Συμπόρευση σε έναν άλλο δρόμο, χωρίς χρέος-μνημόνια-ευρώ και ΕΕ!

 

Συμπόρευση σε έναν άλλο δρόμο, χωρίς χρέος-μνημόνια-ευρώ και ΕΕ!

(Απάντηση στην «Εργατική Δημοκρατία»)

 

Σε παρέμβασή της με τίτλο «‘Συμπόρευση’, αλλά για πού; Για την αναστύλωση του καπιταλισμού ή για την σοσιαλιστική εργατική εξουσία;», η κίνηση Εργατική Δημοκρατία ασκεί κριτική στην κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, στο Γραμματέα της Πολιτικής της Επιτροπής και στη «Συμπόρευση δυνάμεων και αγωνιστών» σε σχέση με το περιεχόμενο και την κατεύθυνση του εγχειρήματος.

 

Κάθε κριτική, όταν γίνεται από την πλευρά των εργατικών δυνάμεων και σε αναφορά με τα συμφέροντα τους, είναι καλοδεχούμενη. Για το λόγο αυτό, θα απαντήσουμε στην κριτική αυτή με αρχές και επιχειρήματα. Ευελπιστούμε ότι αυτή η συζήτηση θα βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση της γραμμής της κομμουνιστικής οργάνωσης Ανασύνταξη και του εγχειρήματος της Συμπόρευσης και ότι στο έδαφος μιας τέτοιας καλύτερης κατανόησης θα διευκολυνθεί και η κοινή δράση των κομμουνιστών.

 

Στο δια ταύτα τώρα. Από τον τίτλο και μόνο που έβαλαν στην κριτική που ασκούν οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας στη Συμπόρευση φαίνεται η λαθεμένη βάση της κριτικής τους. Αν η Συμπόρευση γινόταν «για την σοσιαλιστική εργατική εξουσία», δηλαδή στη βάση της δικτατορίας του προλεταριάτου, τότε δεν θα επρόκειτο για συμπόρευση διαφορετικών δυνάμεων και αγωνιστών, αλλά για συμπόρευση κομμουνιστών, οι οποίοι είναι οι μόνοι που έχουν αναφορά στη δικτατορία του προλεταριάτου. Ως εκ τούτου, η βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η κριτική των συντρόφων είναι λαθεμένη, πράγμα που εξηγεί επιμέρους λανθασμένες κριτικές, αυθαίρετα συμπεράσματα και συγχύσεις.

 

Οι σύντροφοι θεωρούν ότι το εγχείρημα «…είναι πιστή επανάληψη αποτυχημένων μεθόδων που έχουν εφαρμόσει και εφαρμόζουν διάφορες ομάδες της αριστεράς, κυρίως σοσιαλδημοκρατίζουσες ή σταλινογενείς.» Kαι αυτό διότι:

 

«Στην θέση του αναγκαίου ΕΝΙΑΙΟΥ ΤΑΞΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ ΠΑΛΗΣ όλων των δυνάμεων της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από πολιτικές, θρησκευτικές, εθνικές ή άλλες διαφορές, στη βάση των κοινών ταξικών συμφερόντων ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου, –για το οποίο πρέπει να παλεύει κάθε κομμουνιστής ή σοσιαλιστής αγωνιστής, κάθε αληθινή κομμουνιστική οργάνωση, χωρίς να σταματήσει ποτέ να προβάλλει το πολιτικό πρόγραμμα και τις ιδέες που έχει, προσπαθώντας ασταμάτητα να κερδίσει τους εργάτες σ’ αυτά– βάζουν τα «πολιτικά μέτωπα» κάποιων ομάδων στα οποία καλούνται να συμμετέχουν όσοι συμφωνούν με το ήδη διαμορφωμένο από τις ίδιες ‘πολιτικό πρόγραμμα’ τους!!»

 

Και η κριτική συνεχίζεται:

«…Έτσι, με την μέθοδο αυτή, αποκλείεται η ενιαία πάλη της εργατικής τάξης για τα κοινά ταξικά συμφέροντα ενάντια στην επίθεση του κεφαλαίου και τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης! Διαχωρίζει τους εργάτες εκεί που, αντίθετα και με κάθε τρόπο, πρέπει να εξασφαλιστεί η ενιαία ταξική τους δράση.»

 

Η σωστή διαπίστωση για την αναγκαιότητα ενιαίου μετώπου στο μαζικό κίνημα στη βάση που περιγράφουν οι σύντροφοι «…ανεξάρτητα από πολιτικές, θρησκευτικές, εθνικές ή άλλες διαφορές», προεκτείνεται αυθαίρετα στο πολιτικό επίπεδο και με τον τρόπο αυτό καταστρέφεται. Διότι, πρέπει να σκεφτεί κάποιος, τι θα συνέβαινε, ή τι συνέβη, αν και όταν οι κομμουνιστές, οι οποίοι παλεύουν μαζί με όλους τους εργάτες στη βάση των κοινών προβλημάτων, προέκτειναν αυτή την πολιτική και στη συνεργασία με τα αστικά κόμματα τα οποία ψηφίζουν οι εργάτες, «ανεξάρτητα» δηλαδή «από πολιτικές διαφορές».

 

Το ενιαίο εργατικό μέτωπο, στο πολιτικό επίπεδο, είναι το μέτωπο εκείνων των δυνάμεων οι οποίες έχουν εργατική αναφορά.

 

Το συμπέρασμα ότι η Συμπόρευση διαχωρίζει τους εργάτες είναι παντελώς αυθαίρετο και ακατανόητο. Με τον τρόπο που το θέτουν οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας και η ύπαρξη κομμουνιστικών κομμάτων διαχωρίζει τους εργάτες. Οπότε, προφανώς, θα πρέπει να αυτοδιαλυθούνε. Χαράς ευαγγέλια για τους αστούς!

 

Ας σοβαρευτούμε λοιπόν. Το γεγονός ότι το ενιαίο μέτωπο χτίζεται από κάτω προς τα πάνω, δεν αναιρεί, αντίθετα πολλές φορές επιβάλει, τις πρωτοβουλίες από τα πάνω, διότι οι κομμουνιστές δεν μπορούν να περάσουν «πάνω από τα κεφάλια» των ρεφορμιστικών και σοσιαλδημοκρατικών ηγεσιών για να φτάσουν στις εργατικές μάζες που βρίσκονται πίσω τους, αλλά, αντίθετα, πολλές φορές πρέπει να έρχονται σε συνεννόηση και να κάθονται στο ίδιο τραπέζι ακόμα και «με προδότες ηγέτες», για να εξυπηρετήσουν την πολιτική του ενιαίου μετώπου.

 

Έχουμε απόλυτη επίγνωση ότι η Συμπόρευση δεν αποτελεί πολιτικό μέτωπο κομμουνιστών και ούτε αποσκοπούμε στο να φτιάξουμε πολιτικό μέτωπο μόνο με κομμουνιστές. Σε αυτή την περίπτωση θα μιλούσαμε για το κομμουνιστικό κόμμα.

 

Η Συμπόρευση δεν μπορεί να κριθεί στη βάση κριτηρίων με τα οποία θα έκρινε κάποιος ένα μέτωπο κομμουνιστών αλλά στη βάση κριτηρίων με τα οποία θα έκρινε ένας κομμουνιστής την εφαρμογή της τακτικής του ενιαίου μετώπου στο πολιτικό επίπεδο. Μία τέτοια κρίση αφορά, σε τελική ανάλυση, το κατά πόσο το πρόγραμμα και οι όροι πάνω στα οποία οικοδομείται το πολιτικό μέτωπο με ρεφορμιστές εξυπηρετεί την ενότητα δράσης της εργατικής τάξης, την απόσπαση εργατικών μαζών από την επιρροή των ρεφορμιστών, και από το κατά πόσο διευκολύνει την πάλη της εργατικής τάξης ενάντια στον καπιταλισμό. Είναι επίσης φανερό ότι ο επαναστατικός χαρακτήρας αυτών των κριτήριων δεν διασφαλίζεται άπαξ και δια παντός. Η διασφάλισή τους είναι αποτέλεσμα της συνεχούς πολιτικής και ιδεολογικής διαπάλης ανάμεσα στους κομμουνιστές και τους ρεφορμιστές που συμμετέχουν στο μέτωπο, διαπάλη η οποία δεν σταματά λόγω της συμμετοχής τους σε κοινό πολιτικό μέτωπο, και της ικανότητας των κομμουνιστών να αποκτούν πολιτική και ιδεολογική υπεροχή εντός του μετώπου.

 

Η κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ έχει υιοθετήσει πλήρως την τακτική του ενιαίου μετώπου. Από την απαρχή της κρίσης διαμόρφωσε πρόγραμμα πάλης που συνιστά την εργατική απάντηση στην κρίση, το πρόγραμμα που πολλές δυνάμεις σήμερα αποκαλούν μεταβατικό (με βασικό κρίκο τη διαγραφή του χρέους (εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία), που συνδέεται αδιάρρηκτα με όλες τις άλλες διεκδικήσεις όπως: την εθνικοποίηση τραπεζών, επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και συγκεντρωμένης παραγωγής, χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο, την έξοδο από το ευρώ, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ, την ικανοποίηση των ώριμων διεκδικήσεων της εργατικής τάξης, τις αναγκαίες πολιτειακές αλλαγές προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των δομών εργατικής δημοκρατίας σε βάρος των θεσμών της αστικής κυριαρχίας κτλ.). Πάνω σ’ αυτή τη βάση μπορεί να οικοδομηθεί πραγματικό ενιαίο μέτωπο πάλης και εξουσίας.

 

Σ’ αυτό που διαφέρει η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ από άλλες πολιτικές δυνάμεις που υιοθέτησαν αυτό το πρόγραμμα είναι στο γεγονός ότι η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ κατανοεί αυτό το πρόγραμμα ως πρόγραμμα εξουσίας για το σήμερα και όχι απλώς ως πρόγραμμα διεκδικήσεων της εργατικής τάξης (όπως οι δυνάμεις τις αντικαπιταλιστικής αριστεράς) ή ως πρόγραμμα μιας πολύ μακρινής εξουσίας (όπως το ΚΚΕ). Γι’ αυτό συνοδεύει το πρόγραμμα αυτό με μια πρόταση εξουσίας, της μόνης εξουσίας που μπορεί να ξεκινήσει την υλοποίηση του προγράμματος αυτού στις σημερινές συνθήκες: την εργατική κυβέρνηση. Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης είναι η λογική συνέχεια του ενιαίου μετώπου πάλης στο πολιτικό επίπεδο.

 

Η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ υιοθετώντας και προβάλλοντας αυτό το σύνθημα αξιοποιεί δημιουργικά τις καλύτερες παραδόσεις του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης υιοθετήθηκε στο 4ο Συνέδριο της 3ης Διεθνούς, ζώντος και παρόντος του Λένιν και υπό την καθοδήγησή του. Όπως γράφει και η σχετική απόφαση του 4ου Συνεδρίου «Το σύνθημα δράσης της εργατικής κυβέρνησης είναι συνεπώς πρόσφορο να ενοποιήσει το προλεταριάτο και να προκαλέσει επαναστατικούς αγώνες». Δεν τρέφουμε καμιά αυταπάτη ότι μια τέτοια κυβέρνηση με ένα τέτοιο πρόγραμμα θα έρθει στην εξουσία χωρίς την πάλη της ίδιας εργατικής τάξης και της δημιουργίας από πλευράς της δομών εργατικής εξουσίας. Δεν τρέφουμε καμιά αυταπάτη για το γεγονός ότι η αστική τάξη θα πολεμήσει με λύσσα οποιαδήποτε κυβέρνηση προσπαθήσει να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα. Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι μια εργατική κυβέρνηση δεν είναι «ιστορικά αναπόφευκτο» στάδιο της επαναστατικής διαδικασίας. Αναδείχθηκε όμως σε κρίσιμο ζήτημα από την εξέλιξη της ίδιας της ταξικής πάλης στην Ελλάδα: «…Ως επίκαιρο πολιτικό σύνθημα δράσης (Losung) ωστόσο, η εργατική κυβέρνηση έχει την πιο μεγάλη σπουδαιότητα σ’ εκείνες εκεί τις χώρες, στις οποίες η αστική κοινωνία είναι ιδιαιτέρως ανασφαλής, στις οποίες ο συσχετισμός δύναμης ανάμεσα στα εργατικά κόμματα και την αστική τάξη θέτει ως πρακτική αναγκαιότητα στην ημερήσια διάταξη την τελική κρίση του ζητήματος της διακυβέρνησης. Σε αυτές τις χώρες το σύνθημα δράσης (Losung) της εργατικής κυβέρνησης προκύπτει ως αναπόδραστη λογική συνέπεια από τη συνολική τακτική του ενιαίου μετώπου.» (Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της 3ης Διεθνούς για την τακτική της Διεθνούς, σημείο 11. Βλ. μετάφραση του κειμένου στο φύλλο 38, Σεπτέμβρης 2010, της Εργατικής Πολιτικής).

 

Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι μια εργατική κυβέρνηση δεν μπορεί να μακροημερεύσει. Ή θα πρέπει να προχωρήσει γοργά σε μέτρα που θα οδηγήσουν στη δικτατορία του προλεταριάτου (το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής) και άρα θα μετατραπεί και θα γίνει κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου ή θα ενσωματωθεί και θα βοηθήσει στην ανόρθωση των μηχανισμών του αστικού κράτους και τότε θα πρέπει να ανατραπεί από την εργατική τάξη. Όμως, η τακτική που στηρίζεται στο σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης είναι επαναστατική τακτική και οπουδήποτε κι αν πραγματωθεί είναι «μια σημαντική αφετηρία για την κατάκτηση αυτής της δικτατορίας» (ο.π).

 

Η κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ θεωρεί ότι η προλεταριακή επανάσταση βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη, είναι επίκαιρη, πολιτικά και οικονομικά δυνατή. Καθήκον των κομμουνιστών είναι να τη φέρουν στην άμεση ημερήσια διάταξη. Η πολιτική τακτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση» έχει ως σκοπό της ακριβώς αυτό. Ούτε αντικαθιστά, ούτε υποκαθιστά την επανάσταση. Αντίθετα, την καθιστά άμεσο καθήκον. Η εγκαθίδρυση μιας εργατικής κυβέρνησης αποτελεί, για τους κομμουνιστές, έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας και η ανάδειξή της με κοινοβουλευτικό τρόπο τη θεσμική της έναρξη.

 

Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων από τους κομμουνιστές δεν δεσμεύει και δεν υποχρεώνει τους συμμάχους να την υιοθετήσουν και να την ασπαστούν. Ούτε καν στον όρο της εργατικής κυβέρνησης. Ο χαρακτήρας μιας τέτοιας κυβέρνησης, η οποία αναδείχθηκε σε κρίσιμο ζήτημα από την ίδια την ταξική πάλη στην Ελλάδα, και η οποία καλείται να υλοποιήσει το μεταβατικό πρόγραμμα, κρίνεται από το ίδιο της το πρόγραμμα και τα προβλήματα που έρχεται να λύσει.

 

Με αυτή τη φιλοσοφία η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ προσέγγισε και προσεγγίζει τα διάφορα «μέτωπα» που προτείνονται, όπως και τη Συμπόρευση. Το βασικό, αν όχι το μοναδικό διαφορετικό ζήτημα το οποίο έθεσε η Συμπόρευση σε σχέση με άλλα εγχειρήματα στο χώρο της εξωκοινοβουλευτικής, ριζοσπαστικής και ευρύτερης Αριστεράς, πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, είναι το ζήτημα της κυβέρνησης η οποία θα υλοποιήσει το πρόγραμμα των 6 σημείων. Η μόνη κυβέρνηση που μπορεί να ξεκινήσει την υλοποίησή του είναι μια εργατική κυβέρνηση, δηλαδή μια κυβέρνηση που μπορεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα της επανάστασης. Αυτή η γνώση είναι που μας ωθεί σε συνεργασία με ρεφορμιστές.

 

Αν οι κομμουνιστές είχαν πάρει έγκαιρα, πριν από τις εκλογές του 2012, την πρωτοβουλία των κινήσεων με την πολιτική του ενιαίου εργατικού πολιτικού μετώπου και με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης σαν σύνθημα άμεσης δράσης, τότε τα πράγματα σήμερα θα ήταν εντελώς διαφορετικά στην Ελλάδα από την άποψη των πολιτικών συσχετισμών. Και οι ταξικοί συσχετισμοί δύναμης θα είχαν τροποποιηθεί σε βάρος του αστισμού, της αστικής επιρροής και των καπιταλιστών.

 

Το ίδιο και τώρα: αν οι κομμουνιστές δεν χαράξουν ενιαιομετωπική πολιτική η κυβέρνηση θα κερδίζει πολύτιμο χρόνο για την υλοποίηση του μνημονίου. Αν δεν χαράξουμε και εκλογική ταχτική απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, αυτός θα λεηλατήσει τις δυνάμεις της κομμουνιστικής Αριστεράς και θα οδηγήσει την εργατική τάξη σε συντριβή και ήττα! Η ευθύνη για μια τέτοια εξέλιξη δεν θα βαραίνει αποκλειστικά τον ΣΥΡΙΖΑ.

 

Και αυτό δεν το λέμε σήμερα, κατόπιν εορτής. Το είπαμε με την έναρξη της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα, και το διατυπώσαμε γραπτά στην πολιτική μας πρόταση το 2010 η οποία είχε να κάνει με την οικοδόμηση Ενιαίου Εργατικού Πολιτικού μετώπου. Η πολιτική μας πρόταση αποδείχθηκε πέρα για πέρα σωστή και υλοποιήσιμη. Όπως και η αναγκαιότητα της πάλης με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης. Τους καρπούς μιας πολιτικής η οποία εξέφραζε την ανάγκη και τον πόθο για την ενότητα της εργατικής τάξης και της Αριστεράς, έδρεψε ο ΣΥΡΙΖΑ με το σύνθημα της Αριστερής κυβέρνησης, από τη στιγμή που οι κομμουνιστές φάνηκαν ανίκανοι και απρόθυμοι να αναλάβουν την πρωτοβουλία των κινήσεων.

 

Τα πράγματα όμως εξελίχτηκαν όπως εξελίχθηκαν και ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίχθηκε μαζικά από την εργατική τάξη στη βάση του συνθήματός του για μια Αριστερή κυβέρνηση, η οποία αποτελεί κλασική περίπτωση μιας «φαινομενικής εργατικής κυβέρνησης». Απέναντι σε αυτή την εξέλιξη οι κομμουνιστές δεν κάθονται με σταυρωμένα χέρια, αλλά επεξεργάζονται, προτείνουν και υλοποιούν μια συγκεκριμένη πολιτική ταχτική για την προσέγγιση και επίτευξη του στόχου τους, του στόχου της εργατικής εξουσίας, της δικτατορίας του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί τη μοναδική πόρτα για την είσοδο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αυτό κάνει η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ: προτείνει και προσπαθεί να υλοποιήσει συγκεκριμένη πολιτική ταχτική, στις συγκεκριμένες συνθήκες!

 

Απέναντι στην πολιτική που προτείνουμε και προσπαθούμε να υλοποιήσουμε, το μόνο που ακούμε πάλι, αλλά από πιο αδύναμες φωνές τώρα, είναι μια κριτική γκρίνια! Άλλη πολιτική πρόταση όμως, πέρα από την Αριστερή κυβέρνηση η οποία επίσης μετατρέπεται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σε «κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας», δεν βλέπουμε και δεν ακούμε!

 

Και αυτό διότι το σύνολο σχεδόν των εργατικών πολιτικών δυνάμεων, πέραν του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να μπει στη συζήτηση για το ενιαίο εργατικό μέτωπο και την εργατική κυβέρνηση, το μόνο που κάνει είναι να ασκεί κριτική στην πολιτική που προβάλουμε, χωρίς να προτείνει κάποια άλλη ορατή και υλοποιήσιμη πολιτική εξόδου από την παρούσα κρίση. Και αυτό τρία χρόνια μετά από την κατάθεση της πολιτικής μας πρότασης, η οποία επέβαλε την ατζέντα της συζήτησης. Διότι η συζήτηση θα μπορούσε να μετατεθεί σε κάτι διαφορετικό.

 

Αυτή ήταν η βασική πολιτική συνεισφορά της κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ στην ταξική πάλη. Το ίδιο και τώρα, και σήμερα.

 

Πολιτική πρόταση για την έξοδο από την παρούσα καπιταλιστική κρίση από την εργατική σκοπιά μόνο η κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ διαθέτει. Οι λιγοστές δυνάμεις της δεν της επιτρέπουν να την επιβάλει κιόλας!

 

Ας δούμε μερικές πιο συγκεκριμένες κριτικές των συντρόφων της Εργατικής Δημοκρατίας στο πρόγραμμα της Συμπόρευσης.

 

Η κριτική της Εργατικής Δημοκρατίας πάνω στο αίτημα της εθνικοποίησης των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων είναι συγχυσμένη ανάμεσα στην κριτική προς τη Συμπόρευση και την κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ και καταντάει να είναι άνευ αντικειμένου. Διότι αν αφορά την κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ είναι αβάσιμη αφού δεν διαφωνούμε σε κάτι από αυτά που υποστηρίζουν οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας σχετικά με τις εθνικοποιήσεις και τον εργατικό έλεγχο. Για τους κομμουνιστές αυτά είναι μέτρα που πρέπει να πάρει μια εργατική κυβέρνηση για να αποδυναμώσει την αστική τάξη στην κατεύθυνση ακριβώς αποδυνάμωσης του αστικού κράτους και της αστικής οικονομικής δύναμης στην παραγωγή, δηλαδή σε μια κατεύθυνση μετατροπής της εργατικής κυβέρνησης σε κυβέρνηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όταν εμείς παρουσιάζουμε αυτές τις θέσεις τις παρουσιάζουμε όχι για να συγκαλύψουμε το χαρακτήρα της Συμπόρευσης αλλά ως κριτική στη Συμπόρευση, ως προσπάθεια να βαθύνουν τα προλεταριακά της χαρακτηριστικά και ως προσπάθεια να διαπαιδαγωγήσουμε την εργατική τάξη με βάση την επαναστατική αντίληψη για τα ζητήματα αυτά.

 

Αν η κριτική στρέφεται ενάντια στη Συμπόρευση δεν είναι σωστή. Και αυτό επειδή, όπως είπαμε από την αρχή, η Συμπόρευση και το ενιαίο μέτωπο δεν θα οικοδομηθούν στη βάση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αλλά στη βάση ενός προγράμματος το οποίο θα απαντάει στα εργατικά και λαϊκά προβλήματα με το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης, η εγκαθίδρυση της οποίας μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να οδηγήσει στην εργατική εξουσία, στη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι διατυπώσεις της διακήρυξης δεν προδικάζουν ότι οι εθνικοποιήσεις και ο εργατικός έλεγχος θα γίνει με ρεφορμιστικούς-αστικούς όρους ή με προλεταριακούς-επαναστατικούς όρους. Αυτό θα κριθεί από τη διαπάλη μέσα στο μέτωπο και την ισχύ των κομμουνιστών. Ορίστε λοιπόν ένας λόγος για τους συντρόφους της Εργατικής Δημοκρατίας και όλους τους άλλους κομμουνιστές να συμμετάσχουν στο εγχείρημα.

 

Η κριτική προς τη Συμπόρευση έχει νόημα στο βαθμό που κρίνει τον εργατικό χαρακτήρα της και την ικανότητά της να υλοποιήσει ένα εργατικό πρόγραμμα. Πράγμα που απαιτεί συνολική ρήξη με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και τσάκισμα της κρατικής τους μηχανής. Άρα επανάσταση. Η πολιτική μας κατατείνει στο να διαπαιδαγωγήσουμε την εργατική τάξη με βάση την επαναστατική αντίληψη για τα ζητήματα αυτά και να την αποσπάσουμε από την αστική επιρροή.

 

Στη συνέχεια η κριτική της Εργατικής Δημοκρατίας, στρέφεται στο αίτημα για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι:

 

«…Το γεγονός ότι αρκετά αστικά κόμματα, κοινοβουλευτικά και μη, (ΑΝ.ΕΛΛ, ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ κλπ) υποστηρίζουν και διεκδικούν την αποδέσμευση της χώρας από την «Ε.Ε» και την έξοδο από το ευρώ, μαρτυράει από μόνο του ότι απλά και μόνο η διεκδίκηση αυτών των στόχων δεν είναι απαραίτητα και στοιχεία μιας εργατικής σοσιαλιστικής πολιτικής. Δείχνει ότι κομμάτια του ελληνικού κεφαλαίου, αδιάφορο αν κάνουν λάθος ή σωστά, πιστεύουν ότι θα σώσουν το εκμεταλλευτικό τους σύστημα με την επιστροφή στην εθνική τους περιχαράκωση και τον έλεγχο της «εθνικής οικονομίας» από τους ίδιους χωρίς την αναγκαία άνιση μοιρασιά των κερδών τους με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.».

 

Εδώ πρόκειται για μια μεγάλη αυθαιρεσία η οποία δεν δικαιολογείται με κανέναν τρόπο. Μια απλή ανάγνωση των προγραμμάτων των εν λόγω κομμάτων, αλλά και όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων του κεφαλαίου, μπορεί να πείσει τον καθένα για τον εξωπραγματικό ισχυρισμό και την αυθαιρεσία στην οποία καταφεύγει η Εργατική Δημοκρατία προκειμένου να στηρίξει μια άποψη, η οποία επιχειρεί να πείσει ότι η πάλη για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ, στην παρούσα ιστορική συγκυρία, δεν συνδέεται με την πάλη για την προλεταριακή εξουσία! Πρόκειται για άποψη η οποία αποδίδει, εντελώς αυθαίρετα και αστήρικτα, στην αστική τάξη ή τμήματά της, την επιδίωξη για την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Προκαλούμε την Εργατική Δημοκρατία να παραθέσει τις συγκεκριμένες θέσεις των κομμάτων του κεφαλαίου στα οποία αναφέρεται, οι οποίες να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό της. Εμείς επιμένουμε ότι τέτοιες θέσεις δεν υπάρχουν!

 

Αντίθετα, αποτελεί στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης και υποστηρίζεται ενιαία η παραμονή της χώρας στο ευρώ και την ΕΕ. Και αυτό διότι η αστική τάξη αδυνατεί να βγει μόνη της από την κρίση και η εξουσία της βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

Στην προκειμένη περίπτωση η Εργατική Δημοκρατία ταυτίζεται με την άποψη της ηγεσίας του ΚΚΕ, αλλά και με ορισμένα τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, τα οποία εντοπίζουν μερίδες της αστικής τάξης οι οποίες έχουν συμφέρον και επιδιώκουν την έξοδο από το ευρώ. Η Εργατική Δημοκρατία το πάει ακόμα παραπέρα, αποδίδοντας στις μερίδες αυτές της αστικής τάξης την διεκδίκηση της εξόδου από την ΕΕ!

 

Εμείς προκαλούμε όλες αυτές τις δυνάμεις οι οποίες επικαλούνται τα υποτιθέμενα συμφέροντα κομματιών της αστικής τάξης της χώρας και τους αποδίδουν πρόθεση και κυρίως βούληση για έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ: Γράψτε επιτέλους ΕΝΑ άρθρο και επιχειρήστε να υποστηρίξετε με επιχειρήματα την άποψή σας αυτή καταδεικνύοντας εκείνα τα τμήματα της αστικής ή ακόμα και της μεσαίας και μικρής αστικής τάξης, που έχουν υλικό και πολιτικό συμφέρον από την έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ!

 

«Από την άλλη» συνεχίζει την κριτική της η Εργατική Δημοκρατία:

 

«όσο αντιδραστικό είναι να δεθούν [ενν. οι στόχοι για την αποδέσμευση από το ευρώ και την ΕΕ] με τις ουτοπικές ονειρώξεις μεταρρυθμιστικής διαχειριστικής διόρθωσης του ελληνικού καπιταλισμού άλλο τόσο καταστροφικό θα είναι να περιοριστούν σε «εθνικό» επίπεδο μακριά από την διεθνιστική πάλη της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης για τις Ενωμένες Σοσιαλιστικές Πολιτείες της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου. Και στις δύο περιπτώσεις αποτελούν επικίνδυνο και καταστροφικό εθνικορεφορμισμό που στρώνει τον δρόμο για μια νέα συντριβή του εργατικού κινήματος.»

 

Οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας, όπως και άλλες ομάδες και οργανώσεις στην Ελλάδα, αλλά και οι λεγόμενες δυνάμεις του ευρωκομουνισμού οι οποίες εκφράζονται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, υποστηρίζουν ότι μια τέτοια πάλη, σαν αυτή που προτείνουμε, περιορίζεται σε εθνικό επίπεδο, και βρίσκεται «μακριά από τη διεθνιστική πάλη της ευρωπαϊκής εργατικής τάξης». Πρόκειται για αυθαιρεσία στο τετράγωνο η οποία, είτε προέρχεται από την κινηματική αντίληψη αυτών των ομάδων και οργανώσεων, είτε από την ταύτιση του διεθνισμού με τον αστικό κοσμοπολιτισμό.

 

Είτε, όπως συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση, από τη υποστήριξη λαθεμένων θέσεων του Τρότσκι, σχετικά με τη μη δυνατότητα νίκης και επιβίωσης της επανάστασης σε μια ξεχωριστά παρμένη χώρα, απόψεις τις οποίες κατέρριψε η Οκτωβριανή επανάσταση, η οποία αποτέλεσε τη νίκη της επανάστασης, στη Ρωσία. Μια επανάσταση η οποία ξεκίνησε στις αρχές του 1917, σαν αστικοδημοκρατική επανάσταση, το προλεταριάτο τέθηκε επικεφαλής, και της οποίας ο χαρακτήρας από αστικοδημοκρατικός, μετατράπηκε, κάτω από την καθοδήγηση του Λένιν και των Μπολσεβίκων, σε προλεταριακό και έτσι νίκησε η επανάσταση. Η Οκτωβριανή επανάσταση, δεν ξεκίνησε τον Οκτώβρη. Τον Οκτώβρη νίκησε στην πρώτη της πράξη, αυτή, της ανατροπής της αστικής και της εγκαθίδρυσης της εργατικής εξουσίας, σαν τη μόνη επανάσταση που μπορούσε να νικήσει, σαν προλεταριακή επανάσταση.

 

Στο σημείο αυτό θα ανοίξουμε μια παρένθεση, για να απαντήσουμε στην αντιμαρξιστική-αντιλενιστική κριτική που ασκούν οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας στο τελευταίο βιβλίο του Κώστα Μπατίκα, και έχει άμεση σχέση με το ζήτημα που διαπραγματευόμαστε.

 

Ο Λένιν ποτέ δεν εγκατέλειψε τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» στο όνομα της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπως διατείνονται οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας. Ο Λένιν πρόβαλε τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» σαν αναγκαία φάση-στάδιο η οποία αντιστοιχεί στην περίοδο της δημοκρατικής επανάστασης, και στη συνέχεια, εφόσον αυτή πραγματοποιήθηκε με ένα εξαιρετικά πρωτότυπο τρόπο, προσπέρασε διαλεκτικά αυτή τη φάση της επανάστασης, προχωρώντας την στη δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς.

 

«Ο αγώνας ενάντια στην απολυταρχία είναι προσωρινό και παροδικό καθήκον των σοσιαλιστών, κάθε όμως άγνοια ή περιφρόνηση του καθήκοντος αυτού ισοδυναμεί με προδοσία του σοσιαλισμού και με εξυπηρέτηση της αντίδρασης. Η επαναστατική δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς είναι αναμφισβήτητα μόνο παροδικό, προσωρινό καθήκον των σοσιαλιστών, το να αγνοεί όμως κανείς το καθήκον αυτό στην εποχή της δημοκρατικής επανάστασης είναι κάτι το καθαρά αντιδραστικό». (B. I. Λένιν: «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στην δημοκρατική επανάσταση», Άπαντα, τ. 11, Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1980, σελ. 75.)

 

«Η επανάσταση μετεξελίσσεται σε σοσιαλιστική και η λαοκρατική δημοκρατία, η δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς, μετατρέπεται σε δικτατορία του προλεταριάτου και της φτωχής αγροτιάς, δηλαδή σε διαρκή δικτατορία του προλεταριάτου.» (K. Mπατίκας, «H Mαρξιστική Θεωρία της Επαναστατικής Μετάβασης στο Σοσιαλισμό-Κομμουνισμό», Εκδόσεις Εργατική Πολιτική, 2012.)

 

Όπως παλιά, που αντιπαρέθεταν τη δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς με την δικτατορία του προλεταριάτου, έτσι και τώρα τμήματα της κομμουνιστικής Αριστεράς, προβάλουν τη λαθεμένη θέση τους σχετικά με το ξέσπασμα της προλεταριακής επανάστασης χωρίς καμιά πολιτική ταχτική εκ μέρους των κομμουνιστών που να ωθεί τα πράγματα σε αυτή. Και κάτω από την επίδραση και άλλων ρευμάτων, τα οποία επίσης ηττήθηκαν στο πλαίσιο των πρώτων Συνεδρίων της 3ης Διεθνούς, αντιπαραθέτουν την εργατική κυβέρνηση με την επανάσταση, ή την ταυτίζουν με τη δικτατορία του προλεταριάτου.

 

Πρόκειται για την αναβίωση παλιών θέσεων και απόψεων οι οποίες είχαν συντριβεί από τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, αλλά τώρα, σε συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος και αστικής επιρροής πάνω σε αυτό, βρίσκουν ξανά χώρο να αναδυθούν.

 

Στις σημερινές συνθήκες, σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού και καπιταλιστικής κρίσης, σε συνθήκες λειτουργίας του κοινοβουλευτισμού από τη μία, την πολιτική άποψη, και από την άλλη, την κοινωνική άποψη, σε συνθήκες στις οποίες η εργατική τάξη είναι η μεγάλη πλειοψηφία του Οικονομικά Ενεργού Πληθυσμού και τα μικρομεσαία στρώματα τα οποία μεσολαβούν ανάμεσα σε αυτή και την αστική τάξη συρρικνώνονται με γρήγορους ρυθμούς και προλεταριοποιούνται, η πολιτική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «εργατική κυβέρνηση» αποτελεί την πιο ενδεδειγμένη πολιτική στο πλαίσιο της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας η οποία οδηγεί στην εργατική εξουσία, στη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία αποτελεί την μοναδική πόρτα για την είσοδο στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.

 

Αυτή την μπολσεβίκικη πολιτική οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας, αλλά και άλλες δυνάμεις όπως και το ΚΚΕ, το ΝΑΡ, το ΕΕΚ και άλλοι, δεν την κατανόησαν ποτέ! Και εξακολουθούν να προβάλουν, όλοι αυτοί σήμερα, λαθεμένες θέσεις του Τρότσκι, του Μπορτίγκα και του Πουλιόπουλου στην Ελλάδα. Κλείνουμε την παρένθεση.

 

Από πού προκύπτει, άραγε, ότι η πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα, όπως προβάλλεται από τη Συμπόρευση ή, πολύ περισσότερο, από την κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, συγκρούεται με το διεθνισμό;

 

Το αντίθετο συμβαίνει. Η πάλη για την εργατική κυβέρνηση είναι πάλη για την επανάσταση, η δε εγκαθίδρυση της θα σηματοδοτήσει την έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας. Και η νίκη της επανάστασης στην πρώτη της πράξη, νίκη που προϋποθέτει την υποστήριξή της από το προλεταριάτο των Ευρωπαϊκών και άλλων χωρών, θα σημάνει και την έναρξη της παγκόσμιας επανάστασης.

 

Από πού λοιπόν προκύπτει ο εθνικορεφορμισμός «που στρώνει τον δρόμο για μια νέα συντριβή του εργατικού κινήματος»; Μόνο ίσως από την αυθαιρεσία της Εργατικής Δημοκρατίας.

 

Η Εργατική Δημοκρατία απορρίπτοντας την πρόταση των 6 σημείων της συμπόρευσης, προτείνει τρείς άξονες πάλης:

«α)… πάλη για την συγκρότηση του ΕΝΙΑΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ όλων των δυνάμεων και των τάσεων της εργατικής τάξης ενάντια στην κεφαλαιοκρατική επίθεση, την αντιμετώπιση των καταστρεπτικών συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης, της φτώχειας, της ανεργίας, της εξαθλίωσης, την ανάκτηση των χαμένων δικαιωμάτων, την κατάργηση των ληστρικών αντιλαϊκών μνημονίων και όλων των αντεργατικών νόμων, την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος με την αποτίναξη του στραγγαλισμού των συνδικαλιστικών οργανώσεών του από τους εργατοπατερικούς μηχανισμούς και την σύγκλιση Πανεργατικού Συνεδρίου με άμεσα εκλεγμένους αντιπροσώπους από Γενικές Συνελεύσεις όλων των εργαζομένων σε κάθε χώρο δουλειάς.

β) … πάλη για ένα αληθινό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα που να οδηγεί στην σοσιαλιστική εξουσία των εργατικών Συμβουλίων.

γ) … πάλη για την ανατροπή της αντεργατικής αντιλαϊκής τρικομματικής κυβέρνησης Σαμαρά, για μια Κυβέρνηση Εργατών και Φτωχών Αγροτών. Που με μέτρα για την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη την συντριβή του αστικού κρατικού μηχανισμού και την αντικατάστασή του με το κράτος των Εργατικών Συμβουλίων, θα προχωρήσει άμεσα και αποφασιστικά…», σε μια σειρά από μέτρα που μοιάζουν πολύ με το πρόγραμμα των 6 σημείων της Συμπόρευσης (βλ. παρακάτω).

 

Επιγραμματικά θα τοποθετηθούμε στα τρία αυτά σημεία, τα οποία αποτελούν και συνιστούν, ουσιαστικά και κατά σειρά: 1) «ουτοπικές ονειρώξεις» και σύγχυση, 2) αυταπάτη, και 3) υιοθέτηση σεχταριστικών απόψεων και αντιλήψεων.

  1. Ουτοπικές ονειρώξεις αποτελούν οι προτάσεις σχετικά με «την σύγκλιση Πανεργατικού Συνεδρίου με άμεσα εκλεγμένους αντιπροσώπους από Γενικές Συνελεύσεις όλων των εργαζομένων σε κάθε χώρο δουλειάς». Η περιγραφή της μορφής οργάνωσης τύπου Σοβιέτ, τα οποία εμφανίζονται μέσα και κατά τη διάρκεια της επανάστασης, σαν άμεση πρόταση για υλοποίηση, και σύγχυση δείχνει και σύγχυση προκαλεί η ταύτισή τους με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
  2. Αυταπάτη είναι η πεποίθηση ότι το πρόγραμμα που προτείνει η ΕΔ είναι το ένα και «αληθινό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα» το οποίο θα γίνει άμεσα αποδεκτό από ένα σύνολο δυνάμεων ή από την ίδια την εργατική τάξη.
  3. Σεχταρισμός είναι η υιοθέτηση της άποψης που μειοψήφησε στο 4ο Συνέδριο της 3ης Διεθνούς και η οποία ταυτίζει την εργατική κυβέρνηση με τη δικτατορία του προλεταριάτου.

 

Στη συνέχεια η Εργατική Δημοκρατία περιγράφει το … «αληθινό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα», αιχμές του οποίου μας βρίσκουν σύμφωνους και αποτελούν κοινούς στόχους πολλών πολιτικών δυνάμεων και η διαφορά του από το πρόγραμμα των 6 σημείων της Συμπόρευσης είναι δυσδιάκριτη.

 

Το… «αληθινό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα» της Εργατικής Δημοκρατίας, κατατείνει:

 

«Στην πλήρη και μονομερή διαγραφή του εξωτερικού χρέους. Στην άμεση έξοδο από το ευρώ. Στην αποδέσμευση της χώρας από την «Ευρωπαϊκή Ένωση», με ταυτόχρονη ανάπτυξη της διεθνιστικής σύνδεσης και πάλης με το εργατικό κίνημα των άλλων ευρωπαϊκών χωρών για την πλήρη διάλυσή της και την οικοδόμηση της Ενωμένης Σοσιαλιστικής Ευρώπης.

 

Στην εθνικοποίηση και απαλλοτρίωση χωρίς καμιά αποζημίωση των τραπεζών και ολόκληρου του χρηματοοικονομικού συστήματος με την δημιουργία μιας Κεντρικής Κρατικής Τράπεζας.

 

Στην κοινωνικοποίηση των βασικών μονάδων παραγωγής, του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου, των μεγάλων εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων. Στον σχεδιασμό ολόκληρης της οικονομίας κάτω από τον έλεγχο και την διοίκηση των ίδιων των εργατών και των άλλων εργαζομένων με βάση τα συμφέροντα της κοινωνίας. Στην ανάπτυξη της διεθνιστικής εργατικής πάλης για την σοσιαλιστική αναδιοργάνωση και ανοικοδόμηση της κοινωνίας σε ολόκληρο τον κόσμο.»

 

Είναι πολύ δύσκολο να πει κάποιος ότι το πρόγραμμα αυτό αποτελεί το «αληθινό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα», αν με αυτή την έκφραση οι σύντροφοι της Εργατικής Δημοκρατίας εννοούν το πρόγραμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου.

 

Και αυτό διότι μερικά «κλασικά» μέτρα μετάβασης που εφαρμόζονται από τη δικτατορία του προλεταριάτου, όπως η κατάργηση της κρατικής γραφειοκρατίας και η αντικατάστασή της από αιρετούς, ανακλητούς και πληρωμένους με μέσο μισθό εργάτη υπαλλήλους, η κατάργηση του αστικού στρατού και της αστυνομίας και η αντικατάστασή τους με εργατικό στρατό και εργατική πολιτοφυλακή, λείπουν παντελώς.

 

Έχει επίσης και άλλες παραλείψεις, π.χ. σχετικά με την τύχη που θα έχει το χρέος που βρίσκεται στα χέρια των ασφαλιστικών ταμείων, την τύχη των αγροτικών καπιταλιστικών εκμεταλλεύσεων και το ρόλο της αγροτιάς, την τύχη της μικρής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, κλπ.

 

Το πρόγραμμα της Εργατικής Δημοκρατίας περιέχει επίσης και αντιδιαλεκτικά άλματα, σχετικά με τη δυνατότητα «κοινωνικοποίησης»των βασικών μονάδων παραγωγής, σε μια έντονα ταξική κοινωνία, όπως θα είναι η μεταβατική κοινωνία της δικτατορίας του προλεταριάτου στα πρώτα της βήματα. Διότι η ολοκληρωμένη κοινωνικοποίηση, αν μιλάμε για τον όρο όπως τον χρησιμοποιεί ο Μαρξ και ο μαρξισμός, μπορεί να υπάρξει μόνο στην κοινωνία των «ισότιμα συνεταιρισμένων παραγωγών», δηλαδή στην αταξική-ακρατική κοινωνία, δηλαδή, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, όπου όλη η κοινωνία θα έχει την ίδια σχέση προς τα μέσα παραγωγής. Και εδώ οι απόψεις της Εργατικής Δημοκρατίας, περί κοινωνικοποίησης, συμπίπτουν με την άποψη του ΚΚΕ και μεγάλων τμημάτων της κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, οι οποίες, δυνάμεις, προσπαθώντας να ξεπεράσουν το σκόπελο μεταξύ της αστικής και εργατικής εθνικοποίησης-κρατικοποίησης, φεύγουν μακριά, στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, ή τον εισάγουν άμεσα ταυτίζοντάς τον με τη μεταβατική κοινωνία, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

 

Εν κατακλείδι, το «αληθινό μεταβατικό επαναστατικό πρόγραμμα» στα ουσιαστικά του σημεία δεν διαφέρει από το πρόγραμμα της Συμπόρευσης, ενώ αν προσπαθεί να εμφανιστεί ως πρόγραμμα της δικτατορίας του προλεταριάτου αποδεικνύεται λειψό και συγχυσμένο.

 

Ως κ.ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ θεωρούμε ότι το εγχείρημα της Συμπόρευσης μπορεί να συμβάλλει στη συγκέντρωση δυνάμεων και στην άμεση απάντηση ενάντια στην ασκούμενη πολιτική με στόχο την εξυπηρέτηση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, καθώς επίσης και στην ανάδειξη της αναγκαιότητας να υλοποιηθεί το πρόγραμμα των 6 σημείων από θέση εξουσίας και κυβέρνησης (αυτά στο βαθμό που οι ασταθείς και ταλαντευόμενοι σύμμαχοι δεν υποβαθμίσουν τη δυναμική και την αυτοτέλεια του εγχειρήματος στο όνομα μιας ευρύτερης συμμαχίας με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και κάτω από την άνευρη, άσφαιρη και αδιέξοδη «μετωπική» πρότασή της).

 

Με βάση την παραπάνω διαπίστωση, η κ.ο. Ανασύνταξη δήλωσε τη συμμετοχή της στο εγχείρημα και δεσμεύτηκε ότι θα το υπηρετήσει αποφασιστικά. Σε αυτή την κατεύθυνση καλούμε και τις άλλες εργατικές πολιτικές δυνάμεις και την Εργατική Δημοκρατία.

 

Τέλος, σχετικά με την κριτική που γίνεται στο πρόσωπο του γράφοντος, σχετικά με το ζήτημα της κυβέρνησης Αλλιέντε, αυτή είναι καλοδεχούμενη. Διατηρώ όμως το δικαίωμα να διαφωνήσω πλήρως με το χαρακτηρισμό «…κλασικό προδοτικό «Λαϊκό Μέτωπο» (κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» του Αλλιέντε) στη Χιλή, το 1973 -που με την συμβιβαστική πολιτική του σε βάρος των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων ευθύνεται για την συντριπτική ήττα της Χιλιανής επανάστασης από τις αντιδραστικές αστικές δυνάμεις υπό τον μετέπειτα δικτάτορα Πινοσέτ…».

 

Η Εργατική Δημοκρατία όπως και πολλές άλλες ομάδες και οργανώσεις, αρκούνται στα βαφτίσια για να καταδικάσουν σαν «κλασικό προδοτικό λαϊκό μέτωπο» κάθε μετωπική προσπάθεια και απόπειρα ανατροπής της αστικής εξουσίας, καθώς αδυνατούν να διακρίνουν την παρουσία και επιρροή της πολιτικής του ενιαίου εργατικού μετώπου σε αντίστοιχες προσπάθειες. Εξάλλου, οι πατέρες της νίκης είναι πολλοί. Η ήττα όμως, είναι ορφανή!

 

Εφόσον όμως οι σύντροφοι δέχονται το γεγονός ότι στη Χιλή εκδηλώθηκε επανάσταση, τότε πρέπει να μας πουν:

Α) Τι είδους επανάσταση ήταν και ποιες ήταν οι κινητήριες δυνάμεις της;

Β) Ποιες πολιτικές δυνάμεις εξέφραζαν τις κινητήριες κοινωνικές δυνάμεις και ποιος ο ρόλος τους στην επανάσταση;

Γ) Τι είδους κυβέρνηση ήταν η κυβέρνηση Αλλιέντε, η εκλογή της οποίας αποτέλεσε την έναρξη της επανάστασης;

 

Εξ όσων μπορώ να γνωρίζω, κατέληξα στο συμπέρασμα το οποίο κατέθεσα συνοπτικά στο άρθρο μου «Κριτική χωρίς αρχές, αντί της κριτικής πάνω στις αρχές», το οποίο υπόκειται σε κριτική από την ΕΔ.

 

Η κυβέρνηση Αλλιέντε, η εκλογή της οποίας αποτέλεσε την έναρξη της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας, η οποία κάτω από προϋποθέσεις μπορούσε να οδηγήσει στην δικτατορία του προλεταριάτου, μπορεί να χαρακτηριστεί σαν μια κυβέρνηση εργατών-αγροτών.

 

Είχε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά μιας κυβέρνησης εργατών-αγροτών, η οποία μπορεί να ενταχθεί στους πέντε τύπους των εργατικών κυβερνήσεων τις οποίες προέβλεπε ότι μπορούν να υπάρξουν η σχετική απόφαση του 4ου Συνέδριου της 3ης ΚΔ. Και πιο συγκεκριμένα, στον τύπο εκείνο των εργατικών κυβερνήσεων όπου επιτρέπεται στους κομμουνιστές να συμμετέχουν.

 

Κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης ήταν η εργατική τάξη, η δημοκρατική και φτωχή αγροτιά.

 

Επικεφαλής της επανάστασης αυτής, η οποία εγκαινιάστηκε με την εκλογή της κυβέρνησης Αλιέντε, έπρεπε να τεθεί ευθύς εξ αρχής το προλεταριάτο και να την αξιοποιήσει σαν αφετηρία για την κατάκτηση της δικτατορίας του.

Η μετατροπή της σε προλεταριακή επανάσταση, στο πλαίσιο της διαρκούς επανάστασης, θα σήμαινε την κυριαρχία της εργατικής τάξης στην επανάσταση, και η οποία, εργατική τάξη, εγκαταλείποντας τους πρώην συμμάχους της, την μεσαία αγροτιά, και συμμαχώντας αποκλειστικά με τη φτωχή αγροτιά, θα προχωρούσε την επανάσταση και θα εγκαθίδρυε την δικτατορία της εργατική τάξης και της φτωχής αγροτιάς. Το προχώρημα της επανάστασης και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ο εξοπλισμός του λαού και ο αφοπλισμός του στρατού, θα έδινε τη δυνατότητα στην εργατική τάξη να υπερασπιστεί πιο αποτελεσματικά τις καταχτήσεις της.

 

Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Η επανάσταση σταμάτησε στη μέση του δρόμου και η κυβέρνηση Αλλιέντε ανατράπηκε. Οι ευθύνες, από την πλευρά του κινήματος, βαραίνουν κυρίως τους κομμουνιστές οι οποίοι δεν κατανόησαν και δεν εφάρμοσαν την Μπολσεβίκικη πολιτική του ενιαίου μετώπου και δεν προχώρησαν αποφασιστικά την ενιαία επαναστατική διαδικασία που οδηγεί στην εργατική εξουσία. Και φυσικά ευθύνες βαραίνουν και τους σοσιαλιστές οι οποίοι επέδειξαν μια εγκληματική αδράνεια και αφέλεια απέναντι στο αστικό κράτος και υποτάχθηκαν στο λεγόμενο «ειρηνικό δρόμο για το σοσιαλισμό».

 

Με έναν τέτοιον τρόπο νομίζω ότι πρέπει να προσεγγίσουμε την επανάσταση στη Χιλή και με όλο το σεβασμό που αρμόζει σε αυτούς που πολέμησαν και έδωσαν τη ζωή τους με το όπλο στο χέρι για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης και του λαού τους.

 

Κάβουρας Δημήτρης