Παιδεία: αστική αναδιάρθρωση και αξιολόγηση. Ποια είναι τα συμφέροντα της εργατικής τάξης

Η σύσταση του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας (ΕΣΥΠ)- στο οποίο συμμετέχουν, μεταξύ άλλων, η Εκκλησία και ο ΣΕΒ- και η έναρξη του «εθνικού διαλόγου» για την Παιδεία, με βασικό θέμα την αξιολόγηση, επανέφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της αστικής αναδιάρθρωσης στην εκπαίδευση. Η αναδιάρθρωση στην εκπαίδευση είναι βασική επιλογή των αστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Οι αντιστάσεις που βρήκε, από το φοιτητικό και το γενικότερο εκπαιδευτικό κίνημα, σε συνδυασμό με την πίεση που υπάρχει για προσαρμογή της χώρας στα πρότυπα του «εκπαιδευτικού Μάαστριχτ» - τις συμφωνίες των Ευρωπαίων υπουργών Παιδείας, σε Μπολώνια, Πράγα κοκ- την καθιστούν ένα από τα κύρια θέματα της ατζέντας της κυβέρνησης της ΝΔ και της υπουργού Παιδείας.


Οι αναδιαρθρώσεις στην καπιταλιστική παραγωγή δημιουργούν, με διαφορετικές ταχύτητες, στις αστικές τάξεις της ΕΕ – όπως και στο ελληνικό κεφάλαιο- επιτακτικές ανάγκες για βαθύτερη προσαρμογή και «εκσυγχρονισμένη» σύνδεση της επιστημονικής γνώσης με την παραγωγική διαδικασία. Η σύνδεση αυτή πάντα υπήρχε και θα συνεχίσει, αναγκαστικά, να υπάρχει. Αυτό που διακυβεύεται είναι οι όροι, οι κατευθύνσεις της.


Βασικό ζητούμενο είναι ο προσανατολισμός της επιστημονικής έρευνας στις ανάγκες των τομέων αιχμής της καπιταλιστικής παραγωγής με στόχο την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Αυτό φυσικά συμπαρασύρει και το προπτυχιακό επίπεδο και εν τέλει συνολικά όλες τις βαθμίδες της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Και είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ανάγκη για ανάλογο, ποσοτικά και ποιοτικά, εργατικό – και στελεχικό – δυναμικό. Τα παραπάνω πρέπει, επιπλέον, να προσαρμοστούν στο κυρίαρχο, πλέον, νεοφιλελεύθερο δόγμα πολιτικής και οικονομικής διαχείρισης που επιβάλλει την απεμπλοκή του κράτος από «περιττές» οικονομικές επιβαρύνσεις.


Η μορφή με την οποία προωθούνται αυτές οι κατευθύνσεις είναι η συγκρότηση του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΚΕΧΑΕ). Στα πλαίσια του ΚΕΧΑΕ και των αποφάσεων σε Μπολώνια, Πράγα εντάσσονται όλες οι ρυθμίσεις που κατά καιρούς έχει επιχειρηθεί να προωθηθούν για τα μεταπτυχιακά και την έρευνα, τους δύο κύκλους σπουδών, τις πιστωτικές μονάδες, την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ, την οικονομική και διοικητική αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων, η δια βίου εκπαίδευση, οι οποίες και προετοίμαζαν το έδαφος για την «αξιολόγηση» που είναι αυτή την περίοδο στο προσκήνιο. Η αξιολόγηση -η οποία, με διάφορες μορφές, θα περιλάβει όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες- εξυπηρετεί πολυεπίπεδα τις παραπάνω κατευθύνσεις καθώς θα καθορίσει και θα συνενώσει αρκετές πλευρές των επιδιώξεων.


Όσον αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση, κλειδί αποτελεί η σύνδεση της χρηματοδότησης με την διαδικασία αξιολόγησης και κατηγοριοποίησης των σχολών. Κατ’ αρχάς, κάτι τέτοιο λύνει τα χέρια του κράτους για τον «εξορθολογισμό» -και κυρίως τον περιορισμό- των δαπανών για την Παιδεία. Η θέση της κάθε σχολής στην κλίμακα της αξιολόγησης θα αποτελεί το πρόσχημα, την νομιμοποίηση του κλεισίματος της στρόφιγγας του κρατικού προϋπολογισμού.


Τα αγοραία κριτήρια της αξιολόγησης σε συνδυασμό με την αναζήτηση πόρων, πέραν του κρατικού προϋπολογισμού, θα οδηγήσουν στην ολοένα και στενότερη εξάρτηση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων από την αγορά και τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Το φαινόμενο άλλωστε υπάρχει ήδη, (ευρωπαϊκά και ιδιωτικά funding) και η αξιολόγηση έρχεται για να το γενικεύσει. Τα μεταπτυχιακά και η έρευνα αλλά και τα προγράμματα σπουδών, οι κατευθύνσεις, το περιεχόμενο των σπουδών θα προσαρμοστούν στις άμεσες ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής. Οι κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες θα υποβαθμιστούν και οι αντίστοιχες σχολές είτε θα φυτοζωούν είτε θα στραφούν σε αγοραίες κατευθύνσεις για να επιβιώσουν. Αλλά και οι θετικές σχολές αναγκαστικά θα περιορίσουν –υποβαθμίσουν- το γενικό, επιστημονικό υπόβαθρο των σπουδών προς όφελος της εξειδίκευσης και της έρευνας στο πεδίο συγκεκριμένων αναγκών καπιταλιστικών επιχειρήσεων.


Οι αρνητικές επιπτώσεις για τους φοιτητές θα είναι πολλαπλές. Το περιεχόμενο των σπουδών θα υποβαθμιστεί. Θα πληγεί το γενικό – επιστημονικό υπόβαθρο των αποφοίτων ακυρώνοντας έτσι την επιστημονική τους κατάρτιση και αντίληψη και επακόλουθα την ικανότητα τους να παρακολουθήσουν τις εξελίξεις στην επιστήμη τους και να προσαρμοστούν -ουσιαστικά και όχι μηχανιστικά- σε ειδικευμένα πεδία της επιστήμης τους καθώς και η δυνατότητα τους να μπορούν να ασχολούνται με διάφορους ειδικούς τομείς και όχι αποκλειστικά με έναν. Μια τέτοια εξέλιξη θα προλειάνει το έδαφος για να ανοίξει η φάμπρικα των συνεχών επανειδικεύσεων και καταρτίσεων.


Η κατηγοριοποίηση, πέρα από τις σχολές, θα επεκταθεί και στο εσωτερικό των τμημάτων και των ίδιων των προγραμμάτων σπουδών, διαμορφώνοντας πάμπολλες ταχύτητες αποφοίτων, καταργώντας ουσιαστικά την έννοια του πτυχίου και αντικαθιστώντας την από ατομικό φάκελο σπουδών, στον οποίον θα καταγράφονται τα μαθήματα, σεμινάρια κλπ που έχει παρακολουθήσει κάθε φοιτητής και τα οποία θα αντιστοιχούν σε έναν αριθμό πιστωτικών μονάδων. Πέρα από την αυτονόητη εντατικοποίηση των σπουδών, κάτι τέτοιο θα εξατομικεύσει και θα δυσχεράνει τους όρους διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης κάθε αποφοίτου, μειώνοντας την δυνατότητα συλλογικής διεκδίκησης και κατακτήσεων.


Σημαντικότατη «παράπλευρη απώλεια» θα είναι η ενίσχυση του ιδιωτικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης – που είναι ήδη παρόν σε μεγάλο βαθμό - ο οποίος δεν εξαντλείται στην δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η επιβολή διδάκτρων, η περαιτέρω κατάργηση της δωρεάν σίτισης, στέγασης, συγγραμμάτων θα είναι επιβεβλημένη για την εξοικονόμηση πόρων και την διατήρηση της ανταγωνιστικότητας των σχολών, ενώ δεν θα αποτελεί πλέον κρατική υποχρέωση αλλά υπόθεση της αυτοδιοίκησης των ιδρυμάτων.


Η αντιπαράθεση με το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση, πέρα από την γενική εναντίωση, πρέπει να αναδεικνύει τον ταξικό χαρακτήρα των αναδιαρθρώσεων, την ενίσχυση των ταξικών φραγμών στην εκπαιδευτική διαδικασία. Η ήδη δυσχερής κατάσταση της εργατικής τάξης και ο χαρακτήρας του εκπαιδευτικού συστήματος περιορίζουν την δυνατότητα των εργατικών οικογενειών να σπουδάσουν τα παιδιά τους. Οι αλλαγές που θα επιφέρει η εφαρμογή της αξιολόγησης θα κάνουν δυσβάσταχτο το κόστος σπουδών για τα παιδιά της εργατικής τάξης. Είναι βασικό, λοιπόν, να δοθεί η μάχη για το ποιος θα πληρώσει το κόστος. Και από αυτήν την άποψη η διεκδίκηση δημόσιας και δωρεάν παιδείας δεν πρέπει να εξαντλείται σ’ ένα σύνθημα. Πρέπει να γίνει κεντρικό αίτημα πάλης : η πλήρης κάλυψη από το κράτος των αναγκών σε σίτιση, στέγαση, συγγράμματα, συγκοινωνίες, η δωρεάν παροχή και πρόσβαση σε όλες τις αναγκαίες υλικοτεχνικές υποδομές, η επιδότηση των εργατικών οικογενειών και των παιδιών τους προκειμένου να μπορούν να σπουδάσουν απερίσπαστα χωρίς επιβάρυνση του οικογενειακού εισοδήματος, χωρίς να χρειάζεται να δουλεύουν ταυτόχρονα για να τα βγάζουν πέρα.


Το περιεχόμενο των γνώσεων που προσφέρονται σε ολόκληρη την εκπαιδευτική διαδικασία και επομένως και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι διακύβευμα της πάλης. Και παρ’ ότι η γνώση δεν είναι ουδέτερη αλλά ταξικά προσδιορισμένη, η όσο το δυνατό πιο σφαιρική, ορθολογική και επιστημονική μόρφωση της νέας γενιάς είναι προς το συμφέρον της εργατικής τάξης. Άλλωστε το περιεχόμενο των σπουδών είναι άμεσα συνδεδεμένο με τις δυνατότητες και τους όρους ένταξης στην παραγωγική διαδικασία και την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Απ’ αυτή τη σκοπιά, η σφαιρικότητα και η επιστημονική επάρκεια των σπουδών συνδυάζεται με την διαμόρφωση καλύτερων όρων διαπραγμάτευσης της εργατικής δύναμης, την κατοχύρωση επαγγελματικών δικαιωμάτων αλλά και την δυνατότητα των εργαζόμενων να κατανοούν και – στο επαναστατικό μέλλον – να σχεδιάσουν, να διοικήσουν και να ελέγξουν την παραγωγή και όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.


Με βάση αυτούς τους πυλώνες πρέπει οι κομμουνιστές να δράσουν στο φοιτητικό και το ευρύτερο εκπαιδευτικό κίνημα. Κόντρα στον ψευδεπίγραφο διάλογο, με την επιδίωξη για ενότητα όλων των αγωνιστικών, κοινωνικών και πολιτικών, δυνάμεων, γύρω από το «όχι» στην αξιολόγηση, στην βάση ζωντανών και δημοκρατικών, διεργασιών και οργάνωσης του κινήματος. Αλλά και με συνεχή και συνεπή πάλη για τον προσανατολισμό του κινήματος στους συγκεκριμένους άξονες που αναφέρθηκαν, από την σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης και των παιδιών της.