[2015-11-18] Κείμενο συμβολής στη Πανελλαδική Σύσκεψη της Λαϊκής Ενότητας (21-22 Νοέμβρη)

 

Να πούμε την αλήθεια

και να την υποστηρίξουμε ενωμένοι!

 

Κείμενο συμβολής της Κ.Ο. ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ

στην πανελλαδική σύσκεψη της Λαϊκής Ενότητας, 21-22 Νοέμβρη

στο Σ.Ε.Φ. (αίθουσα "Μελίνα Μερκούρη", έναρξη Σάββατο 11πμ) 

Χρειάστηκαν μόλις λίγες εβδομάδες από το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα της 20ης Σεπτέμβρη και την εκλογική αποτυχία της Λαϊκής Ενότητας, για να φανεί ότι η Λαϊκή Ενότητα δεν είναι μια πρόσκαιρη σύμπραξη, αλλά ένας πολιτικός φορέας με δυνάμεις, αντοχή και προοπτική. Σε αυτές τις λίγες εβδομάδες, χιλιάδες αγωνιστές συμμετείχαν στις διαδικασίες συγκρότησης της ΛΑ.Ε. και με πρωτοφανές πείσμα πήραν επάνω τους την υπόθεση του νέου μετωπικού εγχειρήματος, παίρνοντας πολιτικές πρωτοβουλίες, ανοίγοντας γραφεία και στήνοντας νέες επιτροπές.

 

 

 Ακόμα περισσότεροι είναι οι αγωνιστές που αισθάνονται κοντά στο εγχείρημά μας, αλλά κρατάνε αποστάσεις και δείχνουν δυσπιστία. Μας παρακολουθούν από απόσταση περιμένοντας πιο καθαρές απαντήσεις, θέλοντας να δουν σε ποια κατεύθυνση θα κινηθούμε.

 

Το κλίμα αυτό δεν λείπει και από τις γραμμές μας. Κοινός τόπος στις συζητήσεις στις τοπικές και κλαδικές επιτροπές, είναι η αναζήτηση απαντήσεων σε προγραμματικά ζητήματα και ο προβληματισμός για τη δημόσια παρουσία μας. Προβληματισμός για την αδυναμία να δοθούν σαφείς και συγκεκριμένες απαντήσεις, για τις αμφισημίες και τα λογικά κενά. Ο φόβος μην έχουμε μια επανάληψη της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ, που άλλα έγραφε το πρόγραμμα και άλλα εξέπεμπε η ηγετική ομάδα, είναι λογικό να υπάρχει σε όσους δώσαμε τη μάχη για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση.

 

Η ενδυνάμωση της ΛΑ.Ε. και η ανάδειξή της σε πόλο διεκδίκησης της εξουσίας προϋποθέτει την βαθιά προγραμματική συζήτηση και την διατύπωση συμπαγούς προγραμματικού λόγου. Σε αυτήν τη συζήτηση θέλουμε να συμβάλουμε με τις παρακάτω θέσεις.

 

Με ποιο πρόγραμμα τελικά;

 

Ο βασικός άξονας του προγράμματος μας, του προγράμματος απάντησης στην κρίση από την σκοπιά των εργαζόμενων τάξεων, είναι η διαγραφή του χρέους. Η διαγραφή χρέους δεν είναι απλά δυο λέξεις στο χαρτί, ούτε επιτυγχάνεται με νομικές ενέργειες και προσφυγές σε διεθνείς οργανισμούς. Απαιτεί μονομερείς ενέργειες μιας αποφασισμένης κυβέρνησης που στηρίζεται σε έναν αποφασισμένο και οργανωμένο λαό.

 

Η διαγραφή ενός μη βιώσιμου χρέους είναι απολύτως απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίηση ακόμα και ελάχιστων φιλολαϊκών μέτρων. Είναι ο βασικός κρίκος που συνδέεται αδιάσπαστα με τους υπόλοιπους κρίκους: την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, την έξοδο από την ευρωζώνη και την Ε.Ε., την παραγωγική ανασυγκρότηση, την άνοδο του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.

 

Διαγραφή χρέους πως;

 

Υποστηρίζουμε τη διαγραφή του συνόλου του χρέους εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι υποχρεώσεις του δημοσίου προς τους ασφαλιστικούς φορείς πρέπει να μείνουν άθικτες. Το ίδιο πρέπει να ισχύσει και για ασφαλιστικούς φορείς του εξωτερικού που τοποθέτησαν κεφάλαια των ασφαλισμένων τους στο ελληνικό χρέος. Τα κεφάλαια αυτά αντιπροσωπεύουν ασφαλιστικές εισφορές εργαζομένων και πρέπει να προστατευθούν.

 

Η διαγραφή χρέους αφορά κυρίως κεφάλαια τραπεζών, αλλά και κρατικά κεφάλαια. Η κυβέρνηση που εκπροσωπεί τα εργατικά συμφέροντα πρέπει να προχωρήσει άμεσα σε στάση πληρωμών και να δηλώσει ότι δεν αναγνωρίζει το χρέος προς τράπεζες, ESM, EFSF και Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και δεν πρόκειται να το αποπληρώσει. Προσφυγές σε διεθνείς οργανισμούς και νομικές ενέργειες μπορούν να έχουν υποστηρικτικό - προπαγανδιστικό ρόλο σε μια τέτοια κίνηση, αλλά δεν μπορούν να έχουν κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα από μόνες τους.

 

Οι συνέπειες της διαγραφής του χρέους

 

Οι θετικές συνέπειες της απαλλαγής από το δυσβάστακτο δημόσιο χρέος είναι προφανείς. Απελευθερώνονται πόροι που αντί να κατευθύνονται στους δανειστές, μπορούν να αξιοποιηθούν για την ανακούφιση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, για τη διαγραφή των χρεών τους προς τις τράπεζες και την εφορία και την παραγωγική ανασυγκρότηση και μπαίνει τέλος στην υποθήκευση της ζωής και του μέλλοντος των επόμενων γενεών.

 

Ταυτόχρονα όμως, μια τέτοια κίνηση, έρχεται σε σύγκρουση με θεμελιώδεις κανόνες της Ευρωπαϊκής ένωσης. Θα αντιμετωπιστεί επιθετικά από τα υπόλοιπα κράτη – μέλη της Ε.Ε. και θα σημάνει την de facto έξοδο της χώρας από την ένωση. Αυτό που είναι λογικό να περιμένουμε ότι άμεσα θα κλείσει η κάνουλα της ρευστότητας από την ΕΚΤ και θα κοπούν όλες οι χρηματοδοτήσεις από την Ε.Ε., δηλαδή επιδοτήσεις και ΕΣΠΑ και θα ακολουθήσει οικονομικός πόλεμος από μεριάς των χωρών που χάνουν κεφάλαια από αυτήν την κίνηση. Παράλογο είναι να μιλάμε για διαγραφή χρέους και ταυτόχρονα να εκπονούμε σχέδια παραγωγικής ανασυγκρότησης που περιλαμβάνουν και πόρους από την Ε.Ε. Πιστεύει κανείς πραγματικά ότι είναι δυνατόν να συνεχιστεί η πληρωμή αγροτικών επιδοτήσεων και προγραμμάτων ΕΣΠΑ ενώ θα έχουν διαγραφεί 205 δις που έχει δανειστεί η χώρα από τους μηχανισμούς στήριξης, από τα οποία το μεγαλύτερο μέρος οφείλεται στους ευρωπαϊκούς μηχανισμούς; Η αλήθεια είναι ότι η διαγραφή του δημόσιου χρέους της χώρας είναι ασύμβατη με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την Ε.Ε.

 

Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος

 

Η παύση πληρωμών και η μη αναγνώριση του χρέους, μετατρέπει τα χρεόγραφα του ελληνικού δημοσίου σε χαρτιά χωρίς αξία (junk). Μεγάλος όγκος τέτοιων χρεογράφων βρίσκεται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) (περίπου 50 δις.) η οποία τα διακρατά σαν ενέχυρο για την ρευστότητα που έχει χορηγηθεί στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα. Ο μηδενισμός της αξίας τους σημαίνει ότι τα δάνεια που έχει χορηγήσει η ΕΚΤ μένουν ακάλυπτα. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η ΕΚΤ θα ζητήσει την άμεση επιστροφή των δανείων – πράγμα αδύνατον. Αυτό από μόνο του αρκεί για να χρεοκοπήσουν οι ελληνικές τράπεζες, χωρίς καν να υπολογίσουμε ότι και οι ίδιες έχουν στα θησαυροφυλάκιά τους τέτοια χρεόγραφα που θα μετατραπούν σε χαρτιά χωρίς αξία.

 

Η διαγραφή του χρέους επομένως, οδηγεί αναγκαστικά στην χρεοκοπία του τραπεζικού συστήματος. Μια κυβέρνηση που υπηρετεί τα εργατικά συμφέροντα, δεν έχει άλλο δρόμο από το να θέσει το σύνολο των τραπεζών υπό κρατικό έλεγχο και να τις συγχωνεύσει σε ένα νέο τραπεζικό ίδρυμα με μηδενισμό της αξίας των παλιών μετοχών.

 

Μεταξύ των τραπεζών που θα κρατικοποιηθούν είναι και η Τράπεζα της Ελλάδος. Αυτό σημαίνει ότι το κράτος αποκτά πρόσβαση σε ένα πολύ σημαντικό απόθεμα σε φυσικό χρήμα, δηλαδή σε χαρτονομίσματα σε ευρώ που με δεδομένη την έξοδο της χώρας από την ευρωζώνη, είναι ουσιαστικά ξένο συνάλλαγμα.

 

Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος σημαίνει ότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομίας τίθεται κάτω από κρατικό έλεγχο. Κι αυτό γιατί: 1. Στις τράπεζες είναι χρεωμένες μια σειρά επιχειρήσεις, συχνά με ποσά που ξεπερνούν το σύνολο της αξίας τους. 2. Οι τράπεζες κατέχουν μετοχικά πακέτα – κάποιες φορές πλειοψηφικά – μεγάλου αριθμού εταιρειών.

 

Η έξοδος από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση

 

Όπως γράφτηκε πιο πάνω, η διαγραφή χρέους είναι ασύμβατη με τη συμμετοχή της χώρας στην Ε.Ε. Η έξοδος από την ευρωζώνη επομένως προκύπτει σαν «παράπλευρη απώλεια» της εφαρμογής του προγράμματός μας. Αυτό έχει ήδη γίνει συνείδηση σε μεγάλο τμήμα των εργαζομένων: καμία φιλολαϊκή πολιτική δεν μπορεί να εφαρμοστεί στα πλαίσια της Ε.Ε. και της ευρωζώνης, Ε.Ε. και ευρώ σημαίνουν μνημόνιο για πάντα. Η θέση για δημοψήφισμα για να αποφασίσει ο λαός τη σχέση της χώρας με την Ε.Ε. είναι τελικά ανεδαφική από την άποψη αυτή. Η έξοδος από την Ε.Ε. θα επιβληθεί εκ των πραγμάτων. Και η θέση για δημοψήφισμα όπως διατυπώνεται στη διακήρυξή μας, αφήνει αναπάντητο ένα κρίσιμο ερώτημα. Ποια θα είναι η στάση της ΛΑ.Ε. απέναντι σε αυτό το κορυφαίο ζήτημα και τι θα προτρέψει το λαό να ψηφίσει σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα;

 

Έξοδος από την ευρωζώνη: «Παράπλευρη συνέπεια» και όχι λύση

 

Η συζήτηση προεκλογικά επικεντρώθηκε στο ζήτημα της εξόδου από την ευρωζώνη. Αυτό έγινε στοχευμένα, καθώς οι έλληνες κεφαλαιοκράτες έχουν βασικό τους στόχο να διατηρήσουν τα προνόμια που τους παρέχει η συμμετοχή στην ευρωζώνη (φτηνή πίστωση από την ΕΚΤ, αποθησαυρισμός σε σκληρό νόμισμα που μπορεί να αξιοποιηθεί διεθνώς για επενδύσεις ή εξαγωγή των κερδών, φτηνή εργασία από τους εξαθλιωμένους που δουλεύουν για ένα κομμάτι ψωμί για να στείλουν στην πατρίδα τους ευρώ). Τα οφέλη που θα είχαν από την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα και την υποτίμησή του, τα έχουν ήδη αποκομίσει με το μνημόνιο. Για τη μείωση των μισθών δεν χρειάζονται την υποτίμηση του εθνικού νομίσματος γιατί αυτή έχει ήδη συντελεστεί με τις μνημονιακές πολιτικές. Γι’ αυτό και στα χρόνια του μνημονίου οι εξαγωγές αυξάνονται σταθερά.

 

Από τη μεριά μας, η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα πρέπει να τοποθετείται στο ευρύτερο προγραμματικό μας πλαίσιο. Δεν είναι Η λύση, αλλά μέρος της. Η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα από μόνη της, χωρίς την εφαρμογή του υπόλοιπου προγράμματος, είναι αδιέξοδη και δεν συνιστά πρόγραμμα προς όφελος της εργατικής τάξης και του λαού. Αυτό καθόλου δεν αναιρεί την αναγκαιότητα επεξεργασίας σχεδίου μετάβασης στο εθνικό νόμισμα. Ένα τέτοιο σχέδιο είναι εντελώς απαραίτητο να υπάρξει και πρέπει να παρουσιαστεί με απλό και πειστικό τρόπο στο λαό μαζί με το συνολικό μας πρόγραμμα.

 

Δεν υπάρχει εύκολος δρόμος

 

Η εφαρμογή ενός πολιτικού προγράμματός προς όφελος της εργαζόμενης πλειοψηφίας, οδηγεί μοιραία σε μια μεγάλης κλίμακας απαλλοτρίωση ιδιωτικής ιδιοκτησίας και πλούτου. Οδηγεί τελικά σε σύγκρουση με αυτούς που κρατάνε στα χέρια τους τις τύχες της χώρας. Φιλεργατικό πρόγραμμα που πατάει στην πραγματικότητα της σημερινής κρίσης και δεν οδηγεί σε σύγκρουση δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει.

 

Το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι χαρακτηριστικό. Το πρόγραμμά του προσπαθούσε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Η διακήρυξη της ανατροπής της λιτότητας εντός ευρωζώνης και Ε.Ε. ήταν η κύρια αντίφασή του. Ήταν ένα πρόγραμμα τελικά ανεδαφικό που δεν είχε σχέση με την πραγματικότητα και τσακίστηκε στα βράχια, οδηγώντας το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του σε μια εξευτελιστική υποταγή στους δανειστές και στη λιτότητα που υποτίθεται ότι θα ανέτρεπε.

 

Ένα ρεαλιστικό πολιτικό πρόγραμμα πρέπει να παίρνει καθαρή θέση στο βασικό ερώτημα της περιόδου: Ποιος θα πληρώσει την κρίση; Μέχρι σήμερα αυτοί που πληρώνουν την κρίση είναι οι καταπιεζόμενες τάξεις. Το δικό μας πρόγραμμα πρέπει να απαντάει καθαρά: Την κρίση θα πληρώσει η κυρίαρχη τάξη. Οι εφοπλιστές που είναι συνταγματικά απαλλαγμένοι από τη φορολογία, η εκκλησία που είναι ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στη χώρα και πληρώνει ψίχουλα σε φόρους, οι τραπεζίτες που διοικούν τράπεζες που κρατιούνται στη ζωή με δημόσιο χρήμα που φορτώνεται στο χρέος, οι εργολάβοι που τσεπώνουν εκατομμύρια ευρώ από τα διόδια, οι βιομήχανοι που επιδοτούνται συστηματικά από τον δημόσιο κορβανά.

 

Με αυτούς θα συγκρουστούμε γιατί δεν γίνεται αλλιώς, γιατί ο άλλος δρόμος είναι η συνεχιζόμενη μνημονιακή κόλαση. Η Αριστερά δεν είναι νοσοκόμα του άρρωστου και σε βαθιά κρίση καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ο νεκροθάφτης του!

Να πούμε την αλήθεια λοιπόν. Το πρόγραμμά μας πρέπει να περιλαμβάνει τα εξής:

 

-Διαγραφή του δημόσιου χρέους εκτός αυτού προς τα ασφαλιστικά ταμεία

 

-Εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος και των μεγάλων επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και λειτουργία τους κάτω από εργατικό έλεγχο

 

-Έξοδο από Ε.Ε. και ευρωζώνη

 

-Χωρισμός κράτους – εκκλησίας και δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας

 

Μόνο έτσι μπορεί να εξασφαλιστούν αξιοπρεπείς μισθοί και συντάξεις, πρόσβαση της εργαζόμενης πλειοψηφίας σε αναβαθμισμένες υπηρεσίες υγείας και παιδείας, παραγωγική ανασυγκρότηση προς όφελος της λαϊκής πλειοψηφίας.

 

Να εξηγήσουμε ότι ο δρόμος που προτείνουμε είναι δύσκολος και απαιτεί καλή οργάνωση για τις μεγάλες συγκρούσεις που περιλαμβάνει. Αλλά είναι ο μοναδικός δρόμος που ανοίγει προοπτική για την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Κι αν το πούμε καθαρά και δυνατά τότε μόνο μπορούμε να ακουστούμε. Αν αντίθετα ψάχνουμε κάποιον άλλον εύκολο δρόμο, λειαίνουμε τις αιχμές μας και μασάμε τα λόγια μας, η φωνή μας θα σβήσει.

 

Αθήνα, Νοέμβρης 2015

 

κομμουνιστική οργάνωση ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ