Διάλογος: 10 ακόμα θέσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό (Α. Βερναρδάκης, Α. Βούλγαρης)

10 ακόμα θέσεις για τον ελληνικό καπιταλισμό
 
 
των Α. Βερναρδάκη
και Α. Βούλγαρη*1
 
 

Ο ελληνικός καπιταλιστικός σχηματισμός και η ελληνική οικονομία παραπαίει την τελευταία ιδιαίτερα περίοδο στη δίνη του αναπτυξιακού αδιέξοδου, της ραγδαίας κοινωνικής υποβάθμισης και της υποτέλειας στους γενικότερους μετασχηματισμούς της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.

1. Γίνεται όλο και πιο φανερό ότι η ελληνική κοινωνία έχει οδηγηθεί σε ένα πραγματικό αναπτυξιακό αδιέξοδο. Πρόκειται για ένα αδιέξοδο όχι «διαχειριστικό», δηλαδή προϊόν αποτυχημένων κυβερνητικών επιλογών και πολιτικών, αλλά αποτέλεσμα της συνολικής πορείας της χώρας, ενός ολόκληρου τρόπου συγκρότησης της οικονομίας και της κοινωνίας της, που εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς και τα συμφέροντα του ντόπιου και ξένου κεφαλαίου, ιδιαίτερα του πολυεθνικού κεφαλαίου. Οι απλοί εργαζόμενοι μέσα από την προσωπική τους εμπειρία αντιλαμβάνονται πολύ καλά αυτό που αποτελεί το «κοινό μυστικό» του δικομματισμού και των δυνάμεων που τον στηρίζουν. Τα απανωτά «σταθεροποιητικά προγράμματα» μονόπλευρης λιτότητας και κατεδάφισης κοινωνικών κατακτήσεων εδώ και δυο δεκαετίες, οι πολιτικές «απορύθμισης» και «ανοίγματος» στις αδυσώπητες δυνάμεις της αγοράς, η στήριξη σε παλιές και νέες μονοπωλιακές καταστάσεις, όπως και η επένδυση στην ασύδοτη κερδοσκοπία, όχι μόνο δεν αντιμετώπισαν τα χρόνια προβλήματα, τις εσωτερικές αγκυλώσεις και την οικονομική καθυστέρηση της χώρας, αλλά την έκαναν ακόμη πιο ευάλωτη, ακόμη πιο εύθραυστη, ακόμη πιο προβληματική, ακόμη πιο «ανοιχτή» στις ιδιοτροπίες της παγκόσμιας αγοράς και τα βίτσια του διεθνούς μεγάλου κεφαλαίου.

2. Οι «συνταγές» πολιτικής που εφαρμόστηκαν, δήθεν για να αντιμετωπίσουν τα χρόνια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας δεν άφησαν μόνο εξουθενωμένους τους εργαζόμενους και την εργατική τάξη, αλλά αποτέλεσαν καταλυτικό παράγοντα επιδείνωσης της συνολικής κατάστασης της χώρας. Οι συνταγές αυτές δεν αποτελούν φυσικά ελληνική ιδιαιτερότητα αλλά ήταν στο σύνολο τους υπαγορευμένες από το μεγάλο κεφάλαιο παγκόσμια μέσω των υπερεθνικών οργανισμών και θεσμών (ΠΟΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, G7), εξειδικευμένες για τον Ευρωπαϊκό χώρο από τους αντιδημοκρατικούς, ταξικούς υπερ του κεφαλαίου θεσμούς της Ε.Ε. Οι συνταγές αυτές, όχι μόνο όξυναν παραπέρα τα διαρθρωτικά προβλήματα που υποτίθεται ότι θα αντιμετώπιζαν, αλλά αποδυνάμωσαν ακόμη περισσότερο τον όποιο παραγωγικό ιστό της οικονομίας και την οδήγησαν σ’ ένα νέο φαύλο κύκλο κρίσης. Πρόκειται για μια βαθιά διαρθρωτική κρίση όπου κυριαρχεί ο ιδιαίτερα χαμηλός βαθμός αξιοποίησης του παραγωγικού δυναμικού, ένας απ’ τους χαμηλότερους στην Ευρώπη και παγκόσμια, η μαζική χρόνια ανεργία, η ουσιαστική ανυπαρξία παραγωγικών επενδύσεων ακόμη κι απ’ το μεγάλο κεφάλαιο, καθώς και η πρωτοφανής έξαρση του ιδιωτικού και δημόσιου χρέους ως αναγκαστική εκδήλωση της όλο και διευρυνόμενης ψαλίδας ανάμεσα στην εικονική οικονομική μεγέθυνση της χώρας και στην πραγματική αναπτυξιακή της δυναμική.

3. Η κρίση και η παραγωγική υποβάθμιση, η επιδείνωση των εγγενών αδυναμιών, η απουσία σοβαρών επενδύσεων σε σύγχρονους παραγωγικούς τομείς, η διαρκής αύξηση των εισαγωγών με παράλληλα πλήγματα στην εγχώρια παραγωγή που ήδη πνέει τα λοίσθια, η προβληματική κατάσταση ολόκληρων τομέων της βιομηχανίας και της αγροτικής οικονομίας, η ανυπαρξία ουσιαστικά επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας συνδεδεμένης με την παραγωγή, η καταχρέωση της χώρας και η απόλυτη χειροτέρευση της θέσης της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, συνθέτουν την εικόνα της ελληνικής οικονομίας και των επιτευγμάτων της «οικονομικής ανάπτυξης», για την οποία πανηγύριζε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και επιδιώκει διακαώς και η κυβέρνηση της ΝΔ. Η δραματική εισοδηματική κατάσταση που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι της χώρας, η έκρηξη της μαζικής ανεργίας, η υπερχρέωση των εργατικών νοικοκυριών, η εργασιακή αβεβαιότητα, η κοινωνική ανασφάλεια, ο εφιάλτης της φτώχειας, η ταχύτατη μετατροπή των όποιων θέσεων μόνιμης εργασίας σε θέσεις προσωρινής απασχόλησης ή «ευέλικτης εργασίας» δίχως καμιά κατοχύρωση, δεν είναι απλά και μόνο συνέπειες των ταξικά ανάλγητων πολιτικών της κυβέρνησης, αποτελούν πλέον οργανικό συστατικό της συνολικής πορείας της ελληνικής οικονομίας.

4. Η χώρα υποχωρεί διαρκώς στο περιθώριο του παγκόσμιου εμπορίου, ακριβώς την εποχή ενός βίαια επιβεβλημένου «εξαγωγικού προσανατολισμού» της. Η Ελλάδα χάνει όλο και περισσότερο τη σημασία της ακόμη και σαν απλή αγορά εμπορευμάτων κι υπηρεσιών στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας. Κι αυτό την ίδια στιγμή που η χώρα κι η οικονομία της έχει μετατραπεί ουσιαστικά σε εμπορικό προτεκτοράτο μιας μικρής ομάδας ισχυρών οικονομιών, κυρίως της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των ΗΠΑ. Ακόμη και με τους παραδοσιακούς ληστρικούς όρους του πολυεθνικού κεφαλαίου η Ελλάδα, ιδίως την τελευταία δεκαετία, δεν αποτελεί «πόλο έλξης» για σοβαρές παραγωγικές επενδύσεις. Κι αυτό παρά την άγρια επιβολή συνθηκών «ανοιχτής οικονομίας» με καταστροφικό αντίκτυπο τόσο στην εγχώρια παραγωγή, όσο και στο επίπεδο αμοιβών και συνθηκών της εργασίας.

5. Οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν και συνεχίζουν να εφαρμόζονται, μετέτρεψαν τη χώρα σε παράδεισο χρηματοπιστωτικής αγυρτείας κι απάτης. Ενώ σε συνδυασμό με την απευθείας κρατική τόνωση της πιο απροκάλυπτης κερδοσκοπίας μέσα απ’ την στήριξη επενδύσεων «κοινοτικής επιχορήγησης» και τις γνωστές εργολαβίες των «μεγάλων έργων», η οικονομία της χώρας έχει μεταβληθεί σε προνομιακή σφαίρα τοποθέτησης των πιο κερδοσκοπικών, των πιο παρασιτικών κεφαλαίων διεθνώς. Η κατάσταση αυτή αποτελεί σήμερα το βασικό «αντικίνητρο» όχι μόνο για την όποια παραγωγική ανάπτυξη της χώρας, αλλά ακόμη και για την προσέλκυση σοβαρών ξένων παραγωγικών επενδύσεων. Το κεφάλαιο ενδιαφέρεται, από τη φύση του, για το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό κέρδους. Από τη στιγμή που στην Ελλάδα το πραγματώνει μέσω της χρηματιστικής κερδοσκοπίας και της τοκογλυφίας αδιαφορεί για τη δυνατότητα παραγωγικών επενδύσεων. Τα τελευταία ιδίως χρόνια η συνολική αξία των εισερχόμενων κεφαλαίων που κερδοσκοπούν στις εγχώριες χρηματαγορές ξεπερνούν κατά πολύ το ετήσιο ΑΕΠ της χώρας. Ενώ η εισροή και η εκροή τέτοιου τύπου κερδοσκοπικού κεφαλαίου αποτελεί πλέον για τη χώρα μας τον κύριο οικονομικό δεσμό της με την παγκόσμια οικονομία.

6. Την τραγική κατάσταση της χώρας ήρθε να συμπληρώσει η είσοδος στην ΟΝΕ και η επιβολή του ευρώ. Μπορεί η ΟΝΕ και το ευρώ να μην αποτελούν τις αιτίες των προβλημάτων και των αδιεξόδων της χώρας, αλλά είναι πλέον πασιφανές ότι λειτούργησαν καταλυτικά στη δραματική επιδείνωση της συνολικής κατάστασης. Αποτελούν έναν ασφυκτικό «κορσέ», που προκαλεί ασφυξία στην οικονομία και την κοινωνία, δεν είναι παρά θανάσιμος «βρόγχος» στο λαιμό μιας ήδη προβληματικής και εξασθενημένης οικονομίας. Με την επιβολή του ευρώ η ελληνική οικονομία τέθηκε και τυπικά σε καθεστώς δημοσιονομικής κατοχής, μιας και δεν ορίζει πια ούτε το νόμισμά της, ούτε τη νομισματική της πολιτική, ούτε ουσιαστικά τα βασικά εργαλεία της δημοσιονομικής πολιτικής. Έτσι η χώρα μετατράπηκε και τυπικά σε έρμαιο των ιδιοτελών επιδιώξεων του ισχυρού πυρήνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καταδικασμένη να «διαχειρίζεται» το τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος της διαδικασίας «ενοποίησης» ώστε να αντλεί οφέλη το πολυεθνικό κεφάλαιο εντός και εκτός της ευρωζώνης.

7. Με την είσοδο του ευρώ, οι άμεσες προοπτικές της ελληνικής οικονομίας άρχισαν αμέσως να διαγράφονται ακόμη πιο δυσοίωνες. Κι αυτό δεν αφορά μόνο, ή κύρια στο κύμα ανατιμήσεων που έφερε το ευρώ, αλλά κυρίως στο γεγονός ότι λειτουργεί καταλυτικά στην ταχύτατη αποσάθρωση της ελληνικής οικονομίας στο σύνολό της. Καταρχήν η ελληνική οικονομία έχει περιέλθει σε μια οξύτατη κρίση ρευστότητας. Αυτό σημαίνει ότι το ρευστό χρήμα σπανίζει στην αγορά και όσο περνά ο καιρός σπανίζει ακόμη περισσότερο. Η κατάσταση αυτή έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο τις συναλλαγές στην αγορά, όπως φαίνεται άλλωστε κι από την έκρηξη των ακάλυπτων επιταγών, αλλά και του επιχειρηματικού χρέους το οποίο με την είσοδο του ευρώ άρχισε ξανά να καλπάζει ειδικά για τις μικρές επιχειρήσεις. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει πια η δυνατότητα έκδοσης χρήματος με βάση τις εθνικές ανάγκες, αλλά και λόγω της συνεχιζόμενης παραγωγικής υποβάθμισης της ελληνικής οικονομίας, που δεν της επιτρέπει σοβαρές εξαγωγικές επιδόσεις, τότε η μόνη «διέξοδος» από την κρίση ρευστότητας είναι ο υπερδανεισμός επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

8. Μια δραματική πτυχή του υπερδανεισμού είναι και το δημόσιο χρέος. Η έλευση του ευρώ μετέτρεψε το συνολικό δημόσιο χρέος, σε «εξωτερικό χρέος» (εκφρασμένο σε σκληρό νόμισμα, το ευρώ) και έτσι διευκόλυνε αποφασιστικά να περάσει σχεδόν στο σύνολό του στα χέρια ξένων κερδοσκόπων. Σήμερα πάνω από το 80% του δημόσιου χρέους της χώρας βρίσκεται στα χέρια όχι ξένων τραπεζικών ομίλων, αλλά διεθνών κερδοσκοπικών κυκλωμάτων και «θεσμικών επενδυτών». Έτσι το δημόσιο χρέος της χώρας τέθηκε στην τροχιά μιας κερδοσκοπικής ανατροφοδότησης, ενός διαρκώς διευρυνόμενου φαύλου κύκλου, ως προνομιακός χώρος επένδυσης και κερδοσκοπίας για το εισερχόμενο ξένο μεγάλο κεφάλαιο. Όλα αυτά οδήγησαν την όποια δημοσιονομική αντιμετώπιση του χρέους σε αδιέξοδο, ενώ ανέδειξαν το ίδιο το δημόσιο χρέος σε κορυφαίο οικονομικό, αλλά και πολιτικό πρόβλημα της χώρας. Όλο και περισσότερο η ομαλή συνέχεια της δημοσιονομικής και όχι μόνο λειτουργία της χώρας εξαρτάται από τον ραγδαία αυξανόμενο δημόσιο δανεισμό, του οποίου ο ρυθμός είναι πια τέτοιος που όχι μόνο κατατάσσει τη χώρα στο «κλαμπ» των πιο υπερχρεωμένων οικονομιών του πλανήτη, αλλά κάνει πρακτικά αδύνατο τον όποιο δραστικό περιορισμό του, ή πολύ περισσότερο την αποπληρωμή του.

9. Η ανάγκη για χρήμα και κερδοσκοπικές ενέσεις στην αγορά, αλλά και για δημόσια έσοδα, ώστε το κράτος να συνεχίσει την ανοιχτή επιδότηση κερδοσκόπων, μεγαλοεργολάβων και μονοπωλίων, έχει οδηγήσει στην επιτάχυνση της γενικευμένης εκποίησης του συνολικού δημόσιου πλούτου έναντι πινακίου φακής της προσφυγής σε ακόμη πιο επαχθείς και ληστρικές μορφές δανεισμού και φυσικά σε φορολογικές επιδρομές των κυβερνήσεων που ληστεύουν τους εργαζόμενους τη στιγμή που οι φορολογικοί συντελεστές του κεφαλαίου μειώνονται δραστικά με το άλλοθι της «φορολογικής ανταγωνιστικότητας». Ταυτόχρονα η έλευση του ευρώ ως ενιαίου «γενικού ισοδύναμου» στην ευρωζώνη διευκόλυνε την προσαρμογή του παραγωγικού προτύπου της χώρας στον μονοπωλιακό ανταγωνισμό των πολυεθνικών εντός και εκτός ευρωζώνης. Η όποια ανάπτυξη παρατηρείται πια παίρνει ακόμη πιο αποσπασματικό και εξαρτημένο χαρακτήρα, αφορά όλο και πιο καθαρά τομείς φτηνών υπηρεσιών, κυρίως στο εμπόριο και τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες, όπως και τεχνολογικά υποβαθμισμένες παραγωγικές δραστηριότητες, εξαρτημένες σε μεγάλο βαθμό από την οικοδομή, τα «μεγάλα έργα» και τις κάθε είδους κρατικές προμήθειες. Ακόμη και οι επίσημοι οικονομικοί κύκλοι της χώρας αναγνωρίζουν ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα «ανταγωνιστικότητας» της ελληνικής οικονομίας. Μόνο που το πρόβλημα της «ανταγωνιστικότητας» αποτελεί στην ουσία του πρόβλημα παραγωγικού προτύπου της ελληνικής οικονομίας και μεταβολής της, στα πλαίσια της παγκόσμιας οικονομίας, σε οικονομία φτηνών υπηρεσιών, φτηνής εργασίας και ασύδοτης κερδοσκοπίας.

Η συνολική κατάσταση δεν αφήνει πια περιθώρια ούτε καν για αυταπάτες. Πλήττει άμεσα τις σημερινές και τις μελλοντικές γενιές των εργαζομένων και έχει ήδη υποθηκεύσει το μέλλον της χώρας και του ελληνικού λαού. Η ελληνική οικονομία και κοινωνία αντιμετωπίζουν κρίσιμα και επιτακτικά διλήμματα: Θα συνεχίσει η κοινωνικοοικονομική μας ζωή στον ίδιο αδιέξοδο «μονόδρομο», που υπόσχεται ο δικομματισμός, ή θα μπει στο δρόμο μιας άλλης αναπτυξιακής πορείας μέσα από την αμετάκλητη ρήξη με το καθεστώς της εξάρτησης και της μονοπωλιακής ασυδοσίας; Θα συνεχίσει η ζωή του τόπου να κινείται στον αστερισμό της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ή θα μπορέσουν οι ίδιοι εργαζόμενοι να ξεφύγουν από τις παγίδες της απόγνωσης και της μοιρολατρίας για να διεκδικήσουν και να επιβάλουν μια ριζικά διαφορετική πολιτική για το λαό και τη χώρα;


*1  Οι Αλέκος Βερναδάκης και Αντώνης Βούλγαρης είναι στελέχη της Κομμουνιστικής Ανανέωσης