “σύμπλεγμα”) μια περίπτωση του δεύτερου (του κατά Λένιν χρηματιστικού κεφαλαίου);


Τέλος, η δήθεν άμεση διασύνδεση κάθε μονοπωλίου και κάθε μονοπωλιακού καπιταλισμού με τον ιμπεριαλισμό από το Λένιν και τα ατυχή παραδείγματα του κυπριακού και του λουξεμβουργιανού μονοπωλιακού καπιταλισμού που αναιρούν αυτή τη διασύνδεση, δεν μπορούν να κλονίσουν τη θεωρητική ανάλυση του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό. Ο Λένιν θεωρεί ως ουσιώδεις για τον ιμπεριαλισμό, το μονοπωλιακό καπιταλισμό (που τον συγκροτούν μονοπώλια προερχόμενα από την ανάπτυξη του ελεύθερου ανταγωνισμού, της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων), την τάση για κοσμοκρατορία και τη δημιουργία μιας ιεραρχίας χωρών, στην κορυφή της οποίας στέκουν μια χούφτα μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Από αυτές τις λίγες μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες εξαρτώνται στην εποχή του, οικονομικά και πολιτικά, ακόμα και αποικιοκρατικές δυνάμεις, όπως η Πορτογαλία, ενώ, μετά τις χώρες με τους ποικίλους βαθμούς εξάρτησης, σε κατώτερες θέσεις στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα κατατάσσονται οι ημιαποικίες και οι αποικίες. Το γεγονός ότι μια χώρα όπως η Κύπρος, που είναι ακόμα μισοαποικία των Άγγλων και ταυτόχρονα προτεκτοράτο των εγγυητριών της δυνάμεων, και ένα σκιώδες κρατίδιο- φορολογικός παράδεισος σαν το Λουξεμβούργο αναφέρονται ως παραδείγματα μονοπωλιακών καπιταλισμών ικανών να ανατρέψουν τη λενινική σύνδεση μονοπωλιακού καπιταλισμού – ιμπεριαλισμού δε συνηγορεί καθόλου υπέρ της εγκυρότητας της σχετικής επιχειρηματολογίας του συγγραφέα.


Αυτή η σύμφωνη με τον πνευματικό συρμό γελοιογράφηση της λενινικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού γίνεται κατανοητή, αν περάσουμε στην εξέταση των πολιτικών εξιδανικεύσεων, των πολιτικών συμπερασμάτων και προτάσεων του συγγραφέα για το τι πρέπει να κάνουμε.


Ήδη αναφέραμε την εξωραϊστική παρουσίαση του κεϋνσιανισμού. Η εξιδανίκευση αυτή γίνεται με την αποσιώπηση του γεγονότος ότι το Νιου Ντήλ δεν έβγαλε τις ΕΠΑ από την κρίση , απλώς αναχαίτισε την επανάσταση στη χώρα αυτή η αμερικανική βιομηχανία μπόρεσε να αξιοποιήσει ξανά το σύνολο του παραγωγικού της δυναμικού μόνον μετά την είσοδο των ΕΠΑ στο Β΄ Παγκόσμιο, ενώ ο μεταπολεμικός κεϋνσιανισμός άνθισε πάνω στα ερείπια αυτού του πολέμου, με αντιπροσωπευτικότατη πάλι μορφή του την κούρσα των ψυχροπολεμικών εξοπλισμών και τη δημιουργία του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος μόλις οι ερειπωμένες χώρες ανοικοδομήθηκαν και εκσυγχρονίστηκαν με τη γενίκευση του φορντισμού - τεϊλορισμού, ο καπιταλισμός εισήλθε σε μια νέα χρόνια κρίση υπερσυσσώρευσης.


Ασύνδετη και αντίθετη ουσιαστικά και λογικά με την ανάλυση της καταστροφικής για τους πολλούς (εργατική τάξη, εργαζόμενοι, εξαρτημένα έθνη) επέλασης του «νεοφιλελεύθερου» ιμπεριαλισμού σε όλον τον κόσμο παραμένει η συμπερασματική πολιτική πρόταση του συγγραφέα, η οποία συνοψίζεται σε ένα πρόγραμμα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων που θα επιτρέψουν στην εργασία να παλέψει από καλύτερες θέσεις για το σοσιαλισμό! Με την πρόταση αυτή η λογική των σταδίων επανεισάγεται αυθαίρετα στη λεγόμενη αντικαπιταλιστική αριστερά - αντί για το καθήκον να εκπονηθεί και να προβληθεί ένα πρόγραμμα μεταβατικών αιτημάτων, τα οποία από τη μια να μπορούν να ικανοποιηθούν στο σύνολό τους μόνον από τη δικτατορία του προλεταριάτου και από την άλλη να μπορούν να συνενώσουν την εργατική τάξη και τους μικροαστούς που αποδέχονται την προλεταριακή οπτική γωνία στον αγώνα για την προλεταριακή επανάσταση.


Στο φόντο αυτών των εντάσεων και των αντιφάσεων διαγράφεται και η κοινωνική ρίζα του βιβλίου, η νοσταλγική τάση επιστροφής στο χαμένο παράδεισο των μεσαίων στρωμάτων και της εργατικής αριστοκρατίας, που βλέπουν σε σημαντικό βαθμό να απειλείται η προηγούμενη “αξιοπρεπής” κοινωνική τους θέση από τον επελαύνοντα εκκαπιταλισμό των προνομιακών τους ενασχολήσεων ή από τη μονόπλευρη νεοφιλελεύθερη αθέτηση του προνομιακού για την εργατική αριστοκρατία κοινωνικού συμβολαίου. Την εκτίμηση αυτή μάς την υποβάλλει ψυχολογικά ακόμα και η χρήση του γκροτέσκου όρου «ολοκληρωτικός καπιταλισμός» - αν τον όρο αυτό τον εννοήσουμε και ως καπιταλισμό που τείνει να αποσαρθρώσει τα μεσαία στρώματα και να υποτάξει πραγματικά στο κεφάλαιο το σύνολο της πνευματικής εργασίας, ως καπιταλισμό που δε φείδεται πια προνομίων ούτε έχει ενδοιασμούς να συμπιέσει τους μισθούς κάτω και από την αξία της εργατικής δύναμης προκειμένου να ανεβάσει το ποσοστό κέρδους.


Φουσέκης Χρήστος