Ο ρεφορμισμός και ο κοινοβουλευτισμός σκούριασαν την Aριστερά

Ο ρεφορμισμός και ο κοινοβουλευτισμός σκούριασαν την Aριστερά

Είναι απαραίτητος ένας μικρός απολογισμός για το τι «παίχτηκε» στη χώρα και στο κίνημα, από τη στιγμή της ανακοίνωσης του Δημοψηφίσματος απ' τον Παπανδρέου και τα όσα διαδραματίστηκαν τις επόμενες ώρες και μέρες, ως συνέπεια αυτής της ανακοίνωσης.

Σύμπασα η αστική τάξη της χώρας μέσω των ΜΜΕ και των κομμάτων της, τάχθηκε ενάντια στο Δημοψήφισμα το οποίο, υποτίθεται, «θα δίχαζε το λαό» ενώ στην πραγματικότητα θα δίχαζε την αστική τάξη και τα κόμματά της από το λαό. Το μισό ΠΑΣΟΚ, ολόκληρη η Ν.Δ, ο ΛΑΟΣ, η ΔΗΣΥ, τάχθηκαν μετά βδελυγμίας ενάντια στο δημοψήφισμα.

Δυστυχώς σε ρόλο κομπάρσου βρέθηκε η αριστερά η οποία σύρθηκε πίσω απ το πολιτικό κατεστημένο και απέρριψε ή υποβάθμισε το δημοψήφισμα. Σίγουρα όμως δεν κατάλαβε-δεν αξιοποίησε- τη θαυμάσια ευκαιρία που παρουσιάστηκε μπροστά της, ευκαιρία που της πρόσφερε ευρισκόμενος υπό το κράτος πανικού ο Παπανδρέου ο οποίος τα έπαιξε όλα για όλα, σε μια ζαριά. Ο εκβιασμός του Παπανδρέου ήταν σαφέστατος προς τα κόμματα του κεφαλαίου: εφόσον και εσείς είστε με αυτά που εγώ κάνω και υπογράφω, σταματήστε τις αντιπολιτευτικές κορόνες και πάρτε τώρα σαφή θέση για να μην πάω σε Δημοψήφισμα στο οποίο και ανοιχτά θα πάρετε θέση και θα παιχτούν τα πάντα. Η κίνηση αυτή του Παπανδρέου έφερε σε δεινή θέση το Σαμαρά και τη ΝΔ, διότι τους χάλασε την ήρεμη πορεία πλεύσης προς την εξουσία. Έφερε όμως σε δεινή θέση και την αριστερά.

Η αριστερά, κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική, απέδειξε ότι πολιτεύεται με τη λογική, μεροδούλι-μεροφάι και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για επαναστατική επαγρύπνηση και αξιοποίηση κάθε ρωγμής, κάθε δυνατότητας, κάθε αστοχίας και επιπολαιότητας του αντιπάλου. Αυτή η αφασία με την οποία η αριστερά αντιμετώπισε τα πράγματα, ήταν εγκληματική και αποδεικνύει ότι το κίνημα δεν έχει επαναστατική ηγεσία, πράγμα που αποτελεί σοβαρή προϋπόθεση για το ξέσπασμα και τη νίκη της επανάστασης.

Ας δούμε όμως συνοπτικά πως αντέδρασαν και πώς τοποθετήθηκαν οι πολιτικές δυνάμεις απέναντι στην πρόταση για δημοψήφισμα.


  • Η ΝΔ όπως ήταν αναμενόμενο, απέρριψε αμέσως το δημοψήφισμα. Ο Σαμαράς με δηλώσεις του ανακοίνωσε εκστρατεία ενάντια στο δημοψήφισμα.

  • Το ΛΑΟΣ με ανακοίνωσή του θεώρησε την κίνηση Παπανδρέου ως: «Το επισφράγισμα μιας τυχοδιωκτικής πολιτικής, ο κ. Παπανδρέου φαίνεται πως θέλει να την σφραγίσει με ένα εξίσου τυχοδιωκτικό δημοψήφισμα».

  • Άκρως αποκαλυπτική ήταν η Ντόρα Μπακογιάννη, η οποία υποστήριξε ότι «οι Ελληνίδες και οι Έλληνες ξύπνησαν σήμερα το πρωί τρομοκρατημένοι», καθώς «αντιλαμβάνονται ότι τα δύο μεγάλα επιτεύγματα της μεταπολίτευσης, η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρώπη και η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη, κινδυνεύουν και κινδυνεύουν πραγματικά»

 

Να δούμε όμως πως αντιμετώπισε η Αριστερά το δημοψήφισμα.


  • Το ΚΚΕ θεώρησε ότι :«Η εξαγγελία για διενέργεια δημοψηφίσματος και το δίλημμα ευρώ ή δραχμή είναι αποπροσανατολισμός του λαού»! Η πολιτική αυτή αποτελεί φυσική συνέχεια της παλιότερης δήλωσης της Παπαρήγα ότι «η έξοδος απ’ το ευρώ θα ήταν καταστροφή».

  • Ο ΣΥΝ-ΣΥΡΙΖΑ αντιμετώπισε το δημοψήφισμα ως προσπάθεια για «παραπλάνηση της κοινής γνώμης» και ζήτησε « εκλογές τώρα», «πνίγοντας» παράλληλα όσες φωνές, στο εσωτερικό του, έλεγαν «ναι» στο Δημοψήφισμα.

  • Το ΝΑΡ με ανακοίνωσή του στη 1/11/11 λέει ότι: «…Πανικόβλητοι, προσδοκούν να φυλακίσουν την αγανάχτηση και την αξιοπρέπεια στο κουτί μιας κάλπης, δημοψηφίσματος ή και εκλογών.».

  • Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ανακοίνωσή της στις 2/11/11, παίρνει θέση λέγοντας: «Η πρωτοβουλία του πρωθυπουργού να προχωρήσει σε δημοψήφισμα είναι μια απόπειρα απόδρασης από τα αδιέξοδα στα οποία οδηγήθηκε με τις επιλογές «διάσωσης» του κεφαλαίου…».

  • Το ΕΕΚ τοποθετείται επίσης ενάντια στο δημοψήφισμα βλέποντας σ’ αυτή την κίνηση «μετάθεση της ταξικής πάλης στο εκλογικό σκηνικό».

Τα κόμματα του κεφαλαίου κατάλαβαν τον κίνδυνο και είχαν κάθε λόγο να στραφούν ενάντια στον Παπανδρέου και στο Δημοψήφισμα, να παλέψουν με κάθε τρόπο, κυριολεκτικά με νύχια και με δόντια, για να παρθεί πίσω η απόφαση, να ματαιωθεί το δημοψήφισμα, πράγμα που τελικά έγινε.

Τα κόμματα της αριστεράς, στην καλύτερη περίπτωση, κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου και δεν αντιλήφθηκαν την ανέλπιστη ευκαιρία που δινόταν, να περάσει στα χέρια του λαού η απόφαση για το μέλλον της χώρας και να φύγει απ τα χέρια, απ τα στενά όρια, του αστικού κοινοβουλίου. Οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς με τη σειρά τους, ενώ ως βασικό τους μέλημα είχαν και εξακολουθούν να έχουν, την κάθοδό τους στις εκλογές, απαρνιούνται σε κάθε ευκαιρία οποιαδήποτε δυνατότητα κοινοβουλευτικής παρέμβασης, στερούνται επαναστατικής κοινοβουλευτικής ταχτικής, φάσκουν με την κάθοδό τους στις εκλογές και αντιφάσκουν αρνούμενες την κοινοβουλευτική παρέμβαση.

Υπάρχει όμως και η άλλη εκδοχή, την οποία εμείς ασπαζόμαστε, για την άρνηση με την οποία υποδέχθηκαν την πρόταση για δημοψήφισμα οι δυνάμεις της Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής (εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων). Η διαδικασία αυτή, του Δημοψηφίσματος, έβαζε εκ των πραγμάτων το ερώτημα της πολιτικής προοπτικής της χώρας, ερώτημα από το οποίο δεν θα μπορούσαν πια να αποδράσουν, αλλά θα έπρεπε να το απαντήσουν συγκεκριμένα για το τι θα ακολουθούσε με την υπερίσχυση του «όχι». Τα αμείλικτα ερωτήματα που θα έμπαιναν για το τι θα κάνουμε αν φύγουμε απ το ευρώ και την ΕΕ, πως θα επιβιώσουμε, τι θα τρώμε, που και πώς θα δουλεύουμε και θα πληρωνόμαστε, που θα στηριχθούμε κλπ, θα έπρεπε να απαντηθούν συγκεκριμένα και υπεύθυνα χωρίς υπεκφυγές και παραπομπές σε κάποιο παραδεισένιο μέλλον. Έπρεπε να απαντηθούν στον παρόντα χρόνο. Αυτή τη σοβαρή ευθύνη θέλησαν να αποφύγουν τα κόμματα της αριστεράς και απέρριψαν το Δημοψήφισμα.

Μάλιστα, οι δυνάμεις που ζήταγαν δημοψήφισμα κάθε τρεις και λίγο, ή δημοψήφισμα για το Μάαστριχ, αρνήθηκαν να σηκώσουν το γάντι της πρόκλησης Παπανδρέου, αρνήθηκαν να βαθύνουν το ρήγμα ανάμεσα στο πολιτικό σύστημα και τις λαϊκές μάζες, αρνήθηκαν το δημοψήφισμα και το δικαίωμα στο λαό να αποφασίσει για το μέλλον του. Η αριστερά φυγομάχησε γιατί αναπόφευκτα η τοποθέτηση υπέρ του ΟΧΙ θα έπρεπε να συνδυαστεί με μια συγκεκριμένη πολιτική προοπτική, με εναλλακτική πρόταση εξουσίας από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και του εργαζόμενου λαού, εξέλιξη που θα άνοιγε εκ των πραγμάτων το ζήτημα της εξουσίας. Με τον τρόπο της η αριστερά έκανε πλάτες σε δυνάμεις του συστήματος (και λοιδορείται τώρα απ αυτές) για να μη γίνει το δημοψήφισμα, για να μη δοθεί η δυνατότητα στο λαό να καθορίσει, με θεσμικό έστω τρόπο, τις πολιτικές εξελίξεις, αποδεικνύοντας ότι ο ρόλος της περιορίζεται σε αυτόν της Κασσάνδρας, της κοινωνικής διαμαρτυρίας, της αντιπολίτευσης.

Σοβαρές εργατικές και λαϊκές δυνάμεις που βρίσκονται στην επιρροή της Αριστεράς και δίνουν μάχες καθημερινά, σπαταλούνται σε ένα διαρκή, αγώνα για τον αγώνα, σε ένα κίνημα για το κίνημα. Οι Μαρξ και Λένιν, θα είχαν κάθε λόγο να είναι απογοητευμένοι βλέποντας αυτή την αριστερά, που ενώ αυτοί «έσπειραν δράκους», «φύτρωσαν ψύλλοι».

Εάν υπήρχε επαναστατικό κόμμα με κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, θα αντιλαμβανόταν αμέσως και θα αξιοποιούσε μια τέτοια θαυμάσια ευκαιρία, θα υιοθετούσε την πρόταση για δημοψήφισμα, αλλά δεν θα σταματούσε μόνο εκεί: βλέποντας ότι ο Παπανδρέου κινδύνευε να μην πάρει ψήφο εμπιστοσύνης απ την κοινοβουλευτική του ομάδα και να πέσει, με κίνδυνο να ματαιωθεί το δημοψήφισμα, θα τον καλούσε στη βουλή για ψήφο εμπιστοσύνης εξαγγέλλοντας δημόσια την πρόθεσή του να του δώσει ψήφο ανοχής-ψήφο εμπιστοσύνης μέχρι τη μέρα του δημοψηφίσματος, με μοναδικό όρο να μην πάρει νέα μέτρα έως τότε και να υπάρξει ικανός χρόνος για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος( 30-40 μέρες).

Παίρνοντας αυτή την πρωτοβουλία, το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, θα διατράνωνε την πίστη του στο λαϊκό παράγοντα και τη δυσπιστία του στο αστικό κοινοβούλιο, θα δρομολογούσε εξελίξεις σε σχέση με την οικοδόμηση στην πράξη κοινωνικού και πολιτικού μετώπου εξουσίας, θα ξεσκέπαζε όλους τους υποκριτές, θα έφερνε ή θα διατηρούσε το λαϊκό παράγοντα στο προσκήνιο και αν ο Παπανδρέου έκανε πίσω θα εξευτελίζονταν πλήρως, και το επαναστατικό κόμμα θα είχε κάθε λόγο να καλέσει σε παλλαϊκό ξεσηκωμό για να περάσει στο λαϊκό παράγοντα η απόφαση για το μέλλον του. Μέσα στη μάχη του «όχι» θα ανέβαινε το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης, θα έμπαιναν, σε κάθε περίπτωση, σοβαρές παρακαταθήκες για το άμεσο μέλλον στην περίπτωση υπερίσχυσης του «ναι».

Αυτό έπρεπε να κάνει ένα κόμμα πραγματικά κομμουνιστικό, ένα κόμμα επαναστατικό ή μια ομάδα κομμουνιστών βουλευτών, τις κρίσιμες μέρες στη 1-3/11, έχοντας επίγνωση των συνθηκών στις οποίες βρισκόμαστε, έχοντας επίγνωση ότι βρισκόμαστε ήδη σε επαναστατική κατάσταση, σύμφωνα με τα λενινιστικά κριτήρια μιας και έχουμε:

  1. Αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους η μια ή άλλη κρίση των «κορυφών», η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων.
  2. Επιδείνωση, μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη, της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζομένων τάξεων.
  3. Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε «ειρηνική» εποχή αφήνουν να «τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ' όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις «κορυφές», σε αυτοτελή ιστορική δράση». (Λένιν, «Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς». σελ. 14, εκδ. Σύγχρονη Εποχή 1975.)

Βρισκόμαστε σε επαναστατική κατάσταση σημαίνει κατ αρχήν αντικειμενική κατάσταση πράγμα που έχει να κάνει με την κατάσταση που διαμορφώνεται και τις αλλαγές που γίνονται μέσα στην κοινωνία και ανάμεσα στις τάξεις και την εξουσία, εν τω μέσω της καπιταλιστικής κρίσης.

«Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές» έλεγε ο Λένιν, « που δεν εξαρτούνται ούτε απ τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, μα ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση είναι, κατά γενικό κανόνα, αδύνατη. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο που ονομάζεται επαναστατική κατάσταση».

Όλα αυτά σε πείσμα της Παπαρήγα η οποία μας λέει, δεν χάνει την ευκαιρία να μας λέει ότι: «Βεβαίως μακάρι να πούμε, εμπρός και τώρα να πάρουμε την εξουσία. Να την πάρει η εργατική τάξη. Έχουμε μια συναίσθηση. Ούτε σε επαναστατική κατάσταση είμαστε, ούτε υπάρχει αυτή τη στιγμή αυτός ο συσχετισμός δύναμης»

Η Παπαρήγα όπως και πολλοί άλλοι στην κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική αριστερά, ταυτίζουν την επαναστατική κατάσταση με την επαναστατική κρίση, με την επανάσταση καθαυτή, ξεχνώντας, παραβλέποντας τα λόγια του Λένιν: « Για ένα μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση, μα κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση».

Ανάλογης αυθαιρεσίας είναι και η διαπίστωση της Παπαρήγα σχετικά με τον αδύναμο κρίκο: «Η Ελλάδα έγινε ο αδύναμος κρίκος του αστικού πολιτικού συστήματος, που δεν έχει γίνει σε καμία χώρα της ΕΕ. Είναι άσχετο ότι υπάρχει ένα ΚΚΕ που σέβεται τον τίτλο Κομμουνιστικό Κόμμα, επί της ουσίας, με αυτό το πρόγραμμα, αυτή τη στρατηγική, με αυτή την τακτική, με αυτή τη στάση;».

Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε εν συντομία τον αδύναμο κρίκο ως εξής: αδύναμος κρίκος είναι η χώρα με συνθήκες που θέτουν σε κίνδυνο την αστική εξουσία. Ο πρώτος παράγοντας γι’ αυτό είναι η βαθιά καπιταλιστική κρίση και το πώς εκδηλώνεται στην Ελλάδα με τη βαθιά ύφεση της τάξης του -4,5 εως-10%, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, τη γιγάντωση του δημόσιου χρέους και την αδυναμία εξυπηρέτησης του. Ο δεύτερος και πολύ σημαντικός παράγοντας είναι η εισβολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος, της εργατικής τάξης και των υπό συμπίεση ή και καταστροφή μεσαίων στρωμάτων που βλέπουν την θέση τους να κλονίζεται, στο κοινωνικό προσκήνιο.

Η αστική τάξη για να ξεπεράσει την κρίση της και μπροστά στον κίνδυνο να απολέσει την εξουσία της, χρειάζεται ευρωπαϊκά και διεθνή στηρίγματα στα οποία, για να τα πετύχει, είναι διατεθειμένη να παραχωρήσει εθνική κυριαρχία. Χρειάζεται επίσης και όλες τις πολιτικές της δυνάμεις συμπαραταγμένες και στοιχημένες, στους στόχους της, στο παλιό και νέο μνημόνιο, στην νέα δανειακή σύμβαση, στο ευρώ και την ΕΕ.

Ένα απ τα καθήκοντα των κομμουνιστών, μπροστά στην αδυναμία της αστικής τάξης, πρέπει να είναι να απομονώσουμε την αστική τάξη απ τα ευρωπαϊκά και διεθνή στηρίγματά της και να την τσακίσουμε, να νικήσει δηλαδή η επανάσταση στην πρώτη της πράξη, στηριγμένη στην εργατική τάξη της Ελλάδας, στην εργατική τάξη της Ευρώπης και του κόσμου και αξιοποιώντας τις ιμπεριαλιστικές κόντρες και διαφορές. Βήμα στην κατεύθυνση αυτή θα αποτελούσε η αξιοποίηση του Δημοψηφίσματος και η δουλειά που έπρεπε να κάνουμε για την υπερίσχυση του «όχι». Αυτή την ευκαιρία η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο την απεμπόλησε, αλλά την διαστρέβλωσε, χαρακτηρίζοντάς τη αποπροσανατολιστική.

Αποφασιστικό βήμα επίσης αποτελεί η κατάθεση πολιτικής πρότασης εξόδου απ την παρούσα κρίση απ τη σκοπιά της εργατικής τάξης και η οικοδόμηση ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου για την υλοποίησή της. Η πρόταση εξουσίας συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση».

Όλα αυτά για το ΚΚΕ είναι ανώριμα. Από πού προκύπτει λοιπόν η συμβολή του ΚΚΕ στο να καταστεί η Ελλάδα αδύνατος κρίκος, εκτός απ τη συμβολή του στη συμμετοχή λαϊκών στρωμάτων στις κινητοποιήσεις, οι οποίες μαζικοποιούνται κυρίως αυθόρμητα ; Και πολύ περισσότερο από πού προκύπτει ότι η ηγεσία του ΚΚΕ παλεύει για το σπάσιμο του αδύνατου κρίκου όταν λέει ότι: «ούτε σε επαναστατική κατάσταση είμαστε, ούτε υπάρχει αυτή τη στιγμή αυτός ο συσχετισμός δύναμης»;

Η ύπαρξη επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, ο ρόλος του πολιτικού υποκειμενικού παράγοντα, κρίνεται, θα κριθεί, απ τη συμβολή του στο ξέσπασμα και στη νίκη της επανάστασης, στο σπάσιμο του αδύνατου κρίκου, πράγμα που χρειάζεται την καθοριστική συμβολή του, σε αντίθεση με την επαναστατική κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και υπάρχει αντικειμενικά, χωρίς να χρειάζεται την επίδραση του επαναστατικού πολιτικού υποκειμένου, παρά μόνο για να την οδηγήσει στην επανάσταση. Ακόμα όμως και το ξέσπασμα της επανάστασης μπορεί να γίνει χωρίς την ύπαρξη μαζικού επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, πράγμα που απέδειξε η Κομμούνα του Παρισιού, η επανάσταση στη Ρωσία το 1905 και η κουβανέζικη επανάσταση. Νίκη της επανάστασης στην πρώτη της πράξη σίγουρα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την ύπαρξη, την καθοδήγηση του επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης, στην οικοδόμηση του οποίου πρέπει να συμβάλουν όλοι οι κομμουνιστές, όπου κι αν βρίσκονται, σε διάσπαση με το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.

Έκκληση θέλουμε να απευθύνουμε για μια ακόμα φορά σε όλους τους κομμουνιστές, να αφυπνιστούν και να παρέμβουν ενεργά, να ξεπεράσουν τα στενά όρια που τους θέτει η κυρίαρχη αντίληψη στην Αριστερά, το ρεφορμισμό, τον κοινοβουλευτισμό και την ηττοπάθεια.

Αντίθετα με ότι θα έκανε ένα επαναστατικό κόμμα, η κοινοβουλευτικά αριστερά σύρθηκε πίσω απ τις εξελίξεις, δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία, φώναζε εν χορό με τη δεξιά και την ακροδεξιά «εκλογές-όχι δημοψήφισμα». Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά, παρόλο που δεν μπορούσε να επιδράσει άμεσα στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες λόγω έλλειψης εκπροσώπησης, απέρριψε και αυτή το δημοψήφισμα, όπως ολόκληρο το πολιτικό κατεστημένο, δίνοντας, εκτός των άλλων κάλυψη και άλλοθι στην κοινοβουλευτική αριστερά και διαπαιδαγωγώντας τα μέλη της ανάλογα: να συμμετέχουν στις εκλογές αλλά να μην αναλαμβάνουν καμιά πρωτοβουλία, να μην αρπάζουν καμιά ευκαιρία που θα φέρει το λαό, την εργατική τάξη, το κίνημα, σε καλύτερη θέση- ένα βήμα πιο μπροστά, να μην αξιοποιούν κάθε αδυναμία, κάθε ρωγμή στις γραμμές του αντιπάλου, κάθε καθυστέρηση, ολιγωρία του ή σύγχυση, κάθε «επιπόλαια» ή «ανεύθυνη» κίνησή του. Η αριστερά αρνήθηκε να αξιοποιήσει την « κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζομένων τάξεων». Τη ρωγμή αυτή η αστική τάξη τη σκέπασε προσωρινά και πρόχειρα.

Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι η αριστερά έβγαλε τα σωστά συμπεράσματα απ αυτή την υπόθεση. Δεν είμαστε καθόλου βέβαιοι ότι πήρε κάποιο μάθημα. Είμαστε απολύτως βέβαιοι όμως, ότι πρόκειται για μεγάλο πάθημα. Η κατάληξη αυτού του παθήματος, η έλλειψη πρωτοβουλίας απ την αριστερά, διευκόλυνε την πρωτοβουλία των αστικών δυνάμεων, επέδρασε αρνητικά στο κίνημα και το μετέτρεψε από ενεργό παράγοντα σε παθητικό θεατή που παρακολουθούσε απ τις τηλεοράσεις, μαζί με την αριστερά, ποιόν θα επιλέξει για πρωθυπουργό η κοινοβουλευτική χούντα της συγκυβέρνησης ΠΑΣΟΚ-ΝΔ, ΛΑΟΣ.

Δημήτρης Κάβουρας