ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αβέβαιο μέλλον - Η κατάσταση απασύνθεσης και οι αιτίες της

ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αβέβαιο μέλλον

Η κατάσταση αποσύνθεσης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και οι αιτίες της

Μόλις ενάμιση χρόνο μετά τη συνάντηση της «Αθηναΐδας» και τη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το εγχείρημα εμφανίζει φαινόμενα σήψης και αποσύνθεσης. Η κατάσταση που διαμορφώνεται δεν μπορεί να εξηγηθεί στη βάση προσωπικών αντιπαραθέσεων και λάθος χειρισμών, όπως γίνεται από πολλούς συντρόφους που βλέπουν το δέντρο και χάνουν το δάσος.

Λάθος εκτίμηση της περιόδου, υποτίμηση της καπιταλιστικής κρίσης

Παρ’ όλο που την περίοδο που έγινε η συνάντηση της «Αθηναΐδας», είχε φανεί το μέγεθος και το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης, οι πολιτικές δυνάμεις που συγκρότησαν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την αντιμετώπισαν σαν ένα ακόμα στοιχείο της συγκυρίας πλάι στα υπόλοιπα, χωρίς να δοθεί η σημασία και η βαρύτητα που άρμοζε. Στο κείμενο που κατατέθηκε από την κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ σε εκείνη τη συνάντηση τονίζαμε:

«Στη χώρα μας η οικονομική κρίση θα είναι πιο βαθιά, πιο μακρόχρονη και πιο καταστροφική, γιατί συνδυάζεται με ένα δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που συνεχώς διογκώνεται και δύσκολα πια εξυπηρετείται. Το γεγονός αυτό, που επιβάλλει τη σύναψη νέων δανείων με συνεχώς υψηλότερα επιτόκια, την αύξηση της φορολογίας και την περιστολή των δαπανών, στερεί από την ελληνική αστική τάξη τη δυνατότητα να απαλύνει τις συνέπειες της κρίσης με την πραγματοποίηση μεγάλων δημόσιων επενδύσεων και με άλλες κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία. Γι’ αυτό θα πρέπει να αναμένουμε στη χώρα μας μια λυσσασμένη επίθεση στα δικαιώματα και στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων στο όνομα της μείωσης του δημόσιου χρέους, και μιαν ιδιαίτερα έντονη έξαρση των ταξικών αγώνων».

Και συμπληρώναμε:

«Παράλληλα, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων δεν μπορεί να εξασφαλιστεί χωρίς την άρνηση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Όποιος υιοθετεί το σύνθημα «την κρίση να πληρώσουν οι καπιταλιστές», δεν μπορεί να λησμονεί ότι καπιταλιστές είναι και τα εγχώρια και αλλοδαπά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα που δανειοδότησαν και δανειοδοτούν με τοκογλυφικά πολλές φορές επιτόκια το ελληνικό δημόσιο».

Πέρασαν αρκετοί μήνες μέχρι να συνειδητοποιηθεί η κεντρική σημασία του δημόσιου χρέους, ωστόσο στην πορεία, σχεδόν όλες οι δυνάμεις της Αριστεράς το έθεσαν στο κέντρο της προσοχής τους. Οι οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρακολούθησαν αυτόν τον προβληματισμό και αποδέχτηκαν πριν μερικούς μήνες το στόχο της διαγραφής. Η εξέλιξη αυτή χαιρετίστηκε από τη μεριά μας σαν θετική μετατόπιση.

Σαθρή προγραμματική βάση του εγχειρήματος

Στο κείμενο που καταθέσαμε σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ καταλήγαμε γράφοντας ότι:

«Το τελικό κείμενο των οργανώσεων της πρωτοβουλίας δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση συγκρότησης της επαναστατικής Αριστεράς που χρειάζεται η εργατική τάξη σήμερα».

Τεκμηριώναμε αυτή τη θέση τονίζοντας ότι:

«Το τελικό κείμενο της «Πρωτοβουλίας για την πολιτική ενότητα και την κοινή δράση των οργανώσεων της επαναστατικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς» περιέχει πολλές σωστές διαπιστώσεις. Περιέχει επίσης και πολλές γενικόλογες διακηρύξεις με τις οποίες κανείς υποψιασμένος μαρξιστής και κομμουνιστής δεν μπορεί ούτε να συμφωνήσει ούτε να διαφωνήσει, αν αυτές δεν υποστούν παραπέρα εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση, καθώς το γένος τους καλύπτει μια μεγάλη ποικιλία ειδών, από τα διάφορα είδη μικροαστικού και αντιδραστικού σοσιαλισμού ως τον επιστημονικό σοσιαλισμό (π.χ. αντικαπιταλισμός, αντικαπιταλιστική προοπτική, σοσιαλιστική επανάσταση, κομμουνισμός). Περιέχει τέλος έναν κατάλογο αναγκαίων μεταρρυθμιστικών αιτημάτων - στόχων διάφορων επί μέρους κινημάτων. Η προβολή και η αγωνιστική διεκδίκηση αυτών και άλλων μεταρρυθμιστικών και μεταβατικών αιτημάτων είναι αναγκαία για τη δημιουργία ενός ρωμαλέου εργατικού και λαϊκού κινήματος. Όμως αυτό το αιτηματολόγιο δε συνδέεται καθόλου πολιτικά με τη σημερινή φάση του οικονομικού κύκλου, με την οικονομική κρίση, και με τις πολιτικές- πολιτειακές αναγκαιότητες που πηγάζουν από αυτή. Γι’ αυτό αποτελεί περισσότερο ένα ευχολόγιο αγαθών προθέσεων παρά μια ρεαλιστική πολιτική πρόταση».

Και εξηγούσαμε επιπλέον ότι:

«Η πλατφόρμα πάνω στην οποία κινείται η «Πρωτοβουλία», δεν περιγράφει στοιχειωδώς το καινούργιο που πρεσβεύει, δηλαδή δεν έχει προγραμματικές αρχές σε σχέση με την προοπτική. Η επίκληση γενικά της επανάστασης, της ρήξης με τον καπιταλισμό και η δήλωση της θέλησης για τον σοσιαλισμό – κομμουνισμό, δεν συνοδεύεται απ’ την ανάπτυξη στοιχειωδών στόχων όπως η συντριβή του αστικού κράτους, του στρατού, της αστυνομίας, της κρατικής υπαλληλίας, η αντικατάσταση της αστικής δημοκρατίας απ’ τη δημοκρατία των συμβουλίων και των συνελεύσεων σε παραγωγική βάση, την κατάργηση της ιδιωτικής ιδιοκτησίας στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, την υποχρεωτικότητα της εφαρμογής των αποφάσεων των συνελεύσεων ως κριτήριο του εργατικού ελέγχου, την αιρετότητα και ανακλητότητα των αντιπροσώπων τους και η αμοιβή τους με το μέσο μισθό του εργάτη, καθώς και πολλές ακόμα, σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα του δημοκρατικά οργανωμένου κεντρικού σχεδιασμού. Η έλλειψη μιας τέτοιας αναφοράς, σε συνδυασμό με την έλλειψη πρότασης – δέσμευσης για το που θα βρεθούν τα λεφτά για την ικανοποίηση των εργατικών αιτημάτων απ’ την εργατική εξουσία και για την ίδια τη λειτουργία του κράτους της, καθιστούν την πλατφόρμα παντελώς ελλιπή και ακίνδυνη για την αστική τάξη και εξουσία. Δεν υπάρχει λοιπόν προγραμματική συμφωνία για τη συγκρότηση μετώπου και μάλιστα με οργανωτική έκφραση».

Η τοποθέτησή μας κατέληγε με κάλεσμα στις δυνάμεις που συμμετείχαν στη διαδικασία να μην προχωρήσουν στη συγκρότηση μετωπικής συνεργασίας σε αυτήν τη βάση και να κρατήσουν τη διαδικασία ανοιχτή για περαιτέρω διάλογο. Ως γνωστόν, αυτή η έκκληση δεν εισακούστηκε και οι δυνάμεις που συμμετείχαν στη διαδικασία προχώρησαν στη συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Πως το «επιχείρημα» της μαζικότητας έγινε μπούμερανγκ

Η σύμπτυξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έγινε με μια πρωτοφανή προχειρότητα και βιασύνη. Πέρα από τις προφανείς αδυναμίες του κειμένου που αποτέλεσε τη βάση συγκρότησης, παραβλέφθηκαν οι σημαντικές διαφορές των συνιστωσών, που καθιστούσαν αδύνατη ακόμα και την κοινή δράση στο επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος. Η προχειρότητα αυτή δικαιολογήθηκε με την επίκληση της πίεσης του δυναμικού των ανένταχτων αγωνιστών για ενότητα, καθώς και με το «επιχείρημα» της ανάγκης συγκρότησης ενός μαζικού πολιτικού φορέα.

Τους μήνες που ακολούθησαν τη συνάντηση της «Αθηναΐδας», συγκροτήθηκαν οι τοπικές επιτροπές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στις οποίες πράγματι συμμετείχαν πολλοί ανένταχτοι αγωνιστές. Η εξέλιξη αυτή φάνηκε να δικαιώνει τις επιλογές που έγιναν. Από πουθενά όμως δεν τέθηκαν προφανή ερωτήματα που προέκυπταν από αυτήν την εξέλιξη, όπως: Πως είναι δυνατόν αγωνιστές οι οποίοι δεν συμφωνούσαν με την πλατφόρμα καμίας από τις οργανώσεις - συνιστώσες, να εμφανίζονται ξαφνικά να συμφωνούν με μία ασαφή και αμφίσημη πολιτική πλατφόρμα; Και πως γίνεται, αγωνιστές που δεν ήταν διατεθειμένοι να δεχθούν ένα μίνιμουμ οργανωτικής πειθαρχίας με τη στράτευσή τους σε κάποια οργάνωση, να στρατεύονται ξαφνικά σε αυτό το μόρφωμα;

Η απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα ήταν επίσης προφανής. Το ελκτικό στοιχείο για τους αγωνιστές που πλαισίωσαν τις τοπικές επιτροπές ήταν η μαζικότητα του εγχειρήματος, ενώ η συμμετοχή δεν απαιτούσε καμία ιδιαίτερη δέσμευση ούτε κάποια από τις αβαρίες που χαρακτηρίζουν την οργανωτική στράτευση. Η μαζικότητα μάλιστα, χρησιμοποιήθηκε συστηματικά σαν «επιχείρημα» για την προσέλκυση δυνάμεων, ενάντια σε αντιρρήσεις που διατυπώθηκαν.

Στην τοποθέτηση της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στην «Αθηναΐδα», εκτιμούσαμε ότι:

«Χωρίς τη συμπλήρωση του προγραμματικού μεταρρυθμιστικού κειμένου με τις πραγματικές πολιτικές προϋποθέσεις πραγμάτωσής του, η βάση και τμήματα των κορυφών του όποιου κινήματος καταφέρουν να δημιουργήσουν οι αγωνιστές της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς κινδυνεύουν να γίνουν εκλογική και πολιτική βορά του πρώτου τυχόντος ρεφορμιστικού και λαϊκιστικού κομματικού σχηματισμού που θα τους ασκήσει πίεση για συνεργασία».

Η εκτίμηση αυτή σήμερα επιβεβαιώνεται με την πίεση που ασκείται στις δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ από συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα από την πλευρά Αλαβάνου. Χρησιμοποιώντας το «επιχείρημα» της μαζικότητας, πλασάροντας μια πλατφόρμα εξίσου μεταρρυθμιστική με αυτήν της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και καλώντας σε ενότητα, ασκούν αφόρητη πίεση και βρίσκονται στα πρόθυρα διεμβολισμού όχι μόνο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και κάποιων από τις συνιστώσες της. Και όλα αυτά τα κατορθώνουν χρησιμοποιώντας τα ίδια όπλα με αυτά που χρησιμοποιήθηκαν για τη συγκρότηση αυτού του ιδιόμορφου συνασπισμού της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Οι εξελίξεις αυτές θέτουν εκ νέου στις δυνάμεις που σήμερα συγκροτούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στους αγωνιστές που την πλαισίωσαν, το ζήτημα του πολιτικού μετώπου. Η ενδεχόμενη διάλυση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα είναι απλά ένα σύμπτωμα της νέας πολιτικής κατάστασης που διαμορφώνεται κάτω από την πίεση της κρίσης. Η πίεση αυτή θα επηρεάσει άλλωστε όλους τους πολιτικούς οργανισμούς και θα τροποποιήσει ριζικά το πολιτικό σκηνικό. Η πρόταση που καταθέτουμε σαν κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ είναι πρόταση πολιτικού μετώπου της εργατικής τάξης και των μικροαστών συμμάχων τους υπό την ηγεμονία της εργατικής τάξης κι έρχεται σε αντίθεση με τα πολιτικά μέτωπα στα οποία η εργατική τάξη ηγεμονεύεται από τις μικροαστικές δυνάμεις. Τέτοια πολιτικά μέτωπα άλλωστε, όπως δείχνει και η εμπειρία, χρησιμεύουν μόνο σαν αιμοδότες της σοσιαλδημοκρατίας όλων των αποχρώσεων.

Βασίλης Θεοφανόπουλος