Τι είναι η πατρίδα μας; (δυο λόγια για την Αριστερά, τον πατριωτισμό και τον πόλεμο)

Τι είναι η πατρίδα μας

(δυο λόγια για την Αριστερά, τον πατριωτισμό και τον πόλεμο)


του Γιώργου Κωνσταντακόπουλου


Η πρόσφατη κρίση στο Αιγαίο έφερε ξανά στο προσκήνιο τα "εθνικά θέματα" ακριβώς τη στιγμή που ο θόρυβος για το "Σκοπιανό" είχε μειωθεί σε σημαντικό βαθμό. Η σημερινή κατάσταση είναι ποιοτικά διαφορετική από τις στιγμές εθνικού παροξυσμού που ζήσαμε, όταν η υπεράσπιση της "ελληνικότητας της Μακεδονίας" είχε γίνει μια εθνική εμμονή. Τότε η απειλή ήταν ανύπαρκτη κι ο εχθρός ένα ανίσχυρο κρατίδιο, ενώ σήμερα το Αιγαίο είναι πραγματικό πεδίο σύγκρουσης κι η Τουρκία ένας "αιώνιος" εχθρός, που έχει αποδείξει την επιθετικότητά του στη Μικρά Ασία και την Κύπρο.

Η ύπαρξη ενός αντίπαλου και μιας ανοικτής εστίας σύγκρουσης δεν σημαίνει απαραίτητα πόλεμο. Αυτό μπορεί κανείς να το καταλάβει από την πορεία του Κυπριακού. Ένα υπαρκτό κι ανοικτό πεδίο σύγκρουσης δίνει τη δυνατότητα του πολέμου. Για να φτάσουμε στον πόλεμο πρέπει να υπάρξουν κι άλλες προϋποθέσεις. Αλλά για να διερευνήσουμε αυτές τις προϋποθέσεις, πρέπει να δούμε κατ' αρχήν ποιοι εμπλέκονται στη σύγκρουση. Κι αυτό στις συνθήκες του σύγχρονου ιμπεριαλισμού δεν είναι μια απλή υπόθεση. Στο άρθρο της σύνταξης του παρόντος τεύχους δίνεται μια εικόνα του συμπλέγματος σχεδίων κι επιδιώξεων που τροφοδοτούν τη διαμάχη Ελλάδας-Τουρκίας κι ιδιαίτερα την όξυνση στο Αιγαίο. Ο καθένας αντιλαμβάνεται ότι η σοβαρότητα της κατάστασης είναι συνάρτηση του μεγέθους των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων που συγκρούονται κι αυτά τα συμφέροντα στην περίπτωση του status quo της περιοχής μας είναι πραγματικά μεγάλα. Γι' αυτό και η πολεμική σύγκρουση είναι ένα ενδεχόμενο, μπορεί μακρινό σήμερα, αλλά ενδεχόμενο.

Σ' αυτό το σύντομο σχόλιο δεν θα προχωρήσουμε σε περαιτέρω ανάλυση της κατάστασης και των προοπτικών, αλλά θα σταθούμε σε μερικά συγκεκριμένα σημεία ιδιαίτερου ενδιαφέροντος για τους κομμουνιστές, που έχουν να κάνουν με τις εκτιμήσεις για τα "εθνικά θέματα" και τη στάση απέναντι στην εξωτερική πολιτική και τον πόλεμο (ως ιδιαίτερη μορφή εξωτερικής πολιτικής). Με λίγα λόγια, σχετικά με την αντίληψη για το "έθνος" και την "πατρίδα".


Ι.


Η πρώτη αφορμή για το ερώτημα που τίθεται στον τίτλο είναι οι εκτιμήσεις της Αριστεράς για τη θέση της χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα, ένα ζήτημα γεμάτο αγκάθια, τόσο λόγω της θεωρητικής του δυσκολίας, όσο και λόγω της μεγάλης πολιτικής του σημασίας. Το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μπλέχτηκε, διχάστηκε και δεινοπάθησε πολλές φορές στην ιστορία του στην προσπάθεια ν' απαντήσει σ' αυτό το ζήτημα κατά τη διατύπωση στρατηγικής και ιδιαίτερα τις στιγμές που προσπάθησε να κάνει πράξη τη στατηγική του. Μπορούμε σήμερα με σιγουριά να πούμε ότι το ΚΚΕ ποτέ έως σήμερα δεν είχε αφομοιώσει μια ορθή εκτίμηση γι' αυτό το ζήτημα, αφού ακόμα και τη στιγμή που απαντούσε σωστά στα κείμενα (πρόγραμμα του '36), δεν έκανε το ίδιο και στην πράξη.

Το ΚΚΕ, που τόσο υπερηφανεύεται ότι πολέμησε την αστική "θεωρία της ψωροκώσταινας", πάντοτε είχε εσφαλμένη αντίληψη για το επίπεδο και τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης της χώρας. Κι ακόμα και σήμερα δεν μπορεί να καταλήξει για ποια χώρα μιλάμε. Είναι μια αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα, όπου ο μόνος στρατηγικός στόχος της εργατικής τάξης είναι η σοσιαλιστική επανάσταση, ή μια μισοαποικία, όπου χρειάζεται ένα αστικοδημοκρατικό μέτωπο για να την απελευθερώσει από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά; Αλλά κι άλλες προσπάθειες διατύπωσης εκτιμήσεων για το ζήτημα δεν είναι λιγότερο αντιφατικές κι ανεδαφικές: "μισοαγροτική εξαρτημένη χώρα", "κομπραδόρικη αστική τάξη", "υποϊμπεριαλιστική χώρα". Όλα αυτά μπορούν να συμβαδίζουν για τους υποστηρικτές τους με τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό της Ελλάδας, την εξαγωγή κεφαλαίου και τα σχέδια για "περιφερειακή ηγεμονία" στα Βαλκάνια. Η εξάρτηση της χώρας από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα είναι, σύμφωνα με αυτές τις αντιλήψεις, απόδειξη ότι με κανένα τρόπο δεν είναι ιμπεριαλιστική χώρα και όχι περίτρανη απόδειξη ότι ως μικρή ιμπεριαλιστική χώρα πρέπει απαραίτητα να προσκοληθεί σε μεγαλύτερες δυνάμεις για να βρίσκεται μέσα στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό.

Οι προεκτάσεις του ζητήματος είναι πολλές και σοβαρές όχι μόνο για τη στρατηγική, αλλά για την καθημερινή πολιτική τακτική, αλλά εδώ θα εξετάσουμε μόνο τη σχέση του με τη στάση στα "εθνικά θέματα". Πρέπει όμως κατ' αρχήν να υπογραμμίσουμε ότι η έννοια του "έθνους" είναι στοιχείο της ιδεολογίας του αστικού κράτους, ότι μέσα από τον ψευδεπίγραφο τίτλο του "εθνικού συμφέροντος" η αστική τάξη κρύβει το ταξικό της συμφέρον και παρουσιάζει ως αναγκαία την υποταγή του λαού σ' αυτή.

Όταν, την εποχή της αποικιοκρατίας, προτασσόταν από τους κομμουνιστές η στρατηγική σημασία του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος, αυτό ήταν μια ιδιαίτερη για τις αποικίες πολιτική μορφή εκδήλωσης της μετατροπής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική κι είχε νόημα μόνο υπό το πρίσμα της μαρξιστικής θεωρίας της διαρκούς επανάστασης. Η εργατική τάξη έπρεπε να μπει μπροστά στο αγώνα για εθνική απελευθέρωση, τον οποίο η αστική τάξη δεν μπορούσε να φέρει σε πέρας. Σ' αυτόν τον αγώνα η επαναστατική εργατική τάξη θα συσπείρωνε το λαό για να τον οδηγήσει όχι σε ένα "ανεξάρτητο" αστικό καθεστώς, αλλά στη μόνη δυνατή και πλήρη εθνική του ανεξαρτησία που θα πραγματοποιούνταν από την επαναστατική δικτατορία του προλεταριάτου. Αν υπήρχαν οι κοινωνικές και πολιτικές προϋποθέσεις για ένα τέτοιο αγώνα, οι παραχώρησεις στην ντόπια αστική τάξη ήταν - κι αποδείχτηκε στην πράξη - μια πράξη υποταγής στον ταξικό αντίπαλο, που κατέληγε στην εδραίωση της αστικής κυριαρχίας.

Αν όμως το εθνικό ζήτημα λυνόταν από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της με αγώνα ενάντια και στη ντόπια αστική τάξη, στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες, όπου η αστική κυριαρχία είναι οργανωμένη σε κράτος, το "έθνος" γίνεται στοιχείο της κρατικής ιδεολογίας και της πολιτικής της αστικής τάξης ενάντια στα συμφέροντα του λαού. Από τη στιγμή που αναπτύσσεται ο καπιταλισμός σε μια χώρα, στην ίδια τη χώρα διαμορφώνονται "δύο έθνη" με αντικρουόμενα συμφέροντα - το "έθνος" της αστικής τάξης, που υποτάσσει ολόκληρη την κοινωνία στις επιδιώξεις της άρχουσας τάξης, και το "έθνος" των εργαζόμενων, οι κοινωνικές δυνάμεις που θέλουν ν' απελευθερωθούν από τα καπιταλιστικά οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά δεσμά. Μιλώντας για "εθνική ανεξαρτησία", εννοούμε λοιπόν την ανεξαρτησία των εκμεταλλευόμενων της χώρας από τον ιμπεριαλισμό, μια ανεξαρτησία που προϋποθέτει την ανατροπή του καπιταλισμού. Η αστική τάξη της χώρας είναι εμπόδιο γι' αυτήν την ανεξαρτησία, είναι αντίπαλος αυτού του "έθνους", γιατί θέλει τους εργαζόμενους εγκλωβισμέμους μέσα στο δικό της "έθνος", το ενταγμένο στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων.

Πώς όμως η Αριστερά - η ελληνική Αριστερά στη συγκεκριμένη περίπτωση - εμπλέκει το ζήτημα του επιπέδου ανάπτυξης του καπιταλισμού στα εθνικά ζητήματα; Η Αριστερά που αποδέχεται τις εκτιμήσεις που προαναφέραμε για τον ελληνικό καπιταλισμό, δημιουργεί την εξής αντίθεση: από τη μια είναι τα συμφέροντα του ιμπεριαλισμού κι από την άλλη τα συμφέροντα της χώρας, τα "εθνικά συμφέροντα". Επειδή η χώρα μας δεν είναι ιμπεριαλιστική, έχει συνολικό συμφέρον ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η αστική τάξη έχει εξαρτημένο και μεταπρατικό χαρακτήρα και γι' αυτό υποτάσσεται στον ιμπεριαλισμό που την εκμεταλλεύεται. Ο λαός όμως πρέπει να εναντιωθεί στον ιμπεριαλισμό για να υπερασπιστεί την εθνική του υπόσταση και ανεξαρτησία.

Σύμφωνα μ' αυτήν τη λογική η αστική τάξη είναι και δεν είναι αντίπαλος των λαϊκών συμφερόντων. Είναι αντίπαλος ως υποταγμένη στους ιμπεριαλιστές και ταυτισμένη με την ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Είναι όμως και σύμμαχος στο βαθμό που υπερασπίζεται τα συμφέροντα του λαού ενάντια στους ιμπεριαλιστές. Γιατί ακόμα κι αν θεωρητικά αυτή η πιθανότητα δεν υφίσταται, στην πράξη έτσι εκλαμβάνεται η αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ του Καραμανλή, τα βέτο στην ΕΟΚ του Παπανδρέου και γενικώς όλοι οι διαπραγματευτικοί παλικαρισμοί των κυβερνώντων.

Αυτή λοιπόν η αντίληψη στη βάση της υποανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού διαχωρίζει την αστική τάξη της χώρας από τον ιμπεριαλισμό ως δύο παράγοντες τους οποίους το κίνημα αντιπαλεύει ξεχωριστά. Δεν θεωρεί την αστική τάξη της χώρας πραγματικά ενταγμένη στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, γιατί δεν έχει επίγνωση του επιπέδου ανάπτυξης του καπιταλισμού στη χώρα. Όμως η σημερινή Ελλάδα είναι χώρα του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, κατέχει την 24η θέση στην ιεραρχία των χωρών του ΟΟΣΑ, εξάγει κεφάλαιο, συμμετέχει στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ υπό τη σκέπη των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο ελληνικός καπιταλισμός είναι μ' αυτήν την έννοια εξαρτημένος από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα, με την έννοια ότι δεν είναι δυνατό να αναπτυχθεί παραπέρα χωρίς ισχυρή πρόσδεση σ' αυτά στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού. Δεν έχουμε συνεπώς στη σημερινή Ελλάδα να κατακτήσουμε την εθνική ανεξαρτησία, την οποία επιδίωκαν οι αποικίες και οι μισοαποικίες. Ούτε έχουμε μια αστική τάξη που εναντιώνεται στον ιμπεριαλισμό, αλλά μια αστική τάξη που είναι τμήμα του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.

Αλλά δεν είναι αυτό το μόνο σημείο όπου αυτή η αντίληψη διαστρεβλώνει το μαρξισμό. Εξίσου σημαντικό είναι ότι δεν αναγνωρίζει την αστική τάξη ως ταξικό αντίπαλο και στα "εθνικά θέματα". Δηλαδή ότι θεωρεί πως τα "εθνικά συμφέροντα" είναι υπεράνω ταξικής απόχρωσης και δεν χωρούν ανάλογη ερμηνεία, ότι είναι πραγματικά κοινά συμφέροντα "ολόκληρου του λαού", της ελληνικής αστικής τάξης και των Ελλήνων εργαζομένων, εκμεταλλευτών κι εκμεταλλευόμενων της ελληνικής κοινωνίας. Αυτή συνεπώς η αντίληψη αποδέχεται ακριβώς αυτό που προσπαθεί να μας περάσει η αστική εθνική ιδεολογία...




ΙΙ.


Φτάνουμε έτσι στο δεύτερο λόγο που μας οδηγεί στο ερώτημα του τίτλου. Ποια πατρίδα, ποιο έθνος υπερασπίστηκαν και υπερασπίζονται οι κομμουνιστές; Αυτήν την πατρίδα που εννοεί η αστική τάξη, όταν παρουσιάζει το δικό της ταξικό συμφέρον ως "εθνικό", ή την πατρίδα που ζει κάτω από το ζυγό της αστικής κυριαρχίας, το "έθνος" των εργαζομένων; Τι σημαίνει σήμερα για την Αριστερά "πατριωτισμός";

Το ΚΚΕ, για παράδειγμα, ένιωσε σε ανύποπτο χρόνο την ανάγκη να αυτοανακηρυχθεί σε κόμμα "πατριωτικό". Πολλά στελέχη του ερωτώμενα γι' αυτό μας θυμίζουν μονότονα τον πατριωτικό χαρακτήρα του ΕΑΜ. Ξεχνούν όμως ότι το ΕΑΜ στόχευε σε μια Ελλάδα εθνικά ανεξάρτητη και σοσιαλιστική κι αυτήν την πατρίδα υπερασπίστηκε ενάντια στο φασίστα κατακτητή και την υποταγμένη αστική τάξη. Ξεχνούν βέβαια ότι οι αγωνιστές του ΕΑΜ οδηγήθηκαν μετά την ήττα στους "νέους Παρθενώνες" από επίσης αυτοανακηρυγμένους "πατριώτες". Ξεχνούν ότι στο όνομα της "πατρίδας" και του "εθνικού συμφέροντος" η ηγεσία υπέγραψε για την παράδοση των όπλων στον ταξικό αντίπαλο κι άφησε τους επαναστατικούς στόχους να μείνουν όνειρα απατηλά και παρέδωσε τους αγωνιστές στα νύχια των "πατριωτικών" σαρκοφάγων. Δεν αντιλαμβάνονται, όπως και η ηγεσία του ΕΑΜ δεν αντιλαμβανόταν, ότι άλλα είναι τα "εθνικά συμφέροντα" του λαού από αυτά της αστικής τάξης. Γι' αυτό είναι και θα παραμένουν υποταγμένοι στην αστική τάξη της χώρας, όντας εγκλωβισμένοι στη λογική που οδήγησε το ΕΑΜ στη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων.

Όμως το ΚΚΕ δεν έμεινε μόνο στις διακηρύξεις, παρά απέδειξε τον "πατριωτισμό" του αυτόν πάραυτα, την πρώτη δύσκολη στιγμή. Με σθένος στη βουλή η γ.γ. επιτέθηκε στους Αμερικάνους και την τουρκική επιθετικότητα και άσκησε κριτική στην κυβέρνηση, γιατί δεν έκανε τις σωστές κινήσεις στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της Ε.Ε.! Κατέληξε ουσιαστικά να συμπαρασταθεί στην αστική τάξη της χώρας για τις δυσκολίες της με τους ΝΑΤΟϊκούς της συμμάχους και να μπει στη συζήτηση με τα αστικά κόμματα για τους χειρισμούς υπεράσπισης των "εθνικών δικαίων". Δεν ένιωσε αντίθετα την ανάγκη να καταγγείλει την αστική τάξη και τα κόμματά της για την ανάμιξή τους στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό, αποτέλεσμα του οποίου είναι ο κίνδυνος του πολέμου, ο κίνδυνος να σφαγιαστούν δύο λαοί για τα συμφέροντα των τοπικών ολιγαρχιών και των ιμπεριαλιστικών κέντρων. Και με όλα αυτά υποστηρίζει το ΚΚΕ ότι είναι έτσι πιστό στην αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση, αφού καταγγέλει τους Αμερικάνους και το ρόλο τους.

Αυτήν την παράδοξη σύνδεση της αντιιμπεριαλιστικής πάλης με την πάλη για τα "εθνικά συμφέροντα" καλλιεργεί πλέον η πολιτική του ΚΚΕ. Ο ιμπεριαλισμός είναι οι ΗΠΑ, οι οποίες βρίσκονται πίσω από την τουρκική επιθετικότητα. Η ελληνική αστική τάξη δεν είνα αντίπαλος των "εθνικών" συμφερόντων του λαού, αν και τη βρίσκουμε πολύ υποχωρητική μέχρι "ξενόδουλη". Έτσι αν πολεμήσουμε στο πλευρό της για τα "εθνικά μας δίκαια" κάνουμε αντιιμπεριαλιστική πάλη. Συνεπώς και πατριώτες είμαστε και επαναστάτες ταυτόχρονα, ούτε γάτα ούτε ζημιά!

Πώς όμως φτάσαμε ως εδώ; Πώς υποβιβάστηκε η αντιιμπεριαλιστική πάλη σε κοινό πατριωτισμό; Η συνταγή δεν είναι ούτε πρωτότυπη ούτε δύσκολη στην εφαρμογή. Αντίθετα έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από όλα τα ανά τον κόσμο εθνικιστικά "αντιιμπεριαλιστικά" κινήματα, εθνικοαπελευθερωτικά, "σοσιαλιστικά", ισλαμικά. Αρκεί μέσα από οποιοδήποτε σκεπτικό να προβάλει κανείς τη συστράτευση αστικής τάξης και όλων των κοινωνικών στρωμάτων του έθνους ενάντια σε κάθε αντίπαλο που "αποδεδειγμένα" είναι ο ιμπεριαλισμός ή βαλτός από τον ιμπεριαλισμό. Στη χώρα μας υπήρξε σαφέστατα πρωτοπόρο σ' αυτού του είδους τον "αντιιμπεριαλισμό" το ΠΑΣΟΚ υπό την καθοδήγηση του Α.Παπανδρέου. Τα αντιμπεριαλιστικά συνθήματα του αντιδικτατορικού αγώνα και της μεταπολίτευσης μετατράπηκαν από το ΠΑΣΟΚ σε εθνικιστικά συνθήματα "ενάντια στις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ". Αρκούσε να ερμηνεύσει αυτή τη γραμμή ως συμφέρον "της χώρας" και να τη διακηρύξει ως "πρόγραμμα κυβερνητική πολιτικής" για να μετατραπεί σε εθνικιστική διεκδίκηση. Το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ ως κυβέρνηση δεν πραγματοποίησε κανέναν από αυτούς τους "αντιιμπεριαλιστικούς" του στόχους τελικά δεν αντιβαίνει στη λογική του "εθνικού συμφέροντος", με την οποία τους είχε υιοθετήσει. Απλώς το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση "κατάλαβε" ότι το "εθνικό συμφέρον" ήταν πλέον άλλο!

Πολύ αργά λοιπόν τώρα το ΚΚΕ έρχεται να ακολουθήσει την πεπατημένη του πριν το '81 ΠΑΣΟΚ. Το διαφορετικό στη σημερινή κατάσταση είναι ότι αυτή η γραμμή θέλει να παρουσιάζεται ως επαναστατική. Φυσικά με τη μόνη επανάσταση που έχει σχέση είναι η "αντιιμπεριαλιστική επανάσταση" του Χομεϊνί... Το μόνο που λείπει είναι να κηρύξουμε τον πόλεμο στους "απίστους", Τούρκους και Αμερικάνους.

Το λάθος βρίσκεται στη λογική που διαχωρίζει την πάλη ενάντια στην αστική τάξη της χώρας από την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η ελληνική ολιγαρχία δεν είναι ουσιαστικά αμυνόμενη, αλλά αυτό δεν γίνεται να το καταλάβει κανείς, αν μείνει στην υπόθεση των βραχονησίδων, της υφαλοκρηπίδας και των χωρικών υδάτων. Πρέπει να δόσουμε στην έννοια του "ιμπεριαλισμού" το νόημα που πραγματικά έχει, την έννοια του τελευταίου σταδίου ανάπτυξης του παγκόσμιου καπιταλισμού με χαρακτηριστικά σήψης και διεθνείς σχέσεις εκμετάλλευσης κι εξάρτησης. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε την αντιιμπεριαλιστική πάλη ως πάλη ενάντια σ' αυτόν το γηρασμένο και σαπισμένο καπιταλισμό, ως πάλη που έχει μοναδικό στόχο να τον ανατρέψει για να απελευθερώσει όλους του λαούς από τα δεινά που τους επιβάλλει. Με αυτή την έννοια καμιά αστική τάξη δεν μπορεί να είναι σύμμαχος στην αντιιμπεριαλιστική πάλη. Η οποιαδήποτε αντίθεση κάποιας αστικής τάξης με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα είναι διαπραγμάτευση μέσα στο πλαίσιο του ιμπεριαλιστικού status quo, γιατί καμία αστική δύναμη δεν μπορεί να υπάρξει έξω από το σύγχρονο παγκόσμιο καπιταλισμό.

Αν όμως στην αντιιμπεριαλιστική πάλη δεν χωρά καμία αστική δύναμη, πολύ περισσότερο αυτό ισχύει για την ελληνική ολιγαρχία. Πολλοί αριστεροί "πατριώτες" δεν έκαναν τον κόπο ν' ασχοληθούν λίγο περισσότερο με τις αιτίες της διένεξης Ελλάδας-Τουρκίας και της παρέμβασης των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων σ' αυτή. Θα έβλεπαν τότε ότι δεν υπάρχει επιτιθέμενος κι αμυνόμενος, αλλά μόνο ένας ιμπεριαλιστικός σκυλοκαυγάς για τους αγωγούς πετρελαίων, τα δίκτυα μεταφορών και τηλεπικοινωνιών, τα υπερκέρδη από την καπιταλιστική παλινόρθωση στις βαλκανικές και παρευξείνιες χώρες, το στρατηγικό έλεγχο της Μαύρης Θάλασσας, της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Θα καταλάβαιναν ότι σ' αυτές τις διαμάχες δεν κρίνονται πραγματικά "εθνικά συμφέροντα", δηλαδή συμφέροντα του ελληνικού λαού, αλλά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της ελληνικής και τουρκικής ολιγαρχίας και των Μεγάλων Δυνάμεων που κάνουν τη μοιρασιά, αφού πάρουν το μεγάλο κομμάτι της πίτας.

Ίσως τότε να καταλάβαιναν το λάθος τους κι ν' άφηναν το όπλο και το δρόμο για τον πόλεμο, στον οποίο τους οδηγεί η αστική τάξη και η δική τους "πατριωτική" στραβομάρα. Κι ίσως νά 'βλεπαν "τον κόσμο ανάποδα", αυτά που τους ενώνουν με τον Τούρκο εργάτη, αυτά που τους χωρίζουν με τον ομοεθνή τους καπιταλιστή...


ΙΙΙ.


Ας αναρωτηθούμε τελικά: Τι είναι η πατρίδα μας; Ποιον να υπερασπιστούμε κι ενάντια σε ποιον να πολεμήσουμε; Σε άλλου έθνους τις γραμμές μας αναγκάζουν να παραταχτούμε. Και σ' αυτόν τον πόλεμο εμείς είμαστε τα πιόνια κι άλλοι παίζουν. Η "πατρίδα" των κρατούντων είναι για μας γη εκμετάλλευσης και καταπίεσης, είναι φτιασιδομένη εξορία. Σ' αυτή τη χώρα κουμάντο κάνει ο ταξικός μας εχθρός. Και στην άλλη μεριά του Αιγαίου ζουν ταξικά μας αδέρφια. Γι' αυτό δεν τον θέλουμε τέτοιον πόλεμο κι ενάντιά του πρέπει να πολεμήσουμε.

Δεν είναι δικά μας συμφέροντα όσα μας παρουσιάζουν για "εθνικά συμφέροντα", είναι συμφέροντα ξένα. Είναι συμφέροντα των Ελλήνων καπιταλιστών. Αυτών που σχεδιάζουν την οικονομική τους διείσδυση στα Βαλκάνια, που επιδιώκουν την ηγεμονική τους οικονομική και γεωπολιτική θέση στην ευρύτερη περιοχή. Αυτών που παίζουν στα επικίνδυνα παιχνίδια του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού για τις σφαίρες επιρροής κι όταν στριμώγνονται για τα καλά στη "νέα τάξη πραγμάτων" και μαλλιοτραβιούνται με την τουρκική ολιγαρχία, μας καλούν προς υπεράσπισή τους στο όνομα της "πατρίδας" και του "έθνους".

Έλληνες και Τούρκοι εργαζόμενοι και οι εκμεταλλευόμενοι σ' όλες τις γωνιές του κόσμου έχουν έναν αντίπαλο, τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό, κι αυτόν πρέπει να πολεμήσουν και ν' ανατρέψουν. Δεν τους χωρίζει τίποτα μεταξύ τους, μα τους ενώνει η κοινή πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Δεν έχουν κανένα λόγο ν' ακολουθήσουν το ομοεθνές τους κεφάλαιο στις διαπραγματεύσεις του, διπλωματικές ή πολεμικές, στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Πρέπει να εξεγερθούν ενάντια στη "δική τους" αστική τάξη, συμβάλλοντας μ' αυτό τον τρόπο στην παγκόσμια επανάσταση.

Χρειάζεται γι' αυτό το παγκόσμιο εργατικό κίνημα να ξαναβρεί το δρόμο του, το δρόμο της επαναστατικής ανασύνταξης κι αντεπίθεσης. Χρειάζεται να μπει μπροστά σ' αυτό το δρόμο μια συνειδητή πρωτοπορία, μια πολιτική δύναμη που θα έχει τη θέληση και την ικανότητα να οδηγήσει το εργατικό κίνημα στην πάλη για την επανάσταση και την ανατροπή του παγκόσμιου ιμπεριαλισμού.

Αυτή η δύναμη δεν είναι η σημερινή Αριστερά, αυτή που έχει υποταχθεί στον ταξικό αντίπαλο. Τα κόμματα αυτής της Αριστεράς βρίσκονται αντικειμενικά μέσα στη συναινετική σούπα του πολιτικού παιχνιδιού, είτε γιατί επάξια υπερασπίζονται τα συμφέροντα του κεφαλαίου, όντας "εκσυγχρονιστικά", είτε γιατί μόνο μια "αριστερή γκρίνια" πρεσβεύουν - φτηνό υποκατάστατο της ταξικής πάλης - κι όχι κανένα σοβαρό κίνδυνο για τους κρατούντες, παραμένοντας πιστά στους στόχους της "εθνικής ανάπτυξης" και στα "εθνικά συμφέροντα".

Η άλλη Αριστερά, η ανυπόταχτη, βρίσκεται στο δικό μας ανυποχώρητο αγώνα και στην άσβεστη ελπίδα ότι το λαϊκό κίνημα πρέπει ν' αναγεννηθεί κι έτσι θα γίνει. Βρίσκεται στα σπάργανα της λαϊκής αγανάκτησης που συσσωρεύεται και στους δρόμους μαζί με τους απεργούς και την αγωνιζόμενη νεολαία όλου του κόσμου. Βρίσκεται στα συνθήματα των Γάλλων εργατών: Όποιος σπέρνει τη μιζέρια, θερίζει την οργή! Μα πάνω απ' όλα βρίσκεται στην επαναστατική συνείδηση που διαμορφώνεται στον αντίποδα της κυρίαρχης οπορτουνιστικής και υποταγμένης συνείδησης, που διαμόρφωνε στο κίνημα η Αριστερά της ήττας, προδίδοντας το μαρξισμό και την ιστορική αποστολή του εργατικού κινήματος.

Το νέο επαναστατικό κίνημα και μόνον αυτό μπορεί να είναι πραγματικός αντίπαλος του ιμπεριαλισμού. Αφήνοντας πίσω του τις αυταπάτες του ρεφορμισμού και την αστική ιδεολογική σκουριά, θα βρει τον τρόπο σε ειρήνη και πόλεμο να παλέψει για την ανατροπή του καπιταλισμού. Θα εννοεί την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας μόνο ως επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης και εγκαθίδρυση εργατικής πολιτικής εξουσίας. Θα εννοεί την αντιιμπεριαλιστική πάλη ως πάλη για την επανάσταση και το σοσιαλισμό, πάλη ενάντια και στην αστική τάξη της χώρας. Γι' αυτό δεν πρόκειται να παραπλανηθεί από τον αστικό εθνικισμό. Και στην αστική τάξη, που θέλει ένα "πατριωτικό αντιιμπεριαλισμό", που να οδηγεί τους εργαζόμενους πίσω από αυτήν να πολεμούν για τα δικά της συμφέροντα, το επαναστατικό κίνημα θα της απαντήσει με τη συνεπή αντιιμπεριαλιστική του πάλη: De te fabula narratur! (για σένα μιλάει ο μύθος!).